Από το Άρδην τ. 98, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, και ανεξάρτητα από την έκβαση των διαδικασιών για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, οι πολιτικές εξελίξεις θα επιταχυνθούν ήδη πριν από την Πρωτοχρονιά.
Στην, πιο απίθανη, περίπτωση που οι μνημονιακές δυνάμεις, είτε με το Σταύρο Δήμα –το πλέον απίθανο– είτε με αλλαγή του κυβερνητικού σχήματος και άλλου προέδρου, κατορθώσουν να εκλέξουν νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αναμένεται να ξεσπάσει μια μεγάλη εσωκομματική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ καθώς ο ίδιος φρόντισε να μεταβάλει την αποτυχία της κυβέρνησης να εκλέξει πρόεδρο και την προσφυγή σε πρόωρες κάλπες στην «μητέρα όλων των μαχών».
Το ίδιο θα συμβεί και στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τις εκλογές ή αναγκαστεί να συρθεί σε μια συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι.
Στην περίπτωση που καταφέρει να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία με καλύτερους όρους, τον περιμένουν στην γωνία η… Τρόικα και η Γερμανική Ευρώπη για να του υπενθυμίσουν ποια είναι η πραγματική του θέση, και η πραγματικότητα της χώρας που επεδίωξε να κυβερνήσει –μ’ ένα πρόγραμμα «σαλάτας» αναδιανεμητικών υποσχέσεων μηδενικού αντικρίσματος.
Την ίδια στιγμή, η κατάρρευση της σημερινής κυβέρνησης θα ολοκληρώσει την αποψίλωση της ΝΔ από την εκλογική της βάση, γεγονός που θα συμβάλει περαιτέρω στην τελική αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος.
Φαίνεται, δηλαδή, πως τους επόμενους μήνες θα κλείσει μια φάση που εγκαινιάστηκε το 2009 και επισφραγίστηκε από τις εναγώνιες προσπάθειες του παλαιού πολιτικού σκηνικού να διαχειριστεί την νέα κοινωνική, οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση της χώρας. Και ως προς αυτό, ένα είναι βέβαιο πως αυτή η φάση δεν θα ολοκληρωθεί με κάποια φανταστική «έξοδο» από το μνημόνιο και αποκατάσταση της χώρας –αλλά μάλλον η ίδια η πραγματικότητα θα είναι αυτή που θα επιβάλει τους νέους της όρους στο πολιτικό σκηνικό. Πράγμα που σημαίνει, ότι εκείνο που θα καταρρεύσει πρώτα απ’ όλα είναι οι αρκετά διαδεδομένες αυταπάτες ότι είναι δυνατή μια «αλλαγή» και μια επάνοδος στην πρότερη κατάσταση μέσω μιας κυβερνητικής αλλαγής.
Επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο δικός μας χώρος θα πρέπει να μπει σε διαδικασίες πολιτικής συγκρότησης. Εκτιμούμε ότι η επόμενη περίοδος θα απελευθερώσει πολλές δυνάμεις που σήμερα είναι δεσμευμένες σε αυτήν την πρώτη, πρώιμη εκδοχή της διαίρεσης μνημόνιο-αντιμνημόνιο, η οποία σφραγίστηκε από την κυριαρχία πολιτικών δυνάμεων που μεσουράνησαν κατά την ύστερη μεταπολίτευση.
Εμείς ο χώρος του Άρδην, λοιπόν, που επιδιδόμαστε επί δεκαετίες σε μια διαδικασία ιδεολογικό-πολιτικής συγκρότησης έξω από το κατεστημένο πλαίσιο της μεταπολίτευσης, όντας ξένοι στο πνευματικό της κλίμα, είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε τον δρόμο της αυτόνομης συγκρότησης εκτός, και σε αντιπαράθεση, με το κεντρικό πολιτικό σκηνικό.
Δηλαδή τον δρόμο του ταχύτερου δυνατού μετασχηματισμού ενός ιδεολογικού ρεύματος, σε πολιτικό –διαδικασία που θα επιταχύνει και την απελευθέρωση των υγιών κομματιών που βρίσκονται σήμερα εγκλωβισμένα εντός των δυνάμεων που συγκρότησαν την τελευταία περίοδο το «αντιμνημονιακό στρατόπεδο», εντός του ΣΥΡΙΖΑ και των Αν. Ελ. καθώς και σε άλλες μικρότερες κινήσεις και χώρους. Προπαντός δε θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο κύριος όγκος ενός κόσμου υγιώς σκεπτόμενου απέχει από την κεντρική πολιτική σκηνή και τους μηχανισμούς των κομμάτων, ακριβώς εξαιτίας της παρακμής και της εξάντλησής τους και σε αυτούς πρέπει να απευθυνόμαστε προνομιακά.
