Αρχική » Ποια είναι η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη;

Ποια είναι η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη;

από admin

O ευρωσκεπτικισμός θεριεύει στην ίδια την Ευρώπη αλλά εδώ το πολιτικό σκηνικό κάνει ότι δεν καταλαβαίνει

Του Σταύρου Χριστακόπουλου διευθυντή της εφημερίδας Το Ποντίκι

Σε μια παρέμβασή του ο Νικήτας Κακλαμάνης αυτές τις ημέρες αναφέρθηκε στον «ευρωσκεπτικισμό», στον οποίο έδωσε θετικό περιεχόμενο και τον αντιπαρέβαλε εμμέσως με την τακτική υποταγής της κυβέρνησης στη γερμανική πολιτική. Υποσημείωσε έτσι ένα από τα πιο σημαντικά πολιτικά προβλήματα της Ελλάδας.
Στην πραγματικότητα ο Κακλαμάνης έθεσε τη δική του διαχωριστική γραμμή μεταξύ μιας υποταγής που βαφτίζεται «ευρωπαϊσμός» και ενός ευρωσκεπτικισμού τον οποίο ο ίδιος περιέγραψε ως «ευρωπαϊσμό», υπό την έννοια ότι ανατρέχει στις ρίζες της «ευρωπαϊκής ιδέας», όπως τουλάχιστον τη διατύπωσαν οι «ιδρυτές» της ιδέας για ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Τις ίδιες μέρες ο Γιώργος Μαλούχος στο ηλεκτρονικό «Βήμα», σε ένα κείμενο με τίτλο «Έχει δίκιο ο Λαφαζάνης», σημείωνε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Απλώς, ο Λαφαζάνης τόλμησε να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Πολλοί βέβαια θεωρούν ότι το να μην βλέπεις την πραγματικότητα είναι πολιτική. Ε, δεν είναι. Αντίθετα, είναι η απόλυτη συνταγή καταστροφής, που, δυστυχώς, όλο και πλησιάζει πιο κοντά. Και, πάντως, το να μη συζητάς, το να μη σχεδιάζεις, αλλά, αντίθετα, το να δαιμονοποιείς ακόμα και τις λέξεις, όχι πολιτική δεν είναι, αλλά σκοταδισμός που δεν υπηρετεί, αλλά βλάπτει τη χώρα».
Τις ίδιες εκείνες ημέρες μια απάντηση του αντιπροέδρου της Ε.Ε. Χοακίν Αλμούνια, σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή, επιβεβαίωνε το αυτονόητο, πλην διαρκώς αποκρυπτόμενο: οι λαϊκές καταθέσεις, ακόμη και κάτω από τα 100.000 ευρώ, δεν είναι σε καμιά περίπτωση διασφαλισμένες. Αντιθέτως, ανά πάσα στιγμή, αν μια κυβέρνηση το ζητήσει – ή της… υποδεχθεί να το ζητήσει –, είναι δυνατόν να κουρευτούν προκειμένου να καλυφθούν κεφαλαιακά κενά των τραπεζών.
Την επομένη, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος διέψευδε… επιβεβαιώνοντας: «Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να γίνει κούρεμα καταθέσεων στο προβλεπτό μέλλον». Άρα, είναι δυνατόν να γίνει και το μόνο που μένει είναι να προβλέψουμε τον…  χρόνο.
Αν όμως μια κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει το κούρεμα καταθέσεων για να καλυφθούν τραπεζικά κενά, τότε μπορεί να το ζητήσει και για να καλυφθούν δημοσιονομικά κενά. Συνεπώς μπορεί, οποιαδήποτε στιγμή, να τεθεί το σκληρό δίλημμα: Να αποψιλωθεί η λαϊκή μικροαποταμίευση ή να πάμε σε ένα νέο μνημόνιο;
Τυπικά κανένας ευρωπαϊκός θεσμός δεν είναι υπόλογος. Ατύπως όμως η – κυρίως ευρωπαϊκή, με Κομισιόν και ΕΚΤ – τρόικα μπορεί ανά πάσα στιγμή να υποδείξει την εξαέρωση των καταθέσεων. Και η ελληνική – κατά τα άλλα – κυβέρνηση θα είναι «υποχρεωμένη» να υπακούσει.

