1,1K
Συγγραφέας:
Γιώργος Καραμπελιάς
Άρδην τ. 58
Ένα φάσμα πλανιέται πάνω από τη «Νοτιοανατολική Ευρώπη», εκείνο του Σόρος και του νεο-οθωμανισμού. Ο σχεδιασμός των Η.Π.Α., της Αγγλίας, του σιωνιστικού λόμπι και των πολυεθνικών είναι διάφανος: για όσο καιρό η Ρωσία βρίσκεται στο καναβάτσο, ή δεν έχει αναλάβει ακόμα τις δυνάμεις της, να συγκροτηθεί ένας ισχυρός ατλαντικός πόλος στην Ανατολική Ευρώπη γενικότερα, και τη νοτιοανατολική ειδικότερα, που θα εμποδίσει οποιαδήποτε επανεμφάνιση της Ρωσίας και θα δέσει όλη την Ευρώπη στο ατλαντικό άρμα, υποσκελίζοντας –σύμφωνα με την αμερικανική ορολογία– την «παλαιά Ευρώπη». Ο σχεδιασμός αφορά το σύνολο της Ανατολικής Ευρώπης, Βορειοανατολικής και Νοτιοανατολικής. Ως προς τη βορειότερη, το σχέδιο στηρίζεται αποφασιστικά στην Πολωνία και επιχειρεί να εντάξει την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες. Ως προς τη Νότια πτέρυγα, βασικό κέντρο στήριξης αυτής της πολιτικής είναι η Τουρκία. Σύμφωνα με αυτόν τον σχεδιασμό, κεντρικός γεωπολιτικός πόλος στην περιοχή θεωρείται η Κωνσταντινούπολη –η οποία, με τα δεκαπέντε εκατομμύρια πληθυσμό της, αποτελεί ήδη το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο– και η Τουρκία ως η σταθερότερη δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει την επανεμφανιζόμενη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική προϋποθέτει την κονιορτοποίηση των βαλκανικών, ειδικά των ορθόδοξων, πληθυσμών, και την «ενοποίησή» τους κάτω από μια νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό την υψηλή εποπτεία των Η.Π.Α.
Σε ένα τέτοιο σενάριο εντάσσεται βεβαίως και η Ελλάδα, ή μάλλον ένα μέρος των ελίτ της χώρας, που αναπτύσσει μια τυπική νεο-φαναριώτικη αντίληψη: κάτω από την αμερικανο-οθωμανική ομπρέλα, να αποσπάσει και το παρασιτικό ελληνικό κεφάλαιο, από τις Τράπεζες έως τα ποικιλώνυμα λόττο, ένα μερίδιο από τη βαλκανική πίτα, χωρίς να ενδιαφέρει το εάν θα θιγούν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού ή ακόμα και εάν γίνουν εθνικές παραχωρήσεις μεγάλης κλίμακας. Αυτή η στρατηγική είναι πολύ παλιά –στο παρελθόν εμφανιζόταν με τη μορφή της ελληνο-τουρκικής ομοσπονδίας που προωθούσε η μετεμφυλιακή δεξιά ή η χούντα αργότερα. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Θεσσαλονίκη κατέχει αποφασιστικό ρόλο ως υποσταθμός και δορυφορική πόλη της Κωνσταντινούπολης και ως πόλος της ατλαντικής πολιτικής. Αυτή τη στρατηγική υπηρετούσε σχεδόν απροκάλυπτα η κυβέρνηση Σημίτη, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, και σε αυτήν έχει υποταχθεί πλέον ολοκληρωτικά και η κυβέρνηση Καραμανλή.
