Αρχική » Φεστιβάλ Κάνναβης: Αποποινικοποίηση της εξάρτησης ή νομιμοποίηση της απόλυτης πολιτισμικής σκλαβιάς;

Φεστιβάλ Κάνναβης: Αποποινικοποίηση της εξάρτησης ή νομιμοποίηση της απόλυτης πολιτισμικής σκλαβιάς;

από Άρδην - Ρήξη

του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου, από το Άρδην τ. 100, Απρίλιος-Ιούνιος 2015

Το 1o Φεστιβάλ Κάνναβης, την ημέρα της αντιφασιστικής νίκης των λαών (9 Μαΐου), πέρα από τον πραγματιστικό στόχο των διοργανωτών, τη θεραπευτική, βιομηχανική και συνακόλουθα ευφορική χρήση της ινδικής κάνναβης, είναι σίγουρο πως ήθελε να ανακινήσει τον διάλογο και μέσω της πρόκλησης. Συχνά, η πρόκληση είναι λύση επιβίωσης και λανθάνουσας επιβολής, είτε είσαι «δεξιός» είτε «αριστερός», ενώ την ίδια στιγμή συνοψίζει και τον τρόπο πολιτισμικής και πολιτικής σκέψης ατόμων ή ομάδων, διεκδίκησης δικαιωμάτων.

Παραμερίζοντας το κλινικό ή το «βιομηχανικό» πνεύμα της πρότασης για αποποινικοποίηση της κάνναβης, αυτή μπορεί να καταχωρηθεί ως μια από τις «οντολογικές» και πολιτισμικές μορφές που μπορεί να πάρει το τεχνοκρατικό και εργαλειακό πνεύμα του (νεο)φιλελευθερισμού στην εποχή μας..

Οι ποικιλόμορφοι διοργανωτές, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, βλέπουν το ζήτημα από μια… «κοινωνική ματιά» διαχείρισής του. Σε μια κοινωνία, όμως, που τείνει να είναι ταυτόσημη με την οικονομική κυριαρχία, το εξαναγκαστικό νόημα του «ορθολογισμού» και της «προόδου», τον «απελευθερωτικό» φετιχισμό του ευφορικού εμπορεύματος και παράλληλα την εναντίωση σε κάθε παράδοση, ως άχρηστο αναχρονισμό. Εντός ενός κοινωνικού σχηματισμού που μεταλλάσει το υπαρξιακό κενό του σημερινού ανθρώπου σε μοναχική αναζήτηση στιγμιαίας και παροντικής ευχαρίστησης, ως κύριας ενασχόλησης του καθενός με τον εαυτό του.
Όσον αφορά στον διάλογο για τις ιδιότητες της κάνναβης, θα μπορούσαμε, εν τάχει, να επισημάνουμε ότι είναι μια ψυχοτρόπος ουσία και ως τέτοια μπορεί να προκαλεί ψυχική εξάρτηση. Παράλληλα, η έναρξη χρήσης χασίς σε πρώιμη εφηβική ηλικία αυξάνει σε μεγάλο βαθμό τα αρνητικά αποτελέσματα στην ψυχική υγεία και τη γνωστική ανάπτυξη του ατόμου. Επιπλέον, θα προσθέταμε ότι οι έρευνες που πολλοί επικαλούνται μένουν σε δεδομένα κάποιων δεκαετιών, ενώ από τότε νέα ερευνητικά και αναλυτικά δεδομένα αμφισβητούν το «αγνό, φυσικό, βοτάνι» και την ακίνδυνη επιρροή του στον ανθρώπινο ψυχισμό.

Όσον αφορά στη λογική της νομιμοποίησης της ουσίας, θα αντιπαραθέταμε εμφατικά τη διεύρυνση της ήδη ήπιας ποινικής αντιμετώπισης του χρήστη ουσιών, ώστε να αποφεύγεται η φυλάκισή του και ο στιγματισμός του. Θεωρώντας την προμήθεια και κατοχή μικροποσότητας αποκλειστικά για ατομική χρήση ως πράξη αυτοπροσβολής, είναι εύλογο ο ποινικός έλεγχός της να έχει μόνον αποτρεπτικό χαρακτήρα (ούτε καν πλημμέλημα όπως τώρα, αλλά πταίσμα) για τον χρήστη, επιτρέποντας παράλληλα στις διωκτικές αρχές να ελέγχουν τη διακίνηση των ουσιών. Τέλος, η θετική φαρμακευτική και βιομηχανική αξία της δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για τη νομιμοποίησή της, παραμερίζοντας τον διάλογο και τη σύνθεση των επιχειρημάτων.