Ευρωσκεπτικισμός
Η συζήτηση όμως περί ευρωπαϊσμού και ευρωσκεπτικισμού, περί ελληνικής δυνατότητας να ασκήσει πολιτική πέραν ή εναντίον της ευρωγερμανικής θέλησης, δεν είναι τίποτε άλλο από την εισαγωγή στο κυρίως θέμα: τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, η οποία, ας μη γελιόμαστε, αποτελεί το κεντρικότερο ίσως πολιτικό ζήτημα. Πρόκειται για το ίδιο ζήτημα που ήδη απασχολεί ποικιλοτρόπως πολλές ακόμη χώρες της ηπείρου. Το υποδεικνύουν γεγονότα και εξελίξεις σε πολλά ευρωπαϊκά μέτωπα. Θα τα συμπυκνώσουμε, προς χάριν της συζήτησης, σε δύο κύρια σημεία:
• Την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, τα οποία κάνουν πολιτική καριέρα εμπορευόμενα «ευρωσκεπτικισμό» και κινούμενα στα λεπτά όρια του «αντιευρωπαϊσμού».
• Την άρνηση χωρών του τέως ανατολικού μπλοκ να ενταχθούν στο ευρώ ή σε μια πολύ στενή εμπορική σχέση με την Ε.Ε., παρότι – σε κάποιες περιπτώσεις – ήταν ήδη πολύ προχωρημένες οι διαπραγματεύσεις, αλλά και η προετοιμασία τους για την ένταξη αυτήν.
Είναι προφανές ότι η Ευρώπη δεν μαγεύει, ούτε αποτελεί όνειρο για κανέναν τώρα πια. Όχι μόνο επειδή περνάει μια κρίση η οποία την απειλεί ακόμη και τώρα με κατεδάφιση. Ούτε μόνο επειδή είναι πλέον αδιαμφισβήτητα «γερμανική», με κατακλυσμιαίες επιπτώσεις στην οικονομική βιωσιμότητα όλων των υπολοίπων «εταίρων» – υποτελών της Γερμανίας. Αλλά κυρίως διότι δεν προοιωνίζεται βιώσιμο το μέλλον για τα έθνη στα οποία ο «ευρωσκεπτικισμός» και ο «αντιευρωπαϊσμός» κυριολεκτικά σαρώνουν.
Ποιος, για παράδειγμα, θα περίμενε ότι στη Ρουμανία σήμερα θα πλειοψηφούσε στις δημοσκοπήσεις η… αναπόληση του κομουνιστικού καθεστώτος, όταν η χώρα αυτή έχει σημαδευτεί από το καθεστώς Τσαουσέσκου;

Ψευδεπίγραφος ευρωπαϊσμός
Στο σημερινό θολό ευρωπαϊκό τοπίο, με την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τις αξίες της υπό αμφισβήτηση, βρίσκει έδαφος, κυρίως, η Άκρα Δεξιά, η οποία ήδη αποτελεί έναν πανευρωπαϊκό εφιάλτη εν όψει των ευρωεκλογών.
Παρότι ο ευρωσκεπτικισμός είναι διάχυτος σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος, τα ακροδεξιά σχήματα –από την «εκσυγχρονισμένη» Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και τους Ολλανδούς και Βέλγους ακροδεξιούς έως τους Σλοβάκους εξτρεμιστές, το φασιστικό Γιόμπικ στην Ουγγαρία και την ανοιχτά ναζιστική Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα–, είναι αυτά που διαρκώς κερδίζουν έδαφος.
Στην πραγματικότητα, η Ακροδεξιά στην Ευρώπη επιχειρεί –με επιτυχία μέχρι στιγμής– να καλύψει ένα τεράστιο πολιτικό και ιδεολογικό κενό, το οποίο προκύπτει από την ωμή πραγματικότητα: στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ευρωπαϊσμού, η Γερμανία επιβάλλεται όλων των άλλων εθνών. Η Ευρώπη, με τη σχεδόν μονοπολική γερμανική εξουσία, περιορίζει τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη και κράτη απλώς να αποδεχθούν την υποταγή τους στο νομισματικό, εμπορικό, παραγωγικό, κοινωνικό πρότυπο που η Γερμανία επιλέγει γι’ αυτά.