Υπό το φως αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού μπορούμε να κατανοήσουμε και το ιδιαίτερο βάρος που δίνει το παρασιτικό ελληνικό κεφάλαιο, και οι «εκσυγχρονιστές» κάθε είδους, στο «Πατριαρχείο», στην υπεράσπιση των «νέων χωρών», έναντι της εκκλησίας της Ελλάδας, και στην ελληνοτουρκική φιλία. Διότι οι Έλληνες, μέσω των συναισθηματικών και άλλων δεσμών τους με το Πατριαρχείο, «αιχμαλωτίζονται» στην τουρκική πολιτική, αντί να την καταγγέλλουν. Πόσες φορές δεν ακούμε πως «για χάρη του Πατριαρχείου» πρέπει να διατηρήσουμε τους δεσμούς με την Τουρκία ή και να υποστηρίξουμε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Επί πλέον, το Πατριαρχείο, όπως λειτουργεί σήμερα, αποτελεί σημαντικό δίαυλο μέσω του οποίου η ελληνοαμερικανική κοινότητα –που υπάγεται σε αυτό– μεταβάλλεται από ελληνικό λόμπι στις Η.Π.Α. σε αμερικανικό λόμπι στην Ελλάδα. Άλλοι άξονες της ίδιας ενιαίας στρατηγικής είναι η ενίσχυση των μεταναστευτικών ρευμάτων και των μειονοτήτων, ακόμα και ανύπαρκτων, σε βάρος των εθνικών οντοτήτων. Και εδώ η δράση του Ιδρύματος Σόρος –καθώς και άλλων συναφών ιδρυμάτων– αποκτά αποφασιστική σημασία. Μέσω του μειονοτικού διελύθη η Γιουγκοσλαβία, ο βασικότερος παράγων για μια αυτόνομη Βαλκανική, ελέγχεται η Βουλγαρία και απειλείται η ίδια η Ελλάδα – εξ άλλου το Κυπριακό ξεκίνησε από ένα μειονοτικό ζήτημα. Τα ποικιλώνυμα «παρατηρητήρια» των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ιδιαίτερα δραστήρια στην περιοχή μας, παροξύνουν και προβάλλουν συστηματικά τα προβλήματα των «μειονοτήτων», της «διασυνοριακής εγκληματικότητας» κ.λπ., δηλαδή ζητήματα που υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία, ενώ βεβαίως αγνοούν συστηματικά τα μεγάλα περιβαλλοντικά ή κοινωνικά ζητήματα που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, όπως η διάλυση των τοπικών κοινοτήτων και παραδόσεων, η ερήμωση περιοχών εξαιτίας της αποβιομηχάνισης κ.λπ.
Η στρατηγική του Ιδρύματος Σόρος, που άνοιξε τον δρόμο στα ζητήματα αυτά, μέχρι σήμερα στέφθηκε με επιτυχία. Η στρατηγική αυτή συνίσταται στην ενσωμάτωση, σε κοινές οργανώσεις και θεματικές, δυνάμεων και παραγόντων που προέρχονται από την «αριστερά και την οικολογία» μαζί με τεχνοκράτες της φιλελεύθερης δεξιάς, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες, διαμορφώνοντας έτσι ισχυρές οριζόντιες ομάδες πίεσης, ουσιαστικά ένα νέο ιδεολογικό και πολιτικό τοπίο, όπου ελαχιστοποιούνται οι πραγματικές διαφορές μεταξύ των πολιτικών κομμάτων ενώ κάποιες ευάριθμες ομάδες πολιτικών, διανοουμένων επιχειρηματιών, πρακτόρων ποικίλων συμφερόντων, δημοσιογράφων και «καλλιτεχνών», συγκροτούν μια νέα πραγματική εξουσία, πάντα βέβαια υπό τις ευλογίες και την εποπτεία των υπερατλαντικών αφεντικών.
Η Οργάνωση CDRSEE (Κέντρο για τη Συμφιλίωση και τη Δημοκρατία στη Νοτιανατολική Ευρώπη) είναι εντελώς χαρακτηριστική από αυτή την άποψη. Στην κορυφή της βρίσκεται ένας Αμερικανός πολιτικός, ο Ρ. Σίφτερ, ενεργό μέλος του σιωνιστικού λόμπι στις Η.Π.Α., και ο… μεσολαβητής του Ο.Η.Ε. για το Σκοπιανό, Μ. Νίμιτς. Ακολουθούν Έλληνες και Τούρκοι επιχειρηματίες, όπως ο Κ. Καρράς και Ο. Καβάλα αντίστοιχα, και αρκετά μέλη «μη-κυβερνητικών οργανώσεων» από τις βαλκανικές χώρες, Αυστριακοί πολιτικοί καθώς και Ελληνοαμερικανοί. Καταγράφοντας όσους ασχολούνται με τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου θα συναντήσει κανείς μια πληθώρα διανοουμένων προερχόμενων από την ανανεωτική αριστερά ή τον «προοδευτικό χώρο»: Χ. Κουλούρη, Θ. Δραγώνα, Α. Φραγκουδάκη, Π. Κιτρομηλίδης, Ι. Κολιόπουλος και, τέλος, μέλη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, για να έχουμε άμεση πρόσβαση στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια. Χρηματοδότες του Κέντρου, αμερικανικές υπηρεσίες όπως η USAID, η αμερικανική και βρετανική Πρεσβεία, και επιχειρηματίες όπως ο Γιώργος Δαυίδ της Κόκα-Κόλα, ή ο Θ. Παπαλεξόπουλος της Τιτάν. Ο Κώστας Καρράς, βασικό στέλεχος και πραγματικός οργανωτής πολλών από τις δραστηριότητες του Κέντρου, είναι συντονιστής του Ελληνοτουρκικού Φόρουμ και για 18 χρόνια μέλος της διευθυντικής ομάδας της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ.
