Όταν ο καταστασιακός Γκύ Ντεμπόρ συναντά τον συνδυασμό «Αθήνα για την Ελλάδα: Γιώργος Καραμπελιάς, υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων»
του Δημήτρη Ναπ.Γιαννάτου (Κοινωνιολόγος-Σύμβουλος απεξάρτησης)
Αν κουράζεστε να με διαβάσετε, μείνετε στη γλυκιά προτροπή μου: Ψηφίστε Γιώργο Καραμπελιά: «Αθήνα για την Ελλάδα». Παρόλα αυτά…:
Γεννήθηκα το 1968 και μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας, στην ιστορική γειτονιά του Αγίου Παύλου, πολύ κοντά στο Σταθμό Λαρίσης και την πλατεία Βάθη.
Σε αυτή τη μικρή γωνιά, γνώρισα την κοινότητα, η οποία αποτέλεσε – ανά τους αιώνες και κάτω από διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα – συστατικό στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού. Την αποκαλούσα- και την αποκαλώ- συχνά συνοικία, το…συν του οίκου μας. Η πραγματική και πνευματική διεύρυνση της ιδιωτικής μας ζωής, που μεταμορφωνόταν σε δημόσιο βίο.
Ήταν ο δημόσιος χώρος, που αγκάλιαζε το παιχνίδι, τη δημιουργία, τις μικροχαρές και τις μικρολύπες, την ευθύνη μας ως πρόσωπα, απέναντι στη μικρή κοινότητα, «τη λαχτάρα για τον έπαινο του Δήμου και των σοφιστών, για τα δύσκολα και ανεκτίμητα εύγε», όπως μας λέει ο Χρήστος Γιανναράς.
Η συνοικία μας, συνδεόταν, παράδοξα και ομόδοξα με όλες εκείνες τις συνοικίες μιας μαγικής πολύβουης πόλης, που απλωνόταν, λίγο πιο πέρα. Η Αθήνα, παρά τις διαφορές της, έμοιαζε μια συνεκτική κοινότητα των συνοικιών και των Προσώπων και όχι η «μοντέρνα» απρόσωπη μεγάπολη, η «α-πολίτιστη» μητρόπολη, όπως κακοποιείται και διαμορφώνεται εδώ και χρόνια, τόσο από το σφυρί ενός κεφαλαιοκρατικού «εκσυγχρονιστικού» παρασιτισμού, όσο και από το αμόνι, ενός αριστερού μηδενιστικού κοσμοπολιτισμού, χωρίς πνευματικό κέντρο.
Επειδή ακόμα και τότε που οι άσχημες πολυκατοικίες της εργολαβίας του Καραμανλή και της χούντας, μας είχαν περικυκλώσει, το καντηλάκι ενός υπαρξιακού πνευματικού «κέντρου», άναβε με ισχυρή φλόγα. Η εκκλησία του Αγίου Παύλου, όριζε και την ομώνυμη Ενορία μας. Εντέλει, «Εν-ορία», δεν ήταν μόνο η πολεοδομική διαίρεση μέσα από τις τοπικές εκκλησίες. Ήταν κάτι περισσότερο και πολύ πιο συμβολικό, σχεδόν «μεταφυσικό».
Όμως, με φυσιολογικό τρόπο, δημιουργούσε τα όρια εντός μας. Τα προσωπικά και δημόσια όριά μας, που δημιουργούσαν την ταυτότητά μας, ως σύν-οικοι. Δηλαδή, ως πρόσωπα που είχαμε αμοιβαίες –ακόμα και στις συγκρούσεις ή στις μικροπρέπειες – κοινοτικές σχέσεις. Στην πλατεία, στα σχολεία, στα καφενεία και τα μικρομάγαζα της γειτονιάς. Η υπαρξιακή αυτή «ενορία» μας, ήταν, καθόλου παραδόξως, ανοικτή και όχι κλειστοφοβική. Όταν περνούσες την οδό Λιοσίων, για να ανοιχτείς στην υπόλοιπη Αθήνα, ήξερες από πού έρχεσαι. Ήσουν αγιοπαυλίτης. Αυτό σου έδινε τόσο ασφάλεια, όσο και την ευδαιμονία της αναζήτησης και της γνωριμίας με άλλες ανάλογες συνοικίες και πρόσωπα.