Το να επιλέξουμε μια αυτόνομη διαδικασία συγκρότησης δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε μια γραμμική αντίληψη εξέλιξης του εγχειρήματός μας από ιδεολογικό ρεύμα σε πολιτική οργάνωση, κι από εκεί σε πολιτικό πόλο. Αντίθετα, αυτό που λέμε είναι ότι η διαμόρφωση ενός τρίτου πολιτικού πόλου εκτός πολιτικού συστήματος, από εμάς, θα παίξει κεντρικό ρόλο στην ανασύνθεσή του.
Αυτή η στρατηγική, προφανώς, δεν αποκλείει τις συνεργασίες και τις συμμαχίες, αλλά τις βλέπει σε συνάρτηση με την οργανωτική συγκρότηση μας, και τις προσανατολίζει στις εκάστοτε ανάγκες της πολιτικής παρέμβασης πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να ολοκληρωθεί μια διαδικασία μετασχηματισμού του ιδεολογικού σε πολιτικό ρεύμα –και μάλιστα σε συνθήκες όπου ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνεται δραματικά. Είμαστε υποχρεωμένοι, επομένως, να προχωρήσουμε στην κατεύθυνση της οργανωτικής συγκρότησης εγκαθιδρύοντας ένα πανελλαδικό πολιτικό δίκτυο.
Οι αιχμές της πολιτικής δραστηριότητας
Αυτές, καθορίζονται από την ανάλυση της ίδιας της πολιτικής συγκυρίας, αλλά και από τις διαπιστώσεις για την βαθύτερη, υπαρξιακή, υφή του ελληνικού αδιεξόδου.
Με δεδομένη, μάλιστα, την τελευταία, είναι σαφές –όπως τονίσαμε και παραπάνω– ότι δεν νοείται σήμερα πολιτική δραστηριότητα δίχως να προβάλει ως μια από τις κύριες διαστάσεις της εκείνην της ιδεολογικής, αξιακής και πολιτιστικής ανασύνταξης της ελληνικής κοινωνίας: Ως εκ τούτου, ο αγώνας ενάντια στην σημερινή κατάσταση είναι πρώτα και κύρια αγώνας ενάντια στην «ελληνική παρακμή». Και κατά συνέπεια περνάει μέσα από την επίταση της δραστηριότητάς μας, χάριν της οποίας ο χώρος μας έχει ήδη διακριθεί στον πιο σοβαρό πόλο ιδεολογικής αντίστασης εντός της ελληνικής κοινωνίας.
Από εκεί και πέρα:
α) Η ραγδαία γεωπολιτική αποσταθεροποίηση της χώρας, το πέρασμα των σχέσεων της χώρας με τον νέο-οθωμανισμό από την «φιλία», και την έμμεση δορυφοροποίηση του ελληνισμού στην Τουρκία, στην ανοιχτή επιβολή της δεύτερης πάνω στον πρώτο, απαιτεί πλέον τον μετασχηματισμό και της δικής μας δράσης πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Δεν αρκεί πλέον η ιδεολογική και στρατηγική αμφισβήτηση των επιλογών των αρχουσών τάξεων της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτή εν πολλοίς συντελείται πλέον από την ίδια την πραγματικότητα.
Πρέπει να προχωρήσουμε στην διαμόρφωση ενός ευρύτερου κινήματος που θα πιέζει με κινητοποιήσεις, που θα επιζητεί διεθνείς συμμαχίες (Κούρδοι, ένα μέρος της «αντίστασης» του Λιβάνου, το κοσμικό σκέλος της Παλαιστινιακής αντίστασης που θέτει ανοιχτά πλέον ζήτημα τουρκικού επεκτατισμού εντός του Παλαιστινιακού συστήματος, Αρμένιοι, Σύριοι κ.ο.κ.). Το κίνημα θα πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά κινήματος αντίστασης και όχι ενός «λόμπι» για την μεταβολή της στρατηγικής των μεγάλων πολιτικών κομμάτων, όπως σε μεγάλο βαθμό συνέβαινε μέχρι σήμερα. Ο χώρος μας, ήδη από τις πορείες εναντίον των επισκέψεων Νταβούτογλου- Ερντογάν (2010) έχει δείξει δείγματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε σχέση με το Κυπριακό, θα πρέπει να συμβάλουμε κατά τις δυνατότητές μας ώστε να μεταβάλουμε την παρούσα κρίση σε ευκαιρία: Μετά και το τελευταίο φιάσκο των διαπραγματεύσεων, και την εισβολή του Μπαρμπαρος στην κυπριακή ΑΟΖ, η ηγεσία του κυπριακού ελληνισμού θα πρεπει να εξαναγκαστεί να υιοθετήσει την μόνη στρατηγική εθνικής βιωσιμότητας για την Μεγαλόνησο: Να καταγγείλει την Τουρκία και το ψευδοκράτος για την παρελκυστική πολιτική που ασκεί στις συνομιλίες, να αποχωρήσει από αυτές, και να θέσει το Κυπριακό στην πραγματική του βάση –ως ζήτημα εισβολής και κατοχής δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι μοναδική προοπτική για την επανέναρξη
οποιονδήποτε συνομιλιών είναι η άρση της τουρκικής κατοχής, η αποχώρηση των στρατευμάτων και των εποίκων.