Αναρωτιέται κανείς πως και γιατί, στην ηγεσία μιας οργάνωσης που αφορά την περιοχή μας, και δρα στις χώρες μας, γίνεται αποδεκτό από τους συμμετέχοντες να βρίσκεται ένας εκφραστής του σιωνιστικού λόμπι των Η.Π.Α. καθώς και ένας άλλος Αμερικανός, εμπλεκόμενος άμεσα σε διαπραγματεύσεις που αφορούν την περιοχή;
Αν μελετήσει κανείς όσους συμμετέχουν και κινούνται στις διάφορες οργανώσεις της παγκοσμιοποίησης, θα συναντήσει πάντα το ίδιο μείγμα, απλώς αλλάζουν τα άτομα και η ποσολογία. Στο ΕΛΙΑΜΕΠ, πέρα από τους γνωστούς καθηγητές, Λ. Τσούκαλη, Θ. Βερέμη, Χ. Κουλουμπή, και δημοσιογράφους, όπως ο Α. Παπαχελάς, συμμετέχουν ο Γ. Δαυίδ και ο Θ. Παπαλεξόπουλος. Ο Παπαλεξόπουλος, αντιπρόεδρος της Τιτάν και προσκεκλημένος της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, είναι ταυτόχρονα χορηγός του CDRSEE και πρόεδρος μιας άλλης ΜΚΟ που αποκαλείται «Κίνηση Πολιτών για την Ανοικτή Κοινωνία», δηλαδή έχει την ονομασία των οργανώσεων του Σόρος, στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, οι Λουκάς Κυριακόπουλος, πρόεδρος του ΙΟΒΕ, ο καθ. Ηλίας Κατσούλης, το πρ. στέλεχος του ΣΥΝ, πρέσβης ε.τ. Κώστας Ζέπος, ο Αιμίλιος Ζαχαρέας, ο Νίκος Μουζέλης, ο Γιάννης Τζανετάκος, ο Αντώνης Παπαγιαννίδης, ο Δημήτρης Χατζησωκράτης. Ανάμεσα στους χορηγούς του CDRSEE βρίσκεται π.χ. και η ΑLPHA-Bank, του Συμβουλίου της οποίας ο αντιπρόεδρος είναι ο Ανδρέας Κανελλόπουλος, πρόεδρος της Τιτάν, και μέλος ο Θάνος Βερέμης του ΕΛΙΑΜΕΠ κ.ο.κ.
Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε τις διασυνδέσεις τους και την επιρροή τους στην επίσημη πολιτική ηγεσία και τα κέντρα αποφάσεων. Από την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη και της υπουργίας του Γ. Παπανδρέου, το ΕΛΙΑΜΕΠ είναι σύμβουλος της ελληνικής Κυβέρνησης και οργανώνει εκπαιδευτικά σεμινάρια για τους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην προώθηση του Σχεδίου Ανάν, και ένα βασικό πρώην στέλεχός του, ο Γιάννης Βαληνάκης, είναι σήμερα υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Καραμανλή. Ο Κώστας Καρράς, για δεκαοκτώ χρόνια (!) μέλος της διεύθυνσης της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, είναι «μέγας άρχων» του Πατριαρχείου, για δέκα χρόνια μέλος του Δ.Σ. των Ελλήνων Εφοπλιστών, πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής κληρονομιάς», και βέβαια πρόεδρος του ελληνουρκικού Φόρουμ, κ.λπ.