Ταυτόχρονα, η αποποινικοποίηση του χρήστη ουσιών αποτελεί καθοριστικό σημείο ανθρωπισμού και βάση κινητοποίησής του, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία της απεξάρτησης και της «καθαρής» ζωής. Να του δοθούν οι υπηρεσίες θεραπείας, αλλά και η έμπνευση για μια κοινωνική ζωή με νόημα. Να του δοθούν, εντέλει, ευκαιρίες απελευθέρωσης από την απόλυτη καταστολή του εαυτού και της συνείδησής του, την οποία βιώνει, τραγικά, ως πλήρη «απελευθέρωση».

Βέβαια, το κρίσιμο σημείο του ζητήματος είναι πρωτίστως το ιδεολογικό και το πολιτικό. Το πρότυπο της διαχείρισης του προβλήματος των ναρκωτικών, μέσω μιας ήπιας ή επιθετικής νομιμοποίησής τους, προβάλλεται τόσο από «δεξιά», όσο και από «αριστερά». Η διαπίστωση αυτή τροφοδοτείται από μια οικονομιστική πεποίθηση, η οποία ισχυρίζεται πως η ευτυχία των ανθρώπων εξαρτάται από την καλή και φιλελεύθερη εφαρμογή ενός μηχανισμού, που στη μια περίπτωση είναι η αγορά και στην άλλη το κράτος. Ενώ συχνά η συνταγή περιλαμβάνει ένα παράδοξο «επαναστατικό» ζύμωμα και των δύο, με μπόλικες δόσεις «κοινωνίας των πολιτών» και «κινήματος». Εντέλει, η ελευθερία της οικονομικής εμπορευματικής κυκλοφορίας θα δημιουργήσει και το ελευθεριακό ανάλογό της στο επίπεδο της κουλτούρας, που όσο πιο μαζική και «δημοκρατική» γίνει, τόσο θα μειώσει τον εξαναγκασμό και την καταστολή. Το παράδοξο βέβαια είναι πως η υιοθέτηση δράσεων και πολιτικών νομιμοποίησης χρήσης ναρκωτικών δίνει στους «απελευθερωμένους» χρήστες κινηματικά και αντιστασιακά χαρακτηριστικά, ενάντια στο «παλαιό καθεστώς» της συντήρησης και του πατερναλιστικού καπιταλισμού, το οποίο όμως δεν έχει λόγους πια να είναι συντηρητικό και αυταρχικό. Ίσα ίσα, μπορεί να αναπαράγει την πολιτική κυριαρχία και το ταξικό, οικονομικό μοντέλο του, με πολύ αντιαυταρχισμό, εναλλακτικές δομές αντιπροσώπευσης και με …τζιβάνα στο στόμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η όποια συζήτηση για νομιμοποίηση της χρήσης χρειάζεται να λάβει υπόψη τις συνθήκες πνευματικής παρακμής και κρίσης που ζούμε. Η διαθεσιμότητα και η εύκολη πρόσβαση των ουσιών θα αυξήσει την κατάχρηση και την εξάρτηση, ενώ σε συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής απάθειας ουσιαστικά θα ολοκληρώσει την κυριαρχία της βιοεξουσίας και του μεταμοντέρνου μηδενισμού. Άλλωστε, όλα τα επαναστατικά ή ριζοσπαστικά κινήματα της ανθρώπινης ιστορίας επηρεάζονται από την πολιτισμική ατμόσφαιρα της εποχής και βαπτίζονται στις αξίες και τα πρότυπα που είναι λίγο πολύ κυρίαρχα. Στη σημερινή εποχή της σχετικότητας, του μηδενισμού, του ναρκισσισμού, της ατομικιστικής φιλοδοξίας, του ανταγωνισμού και της ολοκληρωτικής εμπορευματοποίησης, είναι σχεδόν σίγουρα ότι το όποιο «κινηματικό» πρόταγμα της νομιμοποίησης των ουσιών θα προσλάβει ανάλογα χαρακτηριστικά και μάλιστα με ένα προσωπείο «αντιεξουσιαστικό».

