«Φαντασία και φωνασκία
πλάι βάνε τα
στο κενό μας προχωρά η Τουρκία
τόσο άνετα».
Διονύσης Σαββόπουλος
Της Δημοτικής Κίνησης Μένουμε Θεσσαλονίκη
Ο Μουσουλμανικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης είναι ένας μικρός σύλλογος που εδρεύει στις δυτικές συνοικίες της πόλης και παρέχει πολιτιστική και κοινωνική αρωγή στους συμπολίτες μας που κυρίως έχουν μεταναστεύσει από την Θράκη. Σύμφωνα με συνέντευξη του αντιπροέδρου του συλλόγου, Φερίτ Ισμαήλογλου (εφημερίδα Καρφίτσα 07/10/2014) έχει εγγεγραμμένες 250 οικογένειες, ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται ότι στον ευρύτερο Νομό της Θεσσαλονίκης ζουν περί τους 4.000-6.500 μουσουλμάνους.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 2014, τα γραφεία του συλλόγου επισκέφθηκε ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Τσαβούσογλου, ανήρτησε μάλιστα στον προσωπικό του λογαριασμό στο τουΐτερ φωτογραφίες με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του συλλόγου.
Μια μέρα μετά, ο αντιπρόεδρος του συλλόγου έγραψε, μεταξύ άλλων, σε ανακοίνωση που κοινοποιήθηκε στο Facebook: «Αλλά να μην ξεχνάμε πως εμείς είμαστε η τουρκική-μουσουλμανική μειονότητα που ζει στην Θεσσαλονίκη. Έτσι πρέπει να διδάσκουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας την κουλτούρα και τις αξίες μας. Καταρχήν είναι ανάγκη ως γονείς να διδάξουμε στα παιδιά την μητρική τους γλώσσα, δηλαδή τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ».
Κάπως έτσι, μια μέρα μετά την επίσκεψη του τούρκου Υπ. Εξ., σε έναν συγχρονισμό που δεν μπορεί παρά να προβληματίσει, ακούστηκε ίσως για πρώτη φορά στην πόλη μας η άποψη ότι υφίσταται τουρκική μειονότητα, από έναν άνθρωπο μάλιστα που διατηρεί θεσμικό ρόλο, σ’ έναν σύλλογο που απολαμβάνει την στήριξη του τουρκικού κράτους. Είναι δε, πάγια τακτική της πολιτικής του τελευταίου, να χρησιμοποιεί συλλόγους πολιτιστικής και κοινωνικής αρωγής, για να ‘κατασκευάσουν’ μια αμιγώς τουρκική μειονοτική συνείδηση. Τα ίδια πράττει και το τουρκικό προξενείο στην Θράκη τις τελευταίες δεκαετίες, με προφανή στόχο να περιθωριοποιήσει τους Πομάκους και τους Ρομά στο εσωτερικό της μουσουλμανικής μειονότητας, και να την ‘καπελώσει’, ως τουρκική προκειμένου να την μεταβάλει σε στρατηγική μειονότητα της τουρκικής πολιτικής.
Η κοινοποίηση αυτού του συμβάντος στο Δημοτικό Συμβούλιο της Πόλης, διόλου δεν άρεσε στον Δήμαρχο, Γιάννη Μπουτάρη που από την πρώτη στιγμή της πρώτης θητείας του, έβαλε μπροστά μια στρατηγική «διπλωματίας των πόλεων», όπου προκρίνεται η επίταση των ελληνοτουρκικών επιχειρηματικών, τουριστικών και πολιτιστικών ανταλλαγών. Δεν του άρεσε γιατί σε απόλυτη αντίθεση με τους ισχυρισμούς του, ότι τάχα «δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε» από την στρατηγική του, η πραγματικότητα αποκαλύπτει ότι η στρατηγική του συνεπάγεται ένα δυσβάσταχτο γεωπολιτικό κόστος με πενιχρά μάλιστα οικονομικά αποτελέσματα.