Αν παρατηρήσουμε τη σύνθεση και τη δράση δεκάδων άλλων, δήθεν, «μη-κυβερνητικών οργανώσεων», θα διαπιστώσουμε τη συμμετοχή των ίδιων ατόμων σε εναλλασσόμενους ρόλους. Και δίπλα τους, μερικές εκατοντάδες Πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και «διανοουμένων» που, με το αζημίωτο, συμμετέχουν σε επιτροπές, διδάσκουν με παχυλές αμοιβές σε εκατοντάδες χρηματοδοτούμενα σεμινάρια, διευθύνουν τους πολιτιστικούς οργανισμούς της χώρας, ελέγχουν τα ΜΜΕ και συγκροτούν ένα δίχτυ που πνίγει και ελέγχει τη χώρα σε όλες της τις δραστηριότητες.
Από τον ευρωπαϊσμό στον ευρωατλαντισμό
Και όσο οι Έλληνες πολίτες καθεύδουν –ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια, από την εποχή της ανόδου της κυβέρνησης Σημίτη–, αυτή η στρατηγική διείσδυσης και ελέγχου έχει κάνει τεράστια άλματα. Κατ’ αρχάς έχει μεταστρέψει την ίδια την επίσημη πολιτική της Ελλάδας από τον «ευρωπαϊσμό» στον «ευρωατλαντισμό».
Πράγματι, αν στο παρελθόν το όραμα του «εκσυγχρονισμού» ήταν ο ευρωπαϊσμός, τώρα, όπως διακήρυξε στην Καθημερινή (05.02.06) ο Θεόδωρος Κουλουμπής, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, «πρέπει να επιλέξουμε τον ευρωατλαντισμό», και η ελληνική κυβέρνηση, καθώς και η αξιωματική αντιπολίτευση, μοιάζουν να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα αυτή τη στρατηγική. Γι’ αυτό και η μεταστροφή, από το Ελσίνκι και μετά, στο ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., η εγκατάλειψη της Γιουγκοσλαβίας στην τύχη της, η στροφή προς το Ισραήλ, στη διένεξη με τους Άραβες, και τόσα άλλα που καθημερινά παρακολουθούμε. Δηλαδή, η Ελλάδα εγκαταλείπει τη στρατηγική της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», της Ευρώπης από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια, και περνάει σε εκείνη του ευρωατλαντισμού, δηλαδή ενός ενιαίου μπλοκ από τον Ειρηνικό έως την… λίμνη Βαν και το Ισραήλ. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, στο περιφερειακό πεδίο, αποδέχεται την τουρκική προτεραιότητα και τις υποχωρήσεις σε Κύπρο, Σκόπια, Αιγαίο, για χάρη αυτής της νέας στρατηγικής.
Και σε αυτόν τον σχεδιασμό εντάσσονται ποικίλες δυνάμεις και «ευαισθησίες». Συχνά άσχετα από προθέσεις. Ο χώρος του Συνασπισμού, η «άκρα αριστερά» και ο αναρχικός χώρος, χρησιμοποιούνται για να επιβάλουν μια «αντιεθνικιστική» ιδεολογική τρομοκρατία στους χώρους της νεολαίας, των φοιτητών και της διανόησης. Υπό το πρόσχημα του διεθνισμού, και χρησιμοποιώντας τις ιδεολογικές αγκυλώσεις αυτού του χώρου, ενισχύονται όλες οι στρατηγικές που κατατείνουν στην αποσύνθεση κάθε αντίστασης στα σχέδια της Νέας Τάξης, με την πρόταξη των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», την απόρριψη της άμυνας της χώρας, την προώθηση απόψεων για «ανοικτά σύνορα» και, βέβαια, την απαραίτητη «ελληνοτουρκική φιλία» ως «φιλία των λαών» και την αναγνώριση των Σκοπίων ως «Μακεδονίας». Έτσι θάλλουν πλέον σε αυτόν τον χώρο τα συνθήματα κατά του «ελληνικού ιμπεριαλισμού» στα Βαλκάνια, κατά της Κύπρου κ.λπ. Ακόμα και εκείνες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να στραφούν κατά της Νέας Τάξης, περιορίζονται να διαδηλώνουν κατά της δράσης της στο… Ιράκ και να την στηρίζουν στην… Ελλάδα, να «καταριούνται» τη Λέσχη Μπιλντερμπεργκ και την παγκοσμιοποίηση και να συμμαχούν με τα μέλη και τους οργανωτές της στην Ελλάδα.