β) Οι μεγάλες κοινωνικές, και ταξικές συγκρούσεις που διεξάγονται σήμερα στην ελληνική κοινωνία συμπυκνώνονται στο ζήτημα των αναπτυξιακών κατευθύνσεων και του μοντέλου που θα επιβληθεί στην Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια. Επομένως, οι δύο καμπάνιες, ενάντια στην διείσδυση των γερμανικών συμφερόντων στην χώρα μας, και εκείνη για την παραγωγική της ανασυγκρότηση πρέπει να περάσουν στην πρώτη γραμμή. Εξ άλλου, η επιβολή ενός αποικιακού παρασιτικού μοντέλου, είναι η αιχμή, η κοινή συνισταμένη της γερμανικής εκστρατείας. Κι ύστερα, είναι αλήθεια ότι οι Γερμανοί έχουν κηρύξει ανοιχτό πολιτικό και οικονομικό πόλεμο σε κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Γι’ αυτό και θα πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια προς αυτές τις κατευθύνσεις.
Αιχμή της καμπάνιας ενάντια στην γερμανική πολιτική, πρέπει να αποτελέσει η διεκδίκηση των πολεμικών οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, καθώς και του κατοχικού αναγκαστικού δανείου που υφάρπαξε ο Χίτλερ από την χώρα μας –το μόνο ζήτημα που ανατρέπει πλήρως τον ψυχολογικό καταναγκασμό που έχει επιβάλει το γερμανικό κατεστημένο στην σχέση του με την Ελλάδα, και το θέτει σε ρόλο θύτη, οφειλέτη και απολογούμενου. Απολογούμενου, όχι μόνο για το παρελθόν αλλά γιατί η άρνηση της Γερμανίας έστω και να συζητήσει το χρέος που διατηρεί έναντι της χώρας μας, ενώ έχει καταβάλει αποζημιώσεις σε όλες τις άλλες χώρες για όσα έπραξε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί μια έμπρακτη απόδειξη πως συνεχίζει να βλέπει την Ελλάδα ως μια αποικία –μόλο που σήμερα ο έλεγχός της εξασφαλίζεται με οικονομικά και πολιτικά μέσα.
γ) Η νεολαία αποτελεί τον «μεγάλο απόντα» της δεκαετίας που διανύουμε. Κι όμως, ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα της χώρας, είναι η συστηματική απομύζηση του νεώτερου εργατικού δυναμικού της, η ανεργία, η τρομακτική έλλειψη προοπτικής (και οράματος), η παρακμή των νέων γενεών. Τέλος, μαζί με την εξάντληση της μεταπολίτευσης εξαντλείται ραγδαία και ο κατ’ εξοχήν τρόπος πολιτικοποίησης της νεολαίας μέσα σε αυτήν, δηλαδή, ο φοιτητικός συνδικαλισμός, και κυρίως η φοιτητική αριστερά. Από την άλλη, βέβαια, κανένας πολιτικός χώρος που κινείται σε αντιστασιακό μήκος κύματος, δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως μια οργανική σχέση με τα πιο δυναμικά και υγιή κομμάτια της νεολαίας. Γι’ αυτό θα πρέπει να επιτείνουμε τις προσπάθειές μας για την καμπάνια ενάντια στην φυγή των νέων, διερευνώντας ταυτόχρονα τους όρους για ένα νέο μοντέλο-πρόταση πολιτικοποίησης των νέων στην χώρα μας.
Θα πρέπει να έχουμε στο νου μας, βέβαια, πως η σημερινή νεολαία, που γεννήθηκε και κοινωνικοποιήθηκε μέσα στην χειρότερη στιγμή της μεταπολίτευσης, είναι περισσότερο αποξενωμένη από την ιδεολογική μας σύνθεση.