Καραμπελιάς και Ντεμπόρ
Όταν ο συνδυασμός «Αθήνα για την Ελλάδα: Γιώργος Καραμπελιάς, υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων, μιλά για την ανασύσταση των Ενοριών και των γειτονιών, ως κοινωνικών ενοποιητικών θεσμών αλληλεγγύης, μιλά – πέρα από την αντίσταση στον μητροπολιτικό εκχυδαϊσμό των μοντέρνων «πόλεων» – για τον εκσυγχρονισμό εκείνης της συν-οικίας, του «παραδοσιακού» αθηναϊκού κέντρου. Βαθιά επαναστατική ευθύνη μας και υποχρέωση, στους δύσκολους καιρούς μας. Ο Δήμος Αθηναίων, είναι πια μια μαύρη τρύπα της Αττικής, μια πόλη απόγνωση. Αλλοτριωμένη και καθόλου οικουμενική, επειδή οι οικονομικοί και οι πολιτιστικοί τεχνοκράτες θέλουν να είναι «διεθνιστική», παράσιτο της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή. Παρασιτική απόφυση της Δύσης, σε επίπεδο πόλης, όπως έλεγε κάποτε ο Γιώργος Καραμπελιάς για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο. Μια πόλη, όπου οι άνθρωποι δεν ζουν μέσα της παρά μόνο ως άτομα. Και όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, «όποιος δε ζει μέσα στην Πόλη, είναι ή θηρίο ή Θεός». Μα αυτή δεν είναι η εικόνα του αθηναϊκού κέντρου; Μικροί «θεοί» της ψευδοαυτοδιοίκησης που θέλουν να προσαρμόσουν την Αθήνα στις εντολές του πολυεθνικού κεφαλαίου, της διαχείρισης των ανθρώπων ως πράγματα, ή άτομα-θηρία, σε μια κατακερματισμένη μεγάπολη, χωρίς το κοινό Αγαθό της συνοχής, του πολιτισμού και της εκκλησίας του Δήμου.
Η πολυπολιτισμικότητα που προτάσσεται στις πόλεις της Δύσης, δεν έχει καμία σχέση με την ετερότητα και τον πλουραλισμό. Είναι ακραία καπιταλιστική εντολή και σε καμία περίπτωση δεν εμπεριέχει ανθρωπιά, Δημοκρατία και ελευθερία. Η παγκοσμιοποίηση της Αθήνας είναι μια μισάνθρωπη οδηγία των δεξιών και των αριστερών εξουσιαστών. Είναι η κατασκευή κλειστών ψευδοκοινοτήτων. Πολιτισμικά κουτάκια σε πόλεμο μεταξύ τους, εφόσον δεν υπάρχει κανένα ενιαίο πνευματικό και κοινωνικό κέντρο ενός δημοκρατικού πολιτισμού που γέννησε η φωτεινή γεωγραφία τούτης της γης.
Το ψευτομοντέρνο και ψευδοανθρωπιστικό πρότυπο των παγκοσμιοποιημένων Μητροπόλεων (Βερολίνο, Βαρκελώνη, Μανχάταν, Άμστερνταμ, Λονδίνο, κ.α.), αποτελούν περισσότερο την υλοποίηση της εφιαλτικής «Μητρόπολης» του Φρίτς Λάνγκ, παρά το «προοδευτικό» όραμα ενός νέου τύπου «πολίτη». Οι απρόσωπες μητροπόλεις είναι οι εγωιστικές πόλεις της νέας «τουριστικής» ατομικής ψευδοελευθερίας. Οι πόλεις Ντίσνευλαντς και σούπερ μάρκετς πολεοδομικών εμπορευμάτων, με τα θεματικά πάρκα, τους αυτοματισμούς και τον τουρισμό ως παρασιτική κυκλοφορία των ανθρώπων-εμπορευμάτων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρόταση αλλοτριωμένης ελευθερίας των ατόμων και όχι των προσώπων και των συνοικιών. Και όπως, έγραφε ο καταστασιακός φιλόσοφος Γκύ Ντεμπόρ, οι ενσωματωμένες πόλεις του θεάματος, είναι κοινότοπες. Στην ουσία γίνονται ίδιες, «ενοποιούνται», φτάνοντας, όπως τόνιζε, στον απόλυτο εκχυδαϊσμό και μοιάζει να «καταργούνται» εντέλει οι διαφορετικοί τόποι και το έδαφος. Και συνέχιζε, λέγοντας ότι οι πόλεις αυτές «ενώνουν τους ανθρώπους, αλλά τους ενώνουν ως διαχωρισμένους» (…) «Είναι η ακοινώνητη κοινωνικοποίηση του εμπορεύματος και του Θεάματος», ενάντια σε κάθε ιστορική συνέχεια και παράδοση.