Ταυτόχρονα, τα «κινήματα» αυτά, από τη στιγμή που ενδιαφέρονται για «πολιτισμικές μεταρρυθμίσεις» και όχι για την αμφισβήτηση του φαντασιακού του καπιταλισμού, θα σπρώχνουν την πολιτική και «ηθική» ενοποίηση του κόσμου υπό τη διαχείριση μιας ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας, με άλλα ρούχα. Ήδη ο Γκυ Ντεμπόρ, κάποια χρόνια πριν, προειδοποιούσε ότι οι μελλοντικές εξελίξεις του σύγχρονου καπιταλισμού θα έβρισκαν υποχρεωτικά το μεγαλύτερο ιδεολογικό τους άλλοθι «στην καταπολέμηση του ρατσισμού, της ομοφοβίας και του αντιεκσυγχρονισμού».
Η κυριαρχία του κεφαλαίου και του «πολιτισμού» του, το άνοιγμα των αγορών, η ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων και ανθρώπων, συναντώνται και διευρύνονται μέσα από δύο μονοπάτια: Το ένα είναι ο φιλελευθερισμός του… κερδοσκοπικού και χρηματιστικού «ιμπεριαλισμού» και το άλλο η ελευθεριάζουσα και «αριστερή» συναίνεση στην απόλυτη κατάργηση κάθε φραγμού, ορίου και συνόρου. Επικαλούμενοι και πάλι τον καταστασιακό φιλόσοφο, θα τονίσουμε ότι μιλούσε για το ενσωματωμένο θέαμα, αναφερόμενος  στη κυριαρχία της ανταλλαγής εμπορευματικών αξιών και θεάματος. Μια λειτουργία του εμπορευματικού καπιταλισμού που ενσωμάτωνε στο σύστημα ακόμα και εκείνες τις πολιτικές μορφές δράσεις, τις κοινωνικές στάσεις και τους θεσμούς, που υιοθετούσαν προτάσεις αντικομφορμιστικής κουλτούρας. Αντίστοιχα με την «θεαματική κοινωνία», υπάρχει η «θεαματική δημοκρατία» των δικαιωμάτων του αυτοκαθορισμού –αλλά ουχί της αυτονομίας–, πολιτικό ισοδύναμο της ολοκληρωτικής εμπορευματικής οικονομίας.

Μια «ριζοσπαστική νεοφιλελεύθερη δεξιά» και μια δικαιωματική «αντιεξουσιαστική» αριστερά (συμπεριλαμβάνοντας και τάσεις ενός ψευδοαναρχικού life style, μηδενιστικής αφετηρίας) μπορούν άνετα να συναντώνται στο ίδιο έδαφος και μάλιστα έχοντας την ψευδαίσθηση, ότι η μία αντιπαλεύει την άλλη.

Είναι εκπληκτική και δηλωτική των παράδοξων συγκλίσεων των δύο τάσεων, η εξομολόγηση του πατριάρχη του (νέο)φιλελευθερισμού, Μίλτον Φρήντμαν, στο The Drug War as a Socialist Enterprise: «Είμαι ένας ελευθεριακός της περιορισμένης κυβερνησιμότητας, όχι ένας ελευθεριακός αναρχικός, αν και τρέφω πολλή συμπάθεια για τους ελευθεριακούς αναρχικούς, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο γιός μου είναι ένας [από αυτούς]». Παιδιά που τσακώνονται μεταξύ τους, αλλά από τον ίδιο «ελευθεριακό» πατέρα, εντέλει;