Η στρατηγική των νεο-οθωμανικών πολιτικών και οικονομικών αρχουσών τάξεων για τα Βαλκάνια, και ιδιαίτερα την Θεσσαλονίκη είναι πολλάκις ομολογημένη, και γνωστή. Μέσω της ενεργοποίησης της οθωμανικής πολιτιστικής κληρονομιάς, αναβαθμίζεται ο ιστορικός τουρισμός, γεγονός που θα ανοίξει δίαυλο για την επίταση των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων (επενδύσεις σε ξενοδοχεία, μεταβολής του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης σε υποκόμβο της Turkish Airlines συνδεδεμένου με το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης ως τελικό δυτικό σταθμό του άξονα Σμύρνη-Αιγαίο-Θεσσαλονίκη): Έπειτα, οι μπίζνες και το εμπόριο, θα διευκολύνουν την τρομακτική δημογραφική ανισορροπία να κάνει την δουλειά της –και ιδού, θα υπάρξει ξανά ένα δίκτυο πραγματικής επιρροής που θα καλύψει όλα τα Βαλκάνια, και θα επικυρώσει την υπαγωγή της Χερσονήσου του Αίμου στην νέο-οθωμανική σφαίρα επιρροής. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, έγραψε ολόκληρο βιβλίο για να εξηγήσει αυτήν την στρατηγική, ενώ οι σχετικές δηλώσεις του που υπάρχουν στο διαδίκτυο, και οι αντίστοιχες του Ταγίπ Ερντογάν αρκούν για να γραφούν… άλλα δύο.
Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιείται και μια κολοσσιαία πλαστογράφηση της πραγματικής ιστορίας της πόλης. Ο σκοτεινός και οπισθοδρομικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Εξουσίας, που μετέβαλε την Θεσσαλονίκη από οργανωμένη πόλη άνω των 100.000 κατοίκων, με αξιοσημείωτο εμπόριο, αστικές υποδομές και έντονο πολυεθνοτικό χαρακτήρα σε μια εξαθλιωμένη συσσωμάτωση εθνοτικών γκέτο που στέναζαν υπό την κυριαρχία του οθωμανικού ξίφους, υποκρύπτεται συστηματικά. Στη θέση της προβάλλεται μια εξωϊστορική αφήγηση μιας εξωτικής πόλης, προπύργιου της λαγγεμένης Ανατολής στην Δύση. Απολύτως ψευδές, αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι η σταδιακή ανασυγκρότηση της πόλης επέρχεται ακριβώς την περίοδο που το πλαίσιο της οπισθοδρομικής οθωμανικής εξουσίας παρακμάζει –απόδειξη το γεγονός ότι τα περισσότερα επιλεκτικά ιστορικά ‘τεκμήρια’ που χρησιμοποιούντα για να σφυρηλατήσουν αυτήν την εικόνα προέρχονται από τον 19ο αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιβίωνε με την βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, ως ο ‘μεγάλος ασθενής’ του Ανατολικού Ζητήματος.
Όλα αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για τις επιχειρηματικές και τις πολιτικές ελίτ της Ελλάδας, που έχουν αποφασίσει εδώ και δύο δεκαετίες να ενσωματωθούν στο «νέο-οθωμανικό σχέδιο για τον 21ο αιώνα». Ανακαινίζουν μια παλιά στρατηγική των Φαναριωτών του 19ου αιώνα: «Να πάμε με το ρεύμα της αυτοκρατορικής ισχύος, να κερδίσουμε από την ορμή του». Το γεγονός ότι πλέον δεν έχουν μείνει παρά μετρημένοι στα χέρια του ενός χεριού Έλληνες έμποροι στην Κωνσταντινούπολη, αποδεικνύει την ιστορική αποτυχία αυτής της στρατηγικής. Σήμερα, όμως, επανέρχεται δριμύτερη –και αξίζει να αναρωτηθούμε ποιος θα κερδίσει από αυτήν: Οι τουρ οπερέιτορ, οι ξενοδόχοι, τα μεγάλα συμφέροντα της εστίασης, και όσοι εξάγουν ποιοτικά προϊόντα στην γειτονική χώρα, και βέβαια οι τουρκικές αερογραμμές –μοντέλο των οποίων κοσμεί σήμερα το γραφείο του Δημάρχου της πόλης μας.