Εδώ τίθεται ένα αίτημα εκλαΐκευσης, και ριζοσπαστικοποίησής της –ώστε να απαντάει στις πραγματικότητες της σημερινής νεολαίας. Το όραμά μας έχει ιστορικότητα, ιδεολογικό βάθος, ερείσματα τόσο στην ιδιοπροσωπία αυτού του λαού, όσο και στις βασικές αρχές και αξίες του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο και μια καλύτερη κοινωνία. Θα πρέπει όμως να αποκτήσει περιγραφικές εκδοχές, σύμβολα, σχηματικές αφηγήσεις έτσι ώστε να καταστεί ελκυστικό στα μάτια των νέων ανθρώπων. Για να το θέσουμε σχηματικά, χρειαζόμαστε μιαν ελληνική Οικοτοπία, δηλαδή μια πολιτική αφήγηση για την ουτοπία όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς. Μόνο τότε ο πολιτικός μας χώρος θα καταστεί ελκυστικός σε μικρότερες ηλικίες. Ωστόσο, και για να αντιληφθούμε ακριβώς σε ποια κατάσταση βρίσκεται η κοινωνία μας, ο μέσος όρος ηλικίας που παρακολουθεί και συμμετέχει στις δραστηριότητες του Άρδην έχει κατέβει πολύ, ίσως και περισσότερο από εκείνον του ΣΥΡΙΖΑ, που εδώ και καιρό τείνει να καταστεί κόμμα ριζοσπαστικοποίησης των «γκρίζων κροτάφων» της μεταπολίτευσης.
δ) Εδώ και καιρό έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια συστηματικότερη παρέμβαση στον χώρο των εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι συνθήκες για κάτι τέτοιο καθίστανται ολοένα και ευνοϊκότερες καθώς ο συγκεκριμένου τύπου συνδικαλισμός που άνθισε μαζί με την μεταπολίτευση κλυδωνίζεται μαζί της –και συμπαρασέρνει και τις κατεστημένες δυνάμεις που κυριαρχούν εντός του. Αυτές, μόλο που προσδιορίζονται στον χώρο της αριστεράς, απέτυχαν σ’ ένα διπλό στοίχημα –να υπερασπιστούν αποτελεσματικά και να αναβαθμίσουν ουσιαστικά το δημόσιο σχολείο από τη μία, αλλά και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του κλάδου από την άλλη. Η διαμόρφωση ενός πανελλαδικού δικτύου εκπαιδευτικών με μεσοπρόθεσμη στόχευση να παρεμβαίνει διακριτά στα συνδικαλιστικά όργανα των καθηγητών είναι εφικτή και αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε.
ε) Οι επιτυχίες που σημείωσαν ομάδες και δυνάμεις του χώρου μας στην τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός δικτύου που να αναδεικνύει μια εναλλακτική πολιτική για την τοπική αυτοδιοίκηση. Η οποία αυτή την στιγμή δεν εκφράζεται από κανέναν υπαρκτό πολιτικό πόλο, που προτιμά να αντιμετωπίζει την τοπική αυτοδιοίκηση ως απλή προέκταση-εξάρτημα της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Κι όμως, έχουμε ήδη θέσει τις βάσεις για κάτι τέτοιο, καθώς ο χώρος μας έχει διατυπώσει μια από τις πιο ολοκληρωμένες απόψεις για τον Καλλικράτη, για την παρακμή της τοπικής αυτοδιοίκησης, για την σημασία που έχει ως προνομιακός χώρος προώθησης πολιτικών για την παραγωγική ανασυγκρότηση, την πολιτιστική αναγέννηση, τους θεσμούς αλληλεγγύης, την ανάπτυξη των συνεταιρισμών και της κοινωνικής οικονομίας. Ούτως ή άλλως, η τοπική αυτοδιοίκηση συνδέεται άμεσα με την κεντρική πολιτική της αποικίας χρέους: Αποτελεί ένα από τα κύρια πεδία όπου εκδηλώνονται οι δραστηριότητες της γερμανικής επέμβασης στην Ελλάδα (όρα ελληνογερμανική συνέλευση συνεργασίας για την Τοπική Αυτοδιοίκηση) ενώ παράλληλα, και ιδιαίτερα στην Βόρειο Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου την ίδια στρατηγική της «χαμηλής» διείσδυσης μέσω των ΟΤΑ έχει επιλέξει το τουρκικό κράτος και κεφάλαιο. Και επιπρόσθετα είναι η εκποίηση της περιουσίας των ΟΤΑ (ΤΑΙΠΕΔ), η προώθηση της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού, ή η μεθόδευση δικτύων απορρόφησης του ελληνικού εργατικού δυναμικού μέσω των Δήμων ως υποτιθέμενη απάντηση στην ανεργία.
