Αρχική » παγκοσμιοποίηση και μετανάστευση

παγκοσμιοποίηση και μετανάστευση

από admin

Ε ίναι κοινός τόπος να συνδέει κανείς την έξαρση του μεταναστευτικού ζητήματος με την έκρηξη της παγκοσμιοποίησης. Ιστορικά, δε, οι μετακινήσεις εργατικών χεριών πάντοτε πύκνωναν όποτε αναδυόταν ένα κύμα “παγκοσμιοποίησης”, δηλ. όποτε το καπιταλιστικό κοσμοσύστημα βρισκόταν σε φάση διεύρυνσης των σχέσεων εξάρτησης μητρόπολης-περιφέρειας. Μπορούμε να επισημάνουμε το φαινόμενο από την απαρχή της συγκρότησης της αποικιοκρατίας μέχρι τα τελευταία βήματα της παγκοσμιοποίησης, αν και διαφοροποιείται ποιοτικά ανάλογα με την ιστορική εμπειρία: Από τους Έλληνες διανοούμενους του Βυζαντίου, που πήραν έπειτα από το 1204 την άγουσα προς τη Δύση, τους Άραβες γιατρούς που ακολούθησαν τους σταυροφόρους κατά την επιστροφή τους, στους Αφρικανούς σκλάβους που κατέκλυσαν την αμερικανική ήπειρο κι από εκεί στους Ευρωπαίους και τους Ασιάτες εργάτες που μετανάστευσαν κατά το πρώτο κύμα της παγκοσμιοποίησης (1873-1924) αλλά και στους Ανατολικοευρωπαίους, Αφγανούς και Μεξικάνους μετανάστες της παρούσας φάσης της παγκοσμιοποίησης. Η εγκαθίδρυση, η επίταση και ο εκσυγχρονισμός των αποικιακών σχέσεων, όλες αυτές οι διαδικασίες είχαν πάντοτε ως διάστασή τους την απόσπαση του εργατικού ή/και διανοητικού ανθρώπινου δυναμικού των φτωχών χωρών. Το φαινόμενο, βέβαια, έχει αποκτήσει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις κατά την παρούσα εποχή της παγκοσμιοποίησης: Από τα 15 εκ. σκλάβων που έφτασαν στην Αμερική μέχρι το 18401 έχουμε φτάσει σήμερα στα 200 εκατομμύρια μεταναστών κατά το 20082. To φαινόμενο θα κορυφωθεί τις επόμενες δεκαετίες, καθώς η ανατροπή της περιβαλλοντικής ισορροπίας –απόρροια της αναπτυξιολαγνείας και του βιομηχανισμού– ενδέχεται να παροξύνει τα μεταναστευτικά ρεύματα. Για τη λεγόμενη περιβαλλοντική μετανάστευση, η αισιόδοξη εκτίμηση υπολογίζει ότι θα προσθέσει ακόμα 200 εκατ.3, ενώ η απαισιόδοξη ανεβάζει την εκτίμηση στα 750 εκατ.4.
