του Γιώργου Παλαιολόγου, από το Άρδην τ. 89
Το αίτημα που ανεδείχθη από τις κάλπες της 6ης Μαΐου ήταν η καταδίκη και η συντριβή των μνημονιακών κομμάτων και της πολιτικής τους. Γι’ αυτό και ο κατεξοχήν υπαίτιος γι’ αυτή την πολιτική, ο ΓΑΠ, εξαφανίστηκε στα Τάρταρα της πολιτικής ανυπαρξίας, από όπου θα τον ανασύρει μόνο το δικαστήριο και η δίκαιη τιμωρία που τον περιμένει. Γι’ αυτό και ο Αντώνης Σαμαράς, που εμφανίστηκε προς στιγμήν ως η αντιμνημονιακή έκφραση του αστισμού, υπέστη βαρύτατη ήττα ως συνέπεια της παλινωδίας του. Μετά από αυτά τα αποτελέσματα, όλα τα κόμματα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, για να μπορέσουν να συνεχίσουν να υπάρχουν, στοιχίζονται πίσω από μια πολιτική απόρριψης των μνημονιακών πολιτικών. Ακόμα και η Μπακογιάννη εγκατέλειψε τη νεοφιλελεύθερη παρέα της, των Μάνου-Τζήμερου, και φρόντισε να διασωθεί κάτω από τη στέγη της ΝΔ.
Αν δούμε τα πράγματα από μια σχετική απόσταση και έξω από τον κομματικό μικρόκοσμο, όπως μπορούμε να το κάνουμε όσοι δεν μετέχουμε άμεσα στην εκλογική διαμάχη, τότε διαπιστώνουμε πως έχει αρχίσει η «μακρά πορεία», που οδηγεί την ελληνική κοινωνία και τα ελληνικά κόμματα έξω και πέρα από τη μεταπολιτευτική προσαρμογή σε ξένα πρότυπα και ξένα αφεντικά.
Πράγματι, τα τελευταία είκοσι χρόνια αποτέλεσαν μία περίοδο υποταγής της ελληνικής οικονομίας, της ελληνικής πολιτικής, των πολιτισμικών προτύπων, σε ξένες επιταγές και συμφέροντα, με αποκορύφωμα τα δύο χρόνια της μνημονιακής υποδούλωσης. Απ’ αυτή την περίοδο, βίαια, δραματικά, αντιφατικά, βγαίνει η ελληνική κοινωνία, σαν από ένα αιφνίδιο ξύπνημα, και αρχίζει να ανασυγκροτείται προς μια κατεύθυνση πατριωτική, εσωστρεφή, αντιστασιακή. Όλα άρχισαν στις πλατείες της χώρας ένα χρόνο πριν – και το σύμβολο της αντίστασης δεν ήταν τα είκοσι εφτά αστέρια της ευρωπαϊκής σημαίας, ούτε η κόκκινη σημαία του «διεθνισμού», ούτε η μαύρη της αναρχίας, ούτε βέβαια η φαιοκόκκινη των φασιστών. Το σύμβολο της νέας περιόδου υπήρξε η ελληνική σημαία. Οι Έλληνες συνειδητοποιούν σταδιακά αυτό που έχουν κατανοήσει σε όλες τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας τους: Δεν θα σωθούν παρά μόνο βασισμένοι στις δικές τους δυνάμεις – και μόνο εάν έχουν οικοδομήσει ένα ισχυρό εσωτερικό μέτωπο, είναι δυνατό να συνάψουν και αξιόπιστες συμμαχίες. Το ίδιο έγινε το ’21, μέχρι να κινηθούν οι μεγάλες δυνάμεις στο Ναυαρίνο, στους βαλκανικούς πολέμους, στον πόλεμο ενάντια στην ιταλογερμανική επίθεση. Έτσι και τώρα, συνειδητοποιούν αιφνιδίως πως οι «φίλοι και εταίροι» μεταβάλλονται σε τοκογλύφους και αρπακτικά, που προσπαθούν να ολοκληρώσουν την υποδούλωση και τη διάλυσή μας.