Εφημερίδα και περιοδικό: Τα εργαλεία της πολιτικής δραστηριότητας
Προς αυτήν την κατεύθυνση, η Ρήξη, καθώς και το Άρδην πρέπει λειτουργήσουν ως εργαλεία εμβάθυνσης των ιδεολογικών κατευθύνσεων σε πολιτικές τοποθετήσεις. Η διαδικασία θα μπορούσε να λειτουργεί ως εξής: Ο Λόγιος Ερμής, τελεί σε σχετική αυτονομία, επεξεργάζεται τη «βαριά ιδεολογία», και παίζει ρόλο διαμόρφωσης ενός ακαδημαϊκού ρεύματος ανταγωνιστικού ως προς το εκσυγχρονιστικό, εθνοαποδομητικό κατεστημένο. Το Άρδην, με τα αφιερώματα και τα κείμενά του συγκεκριμενοποιεί ένα επίπεδο πιο κάτω την ιδεολογική δουλειά, και την μετασχηματίζει σε λόγο πάνω σε διεθνή και εθνικά ζητήματα συγκυρίας, σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, σε πολιτισμικά, ιστορικά, και σε ζητήματα ταυτότητας που παίζουν ενεργό ρόλο στην πολιτική πάλη. Τέλος η Ρήξη, παρεμβαίνει σε ζητήματα επικαιρότητας, ενημερώνει για τις δραστηριότητες, αποτυπώνει την δουλειά που γίνεται από τις καμπάνιες και την ατζέντα τους, δίνει λόγο στα γόνιμα κινήματα, στις κατά τόπους κινήσεις , και σε ευρύτερες κοινωνικές πρωτοβουλίες.
Για να λειτουργήσει, ωστόσο, κάτι τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε για πρώτη φορά επαρκώς και ικανοποιητικά το ευρύτερο οργανωτικό ζήτημα που ταλανίζει τον χώρο μας τα τελευταία χρόνια.
Το οργανωτικό ως πολιτικό ζήτημα
T ο κύριο στοίχημα για την επόμενη συγκυρία είναι η πολιτική διεύρυνση και η οργανωτική συγκρότηση του δικού μας χώρου. Το αν θα έχουμε προετοιμαστεί δηλαδή κατάλληλα για τις πολιτικές εξελίξεις που έρχονται.
Εδώ απαιτείται μια παρέκβαση, και –ίσως– μια αυτοκριτική. Το οργανωτικό ζήτημα ταλάνισε, και εν πολλοίς διέλυσε πλατιές κοινωνικές πρωτοβουλίες που αποπειράθηκαν να συγκροτηθούν πολιτικά σε αυτόνομη βάση, όπως είναι η Σπίθα ή άλλα εγχειρήματα που ξεπήδησαν από τις πλατείες. Τότε, και σήμερα εν πολλοίς, η κριτική μας απέναντί τους ήταν στο ότι υποτιμούσαν συστηματικά το προγραμματικό, ιδεολογικό κομμάτι –προκρίνοντας μια στείρα εμμονή στο οργανωτικό σχήμα, που αναπόφευκτα κατέληγε σε προσωπικές διαμάχες για τον έλεγχο του εκάστοτε εγχειρήματος.
Ωστόσο, αυτό το στοιχείο είναι που χαρακτήριζε πάντοτε την απόπειρα συγκρότησης παλλαϊκών πολιτικών σχηματισμών με την πρωτοβουλία του λαού, ενάντια στο κατεστημένο πολιτικό προσωπικό και την διανόηση. Διότι, στο πλαίσιο της αντίθεσης μεταξύ των δύο, γεννιούνταν έναν άτυπος καταμερισμός, όπου η λαϊκή πρωτοβουλία διατηρούσε την «ψυχή» και κατά συνέπεια ένα ορθότερο πολιτικό αισθητήριο πάνω στα γενικά πολιτικά αιτήματα, ωστόσο το άλλο στρατόπεδο κατείχε πάντοτε την ισχύ του «λόγου», την οργανωτική του δυνατότητα κ.ο.κ. Γι’ αυτό εξ άλλου ένα κόμμα «διανοουμένων» του 3% ή 5%, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, υφάρπαξε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική δυναμική της Σπίθας και των Πλατειών, ενώ αυτή η διαμεσολάβηση οδήγησε εν τέλει στην παραλλαγή του γενικού πολιτικού χαρακτήρα που είχε δώσει η λαϊκή κινητοποίηση στην αντίθεση με την «Αποικία Χρέους».