Όμως, το μεταναστευτικό ζήτημα στις σύγχρονές του διαστάσεις δεν συνιστά μόνο μια συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Η διαχείριση των ογκούμενων μεταναστευτικών ρευμάτων από τις δυτικές άρχουσες τάξεις έχει εμπλέξει το φαινόμενο στις περισσότερες πτυχές της παγκοσμιοποίησης. Η μετανάστευση έχει παίξει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Δίχως τα κύματα των ξένων εργατών δεν θα ήταν εφικτή η ελαστικοποίηση της εργασίας, ιδιαίτερα στη Δύση, ακριβώς γιατί πάνω στις πλάτες τους οι άρχουσες τάξεις κατάφεραν να μειώσουν τους μισθούς χωρίς να θίξουν τις γηγενείς μεσαίες τάξεις, που αποτελούν τον κινητήρα της παγκόσμιας ζήτησης. Υπονόμευσαν, δηλαδή, καίρια τη λογική του κεϋνσιανισμού –μια λογική αύξησης των μισθών για την τόνωση της ζήτησης– χωρίς όμως να επιτεθούν κατά μέτωπο στα στρώματα της “εξασφαλισμένης εργασίας”. Αντί αυτής της επισφαλούς για την ηγεμονία τους επιλογής, προτίμησαν να στραφούν προς το νέο, ρευστοποιημένο προλεταριάτο. Αυτή τους η επιλογή ήταν η πλέον προσοδοφόρα, γιατί το μωσαϊκό των ξένων εργατών απασχολείται συνήθως παράνομα, υπό άθλιες συνθήκες, και με σαφέστατα χαμηλότερους μισθούς. Πέρα από την άμεση κερδοφορία, όμως, οι άρχουσες τάξεις χρησιμοποίησαν συστηματικά τους ξένους εργαζόμενους για να κλείσουν διάφορες τρύπες. Για παράδειγμα, η φθηνή φροντίδα ηλικιωμένων και παιδιών στο σπίτι, τους έδωσε τη δυνατότητα να υποβαθμίσουν σημαντικά την πρόνοια στους τομείς αυτούς, δίχως ν’ αυξάνει η κοινωνική δυσαρέσκεια. Επιπλέον, διά της προσφυγής στη μαύρη εργασία, κατέστη δυνατή η επιβίωση ολόκληρων κλάδων, όπως για παράδειγμα ο μικρομεσαίος αγροτικός κλήρος ή η τουριστική επιχείρηση, δίχως την κρατική αρωγή. Και βέβαια, οι μεγάλες εταιρείες μπόρεσαν να γίνουν ακόμα πιο ανταγωνιστικές, συμπιέζοντας θεαματικά το εργατικό κόστος. Μέσω όλων αυτών, τα οφέλη από τη μετανάστευση “κοινωνικοποιήθηκαν” σε ευρύτερα μεσοστρώματα, κι έτσι οι άρχουσες τάξεις κατάφεραν να κατασκευάσουν και μια ευρεία συναίνεση πάνω στις πολιτικές τους.
Ταυτόχρονα, ο έντονα πολυπολιτισμικός, πολυθρησκευτικός, πολυγλωσσικός και πολυεθνοτικός χαρακτήρας των ξένων εργατών αποτρέπει οποιαδήποτε διαδικασία ενοποίησης /ενσωμάτωσής τους, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη οποιαδήποτε διεκδίκηση της βελτίωσης των όρων ζωής τους.
Αυτή η εξέλιξη μετέβαλε όμως καθοριστικά τη δομή των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών: Απ’ τη μια επιδείνωσε τις ταξικές αντιθέσεις, ενώ από την άλλη ενέπλεξε στις αντιθέσεις αυτές τον θρησκευτικό, τον πολιτιστικό και τον εθνοτικό παράγοντα. Μόλις αρχίζουμε να αγγίζουμε τις παρυφές ενός μεγάλου μετασχηματισμού, ο οποίος συντελέσθηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό που οι διανοούμενοι της παγκοσμιοποίησης αποκάλεσαν “πολυπολιτισμικότητα” δεν ήταν παρά η εγκαθίδρυση ενός μοντέλου επίτασης της ταξικής εκμετάλλευσης, με την ταυτόχρονη πριμοδότηση του εθνικού, θρησκευτικού και πολιτιστικού κατακερματισμού –δηλαδή τη διάρρηξη οποιασδήποτε μορφής επιμέρους ενότητας και ταυτότητας στα πλαίσια της κοινωνίας. Και βεβαίως τούτο παρόξυνε τους ανταγωνισμούς προς κάθε αζιμούθιο, οδηγώντας σ’ έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Το 2007, ο Ρόμπερτ Πάτναμ ανακοίνωσε τα πορίσματα μιας έρευνας5 για την πολυπολιτισμικότητα, τα οποία έρχονταν να διαψεύσουν πανηγυρικά τον πολιτικό, δημοσιογραφικό και ακαδημαϊκό συρμό για το ζήτημα. Σύμφωνα με τον Πάτναμ, στα πλαίσια μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, άμεσα και μεσοπρόθεσμα6, η εθνική διαφοροποίηση διαρρηγνύει την εμπιστοσύνη, τη συνοχή, την αλληλεγγύη και τις μορφές αλληλοβοήθειας (αυτό που οι κοινωνιολόγοι ονομάζουν “κοινωνικό κεφάλαιο”) όχι μόνο μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων, αλλά και στο εσωτερικό της καθεμιάς. Κοντολογίς, στα πλαίσια των εθνικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά διαφοροποιημένων κοινωνιών, η εξατομίκευση και η διάρρηξη των συλλογικών ταυτοτήτων κερδίζει έδαφος.