Στα κόμματα του «κυβερνητικού άξονα», Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, έχουν ενισχυθεί οι ευρωατλαντιστές, όπως καταδεικνύει η άνοδος της Μπακογιάννη στο Υπ.Εξ και η αναγόρευση του Γιώργου Παπανδρέου σε Πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς με την ενίσχυση του αγγλοσαξονικού και εβραϊκού λόμπι.
Ακόμα και το λεγόμενο εθνικιστικό ΛΑΟΣ, που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο και τη διαστρέβλωση των πατριωτικών αισθημάτων του λαού, στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν, ήταν εξαιρετικά υποτονικό ενώ στην περίπτωση των υποκλοπών, ο Καρατζαφέρης δήλωσε πως δεν υπάρχει εμπλοκή των Αμερικανών!
Όμως η προσπάθεια (απο)προσανατολισμού της ελληνικής ιδεολογικής και πολιτικής ζωής δεν περιορίζεται στα κόμματα και τους πολιτικούς χώρους. Στρέφεται κυρίως στους ιδεολογικούς μηχανισμούς: στα ΜΜΕ, την εκκλησία, την εκπαίδευση. Στο χώρο των ΜΜΕ, ιδιαίτερα την τηλεόραση, ο έλεγχος των πρεσβειών, των διαπλεκομένων, και των ελεγχόμενων από αυτούς κονδυλοφόρων και μεγαφώνων, είναι χωρίς προηγούμενο και πανθομολογούμενος. Οι λίστες της Αμερικανικής Πρεσβείας, αλλά και ο έλεγχος των εσωτερικών agents d’ influence, απαγορεύουν σχεδόν την έκφραση οποιασδήποτε σοβαρής αντικαθεστωτικής άποψης, εκτός ίσως από τους γελοιογράφους. Στην εκκλησία, η δαιμονοποίηση του Χριστόδουλου –στην οποία συνέβαλε αποφασιστικά και ο ίδιος με τα σφάλματά του και κυρίως με την ποιότητα του «περιβάλλοντός» του– ευνοεί την καταρράκωση ενός θεσμού που συνδεόταν άρρηκτα με την ταυτότητα των Ελλήνων. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η παρόξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων, όχι απλώς με τη χυδαία μορφή της, τύπου Ζακύνθου, αλλά κυρίως εκείνη με το Πατριαρχείο. Ακόμα και ο «νεο-ορθόδοξος» χώρος έχει γίνει κομμάτια με την ενίσχυση στο εσωτερικό του των εκσυγχρονιστικών και ψευδο-οικουμενιστικών αντιλήψεων. Τέλος, στην εκπαίδευση, ο έλεγχος είναι εξαιρετικά προχωρημένος στην ανώτατη παιδεία, όπου ο «μεταμοντερνισμός», η τεχνοκρατικοποίηση και ο αντιεθνικισμός είναι τα κυρίαρχα ιδεολογήματα του «χώρου», υποβοηθούμενα από αναρίθμητα προγράμματα, «αρπαχτές», ταξίδια στο εξωτερικό, διορισμούς σε αναρίθμητες θέσεις και… τζακούζι.
Ο «ρεαλισμός» της υποταγής
Αυτή η πολυπλόκαμη προσπάθεια οριστικής αλλοίωσης και υποταγής του φρονήματος του ελληνικού λαού, που συμπεριλαμβάνει και δυνάμεις αντιμαχόμενες μεταξύ τους, από την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά, έχει αγγίξει και τον δημοκρατικό, πατριωτικό χώρο. Με πολλαπλές μορφές. Η κυριότερη την τελευταία περίοδο είναι η «ρεαλιστική» εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, είμαστε υποχρεωμένοι να συνταχθούμε με τους Αμερικανούς, για λόγους ρεαλισμού. Πρόσφατα, σε αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Πολιτική για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις (τεύχος 6, Μάρτιος 2006), διαβάζουμε πως απλώς εμείς θα πρέπει να γίνουμε σοβαροί για να μας προσέξουν οι Αμερικανοί στα Βαλκάνια, ενώ ο Αντώνης Παπαγιαννίδης (βλ σσ. 32-33), για το θέμα των παρακολουθήσεων της Βόνταφον, μας εξηγεί πως αυτές είναι άγνωστο από ποιους έγιναν και εξάλλου οι μεγάλες δυνάμεις ήταν υποχρεωμένες να τις κάνουν στη διάρκεια των Ολυμπιακών και απλώς οι ελληνικές κυβερνήσεις, ως «μη σοβαρές», δεν πήραν τα απαραίτητα μέτρα, γι’ αυτό οι «άλλοι» τα πήραν μόνοι τους!
