Του Ρέι Τεσέιρα, από το ιστολόγιο liberalpatriot.com (25 Ιουλίου 2024)
Οι Δημοκρατικοί βρίσκονται σε περιδίνηση. Ο Μπάιντεν, που φαινόταν να χάνει σίγουρα, αποχώρησε από την προεδρική κούρσα και αντικαταστάθηκε απρόσκοπτα από την Καμάλα Χάρις μέσω επιδέξιων και αστραπιαίων ελιγμών εντός του κόμματος. Η κούρσα ξαναρχίζει! Όλα είναι πιθανά!
Ποιος μπορεί να κατηγορήσει τους Δημοκρατικούς που είναι λίγο χαρούμενοι μετά τα χαστούκια; Κοιτούσαν την άβυσσο και τώρα έχουν μια ευκαιρία. Διαθέτουν νεότερο υποψήφιο και ένα πιο ενθουσιώδες, ενωμένο κόμμα. Αυτές είναι σημαντικές και θετικές διαφορές. Υπάρχουν όμως και ομοιότητες με την προηγούμενη κατάστασή τους, οι οποίες είναι άκρως αρνητικές και δεν μπορούν να εκλείψουν. Εδώ είναι μία για την οποία έγραψα τον Ιανουάριο:
«Ιδού μια απλή αλήθεια: το πώς θα κινηθούν οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης (εκτός κολεγιακής μόρφωσης) θα καθορίσεο πιθανότατα το αποτέλεσμα των εκλογών του 2024. Είναι η συντριπτική πλειοψηφία των εκλογέων με δικαίωμα ψήφου (περίπου τα δύο τρίτα) και, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι εκτιμήσεις για το ποιοι εν τέλει θα συμμετέχουν και ποιοι όχι, παραμένουν κυρίαρχοι μεταξύ των ψηφοφόρων που πρόκειται να ψηφίσουν (αποτελώντας περίπου τα 3/5). Επιπλέον, και στις έξι βασικές πολιτείες-κλειδιά –Αριζόνα, Τζόρτζια, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Πενσυλβάνια και Ουισκόνσιν– το μερίδιο της εργατικής τάξης στο εκλογικό σώμα [ ] είναι υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο».
Προκύπτει ότι η σημαντική επιδείνωση ως προς τη στήριξη της εργατικής τάξης θα μπορούσε να βάλει τον Μπάιντεν [ και τώρα, την Χάρις] σε πολύ μεγάλη περιπέτεια τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε πολιτείες-κλειδιά. Αντίθετα, ένα σημαντικό πλεονέκτημα μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης θα έθετε πιθανότατα τον Trump σε κυρίαρχη θέση.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε κατά νου καθώς κατακλυζόμαστε από ένα τσουνάμι ευνοϊκής κάλυψης της Χάρις στα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Εκεί που κάποτε υποτιμούσαν τις πολιτικές της ικανότητες, μας λένε ότι τώρα είναι (ή ήταν πάντα) μια απολύτως αποτελεσματική, χαρισματική πολιτικός.
Οι δημοσκοπήσεις φυσικά θα μελετώνται εξονυχιστικά για ενδείξεις ότι η κούρσα μετατοπίζεται υπέρ των Δημοκρατικών· ακόμη και μικρές αλλαγές θα ερμηνεύονται ως ενδείξεις ότι ο Τραμπ βρίσκεται σε υποχώρηση. Αλλά στην πραγματικότητα θα χρειαστούν μερικές εβδομάδες για να ξεκαθαρίσει η κούρσα και θα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός στην ερμηνεία των αρχικών αποτελεσμάτων.
Τούτου λεχθέντος, όσα έχουμε δει μέχρι στιγμής δεν υποδηλώνουν μια ριζικά αλλαγμένη κούρσα. Ο Τραμπ ήταν μπροστά και εξακολουθεί να είναι μπροστά. Οι Δημοκρατικοί εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης και έχουν μικρότερα περιθώρια μεταξύ των μη λευκών και των νέων ψηφοφόρων σε σχέση με το 2020. Φυσικά, η εικόνα μπορεί να αλλάξει μέσα στις επόμενες εβδομάδες, αλλά προς το παρόν αυτή είναι η εικόνα.