Πρόκειται για ένα κεντρικό πολιτικό πρόβλημα που απαντάται σε όλους τους αποικιοκρατούμενους χώρους και που στις ιδιαιτερότητες της δικής μας χώρας, τις οποίες τις έχουμε αναλύσει λεπτομερώς και συστηματικά καθ’ όλη την διάρκεια της ιδεολογικής μας διαδρομής, μεγιστοποιεί τον ρόλο που παίζει η διανόηση, και γενικότερα το πολιτικό προσωπικό στην αποτυχία ολοκλήρωσης των λαϊκών αντιστασιακών εγχειρημάτων σε πολιτική πρόταση για τον τόπο.
Το οργανωτικό ζήτημα, επομένως, λειτούργησε ταυτόχρονα ως «κατάρα» για τα πρόσφατα εγχειρήματα, αλλά και ως το αποφασιστικό μειονέκτημα που παρέδωσε και πάλι την σκυτάλη της πρωτοβουλίας στις δυνάμεις εκείνες που έπαιξαν εν τέλει ρόλο ενσωμάτωσης ή εκτόνωσης της λαϊκής δυναμικής.
Εμείς από την πλευρά μας, ως μια δύναμη που κατ εξοχήν έθεσε ως στόχο της να μετασχηματίσει την «αντιστασιακή ψυχή» του ελληνισμού σε «λόγο» και πρόταγμα για την χειραφέτησή του, κινούμαστε προς την σωστή κατεύθυνση στο ιδεολογικό πεδίο, αμφισβητώντας αυτόν τον καταμερισμό «ψυχής» και «λόγου», που υπότασσε την λαϊκή πρωτοβουλία στα δίκτυα της κατεστημένης πολιτικής και διανόησης. Εντούτοις η ίδια μας η φυσιογνωμία ως ιδεολογικής ομάδας, οδηγούσε αναπόφευκτα στην συστηματική υποτίμηση της οργανωτικής διάστασης. Πράγμα το οποίο, σήμερα που επιθυμούμε τον μετασχηματισμό του ιδεολογικού ρεύματος σε πολιτικό, απειλεί να υπονομεύσει την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας δημιουργώντας σοβαρότατα προβλήματα στην διεύρυνση και την αναπαραγωγή του σχήματός μας, στην δυνατότητά του να παρέμβει πολιτικά, και να καταστεί ελκυστικό προς τα υγιώς σκεπτόμενα κομμάτια εντός του λαϊκού σώματος.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι η οργανωτική προτεραιότητα πρέπει να τεθεί σε βάρος της συνέχισης της ιδεολογικής επεξεργασίας, την οποία πραγματοποιούμε εδώ και τόσα χρόνια. Αντίθετα, αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί περαιτέρω, με την οργανωτική συγκρότηση να αποτελεί την «δίδυμη προτεραιότητα»
Σε ό,τι αφορά στην ιδεολογική επεξεργασία: Κατ’ αρχάς, η έμφαση που δίνουμε σε αυτήν δεν απορρέει μοναχά από την δική μας φυσιογνωμία ως κατ’ εξοχήν ομάδας ιδεολογικής παρέμβασης. Είναι και ανάγκη της εποχής μας, πλέον, και πιστεύουμε ότι για λόγους που δεν είναι της παρούσης να εκθέσουμε λεπτομερώς όλα τα πολιτικά υποκείμενα του 21ου αιώνα θα έχουν την πλευρά της ιδεολογικής επεξεργασίας πολύ πιο ενισχυμένη και πλατιά. Η πολιτική δραστηριότητα θα είναι εξ ίσου «εντάσεως γνώσης» και «εντάσεως εργασίας», υπερβαίνοντας τους διαχωρισμούς που έθετε ο 20ος αιώνας, και κυρίως το μοντέλο του «κόμματος ή οργάνωσης νέου τύπου» εντός του, όπου υπήρχε ένας καταμερισμός σε πολιτικούς χειρώνακτες και την καθοδήγηση.
Σε εκείνο που πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα, σε ό,τι αφορά στην ιδεολογική επεξεργασία, είναι η συγκεκριμενοποίηση γενικών ιδεολογικών τοποθετήσεων σε πρακτικές και απτές πολιτικές θέσεις.