Αυτό το κύμα σταδιακώς ανέτρεψε το ίδιο το πολιτικό σκηνικό μιας εξαρτημένης και αλλοτριωμένης ελίτ και τα κόμματά της. Από τα αριστερά ως τα δεξιά, το μήνυμα υπήρξε ταυτόσημο, όσο αντιφατικό κι αν ήταν: Δεν μπορεί να επιβιώσει στην παρούσα στιγμή καμία πολιτική δύναμη, και να διεκδικεί μάλιστα την ανάληψη της διακυβέρνησης, εάν δεν προσαρμοστεί, έστω φραστικά, ακόμα και υποκριτικά, στη νέα πραγματικότητα που επιτάσσει η λαϊκή ψήφος: Μια πραγματικότητα η οποία θα γίνει ακόμα πιο εμφανής στην επόμενη περίοδο και θα μπορούσαμε να την ορίσουμε και ως μια σταδιακή και καθολική απόρριψη του μνημονίου. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν έγινε η Επανάσταση του ’21, ακόμη κι όσοι ήταν ενάντιοι στην κήρυξή της υποχρεώθηκαν εκόντες ή άκοντες να συμμετάσχουν σ’ αυτήν, ή στα 1940 να συγκρουστούν ακόμη και με τους ιδεολογικούς μέντορές τους, όπως συνέβη με τον Μεταξά. Το ίδιο και σήμερα, ο ελληνικός λαός επιτάσσει μια καθολική απόρριψη της πολιτικής του μνημονίου, εκτός από κάποιους Τζήμερους, Μάνους κ.ά. ανοικτούς θιασώτες του δωσιλογισμού. Χαρακτηριστικά στη δημοσκόπηση της GPO στις 29 Μάη, το 20,4% των πολιτών θεωρεί ότι πρέπει να καταγγείλει το μνημόνιο και το 77,8% ότι πρέπει να το επαναδιαπραγματευτεί και να το τροποποιήσει, ενώ είναι κοντά στο 1% όσοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να εφαρμοστεί!
Ακόμα και το κατεξοχήν κόμμα της παγκοσμιοποιημένης υποταγής, το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να διασώσει τα τελευταία του υπολείμματα, υποχρεώνεται να κηρύσσει την αντίθεσή του στις «ακραίες» πολιτικές, η ΝΔ να μιλάει για αναδιαπραγμάτευση και η ΔΗ.ΜΑΡ για «απαγκίστρωση». Υπό αυτές τις συνθήκες, το αίτημα της αμέσως επομένης περιόδου και των εκλογών πρέπει να είναι η διαμόρφωση τέτοιων δυνάμεων και τέτοιων συμμαχιών, που να οδηγούν τόσο σε μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση, όσο και σε αντιμνημονιακή «αντιπολίτευση», ενώ οι Κούισλινγκ και οι Τσολάκογλου θα πρέπει να οδηγηθούν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο εύκολο, ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί αυτομάτως. Ωστόσο, κατά τον ίδιο τρόπο που στο τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μετά το Πολυτεχνείο και μέχρι τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων στράφηκε ενάντια στους δικτάτορες, που ολοκλήρωσαν το θεάρεστο έργο τους με την καταστροφή της Κύπρου, έτσι και σήμερα το ζητούμενο είναι η ολοκληρωτική απαξίωση όσων οδήγησαν στη σύγχρονη κατοχή της χώρας.
Τι εννοούμε ως αντιμνημονιακή κατεύθυνση που πρέπει να λάβει η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων; Ότι ο ελληνικός λαός μπορεί να επιτρέψει μία διαφοροποίηση μεταξύ τους μόνο ως προς τις τακτικές και τις συμμαχίες που θα πρέπει να επιλεγούν για την έξοδο από την μέγκενη των δανειακών συμβάσεων και όχι ως προς την αναγνώριση ή όχι αυτής της αναγκαιότητας, η οποία θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Για να εδραιωθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει και στις επόμενες εκλογές να ενισχυθεί το αντιμνημονιακό ρεύμα και να απορριφθούν ψευδοδιλήμματα που θέλουν να διαχωρίσουν τους Έλληνες με βάση τους πολιτικούς διαχωρισμούς του παρελθόντος.
Η νέα περίοδος, που άνοιξε με τις εκλογές της 6ης Μαΐου, αποτελεί μια περίοδο κατά την οποίαν οι Έλληνες θα υποχρεωθούν να παλέψουν για τη διατήρηση της ίδιας τους της ακεραιότητας, οικονομικά, κοινωνικά, ακόμα και γεωγραφικά. Είναι μία περίοδος «εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα», και γι’ αυτό θα πρέπει να επιζητούμε τόσο τη διευκρίνιση των στόχων και των σταδίων του, όσο και τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα της πλειοψηφίας του λαού. Η καθολική εκπτώχευση του 90 τοις εκατό των Ελλήνων αποτελεί το κοινωνικό υπόστρωμα αυτής της εθνικοαπελευθερωτικής συμμαχίας.
