Του Τάσου Αναστασίου από την Ρήξη φ. 145
Ενα ακόμα παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου έφτασε τέλος του και παράλληλα με την ήδη συντελεσθείσα μετάλλαξη του ποδοσφαίρου, από «παιχνίδι» σε «αγώνισμα», συνεχίζεται η διαρκής αντιστοίχιση του αγωνίσματος με τις ευρύτερες παγκόσμιες οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες και εξελίξεις.
Το no border του φιλελεύθερου καπιταλισμού μεταφράζεται για το άθλημα σε αέναη και ανεμπόδιστη κίνηση κεφαλαίων προς επένδυση, ποδοσφαιριστών, προπονητών, τακτικών και στρατηγικών. Μόνο οι πελάτες – φίλαθλοι μένουν αμετακίνητοι, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Τώρα, πλέον, που το ποδόσφαιρο έχει εισβάλει πλήρως στη σφαίρα των εμπορευματοποιημένων προϊόντων και έχει κατακτήσει όλες σχεδόν τις επιμέρους αγορές, το περιεχόμενό του έχει αποκτήσει παγκοσμιοποιητικά χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει τεράστια ομογενοποίηση των ποδοσφαιρικών συλλόγων, όχι μόνο με την έννοια της καταγωγής των ποδοσφαιριστών (π.χ. σε μια ομάδα να αγωνίζονται παίκτες από έντεκα διαφορετικές χώρες), αλλά και με την έννοια της εξάλειψης της ποδοσφαιρικής ταυτότητας κάποιων συλλόγων, ή ακόμα και κάποιων εθνικών ομάδων, των χαρακτηριστικών δηλαδή που ανέκαθεν όριζαν και καθόριζαν το είδος και το ύφος του ποδοσφαίρου των χωρών αυτών.
Και δεν είναι μόνο ότι είτε βλέπεις π.χ. την αγγλική Λίβερπουλ να παίζει, είτε την ιταλική Γιουβέντους, το στυλ ποδοσφαίρου είναι σχεδόν το ίδιο, αφού μόνο το έμβλημα στη φανέλα προσδιορίζει το ποια ομάδα είναι, δεδομένου ότι πρόκειται συνήθως για ένα άθροισμα καλοπληρωμένων εξαιρετικών ποδοσφαιριστών, που συντάσσουν ένα σύνολο πολυεθνικό, μη ταυτοτικό. Συλλογικά χαρακτηριστικά και παραδοσιακά στοιχεία που άντεξαν για δεκαετίες δείχνουν να εξατμίζονται από το βράσιμο όλων των επιμέρους στοιχείων των εθνών σε μια α-εθνική κατσαρόλα. Έτσι, παρατηρούμε για παράδειγμα ότι η εθνική Βραζιλίας δεν έχει εδώ και μια δεκαπενταετία αυτήν τη φαντασία στο παιχνίδι της που είχε κάποτε, αλλά φλερτάρει με ένα πιο «ευρωπαϊκό» στυλ ποδοσφαίρου. Παρομοίως, η εθνική Αγγλίας έχει πάψει να παίζει… «αγγλικό» ποδόσφαιρο, τρεις δεκαετίες τώρα (αν και στο παρόν μουντιάλ φαίνεται μια τάση επανεθνικοποίησης). Εκεί ίσως να έγκειται και η αποτυχία αυτών των εθνικών ομάδων και όλων όσων δεν κρατάνε «ταυτότητα», αλλά νοθεύονται από τον μέσο όρο της παγκόσμιας κοινής συνταγής παραγωγής κερδοφόρου «προϊόντος». Κλασικό παράδειγμα η εθνική ομάδα της Γερμανίας, που όχι μόνο έχει απωλέσει το εθνοτικό DNA της (αφού έχει στις τάξεις της παίκτες από ποικίλους τόπους καταγωγής -Πολωνία, Τουρκία, Γκάνα, Ιράν, κ.α.) αλλά κυρίως έχει απεμπολήσει το ποδοσφαιρικό dna της, την πειθαρχία, την υπομονή και τη δύναμη δηλαδή που χαρακτήριζαν μέχρι πρόσφατα το στυλ παιχνιδιού της. Εθνική Ταυτότητα – Παγκοσμιοποιημένος Χυλός σημειώσατε ένα, λοιπόν.
Ένα επιπλέον ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των παγκοσμίων κυπέλλων είναι η μεγάλη σημασία των νοκ άουτ αγώνων. Δυστυχώς, η ανάγκη να μετατραπεί το ποδόσφαιρο σε συνεχώς παραγόμενο προϊόν, έφερε τα λεγόμενα πρωταθλήματα και ό,τι αυτά συνεπάγονται: ματς χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον, βαθμοθηρία και κυρίως αντικειμενικοποίηση του παιχνιδιού. Το ποδόσφαιρο όμως δεν ήταν αυτό. Το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που και σήμερα ακόμα επαναλαμβάνεται εν μέρει στο κύπελλο Αγγλίας και στους τελευταίους αγώνες (τους νοκ άουτ) του παγκοσμίου κυπέλλου. Δύο ομάδες συναντιούνται σε ένα γήπεδο με μοναδικό σκοπό τη νίκη. Τέλος. Όταν η Σενεγάλη, για παράδειγμα, αντιμετωπίζει σε τέτοιο αγώνα τη Βραζιλία ή τη Γερμανία, δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει παρά να προσπαθήσει να την κερδίσει. Η κρισιμότητα της μίας και μοναδικής αναμέτρησης ανάμεσα σε δύο ομάδες ίσως και να παράγει άδικα αποτελέσματα, αφού ενδέχεται μια πολύ καλή ομάδα να αποκλειστεί γιατί δεν βρέθηκε σε καλή μέρα. Αλλά αυτό είναι μέρος της γοητείας του ποδοσφαίρου. Ο αδύναμος ενδέχεται να νικήσει τον δυνατό. Και όποιος κερδίσει, αποκτά τη μεγαλύτερη επιβράβευση: Συνεχίζει να παίζει.
Όλα αυτά ισχύουν υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι όλοι οι ποδοσφαιριστές θα δίνουν για το εθνόσημο το 100% της απόδοσής τους και δεν θα επαναπαύονται –ως άλλοι γιάπηδες – στα χρηματικά οφέλη που έχουν όλα τα μεγάλα στελέχη των σύγχρονων πολυεθνικών που είναι, εν τέλει, οι μεγάλοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι.
Το καινοφανές όμως στοιχείο σε αυτό το παγκόσμιο κύπελλο είναι η χρήση του VAR (video assistant referee) με το οποίο η τεχνολογία καθίσταται καθοριστικός παράγοντας της έκβασης των αποτελεσμάτων των αγώνων. Μπάλες με τσιπάκια, αισθητήρες στη γραμμή του τέρματος και κυρίως χρήση του βίντεο για βοήθεια στις αποφάσεις του διαιτητή. Πιο δίκαιο; Μάλλον. Πιο προβλέψιμο; Ίσως. Το σίγουρο είναι πως όλοι, από τον διαιτητή μέχρι τους παίκτες, τους προπονητές, ακόμα και τους φιλάθλους, σχηματίζουν με τα χέρια τους (εν είδει μεταφυσικής επίκλησης) το τετράγωνο περίγραμμα της οθόνης. Του νέου θεού-κριτή στην εποχή της ταχύτατης πληροφορίας και της εικόνας. Αλήθεια, αυτή την τεχνολογία ποιος την ελέγχει;