Σε ό,τι αφορά στην οργανωτική μας συγκρότηση, αυτή θα κριθεί από την πρόοδό μας σε δύο στενά αλληλένδετα πεδία.
Το εσωτερικό, πράγμα που σημαίνει:
-Πως θα προωθήσουμε έναν δημοκρατικό καταμερισμό εντός της κάθε ομάδας
-Πως θα οργανώσουμε την καταστατική λειτουργία του πανελλαδικού δικτύου ώστε αυτό να λάβει μεγαλύτερη συνοχή και συστηματικότερη λειτουργία.
Και στο εξωτερικό, πράγμα που σημαίνει κυρίως το πώς θα διασφαλίζουμε ότι όλες οι καμπάνιες επάνω στα ζητήματα αιχμής θα ‘τρέχουν’ πανελλαδικά, ενισχύοντας την κοινωνική δυναμική του εγχειρήματός μας.
Το πώς αυτή η οργανωτική πρόταση θα γίνει συγκεκριμένη, και θα καταλήξει σε έναν οργανωτικό χάρτη, αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης ειδικής εισήγησης και συνεδρίας. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εισήγησης, αυτά τα ζητήματα τίθενται ακροθιγώς για να υπογραμμίσουν την πολιτική σημασία που σήμερα διατηρεί η οργανωτική συγκρότηση για τον χώρο μας, και ευρύτερα για τις προοπτικές της συγκρότησης ενός «τρίτου» αντιστασιακού πόλου.
Το ζήτημα με το οποίο αυτή η εισήγηση πρέπει να καταπιαστεί αφορά στον τρόπο της πολιτικής παρέμβασης, στον χαρακτήρα, στην υφή της. Μαζί με την εξάντληση του μεταπολιτευτικού πολιτικού σκηνικού, ένα ολόκληρο πολιτικό στυλ παρέμβασης έχει εξουδετερωθεί και καταστεί εντελώς αναποτελεσματικό. Ο πολιτικός κόσμος της μεταπολίτευσης δεν χαρακτηρίζεται πλέον μοναχά από χρεία περιεχομένου, λόγου, και οράματος αλλά και από την εξάντληση των μέσων, του τρόπου με τον οποίον ασκούσε πολιτική. Γι’ αυτό και η πολιτική ως γενική συλλογική δραστηριότητα μιας κοινωνίας, ως δημόσιος βίος και συζήτηση, έχει καταρρεύσει εκ θεμελίων στην χώρα μας, με την πλειοψηφία την απορρίπτει συλλήβδην.
Για να καταστεί ελκυστική η δική μας πολιτική παρέμβαση σε αυτό το κλίμα, θα πρέπει, συν τοις άλλοις, να αποκαθιστά την αξιοπιστία, την ελκυστικότητα, και το βάθος της πολιτικής εν γένει. Πρέπει δηλαδή να είναι παραδειγματική, δηλαδή να εκπέμπει ταυτόχρονα όχι μόνον μια οραματική πρόταση, αλλά ταυτόχρονα συμβατές με αυτήν αξίες, ηθικές στάσεις, και μια αντίστοιχη πρακτική καθημερινότητα. Επανέρχεται έτσι το αίτημα της εναλλακτικότητας όπως το είχε θέσει αυτός ο χώρος κατά την δεκαετία του 1980, αποκαθαρμένο βέβαια από τις «τοξικότητες» του τότε ‘σκληρού’ μεταπολιτευτικού περιβάλλοντος.
Γι’ αυτό λοιπόν, τα στέκια, οι χώροι πολιτισμού και πολιτικής ως κατ εξοχήν χώροι πραγμάτωσης μέρους της οραματικής μας πρότασης, και ως κεντρικά εργαλεία της ιδεολογικής-πολιτικής επεξεργασία, έχουν μια κεντρικότητα στην καθημερινή πολιτική λειτουργία του εγχειρήματός μας.
Πέρα όμως από αυτά, θα πρέπει να μιλήσουμε για τον «δρόμο», δηλαδή για την πολιτική παρέμβαση εντός της κοινωνίας πάνω στους συγκεκριμένους θεματικούς άξονες που έχουμε θέσει. Δηλαδή στο με ποιο τρόπο θα βγούμε έξω από τα στέκια με δράσεις που έχουν αντίκτυπο σε κομμάτια της κοινωνίας, και που θα ενισχύσουν όχι μόνο την προσπάθειά μας να ζυμώσουμε περισσότερο τις ιδέες μας σε πλατύτερο κόσμο, αλλά και θα παράγουν έμπρακτα πολιτικά αποτελέσματα, που θα αποδώσουν και μια διάσταση πολιτικής αποτελεσματικότητας στο εγχείρημά μας.