Την ίδια στιγμή, ο εναγκαλισμός με μια ολοκληρωμένη οικονομία που μας υπερβαίνει κατά πολύ, θα ενταφιάσει και την τελευταία ελπίδα παραγωγικής ανασυγκρότησης, θα ενισχύσει την τάση να μεταβληθούμε σε οικονομία γκαρσονιών, και γενικά θα δημιουργήσει συνθήκες μισθολογικής εξίσωσης των δύο πλευρών του Αιγαίου. Μήπως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ήδη, όταν στο διακρατικό εμπόριο η Ελλάδα εξάγει πλέον πρώτες ύλες για να εισάγει βιομηχανικά προϊόντα; Το βαμβάκι του Θεσσαλικού κάμπου, μετά την κατάρρευση της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας δεν κατευθύνεται ανεπεξέργαστο στην Τουρκία για να ξανα-εισαχθεί ως έτοιμο ρούχο;
Έπειτα απ’ όλα αυτά, το ζήτημα έχει τεθεί: Είναι το τι είδους σχέσεις θέλουμε να έχουμε με την γειτονική χώρα, το αν θα αφήσουμε δηλαδή τον πολιτικό, στρατιωτικό, και οικονομικό δυναμισμό της Τουρκίας, να μας καταπιεί εντελώς μέσα στον 21ο αιώνα υπονομεύοντας και τις τελευταίες προοπτικές εθνικής μας ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης ή θα οικοδομήσουμε σχέσεις αμοιβαιότητας παλεύοντας για να αναγνωρίσει τα ιστορικά εγκλήματα που έχει διαπράξει εναντίον μας, εναντίον των υπολοίπων λαών της περιοχής, στο εσωτερικό της.
Η «διπλωματία των πόλεων» που ασκεί ο Δήμος Θεσσαλονίκης, πρέπει κατ’ αρχάς και επιτέλους να αντιμετωπίσει αυτό το δίλημμα –εκτός και αν ο Δήμαρχος πιστεύει ότι ξαφνικά η Θεσσαλονίκη έγινε μια πολυελεγχόμενη τουριστική πόλη-κράτος. Σε αυτήν την περίπτωση, τουλάχιστον θα πρέπει να το ομολογήσει δημόσια, για να κανονίσει ο καθείς την πορεία του, και την στάση που θα έχει απέναντί του.
Εμείς, ως Μένουμε Θεσσαλονίκη, προκρίνουμε μια εναλλακτική διπλωματία ως προς αυτήν του δημάρχου, η οποία έχει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μεγάλο κόστος στην κοινωνική και την εθνική συνοχή της Θεσσαλονίκης. Οι σχέσεις που θα πρέπει να διαμορφώσουμε, είναι με εκείνα τα κομμάτια της τουρκικής κοινωνίας, και των πέριξ χωρών, που αγωνίζονται ειλικρινώς για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, τον πολύ-πολιτισμικό της μετασχηματισμό, και την άρση της πολυμετωπικής επιθετικότητάς της. Αντί να κάνουμε κολεγιές με τους κεμαλιστές της Σμύρνης –πόλη στην οποία διαδηλώνουν πολύ συχνά διάφοροι δήθεν αριστεροί, ενάντια σε όποιον θέτει ζήτημα γενοκτονίας και πολιτιστικής καταπίεσης εντός της Τουρκίας– να αδελφοποιηθούμε με τον Δήμο του Ντιγιαρμπακίρ, όπου εξελίσσεται στις μέρες μας ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα ουσιαστικής δημοκρατίας, ισότητας των φύλων, κοινωνικής αλληλεγγύης –μάλιστα σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Για την εθνική μας επιβίωση με όρους αξιοπρέπειας, η θέση μας είναι με εκείνους που αγωνίζονται για την απελευθέρωση και την αυτοδιάθεση όλων των λαών της περιοχής. Όχι με εκείνους που προβάρουν στους καθρέφτες τους τα κοστούμια του νέου αυτοκράτορα. Το δίλημμα έχει τεθεί.
Πριν από 25 χρόνια, σύσσωμο το σύστημα στην Ελλάδα, μας καλούσε να παραδοθούμε άνευ όρων στο ευρωπαϊκό όνειρο, δίχως να βάλουμε κανέναν όρο, και καμία ασφαλιστική δικλείδα που θα εξασφάλιζε την βιωσιμότητά μας μέσα σε αυτό, γιατί «ήταν μια ιστορία που μόνο θα κερδίσαμε». Αίφνης, ξυπνήσαμε το 2009 για να ανακαλύψουμε ότι οι «εταίροι μας» ήταν τύραννοι-δανειστές. Ελπίζουμε, το πάθος να μας έχει γίνει μάθος –ώστε να μην ξυπνήσουμε ξαφνικά σε δέκα ή είκοσι χρόνια, και συνειδητοποιήσουμε τι έχουμε εκχωρήσει στην άκρως επιθετική νέο-οθωμανική πολιτική.