Αυτή η πολυπλόκαμη προσπάθεια οριστικής αλλοίωσης και υποταγής του φρονήματος του ελληνικού λαού, που συμπεριλαμβάνει και δυνάμεις αντιμαχόμενες μεταξύ τους, από την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά, έχει αγγίξει και τον δημοκρατικό, πατριωτικό χώρο. Με πολλαπλές μορφές. Η κυριότερη την τελευταία περίοδο είναι η «ρεαλιστική» εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, είμαστε υποχρεωμένοι να συνταχθούμε με τους Αμερικανούς, για λόγους ρεαλισμού. Πρόσφατα, σε αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Πολιτική για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις (τεύχος 6, Μάρτιος 2006), διαβάζουμε πως απλώς εμείς θα πρέπει να γίνουμε σοβαροί για να μας προσέξουν οι Αμερικανοί στα Βαλκάνια, ενώ ο Αντώνης Παπαγιαννίδης (βλ σσ. 32-33), για το θέμα των παρακολουθήσεων της Βόνταφον, μας εξηγεί πως αυτές είναι άγνωστο από ποιους έγιναν και εξάλλου οι μεγάλες δυνάμεις ήταν υποχρεωμένες να τις κάνουν στη διάρκεια των Ολυμπιακών και απλώς οι ελληνικές κυβερνήσεις, ως «μη σοβαρές», δεν πήραν τα απαραίτητα μέτρα, γι’ αυτό οι «άλλοι» τα πήραν μόνοι τους!
Βέβαια, η ιδέα πως κάποιοι, δηλαδή οι ίδιοι οι Αμερικανοί, εμποδίζουν τους Έλληνες πολιτικούς να γίνουν «σοβαροί», ή μάλλον προωθούν τους καθόλου σοβαρούς yesmen στην εξουσία, δεν περνάει από το μυαλό των «ρεαλιστών πατριωτών», που μας προτείνουν να γίνουμε «αξιόπιστοι σύμμαχοι». Υποστηρίζουν οι ρεαλιστές πως, στην εξωτερική πολιτική, δεν χωράει «συναισθηματισμός». Συμφωνούμε απολύτως και μάλλον τους εγκαλούμε για «συναισθηματικό» φιλοαμερικανισμό. Διότι, βέβαια, οι Αμερικανοί προώθησαν το σχέδιο Ανάν, οι Αμερικανοί και ο Σόρος υποστηρίζουν τα Σκόπια και τα αναγνώρισαν ως «Μακεδονία», οι Αμερικανοί παίζουν το αλβανικό χαρτί και έχουν διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία, οι Αμερικανοί είναι οι μεγάλοι πάτρωνες των Τούρκων και ενισχύουν κάθε είδους υπαρκτή ή κατασκευασμένη μειονότητα στην περιοχή. Κατά συνέπεια, ο δικός μας «αντιαμερικανισμός» είναι μια ρεαλιστική και ψύχραιμη αντιμετώπιση της πραγματικότητας, διότι απλούστατα οι Αμερικανοί επιθυμούν το ψαλίδισμα της Ελλάδας, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, ως της τελευταίας βαλκανικής χώρας που θα μπορούσε να αντισταθεί στην αποσύνθεση των Βαλκανίων, και έχουν επιλέξει το δίδυμο Τουρκία-Ισραήλ ως τους προνομιακούς τους εταίρους. Προφανώς, εάν η Ελλάδα δεχόταν να ενταχθεί στο νεο-οθωμανικό σχέδιο, εάν εκχωρούσε την Κύπρο με την τεράστια στρατηγική της σημασία, εάν δεχόταν τη ρευστοποίηση της εθνικής της κυριαρχίας, ιδιαίτερα στη Βόρειο Ελλάδα και το Αιγαίο, τότε και οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να γίνουν πιο «φιλικοί» απέναντί μας. Αυτό είναι, υποτίθεται, και το σχέδιο των νέων Φαναριωτών που συνωθούνται γύρω από το Πατριαρχείο και στους συνδέσμους «ελληνοτουρκικής φιλίας».