Ο νεοφιλελεύθερος «εγωιστής» άνθρωπος της αστικής κοινωνίας συνευρίσκει τον «αφηρημένο» πολίτη των ατομικών δικαιωμάτων της «ελευθεριακής» παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Άλλωστε και η «δεξιά» και η «αριστερά» επικαλούνται ως κληρονομιά τους το πνεύμα του Διαφωτισμού, βάση του οποίου, τελικά, είναι ένας «φιλελεύθερος-ελευθεριακός» ατομικισμός. Συχνά μια εκσυγχρονιστική και δήθεν αντι-εξουσιαστική «αριστερά» επιταχύνει και νομιμοποιεί πολιτιστικά το ιδεολογικό όχημα του «φιλελευθερισμού», μέσα από την απολυτοποίηση της έννοιας της «εξέλιξης», της «προόδου» και των «ατομικών δικαιωμάτων». Στο πρόταγμα ενός κόσμου χωρίς περιττούς χρόνους, χωρίς αναχρονισμούς και αναστολές κάθε είδους η αριστερά αυτή είναι πιο αποτελεσματική να τον πετύχει, απ’ό,τι η πολιτιστικά ασθενική και συντηρητική δεξιά. Έχει άλλωστε το «ηθικό βάρος», την αγωνιστικότητα και τους διανοούμενους του θεάματος για να το πετύχει.

Η κοινωνία της Οικονομίας, του «φιλελεύθερου φαντασιακού» και του Θεάματος μπορεί να ξεκινά και να επιβάλλεται και από την «ελευθεριακή» αφετηρία της. Άλλωστε, από τη στιγμή που διαλύεται η κοινότητα και οι συνεκτικές της δομές (δέσμευση, υπευθυνότητα, αλληλοβοήθεια, συνεργατικότητα, αυτάρκεια, αυτοτέλεια, κ.α) πολύ εύκολα μπορεί ο δεξιός ατομικιστής της ιδιωτικής αστικής κοινωνίας να συναντήσει τον αριστερό άνθρωπο των «δικαιωμάτων», ο οποίος, από πρόσωπο, γίνεται μοναχικό άτομο, αποχωρισμένο από την ευρύτερη κοινότητα, τον εαυτό του και τους άλλους. Γιατί, παρ’όλο που αναζητά τη συλλογική συντροφικότητα, στην ουσία παραμένει αντικοινωνικός και αντιλαϊκός, εφόσον η αγωνία και η ανάγκη για νόημα ζωής μεταλλάσσεται σε έναν ακτιβιστικό αγώνα επιβολής των βεβαιοτήτων και των επιθυμιών του πάνω στους άλλους. Ο καταναλωτισμός και ο ηδονισμός (στην εμπορευματική ή την ελευθεριακή του μορφή) είναι τότε οι κοινοί τόποι συνάντησης των «συντηρητικών» και των «προοδευτικών» φιλελεύθερών μας, έστω και αν θεωρούν ότι πρεσβεύουν δυο ξένες κοσμοθεωρίες. Όπως συνοψίζει ο Ζαν Κλωντ Μισεά (Το αδιέξοδο Άνταμ Σμίθ – Εναλλακτικές Εκδόσεις – Αθήνα 2002): «Απλουστεύοντας πολύ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος της «δεξιάς» έχει μεν την τάση να υπερασπίζεται την προϋπόθεση (την οικονομία του απόλυτου ανταγωνισμού), αλλά δυσκολεύεται ακόμα να αποδεχτεί τη συνέπεια (της) (τα πολιτικά συμβόλαια γάμου ανεξαρτήτως φύλου, την «παραβατικότητα», τα gay parades, το ξένοιαστο life style, την κάθε είδους «απελευθέρωση», κ.α), ενώ ο σύγχρονος άνθρωπος της επίσημης «Αριστεράς» τείνει στις αντίστροφες επιλογές».

Στα άκρα της, η επίκληση από τη δεξιά και την αριστερή «ελευθεριότητα» της «γυμνής ελευθερίας», χωρίς όρια και όρους, χωρίς ευθύνη και υπευθυνότητα, οδηγεί σταθερά στο ποικιλόμορφο χάος της απόλυτης δουλείας. Στο υπαρξιακό κενό του αποπροσανατολισμού που βιώνει το μοναχικό άτομο. Το οποίο νιώθει την ανάγκη να βρει ουσία και νόημα στη ζωή τους υιοθετώντας το μηδέν, ως πλήρη αποδέσμευση από κάθε δεσμό και περιορισμό, μπαίνοντας σ’ένα ατέρμονο σπιράλ αδιεξόδου και αναπαραγωγής του κενού αυτού. Η ελευθερία, που άλλοτε λογιζόταν ως «συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας», ή ως αίτημα της ικανότητας να δρούμε σύμφωνα με τον καθαρά «ηθικό» κανόνα ανάμεσα στους ανθρώπους που συνδέονται με σχέσεις αμοιβαιότητας, ξέμεινε ελευθερία  γυμνή, ελευθερία ως καθαρή αυθαιρεσία, ελευθερία ως κενό. Και το κενό γεμίζει με «ποσότητα», δηλαδή με ύλη, δηλαδή με εμπόρευμα και θέαμα.