Την ίδια στιγμή, οι σύγχρονες μαζικές πρωτεύουσες -μέσα από την «εκσυγχρονιστική» πολεοδομία – διαχωρίζουν τα άτομα σε ομάδες ατόμων. Κοινωνικές και πολιτιστικές «φυλές» της πόλης, τις ονομάζουν τα περιοδικά τύπου Κοσμοπόλιταν. Οι μεγαπόλεις, ενοποιούν και μαζικοποιούν μέσω της αστικής αρχιτεκτονικής και την ίδια στιγμή, διαχωρίζουν και αποξενώνουν τους κατοίκους. Επειδή, το ενοποιημένο έδαφος (η συνοικία, το χωριό, η κοινότητα, ο Δήμος, κ.λπ.), αποτελεί απειλή για την εξουσία. Ο μονόδρομος, της ευρωπαϊκής κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας, των Ηλιόπουλου, Γερουλάνου, Μπακογιάννη, είναι μια εξουσιαστική απόφαση πολεοδομικής κυριαρχίας η οποία γιγαντώνει την αποξενωμένη από τους κατοίκους της, πόλη. Ο άλλος πόλος, ο ναζιστικός, του Κασιδιάρη, οδηγεί σε έναν κλειστό φυλετικό απομονωτισμό που οδηγεί και αυτός σε μια υποταγή των πολιτών, αφενός σε έναν πρωτόγονο ατομικιστικό πόλεμο ιδεολογιών και την υποταγή του πολίτη σε μια δεσποτική εξουσία. Το δίπολο αυτό, συνειδητά προβάλλεται ως μοναδική προοπτική, ενάντια σε κάθε δημοκρατικά πατριωτική εναλλακτική, ενάντια στον Επιτάφιο του Περικλή, την Αντιγόνη και τη λαϊκή ευχαριστιακή κοινότητα της Ορθοδοξίας που μπορεί να σέβεται και να εμπεριέχει τον Άλλον, ως βιωματική σχέση γειτονιάς.
Και συνεχίζει ο Ντεμπόρ…
Η κοινωνία του Θεάματος, των μητροπόλεων, δεν δημιουργεί πολίτες, αλλά αναπαραστάσεις του ζωντανού άνθρωπου, «αντιπροσώπους του θεάματος». Τα διαφορετικά άτομα ή κοινότητες ατόμων, οι κοινωνικές ή πολιτιστικές φιγούρες της Αθήνας, «μειονότητες» ή «πλειονότητες», παίρνουν «τη θέση στη σκηνή ως «βεντέτες», είναι το αντίθετο του ανθρώπου, ο εχθρός του ατόμου, τόσο μέσα του όσο, προφανώς, και μέσα στους άλλους». (…) «εκείνο που κρύβεται πίσω από τις αντιθέσεις είναι η ενότητα της αθλιότητας», ως κατανάλωση.
Γι’αυτό και η γενική τάση των πόλεων αυτών, οδηγεί στο μονόδρομο της απομόνωσης, επειδή η μεγάλη πρόκληση και προσφορά των αετονύχηδων, είναι να γίνει η Αθήνα, «παρατουριστικό θέρετρο» (AirBnb, κ.α), με συγκροτήματα «πολιτιστικών» κέντρων χωρίς παράδοση και θεματικά «χωριά» μαζικής κατανάλωσης, κ.α. Η πόλη, διαμελίζεται, κοινωνικά, πολιτισμικά και θεσμικά. Όπου προτείνεται, αυτός ο «εκσυγχρονισμός» και η αστική «εκβιομηχάνιση» των γιάπηδων πολυεθνικών Δημάρχων, είναι κατά το σκεπτικό του Ντεμπόρ, μια «εξουσιαστική απόφαση που διαμορφώνει αφηρημένα το έδαφος σε έδαφος αφαίρεσης», φθάνοντας τελικά «στη δυνατότητα επέμβασης στην κληρονομικότητα», κατ’άναλογία της μισάνθρωπης πρότασης των τεχνοκρατών της γενετικής, να παρέμβουν, μεταλλάσσοντας, την ίδια την ουσία του ανθρώπου.
Οι ψευδομοντέρνες πρωτεύουσες της παγκοσμιοποίησης, μισούν την πολιτισμική συνέχεια, έστω κι αν την επικαλούνται, επειδή όπως τονίζει ο Ντεμπόρ, «“οι νέες πόλεις” της τεχνολογικής (διαιρεμένης) ψευδο-αγροτιάς (σ.σ., με την έννοια των ανθρώπων που δυσκολεύονται να αναλάβουν κοινές δράσεις, όπως οι απομονωμένοι αγρότες), αποτυπώνουν καθαρά πάνω στο έδαφος, τη ρήξη με τον ιστορικό χρόνο (σ.σ. την ιστορική συνέχεια, την παράδοση ως κληρονομιά, δηλαδή) πάνω στον οποίον οικοδομήθηκαν. Το έμβλημά τους μπορεί να είναι: “εδώ, δε θα συμβεί ποτέ τίποτα και τίποτα δε συνέβηκε ποτέ”». Και το μόνο που μπορεί να τους ενώσει είναι ένας συγκεντρωτικός δεσποτισμός και η πλάνη της κατανάλωσης και του Θεάματος. Κάτι που οδηγεί στη «γενική διάλυση που οδήγησε, έτσι, την πόλη στην κατανάλωση του εαυτού της»
Και τότε, ο μόνο εναλλακτικός δρόμος, όπως προτείνει ο Καραμπελιάς και ο Ντεμπόρ, είναι η επανα-οικειοποίηση, όχι μόνο της γειτονιάς και των τόπων, αλλά και της «συνολικής τους ιστορίας».