Αρχική » Η Ελλάδα (ξανά) χώρα εξαγωγής μεταναστών

Η Ελλάδα (ξανά) χώρα εξαγωγής μεταναστών

από admin

του Γιάννη Ξένου από το Άρδην τ. 77

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, που η Ελλάδα κατέστη χώρα υποδοχής μεταναστών, διεξάγεται σταθερά ένας εκκωφαντικός διάλογος μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες υποκαθιστούν τους Έλληνες στην εργασία και αυτών που ισχυρίζονται ότι η εργασία των μεταναστών δρα συμπληρωματικά, δηλαδή δημιουργούνται περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας για τους Έλληνες. Και οι δύο πλευρές φαίνεται να έχουν ισχυρά επιχειρήματα, αυτοί της συμπληρωματικότητας ισχυρίζονται ότι οι δουλειές που πήρε το εισαγόμενο εργατικό δυναμικό ήταν ανειδίκευτες θέσεις εργασίας που δεν προτιμούνταν από Έλληνες και ακόμα ότι οι ανειδίκευτοι εργάτες σε μια σειρά επαγγελμάτων (οικοδομή, τουρισμός, αγροτικές εργασίες κ.ά) δημιούργησαν καλύτερα αμειβόμενες και με αυξημένο κύρος θέσεις εργασίας για τους Έλληνες (εργολάβοι στην οικοδομή, μαγαζάτορες και διευθυντές προσωπικού στον τουρισμό κ.ά). Η άλλη πλευρά αντιτείνει ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι χάνουν ανειδίκευτες θέσεις εργασίας όχι επειδή δεν τις επιθυμούν, αλλά λόγω του ότι οι εργοδότες προτιμούν τους πολύ πιο εύκολα εκμεταλλεύσιμους νομίμους ή παρανόμους μετανάστες1. Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι ότι, μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, που η ελληνική οικονομία κατέγραφε μια δυναμική τροχιά, οι μετανάστες λειτουργούσαν μάλλον συμπληρωματικά, χωρίς να λείπουν και τα αντίθετα παραδείγματα, αλλά έκτοτε οι μετανάστες εργαζόμενοι (μια και το ποσοστό των ειδικευμένων τεχνιτών ανάμεσά τους έχει φτάσει το 40,2%2) ανταγωνίζονται τον διαρκώς ογκούμενο αριθμό Ελλήνων που, ένεκα της οικονομικής κρίσης είναι πια δεκτικότεροι σε μια ανειδίκευτη, χαμηλά αμειβόμενη θέση εργασίας.
Αλλά αυτό που σταθερά αποκρύπτουν και οι δύο πλευρές είναι ότι η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι τέτοια ώστε η είσοδος και η εκμετάλλευση των μεταναστών (και ο συνακόλουθος ανταγωνισμός με τους Έλληνες εργάτες) είναι από τους βασικούς παράγοντες για τη διατήρηση αυτού του συστήματος. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 είχε επισημανθεί  ότι «το ελληνικό παραγωγικό σύστημα προσανατολίζεται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας όχι μέσα από την άνοδο της παραγωγικότητας και των επενδύσεων, αλλά μέσα από την πτώση του εργατικού κόστους και μόνο, ενώ η παραγωγικότητα εξακολουθεί να καταρρέει»3. Και αυτό γιατί από τότε «η αστική τάξη προτίμησε να εγκαταλείψει τον βιομηχανικό τομέα, παρά να στραφεί σε μια πολιτική παραγωγικού εκσυγχρονισμού για να αντιμετωπίσει την άνοδο του κόστους εργασίας και των πρώτων υλών»4. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε τότε ώθησε σημαντικό μέρος της παλιάς βιομηχανικής αστικής τάξης να στραφεί σε άλλες, επικερδέστερες δραστηριότητες, όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός, οι κατασκευές κ.ά, οι οποίες ευνοούν την παραοικονομία και τη μαύρη εργασία. Δραστηριότητες που για να είναι επικερδείς χρειάζεται να απασχολούν ένα πλήθος ανειδίκευτου, μαύρου, αναλώσιμου, χωρίς δικαιώματα, εργατικού δυναμικού. Και αυτό επιτεύχθηκε με την εργασία των μεταναστών και τη συμπίεση των εργασιακών δικαιωμάτων των γηγενών εργατών.