Ο κοινωνικός μετασχηματισμός
Το ζήτημα της «διαχείρισης» των εξαρτημένων, μέσω της χορήγησης «φαρμάκων» ή της ρητορικής για τη «νομιμοποίηση», εντάσσεται στο πνεύμα του μετασχηματισμού των κοινωνιών, που αναφέρονται πια στη μετανεωτερικότητα. Εντάσσεται στον ανταγωνισμό της «δεξιάς» και «αριστεράς» προόδου, ενάντια στις «παραδοσιακές» κοινωνίες. Είναι το πολιτισμικό πρότυπο μιας μεταβιομηχανικής οικονομιστικής απολυταρχίας, που προσπαθεί να κτίσει τη νέα «προοδευτική» κοινωνία, μέσα από τα ερείπια που δημιουργεί η βιομηχανική και οικονομική ύβρις. Ο Ιβάν Ίλιτς (1926-2002) πίστευε ότι η κρίση απλώνει τις ρίζες της, στην αλαζονεία της υπερβολής, στην υπέρβαση κάθε ορίου. Στο έργο του («Ιατρική Νέμεση – Η απαλλοτρίωση της υγείας», «Κοινωνία χωρίς σχολεία», «Ενέργεια και ισοτιμία», «Εργαλεία για τη συμβιωτικότητα», «Για τις ανάγκες του ανθρώπου σήμερα», κ.α), συχνά αποδίδει στους σύγχρονους θεσμούς και στους «ειδικούς» τους την αντίσταση να αναγνωρίσουν τα όρια της ανθρώπινης ισχύος και αντοχής. Υπογραμμίζει το γεγονός ότι η έλλειψη ορίων διαπερνά πολλές πλευρές του ανθρώπινου βίου, χάρη στη μεγέθυνση αξιών και εννοιών όπως η «ανάπτυξη», η «υγεία», η «ζωή», σε δραματικά μεγέθη, που εκμηδενίζουν τον άνθρωπο με σάρκα και οστά. Παράλληλα, με την κρίση και σήψη του φυσικού περιβάλλοντος από την υπερμεγέθυνση, συνυπάρχει και η ηθική, κοινωνική κρίση, εφόσον χάνονται οι συνθήκες που μπορούν να καρπίσουν η αγάπη για τον πλησίον, η αλληλοβοήθεια, η προσωπική ευθύνη, κ.α.

Από την δεκαετία του ’70, ο Ίλιτς, μιλούσε για την «πολιτισμική ιατρογέννεση» τονίζοντας την αλλαγή της κουλτούρας σε σχέση με την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας. Τα πολιτισμικά πρότυπα και οι τρόποι που η κάθε κοινωνία είχε αναπτύξει για να αντιμετωπίζει το πόνο, την αρρώστια ή τον θάνατο, αντικαθίστανται από το μονοσήμαντο ιατρικό μοντέλο.