Μπορούμε να εντοπίσουμε αυτή τη διαδικασία στο επίπεδο της καθημερινότητας. Η δημιουργία γκέτο, η τραγική υποβάθμιση των λαϊκών γειτονιών, η έξαρση της εγκληματικότητας και η εξαθλίωση ερημώνουν ολόκληρα τμήματα των σύγχρονων μητροπόλεων. Η ασφάλεια ιδιωτικοποιείται και η ομαλή καθημερινότητα εξαγοράζεται με σεκιούριτι, φράκτες ασφαλείας και κάμερες. Οι λαϊκές τάξεις αφήνονται στις τύχες τους. Ο δημόσιος χώρος εκκενώνεται, καταλαμβάνεται από τα επιτηρούμενα μεγάλα εμπορικά κέντρα, ενώ η ιδιωτικότητα ενισχύεται σε κάθε της έκφραση. Η ιδιοκτησία καθίσταται το βασίλειο της ασφάλειας, ενώ έξω επικρατεί η ζούγκλα7.
Η πολυπολιτισμικότητα, επομένως, ιστορικά και κοινωνιολογικά, ταυτίζεται άμεσα και έμμεσα πολύ βαθύτερα με την παγκοσμιοποίηση. Δεν υπήρξε μόνο σημαντική προϋπόθεση για την υλοποίηση του φιλελεύθερου σχεδίου, αλλά, ταυτόχρονα, επέτρεψε σε μεγάλο βαθμό να πραγματοποιηθεί η “αμερικανοποίηση” του πλανήτη, δηλαδή η επιβολή του μοντέλου του μοναχικού, καταναλωτικού, επιθετικού πλήθους.
Το πραγματικό περιεχόμενο των ιδεολογημάτων
Υπό αυτό το πρίσμα, τα ιδεολογήματα της πολυπολιτισμικότητας και των ανοιχτών συνόρων αποκτούν εντελώς διαφορετικές διαστάσεις.
Η πρώτη προβάλλεται από τους οπαδούς της ως μια αναγκαία δημοκρατική, φιλελεύθερη μεταρρύθμιση των δομών του εθνικού κράτους, προκειμένου αυτό να προσαρμοστεί στη νέα πολυεθνική πραγματικότητα που διαμορφώνει η μετανάστευση. Έτσι, ο Α. Λιάκος, με αφορμή την εξέγερση των γαλλικών προαστίων τονίζει: «η ανάδειξη των κοινοτήτων, και μάλιστα των ετερόθρησκων και ετερόχρωμων μεταναστευτικών κοινοτήτων, ως πολιτικών εταίρων, απαιτεί γενναίες τροποποιήσεις του φαντασιακού συνανήκειν και, κυρίως, μια διαφορετική εννοιολόγηση του έθνους. Αν όμως το έθνος αποτελούσε ένα νοητικό εργαλείο για την κατασκευή μιας κυριαρχίας βασισμένης στην ομοιομορφία, τώρα το έθνος χρειάζεται να εννοιολογηθεί εκ νέου, έτσι ώστε να επιτρέπει νέα, διαφοροποιημένα πολιτισμικά και σύνθετα συνανήκειν»8. Κι όλα αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν διότι, πάνω απ’ όλα, «το έθνος δεν είναι ουσία αλλά οργανωτική έννοια»9. Όλα τούτα συντείνουν προς τη διαμόρφωση ενός ουδέτερου κράτους, με θεσμούς που θα εξαντλούνται αυστηρά στην τεχνική πλευρά, αυτήν της διαμεσολάβησης μεταξύ των πολιτιστικά και εθνικά διαφοροποιημένων κοινοτήτων, της διαφύλαξης των μηχανισμών εκπροσώπησής τους κ.ο.κ. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, εάν όντως η πολυπολιτισμικότητα είναι αυτό που υποστηρίζεται παραπάνω, τότε είναι σαφές πως ένα από τα πιο “πολυπολιτισμικά”, φιλελεύθερα κράτη που παρήχθησαν ποτέ στην σύγχρονη ιστορία είναι αυτό που προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η πραγματικότητα βεβαίως διαψεύδει πανηγυρικά τις θεωρητικές υποθέσεις των οπαδών της πολυπολιτισμικότητας. Μια δημοκρατία δεν μπορεί να θεμελιωθεί αποκλειστικά στη διαφορά, διότι ακριβώς η διαβούλευση των πολιτών απαιτεί ένα σύνολο κοινών συμφωνηθέντων υπονοουμένων. Οι δημοκρατίες ποτέ δεν εξαντλούνταν σ’ ένα σύνολο τεχνικών διακυβέρνησης, ούτε ποτέ λειτούργησαν σε συγκυριακά δομημένες κοινότητες. Οι δημοκρατικές κοινότητες μπορεί να είναι κοινότητες άκρως διαφοροποιημένες πολιτικά στο εσωτερικό τους, αλλά, για να υπάρξουν, έχουν κοινή φαντασιακή θέσμιση – δηλαδή έχουν διαμορφώσει κοινό πολιτιστικό παράδειγμα10. Στο πολιτικό και στο συλλογικό-φαντασιακό πεδίο, η χωριστικότητα, η λογική του να προκρίνει κανείς τη διαφορά έναντι της ενότητας, δεν διευρύνει, αλλά καταργεί την κοινωνία. Η εξέγερση του Λος Άντζελες στα 1992, σε ένα εργαστηριακά, θα λέγαμε, πολυπολιτισμικό περιβάλλον, δεν ήταν ένα ξέσπασμα των κοινωνικά αποκλεισμένων, που γυρεύουν την ενσωμάτωσή τους στην δημοκρατική κοινότητα: Ήταν ένας φατριαστικός πόλεμος μεταξύ των εθνικών και πολιτιστικών κοινοτήτων11. Και βεβαίως, όταν ο λαός κατακερματίζεται στις επιμέρους εσώκλειστες ομάδες, τότε η στρατιά των διευθυντών και των διαχειριστών της εξουσίας αναδεικνύεται πάνω από την κοινωνία και η δημοκρατία εκτρέπεται σε μια ολιγαρχία των τεχνικών της εξουσίας. Ή μήπως η αγωνία για την εγγύηση του σεβασμού της διαφορετικότητας δεν ήταν το άλλοθι με το οποίο το Σχέδιο Ανάν εγκαθιστούσε στην κορυφή του νέου κυπριακού πολιτεύματος όχι μια εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά ένα σώμα δικαστών;
Όσο για τα “ανοιχτά σύνορα”, θα πρέπει να τα εντάξουμε στους οργουελιανούς νεολογισμούς, που στην πραγματικότητα περιγράφουν το αντίθετό τους – όπως λέμε παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο, πράσινη ανάπτυξη κ.ο.κ. Πραγματικά, τα περισσότερα από τα επιχειρήματα, που συνήθως επικαλούνται οι οπαδοί τους, είναι η πραγματικότητα αντεστραμμένη.
Υποτίθεται ότι η λογική της υπεράσπισης των ανοιχτών συνόρων στέκεται στο ηθικό και πολιτικό χρέος που έχουν οι χώρες του Βορρά προς τις χώρες και τους ανθρώπους από τον φτωχό Νότο να μην τους αποκλείσουν από την ευημερία των καπιταλιστικών μητροπόλεων.