Η άλλη όψη της πορείας που χάραξε η ελληνική οικονομία τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι τα ολοένα και υψηλότερα ποσοστά ανεργίας που εμφανίζουν οι απόφοιτοι πανεπιστημίων. Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα περίπου το 30% των νέων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι άνεργοι, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 14%. Από τους 35.000 νέους που αποφοιτούν κάθε χρόνο, οι 12.000-14.000 δεν βρίσκουν εργασία, ενώ ο αριθμός των άνεργων πτυχιούχων, από 81.800 το 1993 το 2007 ξεπέρασε τις 145.0005. Ένα ακόμα εντυπωσιακό στοιχείο για τη χώρα μας είναι ότι όσο χαμηλότερο το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο πιο εύκολα βρίσκεις εργασία, ενώ παραδόξως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ισχύει το αντίστροφο (πίνακας). Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα έρευνας της εταιρείας παροχής υπηρεσιών ανθρώπινου δυναμικού Manpower, ότι οι δέκα πιο δυσεύρετες ειδικότητες στην Ελλάδα το 2008 είναι οι εξής:  Γραμματείς όλων των βαθμίδων και προσωπικό υποστήριξης γραφείου, εξειδικευμένοι χειρώνακτες (κυρίως ηλεκτρολόγοι, ξυλουργοί και υδραυλικοί), τεχνικοί, στελέχη πωλήσεων, εργάτες, στελέχη εξυπηρέτησης πελατών και προσωπικό υποστήριξης πελατών, πτυχιούχοι μηχανικοί, λογιστές και χρηματοοικονομικοί υπάλληλοι, στελέχη διοίκησης (ανώτερο/ανώτατο επίπεδο) και προσωπικό εστιατορίων και ξενοδοχείων, δηλαδή μόλις δύο από τις δέκα ειδικότητες ανταποκρίνονται σε υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης6.
Για την ένταξη των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας, σημαντικά είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα της Μαρίας Καραμεσίνη7 στους απόφοιτους των ετών 1998-2000. Η έρευνα μας αποκαλύπτει ότι 5-7 χρόνια μετά την αποφοίτησή του, το 29% των ερωτώμενων είναι επισφαλώς απασχολούμενοι. Επίσης, έντονη είναι η κινητικότητα των αποφοίτων, ένα 60% έχει εργαστεί σε 2-3 εργασίες αυτά τα 5-7 χρόνια, ενώ ένα 26% από τέσσερις και πάνω. Υψηλό είναι και το ποσοστό της ετεροαπασχόλησης, αφού το 28% εργάζεται σε τομέα που έχει λίγη ή καθόλου σχέση με αυτό που σπούδασε. Στο ερώτημα ποια είναι η επιθυμητή εργασία, τη μόνιμη θέση στο δημόσιο επιλέγουν οι 6 στους 10, οι 3 στους 10 επιθυμούν να ανοίξουν δική τους επιχείρηση και μόλις 1 στους 10 προτιμούν μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Μια εξήγηση για το παραπάνω αποτελεί το γεγονός ότι, μεταξύ 1993 και 2005, ο αριθμός των πτυχιούχων που αποφοιτούν κάθε ακαδημαϊκό έτος αυξήθηκε σχεδόν δύο φορές περισσότερο απ’ ό,τι οι θέσεις απασχόλησης για τις οποίες κανονικά προορίζονται οι απόφοιτοι.
Με αυτή την κατάσταση να διαμορφώνεται για όσους θεωρούνται υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, δεν μας εκπλήσσει ότι, σε πανευρωπαϊκή έρευνα, το 38,4% –το υψηλότερο ποσοστό– απάντησε ότι βλέπει ως λύση για το εργασιακό του αδιέξοδο τη μετανάστευση σε κάποια χώρα της Ε.Ε8. Και αυτό πράγματι γίνεται, χωρίς να έχουμε ακριβή στοιχεία (η ΕΣΥΕ από το 1977 σταμάτησε να καταγράφει την εκροή μεταναστών), ενώ οι υπολογισμοί του καθηγητή Σάββα Ρομπόλη, επιστημονικού υπεύθυνου του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, ανεβάζουν σε 550.000 αυτούς που μετανάστευσαν την τελευταία δεκαετία από τη χώρα μας για να εργαστούν σε θέσεις υψηλής επαγγελματικής εξειδίκευσης (φυσικά, δεν μας δίνεται ο αριθμός όσων επέστρεψαν αυτά τα δέκα χρόνια). Όπως λέει ο Σ. Ρομπόλης, το τεχνολογικά καθυστερημένο επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας καθιστά απαγορευτική την εύρεση εργασίας στην Ελλάδα9. Προς επίρρωση των παραπάνω, σε 4.000 υπολογίζονται οι Έλληνες που εργάζονται σε ερευνητικά κέντρα πανεπιστημίων και άλλων ξένων ιδρυμάτων. Έλληνες ερευνητές, σε μια σειρά κλάδων, όπως πληροφορική, μοριακή βιολογία, γενετική, έχουν ιδιαίτερη ζήτηση από ξένες εταιρείες. Αλλά και λιγότερο εξειδικευμένοι κλάδοι, όπως ιατροί και οδοντίατροι, προσελκύονται από αγγλικές εταιρείες για να εργαστούν εκεί, μαθηματικοί και φυσικοί μεταναστεύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν στους τομείς αυτούς ελλείμματα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους10. (Τα παραδείγματα αυτά είναι και μια απάντηση σε όσους ισχυρίζονται ότι από την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αποφοιτούν ειδικευμένοι απόφοιτοι, ικανοί να στελεχώσουν την αγορά εργασίας, γιατί… απλούστατα στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή η αγορά εργασίας.)