Εδώ ακριβώς απαιτείται η σύνθεση παλιών, και ξεχασμένων, πρακτικών, με τις νέες λογικές ακτιβιστικών συμβολικών δράσεων και κινητοποιήσεων, που συμβάλουν σ’ ένα «μηντιακό», κύρια διαδικτυακό αντάρτικο και διευκολύνουν τα κατά πολύ την κοινοποίηση του πολιτικού μηνύματος σ’ ένα πολύ ευρύτερο και πολύμορφο κοινωνικά και ηλικιακά κοινό.
Ας έχουμε στο νου μας, πως ένα τραπεζάκι με φυλλάδια, περιοδικά και εφημερίδες σε μια πολυσύχναστη πλατεία, μια υπαίθρια εκδήλωση, ένα μαζικό μοίρασμα εύληπτων, συνοπτικών και έξυπνων κειμένων δεν αντιμετωπίζονται πλέον με την «αδιαφορία του χορτασμένου» που συναντούσαμε στην ύστερη μεταπολίτευση.
Και από την άλλη, στοχευμένες παρεμβάσεις διαμαρτυρίας, καλοστημένοι ακτιβισμοί και συμβολικές δράσεις –όπως μας έδειξε ο Σπάρτακος με την παρέμβαση στο συνέδριο για την Θράκη, ή το Μένουμε Θεσσαλονίκη με τα εγκαίνια στο μετρό, τα βελάκια στην Μέρκελ– που έπειτα προβάλλονται έξυπνα από το διαδίκτυο, πολλαπλασιάζουν την απήχηση του πολιτικού μηνύματος που επιδιώκουμε να κομίσουμε, περισσότερο και ταχύτερα από μια διαδήλωση των 150-200 ατόμων ή από μια συμβατική εκδήλωση.
Και βέβαια πρέπει να προχωρήσουμε στην ίδρυση ενός διαδικτυακού ραδιοφώνου και μιας τηλεόρασης, που να αποτελεί κόμβο αναμετάδοσης αυτών των μηνυμάτων.
Κι είναι σαφές πως δεν μπορούμε να πετύχουμε όλα αυτά, ή ένα ικανοποιητικό κομμάτι τους, αν δεν βάλουμε ένα σύνολο ανθρώπων που πλέον παρακολουθούν συστηματικά την δουλειά μας σε κίνηση, να δουλέψουν δηλαδή μαζί με εμάς. Γι’ αυτό κρίνεται απαραίτητη εδώ και τώρα η διαμόρφωση ενός οργανογράμματος και μιας δομής δημοκρατικού καταμερισμού που θα διδάσκεται από τα τραγικά σφάλματα των παλαιότερων μορφών του και θα απαντάει θετικά στην πρόκληση για την συγκρότηση ευέλικτων, συνεκτικών δικτυακών οργανώσεων που απαιτεί ο 21ος αιώνας.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση πρέπει να καταστήσουμε σαφές πως η δράση μας στοιχειοθετεί –ή επιδιώκει να αποτελέσει– έναν νέο πολιτικό κόσμο που βρίσκεται σε κίνηση, και χαρακτηρίζεται από φρεσκάδα και από δημιουργικότητα, σε αντίθεση με τον «παλιό μεταπολιτευτικό πολιτικό κόσμο» που σε κάθε του δραστηριότητα εκπέμπει το τέλος του.
Για να συγκροτηθούμε σε ένα ελκυστικό πολιτικό υποκείμενο, δηλαδή, να εφεύρουμε το σύγχρονο πρακτικό πολιτικό αντίστοιχο της ιδεολογικής μας δουλειάς θα πρέπει να πετύχουμε, και να πείσουμε τους άλλους ότι συγκροτούμαστε ως δύναμη του 21ου αιώνα. Το χάσμα και η ρήξη μας με τον παλιό κόσμο πρέπει να γίνεται εμφανέστατο σε κάθε στιγμή της πολιτικής μας δραστηριότητας. Μόνο έτσι θα επιταχυνθούν οι εξελίξεις, μόνον έτσι θα μετασχηματιστούμε από πόλο σοβαρότητας, και συστηματικής ιδεολογικής-θεωρητικής επεξεργασίας σε πολιτικό πόλο ανασύνθεσης των αντιστασιακών παραδόσεων του λαού μας. Ο εκσυγχρονισμός της παράδοσης δεν μπορεί να περιοριστεί μόνον στη σφαίρα της ιδεολογίας και του προτάγματος, αλλά καλείται να καταστεί πολιτική πράξη.