Πολιτικό κενό
Στην Ευρώπη η αγωνία για αυτοπροσδιορισμό, για αναζήτηση θέσης και ρόλου στη γερμανική Ευρώπη παράγει ευρωσκεπτικισμό, αντιευρωπαϊσμό και ισχυρές νέες εκφράσεις της Άκρας Δεξιάς. Στην Ελλάδα;
Εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, διότι ένα τεράστιο πολιτικό κενό χάσκει έτοιμο να καταπιεί το πολιτικό σύστημα της χώρας. Οι πολιτικές και ιδεολογικές ταυτότητες των τελευταίων δεκαετιών –έστω ελλιπείς ή ψευδεπίγραφες– είτε έχουν καταρρεύσει είτε έχουν μετατραπεί σε ταμπέλες που μετά δυσκολίας κρύβουν την ανεπάρκεια των κομματικών σχηματισμών.
Μπορεί η «παραγωγική ανασυγκρότηση» και η «ανάπτυξη» να βρίσκονται στα χείλη όλων, αλλά κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να περιγράψει και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να διασφαλίσει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την επίτευξη αυτών των στόχων. Η διαχείριση του διαλυόμενου κράτους αποτελεί σχεδόν το μοναδικό επίδικο, ενώ στην οικονομία κυριαρχεί ο ζόφος:
• Η έρευνα και η παιδεία τελούν υπό κατάρρευση.
• Οι εξαγωγές, οι δημόσιες επενδύσεις, το εμπορικό και διατροφικό ισοζύγιο εμφανίζουν τρομακτικά και διευρυνόμενα ελλείμματα.
• Οι περισσότερες δημόσιες τράπεζες – γενικού ή ειδικού σκοπού – απαξιώθηκαν, λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν προσωρινά στις «συστημικές», μέχρι να βρεθούν στα χέρια ξένων ομίλων. Σειρά παίρνουν οι συνεταιριστικές.
• Η βιομηχανία, η βιοτεχνία, το εμπόριο, η οικοδομή και η κτηνοτροφία καταρρέουν.
• Οι υποδομές (λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηρόδρομος, ξενοδοχεία, ενέργεια, ακόμη και ο τζόγος) ξεπουλιούνται μπιρ παρά και άνευ ανταλλαγμάτων σε φίλους της κυβέρνησης Σαμαρά, σε στρατηγικούς επενδυτές της συμφοράς και σε Τούρκους, Άραβες και άλλους – ευκαιριακούς και μη – δήθεν επενδυτές.
• Τα καρτέλ ισχυροποιούνται κάθε μέρα περισσότερο πνίγοντας κάθε δυνατότητα οικονομικής δραστηριότητας.
• Υγιείς, κατά τα άλλα, επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας και το πλεόνασμα βλακωδών εμποδίων στη δραστηριότητά τους και απειλούνται να καταρρεύσουν μαζί με τα «ζόμπι» του υπερδανεισμού και του παρασιτισμού.
• Η χρηματοδότηση της οικονομίας οσονούπω θα βρίσκεται στα χέρια γερμανικών πιστωτικών σχημάτων, τα οποία θα αναλάβουν, εκτός των άλλων, και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων του ΕΣΠΑ.
• Το ανθρώπινο παραγωγικό δυναμικό απομειώνεται δραματικά, μεταναστεύει ή μένει άνεργο.
• Μετά την κρατική, και η ιδιωτική περιουσία παίρνει σειρά να ρευστοποιηθεί για να καλυφθούν οι απαιτήσεις των δανειστών.
Στο σύνολο, όμως, των πολιτικών κομμάτων που διεκδικούν κυβερνητικούς ρόλους εκκρεμεί το σημαντικότερο πολιτικό ερώτημα: Ποια θέση θέλουν να έχει η Ελλάδα στην Ευρώπη και τον κόσμο; Χωρίς την απάντηση αυτή δεν νοούνται σοβαρά πολιτικά προγράμματα. Όσο κι αν ψάξουμε, όμως, τέτοια απάντηση δεν θα βρούμε. Έτσι το πολιτικό κενό διευρύνεται και η χειρότερη μορφή Άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη γνωρίζει ημέρες ανάπτυξης που ακόμη και η ίδια δεν είχε ποτέ φανταστεί.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