Κοιτάζοντας τους τρέχοντες μέσους όρους των δημοσκοπήσεων, έχουμε τα εξής για τις αναμετρήσεις Τραμπ-Χάρις: Το RCP έχει τον Τραμπ πάνω από την Χάρις με 1,7 μονάδες (2,8 μονάδες στην εκδοχή που περιλαμβάνονται και οι Kennedy/West/Stein). Οι New York Times έχουν τον Τραμπ πάνω από τη Χάρις κατά 2 μονάδες και η DDHQ/TheHill κατά 2 μονάδες. Αρκετά συνεπής.
Μια άλλη προσέγγιση είναι να συγκρίνουμε τους μέσους όρους του Μπάιντεν έναντι του Τραμπ και της Χάρις έναντι του τραμπ. Φυσικά, αυτές συμπίπτουν μόνο όταν ο Μπάιντεν ήταν ο πραγματικός υποψήφιος και η Χάρις ήταν μια υποθετική υποψήφιος. Αλλά τα δεδομένα εξακολουθούν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον.
Το Split Ticket έχει τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με αυτό, που καλύπτουν τον μήνα Ιούλιο, και δεν δείχνουν μεγάλη διαφορά μεταξύ των υποψηφίων. Η Χάρις τα πάει ελαφρώς χειρότερα συνολικά, με περιθώριο έναντι του Τραμπ 0,4 μονάδες χειρότερα από τον Μπάιντεν. Τα πάει χειρότερα μεταξύ των ανδρών, λίγο καλύτερα μεταξύ των γυναικών, χειρότερα μεταξύ των ηλικιωμένων, καλύτερα μεταξύ των ατόμων κάτω των 30 ετών, χειρότερα μεταξύ των λευκών και των ισπανόφωνων, καλύτερα μεταξύ των μαύρων, και, αρκετά χειρότερα μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, και καλύτερα μεταξύ των ψηφοφόρων με πανεπιστημιακή μόρφωση. Αλλά οι διαφορές είναι γενικά αρκετά μικρές.
Αν περιορίσει κανείς το δείγμα των δημοσκοπήσεων σε εκείνες που έτρεχαν εξ ολοκλήρου στην μετά την αποχώρηση Μπάιντεν περίοδο (δηλαδή μετά τις 20 Ιουλίου) υπάρχουν κάποια σημάδια που προμηνύουν ντέρμπι.
Το CNN έχει μία από αυτές τις δημοσκοπήσεις και πράγματι δείχνει ότι η Χάρις τα πάει καλύτερα έναντι του Τραμπ από ό,τι ο Μπάιντεν προτού εγκαταλείψει. Αλλά ο Τραμπ εξακολουθεί να προηγείται και, το ενδιαφέρον είναι ότι η Χάρις δεν τα πάει καλύτερα έναντι του Τραμπ από ό,τι τα πήγαινε πριν εγκαταλείψει ο Μπάιντεν, αλλά στην πραγματικότητα, λίγο χειρότερα (έλλειμμα 3 μονάδων τώρα έναντι ελλείμματος 2 μονάδων στα τέλη Ιουνίου). Εν τω μεταξύ η δημογραφία της ψήφου δεν αλλάζει, και οι επιδόσεις υπολείπονται αρκετά αναφορικά με εκείνες του Μπάιντεν στις εκλογές του 2020. Για παράδειγμα, οι Δημοκρατικοί υπολείπονται στην εργατική τάξη 15 μονάδων έναντι του Τραμπ, ενώ ο Μπάιντεν το 2020 είχε κλείσει την συγκεκριμένη ψαλίδα στις 4 μονάδες.
Αυτά τα διψήφια ελλείμματα των Δημοκρατικών μεταξύ της εργατικής τάξης αποτελούν σύνηθες χαρακτηριστικό αυτού του εκλογικού κύκλου. Τα ελλείμματα αυτά οφείλονται στην επιδείνωση των επιδόσεων ως προς την λευκή εργατική τάξη (υπενθυμίζουμε ότι ο Μπάιντεν το 2020 τα πήγε στην πραγματικότητα λίγο καλύτερα μεταξύ αυτών των ψηφοφόρων σε σχέση με την Κλίντον το 2016) αλλά και στο γεγονός ότι το προβάδισμά τους μειώνεται και σε ό,τι αφορά και στους μη λευκούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης. Και είναι αρκετά δύσκολο να πει κανείς πως θα μπορούσε να κερδίσει η Χάρις, δίχως να αλλάξει το τοπίο σε αυτό το μέτωπο.