Αυτή η νέα κοινωνική συμμαχία δεν μπορεί, βέβαια, να μεταφραστεί αυτόματα και σε πολιτική. Πολιτικά κόμματα, διαιρέσεις και σχηματισμοί έρχονται από το παρελθόν και έχουν τα στίγματα αυτού του παρελθόντος. Η δεξιά είναι φορέας μιας παράδοσης φιλοδυτικής, το ΠΑΣΟΚ ενός κρατιστικού νεοπλουτισμού, η δε αριστερά, εκτός από το ΚΚΕ, υποφέρει στην πλειοψηφία της από μια αντιπατριωτική ψύχωση και μια πολιτισμική ενσωμάτωση στο δυτικό παγκοσμιοποιητικό μοντέλο. Κατά συνέπεια, όλοι πρέπει ν’ αλλάξουν και να αναδιαμορφωθούν σύμφωνα με τις νέες ανάγκες και τις νέες προτεραιότητες.
Γι’ αυτό εξάλλου επιμένουμε πως το τσουνάμι που άρχισε στις 6 Μαΐου δεν θα αφήσει κανέναν αλώβητο, όχι μόνο τους ηττημένους, αλλά ίσως ακόμα περισσότερο τους νικητές αυτών των εκλογών. Τα κόμματα φέρουν τα στίγματα της προέλευσής τους και της μακράς πορείας τους στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Στη νέα περίοδο, μέσα από αναπροσαρμογές, δολιχοδρομίες, επίπονες ρήξεις και αναδιατάξεις, θα διαμορφωθούν νέοι πολιτικοί πόλοι.
Η θέση μας
Εμείς, εκκινώντας από τη θέση μας, που εκφράζεται με την προβολή των τεσσάρων σημείων που θεωρούμε εκ των ων ουκ άνευ για αυτή τη νέα εποχή –κοινωνική δικαιοσύνη, οικολογική ισορροπία, πατριωτισμός, άμεση δημοκρατία–, πιστεύουμε πως θα είμαστε παρόντες, ως ουσιαστικός παράγων –και ιδιαίτερα σημαντικός, από ιδεολογική άποψη–, σ’ αυτή τη νέα ανασύνθεση. Για σαράντα χρόνια –οι παλαιότεροι– διασχίσαμε την περίοδο της μεταπολίτευσης ως οιονεί «κριτική συνείδησή» της, εξόριστοι στις λεωφόρους της. Υπενθυμίζαμε διαρκώς τον στρεβλό δρόμο, την αδιέξοδη πορεία που έλαβε η μεταπολίτευση, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, και αρνηθήκαμε να συμμετάσχουμε στο πολιτικό παιχνίδι. Πολλοί μας επέκριναν, θεωρώντας αυτή τη στάση μας ως μια στάση αριστοκρατισμού και «καθαρότητας». Βεβαίως, κάθε επιλογή έχει και κάποιο αρνητικό τίμημα. Η επιλογή να μείνουμε έξω από το μεγάλο πάρτι της παγκοσμιοποίησης και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, μας απέκοψε συχνά από τη δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας με τα ευρύτερα στρώματα, ενείχε δηλαδή τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης. Εντούτοις, πιστεύουμε πως αυτή η επιλογή άξιζε τον κόπο, διότι μας επέτρεψε να αποφύγουμε τη φθορά και τη διαφθορά των παλιών μας συντρόφων, και κυρίως μας επέτρεψε να καταδυθούμε στην ιστορία και το αντιστασιακό πνεύμα του ελληνισμού, ώστε να διαμορφώσουμε στρατηγικές και οράματα για το μέλλον του.
Σήμερα λοιπόν, η πορεία στην έρημο έχει τελειώσει. Κράτησε πολύ, και ίσως σφράγισε πολλούς από μας, με την περίοδο της «προφητείας». Δηλαδή, την αδυναμία της σύνδεσης με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και ρεύματα. Πάντως, ο τυφλοπόντικας δούλεψε για πολλά χρόνια. Στο φως της μέρας, σήμερα, χρειάζονται άλλα «ζώα», άλλες τακτικές, νέα οχήματα, και θα δοκιμάσουμε να ανταποκριθούμε στις νέες απαιτήσεις. Και, επιτέλους, πιστεύουμε πως αυτή τη φορά θα βρεθούμε μέσα σε ένα μεγάλο ρεύμα, που θα διαμορφωθεί καθώς θα κατακάθεται ο κουρνιαχτός.