Όσοι φαντάζονται ειλικρινώς πως μπορεί να υπάρξει μια πολιτική υπεράσπισης των εθνικών δικαιωμάτων μας στην παρούσα συγκυρία, συμμαχώντας με τις Η.Π.Α., όχι μόνο πλανώνται πλάνην οικτρά αλλά και ανοίγουν τον δρόμο για την αποδοχή του νεο-οθωμανισμού. Η Ελλάδα δεν μπορεί να στηριχτεί στις Η.Π.Α. γιατί η πολιτική των Αμερικανών προϋποθέτει το ψαλίδισμά μας. Μόνο εάν άλλαζε ριζικά η συγκυρία και οι Η.Π.Α. και το Ισραήλ έρχονταν σε σύγκρουση με την Τουρκία, θα μπορούσε να μεταβληθεί η στάση Αμερικανών και Εγγλέζων. Στο μεταξύ θα συνεχίσουν να είναι άσπονδοι σύμμαχοι μας, που πριονίζουν την παρουσία και τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Οι «φιλοαμερικανοί» πατριώτες πρέπει να επιλέξουν, θα είναι είτε φιλοαμερικανοί είτε πατριώτες· δεν χωράνε στο ίδιο τσουβάλι και τα δύο.
Η Ελλάδα έχει μία και μόνη δυνατή επιλογή που να εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα: την ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής της αυτονομίας, την άρρηκτη συμμαχία της με την Κύπρο, τη διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού βαλκανικού πόλου, στον οποίο δεν έχει καμία θέση η Τουρκία ως εξω-βαλκανική χώρα, την ανάπτυξη των σχέσεών της με τη Ρωσία και τις ασιατικές χώρες. Βεβαίως και δεν μπορεί να έλθει σήμερα σε ανοικτή ρήξη με τις Η.Π.Α., ωστόσο θα πρέπει να ενισχύσει σε όλα τα πεδία την αυτονομία της.
Για όλα αυτά όμως υπάρχει μια προϋπόθεση, ότι οι Έλληνες θέλουν ακόμα να είναι ανεξάρτητοι, ότι εκτιμούν την ελευθερία περισσότερο από τα χάμπουργκερς και ότι θα ανατρέψουν την ιδεολογική ηγεμονία του ενδοτισμού που έχει δηλητηριάσει την ιδεολογική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Και στην Κύπρο φάνηκε, σε πολύ δυσκολότερες συνθήκες, πως αυτό είναι εφικτό. Οι Έλληνες της Κύπρου βρίσκονται σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους Ελλαδίτες, διότι αποδείχθηκε πως η αντίσταση μπορεί να είναι νικηφόρα.
Στην Κύπρο, είναι πια δακτυλοδεικτούμενοι όσοι «ενισχύθηκαν» με τον ένα ή άλλο τρόπο από τους Αμερικανούς για να προωθήσουν το σχέδιο Ανάν· στην Ελλάδα, συνεχίζουν είτε από τα παρασκήνια είτε στο προσκήνιο να κορυβαντιούν υπέρ της διάλυσης της ταυτότητάς μας, υπέρ της «συμφιλίωσης» του θύτη με το θύμα, υπέρ της υποταγής μας, για να κερδίσουν κάποια ψίχουλα. Η αποκάλυψή των σχεδίων και του ρόλου τους αποτελεί το πρώτο βήμα, τόσο αναγκαίο όμως.
1 ΣΧΟΛΙΟ
OOOOXXXXXXXX!OX!OX!KI’ OLA AYTA 3 XRONIA PARA 2-3 MHNES PRIN TO “OUKRANIKO” ZHTHMA STIS ARXES TOU 2014!
TELEIO;’H “PROFHTIKO”;