Μπορεί να τα καταφέρει; Σίγουρα, όλα είναι πιθανά. Αλλά οι Δημοκρατικοί καλό θα ήταν να είναι ξεκάθαροι όσον αφορά την πρόκληση. Το τι πρέπει να ξεπεράσει η Χάρις φαίνεται από μια δημοσκόπηση της Pew στις αρχές Ιουλίου, η οποία είχε αρκετά μεγάλο μέγεθος δείγματος (Ν=πάνω από 9.400) ώστε να επιτρέπει την ανάλυση των μαύρων και των ισπανόφωνων ψηφοφόρων και ως προς το μορφωτικό τους επίπεδο και την κοινωνική τους ένταξη. Αμφότερες οι φυλετικές ομάδες παρουσιάζουν έντονη μορφωτική πόλωση, για την ακρίβεια, μεγαλύτερη από εκείνην του 2020.
Σε αυτήν την δημοσκόπηση, οι ισπανόφωνοι ψηφοφόροι προτίμησαν τον Τραμπ κατά 3 μονάδες περισσότερο έναντι του Μπάιντεν, ενώ το 2020 την συγκεκριμένη κατηγορία την είχε κερδίσει ο Μπάιντεν έναντι του Τραμπ με 22 μονάδες. Μεταξύ των μαύρων ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, ο Μπάιντεν προηγείται τώρα με 47 μονάδες έναντι του Τραμπ, όμως το 2020 είχε επικρατήσει με διαφορά 82 μονάδων.
Η κατάλληλη απάντηση θα ήταν μια εκστρατεία προσανατολισμένη στην εργατική τάξη. Αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αυτό έχει στο μυαλό της το επιτελείο της Χάρις. Ένα ευρέως διαδεδομένο υπόμνημα της εκστρατείας βλέπει την υποψηφιότητά της να βασίζεται στον «συνασπισμό ψηφοφόρων Μπάιντεν-Χάρις» και αναφέρει χαρακτηριστικά τους μαύρους ψηφοφόρους, τους λατινοαμερικάνους, τους AANHPI (Αμερικάνους ασιατικής καταγωγής, ψηφοφόρους από την Χαβάη και τα νησιά του Ειρηνικού), τις γυναίκες και τους νέους. Οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης λάμπουν δια της απουσίας τους. Το υπόμνημα προτείνει να επιδιωχθεί αύξηση της επιρροής μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων με πανεπιστημιακή μόρφωση, πάνω στο γεγονός ότι:
…[Η Χάρις] έχει πρωτοστατήσει στα ίδια τα ζητήματα που είναι πιο σημαντικά για αυτούς τους ψηφοφόρους -την αποκατάσταση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών και τη διατήρηση του κράτους δικαίου μετά την 6η Ιανουαρίου, τις ποινικές καταδίκες του Ντόναλντ Τραμπ και την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για την ασυλία.
Υπάρχει ελάχιστη αναφορά σε άλλα ζητήματα. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η Χάρις βαθμολογείται πολύ χαμηλότερα από τον Τραμπ όσον αφορά τον χειρισμό θεμάτων όπως η εγκληματικότητα, ο πληθωρισμός και η μετανάστευση. Τα δύο τελευταία ζητήματα βρίσκονται συνήθως στην κορυφή της λίστας των ανησυχιών των ψηφοφόρων.
Στο βαθμό που η Χάρις έχει μιλήσει για άλλα θέματα εκτός από την άμβλωση, την δημοκρατία, και τον χαρακτήρα του Τραμπ, ήταν για να τονίσει, σύμφωνα με το Axios, ότι:
…θα επιδιώξει την συνέχεια των δαπανηρών πολιτικών της εγχώριας ατζέντας του Μπάιντεν, τα οποία δεν κατάφεραν να διασφαλίσουν την αποδοχή. Ακόμα και όταν οι Δημοκρατικοί υπεραμύνονται των αντιφατικών οικονομικών επιδόσεων της θητείας Μπάιντεν, εκείνη ισχυρίζεται ότι είναι πρόθυμη να περάσει στην αντεπίθεση για τα επόμενα 4 χρόνια… Τα σχέδιά της περιλαμβάνουν την διοχέτευση 2 τρισ.$ για την καθιέρωση της καθολικής προσχολικής εκπαίδευσης, την βελτίωση της φροντίδας των ηλικιωμένων και της παιδικής μέριμνας…
Αυτό φαίνεται… ασύνετο υπό το πρίσμα των φόβων των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης για τον πληθωρισμό και του πόσο άσχημα αξιολογούν την οικονομική διαχείριση της κυβέρνησης Μπάιντεν. Με το να πιέζει κανείς για περαιτέρω, μαζική αύξηση των δαπανών είναι εξαιρετικά απίθανο να κερδίσει την στήριξη της εργατικής τάξης, ακόμα κι αν εγκρίνει κάποιους από τους τελικούς στόχους των πολιτικών αυτών.