Η Ελλάδα, χώρα που παραδοσιακά έστελνε μετανάστες11, εδώ και μια εικοσαετία μετατράπηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της, σε χώρα υποδοχής, και τα τελευταία χρόνια είναι παράλληλα και χώρα αποστολής, με τη διαφορά ότι τώρα δεν φεύγουν φτωχοί αγρότες, αλλά εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό. Αυτό είναι το ελληνικό παράδοξο: αφ’ ενός η Ελλάδα να δέχεται ένα από τα ισχυρότερα μεταναστευτικά ρεύματα και αφ’ ετέρου ξαναγίνεται χώρα αποστολής μεταναστών. Το παράδοξο είναι ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται ούτε στην κατηγορία των χωρών του Πρώτου Κόσμου, που δέχονται μετανάστες, ούτε σ’ αυτές του Τρίτου Κόσμου, που αποστέλλουν, αλλά σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Όπου όμως οι αποικιακοί μηχανισμοί λειτουργούν πλήρως, αφού η Ελλάδα απομυζάται από τις δυτικές χώρες, χάνοντας τους πιο δυναμικούς πολίτες της, και από την άλλη χρησιμοποιεί τη μετανάστευση για την εξασφάλιση φτηνού εργατικού δυναμικού, απαραίτητου για να είναι προσοδοφόρος ο παρασιτικός οικονομικός σχηματισμός της. Μια πραγματικότητα που συμφέρει τις ελληνικές ελίτ, για να αυξάνουν και να διατηρούν το καταναλωτικό τους επίπεδο, αλλά της οποίας θύμα είναι ολόκληρη η υπόλοιπη κοινωνία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών μπορεί να τα βρει κάποιος στο βιβλίο της Ήρας-Έμκε Πουλοπούλου, Η μεταναστευτική πρόκληση, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2007, σελ. 409-422.
2 Γ.Κρητικίδης, «Μισθοί και απασχόληση κατά υπηκοότητα των μεταναστών», περ. Ενημέρωση, τ. 154, 2008.
3 Γ. Καραμπελιάς, Κράτος και κοινωνία στη μεταπολίτευση, Εκ. Εξάντας 1989, σελ. 302.
4 Όπ.παρ. σελ. 299.
5 Γιώργος Κ. Καββαδίας, «14% οι άνεργοι πτυχιούχοι στην Ε.Ε., 30% στην Ελλάδα», εφ. Έθνος, 20/2/2008 .
6 Manpower «Έρευνα για την Έλλειψη Ταλέντων 2008», www.manpowerteam.gr
7 Μαρία Καραμεσίνη, Η απορρόφηση των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας, πανελλαδική έρευνα στους αποφοίτους των ετών 1998-2000, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα, 2008. Η έρευνα σε ηλεκτρονική μορφή στο http://194.177.218.28/dmdocuments/Meleth_Aporrofhshs_Apofoiton.pdf
8 Πανευρωπαϊκή έρευνα του Trendence Graduate Barometer 2009 Business/ Engineering Edition αναφέρεται στο άρθρο του Απ. Λακασά, «Ανεργία και αβεβαιότητα για τους Έλληνες πτυχιούχους», εφ. Καθημερινή, 18/10/2009.
9 Γιώργος Γάτος, «Μετανάστες 550.000 εξειδικευμένοι Έλληνες», εφ. Ημερησία, 15/8/2008.
10 «Επιστήμονες, η νέα γενιά μεταναστών», εφ. Βήμα, 8/12/2007.
11 Το τελευταίο μεγάλο κύμα μετανάστευσης πραγματοποιήθηκε την εικοσιπενταετία 1950-1975, που υπολογίζεται ότι εγκατέλειψαν τη χώρα 2.433.000 άτομα, εκ των οποίων επέστρεψαν μετά από κάποια χρόνια 1.197.601. Όσοι υποστηρίζουν ότι η μετανάστευση είναι ευλογία, ας φανταστούν πώς θα ήταν η χώρα, αν αυτοί οι άνθρωποι δεν αναγκαζόταν τότε να μεταναστεύσουν. Τα στοιχεία προέρχονται από την εργασία της Κ.Κασιμάτη, Μετανάστευση-Παλιννόστηση, η προβληματική της δεύτερης γενιάς, Εκ. Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα 1984.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