Ο πόλεμος ενάντια στην κοινότητα αποτελεί προϋπόθεση του ατομικισμού και των «δικαιωμάτων». Στην εποχή μας, οι σοσιαλφιλελεύθερες ελίτ συνεχίζουν την ολοκληρωτική κυριαρχία του εμπορεύματος, επιχειρώντας να εξαφανίσουν την ιστορία, τις αξίες χειραφέτησης, τις ντόπιες ταυτότητες και κουλτούρα. Επιτίθενται λυσσαλέα στο κοινοτικό και ουσιαστικό «σχετίζεσθαι», ως ένα μοντέλο ζωής με ισορροπία Λόγου και Πνεύματος, με συγκεκριμένο πολιτισμικό όραμα, αυτόνομες οριζόντιες κοινοτικές σχέσεις, με δικαιώματα και παροχές, αλλά με όρια και με κανόνες ή ενίοτε και με λειτουργικές απαγορεύσεις.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι σαφής για τα «όρια» και την «ωριμότητα» της αυτοθέσμισης: Ακόμα και στην πιο ελεύθερη, αυτόνομη και διεθνιστική κοινωνία θα πρέπει να αποφασίζεται η σύνθεση του εκλογικού σώματος. (…) π.χ. να αποφασίζεται αν στις δημοτικές εκλογές θα έχει δικαίωμα ψήφου οποιοσδήποτε βρίσκεται στην πόλη αυτή, τη στιγμή των εκλογών. Αν όχι, ποιο είναι το ελάχιστο όριο διαμονής μετά από το οποίο θα έχει κανείς το δικαίωμα να ψηφίζει; (…) η άποψη «είμαι ανθρώπινο ον και ψηφίζω σε μια κοινωνία, όπου δεν υπάρχουν διακρίσεις», μπορεί να καταλήξει, και καταλήγει, στο αντίθετο από αυτό που θα ήθελε να είναι. Ο θεσμός της εκλογής διακωμωδείται αν ο οποιοσδήποτε, χωρίς καμιά προϋπόθεση, καμιά συμμετοχή στη πολιτική ζωή της ομάδας… καμιά πιθανότητα να υποστεί τις συνέπειες της ψήφου του, ψηφίζει. Ψηφίζω σημαίνει συμμετέχω πλήρως σε μια συγκεκριμένη πολιτική κοινότητα, η οποία και πρέπει κατά κάποιο τρόπο να οριοθετείται. Στις μέρες μας, είναι σίγουρο πως η εύκολη ετυμηγορία της «δικαιωματικής αριστεράς» για τον Καστοριάδη θα τον κατέτασσε στους «αντιδραστικούς», αν όχι στους «φασίστες».

Η διέξοδος από την κυριαρχία της οικονομίας και του θεάματος, αντί να επιδιώκει τον «εκσυγχρονισμό της κοινότητας», προκρίνει την καταστροφή της. Την απόσπαση του ανθρώπου, ως προσώπου, από τις μορφές παραδοσιακής κοινωνικότητας: του κοινοτισμού, της γειτονιάς, του επαγγέλματος, των τελετουργικών αλληλοβοήθειας και επιβίωσης και τη μετατροπή του σε μονάδα. Η αποθέωση του ατομισμού και της οικονομικής κυριαρχίας πάνω στις ανάγκες έπρεπε να συντρίψει παραδοσιακούς θεσμούς κοινοτισμού, ώστε, όπως λέει ο Καρλ Πολανύι (1896-1964), στο έργο του «Ο μεγάλος μετασχηματισμός», η απειλή της φυσικής εξόντωσης από την πείνα είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση «να καταστραφεί η οργανική κοινωνία, που δεν ανεχόταν τη λιμοκτονία του ατόμου». Ο «μεγάλος μετασχηματισμός» της Βιομηχανικής Επανάστασης αντικατέστησε τελείως όλους τους τρόπους αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων. Ξεθεμελίωσε το πολιτισμικό μοντέλο των μη καπιταλιστικών (και επομένως αντι-καπιταλιστικών) κοινωνιών.

Η καταστροφή και η εξαφάνιση του παραπάνω κοινοτικού και συμβιωτικού τρόπου ζωής, βαθιά ριζωμένου στην πολιτισμική ταυτότητα, αποτελεί την κατάλληλη βάση για τον «εκσυγχρονισμό» της εποχής μας. Όταν εξαλειφθούν ή απονευρωθούν οι δεσμοί, που ορίζουν την κοινότητα τόσο ως πολιτισμικό βίωμα όσο και ως κοινωνικοοικονομική δομή, αφενός αποδυναμώνεται η πίστη στον μέσο άνθρωπο, πως μπορεί να αυτοδιοικείται ή και να «θεραπεύεται» και αφετέρου μειώνονται οι τελευταίες αντιστάσεις ενάντια στην ολιγαρχική κυριαρχία του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Η κοινότητα ως τρόπος αυτονομίας και αυτοδιεύθυνσης μπορεί να αποτελέσει ένα εναλλακτικό μοντέλο συνολικής ανάπτυξης και παραγωγής, που λαμβάνει υπόψη τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά έρχεται σε αντιδιαστολή και αντιπαράθεση με την παγκοσμιοποίηση και την απόλυτη πολιτισμική κυριαρχία του ατόμου, ως μονάδας και καταναλωτή.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