Όπως σημείωσαν ορισμένες από τις πιο λογικές φωνές της Αριστεράς, η Χάρις πρέπει να καταβάλει σοβαρή προσπάθεια για να διαβεβαιώσει τους σκεπτικιστές ψηφοφόρους, ιδίως τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης, ότι θα κάνει όντως διαφορετικά πράγματα από τον Μπάιντεν σε βασικά ζητήματα στα οποία οι Δημοκρατικοί είναι ευάλωτοι. Ο David Leonhardt αναφέρει την εγκληματικότητα, τη μετανάστευση, τον πληθωρισμό, τα ζητήματα φύλου και την ελευθερία του λόγου. Όπως επισημαίνει ο Leonhardt:
Οι Δημοκρατικοί συχνά περιγράφουν τον Ντόναλντ Τραμπ και άλλους Ρεπουμπλικανούς ως εξτρεμιστές… Αλλά πολλοί ψηφοφόροι βλέπουν και το Δημοκρατικό Κόμμα ως εξτρεμιστικό. Στην πραγματικότητα, ο μέσος Αμερικανός θεωρεί ότι το Δημοκρατικό Κόμμα προσεγγίζει περισσότερο τα άκρα από ό,τι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα…
…οι επιτυχημένοι προεδρικοί υποψήφιοι καθησυχάζουν τους ψηφοφόρους ότι είναι πιο μετριοπαθείς από το κόμμα τους. Ο Μπιλ Κλίντον, ο Τζορτζ Μπους, ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Μπάιντεν το έκαναν όλοι με τον τρόπο τους. Ακόμη και ο Τραμπ το έκανε το 2016, υποστηρίζοντας την κοινωνική ασφάλιση, αντιτιθέμενος στις εμπορικές συμφωνίες και υποστηρίζοντας τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Η στρατηγική λειτουργεί επειδή οι περισσότεροι ψηφοφόροι θεωρούν τους εαυτούς τους λιγότερο συντηρητικούς από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και λιγότερο φιλελεύθερους από το Δημοκρατικό Κόμμα….
[Αυτοί οι πολιτικοί] έστελναν ένα ευρύτερο μήνυμα. Ήταν το ίδιο που έστειλε ο Κλίντον όταν αυτοαποκαλούνταν «νέος Δημοκρατικός» και ο Τζορτζ Μπους με τα λόγια του περί «συμπονετικού συντηρητισμού». Ήταν επίσης αυτό που προσπάθησε να στείλει πρόσφατα ο Τραμπ λέγοντας ότι αντιτίθεται στην εθνική απαγόρευση των αμβλώσεων.
Όλοι αυτοί οι πολιτικοί διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους από τα κόμματά τους. Είναι δύσκολο να εκλεγείς πρόεδρος χωρίς να το κάνεις αυτό.
Μέχρι στιγμής υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι ο Χάρις θα κάνει κάτι τέτοιο. Όπως σημείωσε το Politico Playbook: «Τρεις πηγές στο επιτελείο της Χάρις με τις οποίες μιλήσαμε είπαν ότι οι άνθρωποι που περιμένουν ότι η Χάρις θα πάρει αισθητά διαφορετικές θέσεις [για να ξεχωρίζει από τον Μπάιντεν] θα απογοητευτούν».
Έτσι, αντί για ένα «διαφορετικό είδος Δημοκρατικού», αυτό που θα πάρουν οι ψηφοφόροι είναι πιθανότατα μια νεότερη, μη λευκή, γυναικεία εκδοχή του ίδιου είδους Δημοκρατικού. Για να το θέσουμε αλλιώς, οι Δημοκρατικοί φαίνεται να είναι ικανοποιημένοι με το να παραμείνουν ένα κόμμα της ‘βραχμινικής αριστεράς’ και να δουν πώς θα πάνε τα πράγματα.