Και όμως, στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο. Κατ’ αρχάς, η πολιτική των ανοιχτών συνόρων είναι καταστροφική για τις χώρες απ’ όπου προέρχονται οι μετανάστες, καθώς, επί της ουσίας, η μετανάστευση προκαλεί την απομύζηση του πλέον δραστήριου ανειδίκευτου και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Αξίζει, εξάλλου, να θυμηθούμε ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η ελληνική Αριστερά υπήρξε εναντίον της μετανάστευσης των Ελλήνων εργατών στην Κεντρική Ευρώπη και τις ΗΠΑ για δεκαετίες ολόκληρες. Ύστερα, η μετανάστευση –όπως συνέβη και εδώ μεταπολεμικά– λειτουργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων για τις χώρες του φτωχού Νότου. Δίχως αυτήν, πολλά δοτά από τη Δύση και άδικα καθεστώτα δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν – και είναι αυτός ο βασικός λόγος που, ας πούμε, οι Αμερικάνοι αφήνουν τόσο εύκολα τους Αφγανούς να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Όσο για το ανθρωπιστικό χρέος απέναντι στον μετανάστη, κάθε άλλο παρά ξεπληρώνεται με τα ανοιχτά σύνορα. Εκτός αν με συμμετοχή στην ευημερία εννοούμε την απασχόληση στη μαύρη εργασία, τις οιονεί δουλοκτητικές σχέσεις, το γκέτο και την εξαθλίωση. Εξάλλου, κι όσοι από αυτούς καταφέρνουν να ενσωματωθούν, ξεφεύγοντας από το στάτους του απόκληρου, μεταστρέφονται και οι ίδιοι εναντίον των ανοιχτών συνόρων, απλούστατα διότι το νέο, πλεονάζον εργατικό δυναμικό που καταφθάνει, απειλεί πρώτα απ’ όλα τη δική τους φρεσκοκατακτημένη ημι-«εξασφάλιση»12.
Η πολυπολιτισμικότητα σε κρίση
Παρ’ όλα αυτά, το μοντέλο της πολυπολιτισμικής, νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι σήμερα σε βαθιά κρίση. Το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος από την επίταση των συγκρούσεων και των διαιρέσεων που προκαλεί το μοντέλο στο εσωτερικό των κοινωνιών δεν είναι πλέον βιώσιμο. Ποιος θα μπορέσει να διαχειριστεί τις πολιτισμικές αντιθέσεις, τις συγκρούσεις των διαφορετικών κόσμων, τις έντονες ταξικές διαιρέσεις, αλλά και την κατάρρευση ολόκληρων τμημάτων των σύγχρονων μητροπόλεων μέσα στο γκέτο και το έγκλημα; Η ευρωπαϊκή εμπειρία της δεκαετίας 1999-2009 έδειξε πώς δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί το μοντέλο ως έχει.
Η δε εξέγερση των προαστίων του 2006, στη Γαλλία, τσάκισε τη νομιμοποίηση της πολυπολιτισμικότητας στα μάτια της κοινής γνώμης. Βεβαίως, το μεγάλο πλήγμα το κατάφεραν τα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου και ο πόλεμος που κήρυξε η Δύση στον αραβικό κόσμο στην συνέχεια. Έπειτα κι από τα υπόλοιπα χτυπήματα στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη, οι άρχουσες τάξεις της Δύσης κατανόησαν πολύ καλά (αν και με τον …βούρδουλα) ότι δεν μπορούν να επιμένουν να συμπεριφέρονται ως δυνάμεις κατοχής στη Μέση Ανατολή, να ευνοούν την εισαγωγή και τη συστηματική εκμετάλλευση των Αράβων εργατών στη Δύση, δίχως να πληρώνουν βαρύ τίμημα.
Για να μη μιλήσουμε για το πώς η πολιτική των αρχουσών τάξεων για το μεταναστευτικό εξώθησε αποφασιστικά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων προς την αγκαλιά των νέων ακροδεξιών σχηματισμών στη Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία κ.ο.κ., που με την σειρά τους ανάγκασαν την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά να εγκαταλείψουν την ανοιχτή υποστήριξη της λογικής των ανοιχτών συνόρων. Ακόμα και κόμματα της Αριστεράς αμφισβητούν ανοιχτά πλέον τα οφέλη από τη μετανάστευση μεγάλης κλίμακας, πετυχαίνοντας να ξανακερδίσουν τις λαϊκές ψήφους, όπως συμβαίνει στην Ολλανδία με το δυναμικό Σοσιαλιστικό Κόμμα13.
Επομένως, η κρίση έχει αναδείξει προς το παρόν δύο εξόδους στο αδιέξοδο της πολιτικής των ανοιχτών συνόρων.
Η μία είναι έξοδος προς τα δεξιά, προσεγγίζει τους μετανάστες ως θύτες των εγκλημάτων της παγκοσμιοποίησης, απαιτώντας την άμεση λήψη σκληρών κατασταλτικών μέτρων, τη νομοθέτηση ιδιώνυμου για νόμιμους και παράνομους μετανάστες κ.λ.π. Είναι, χονδρικά, η ρατσιστικών αποχρώσεων πολιτική της μηδενικής ανοχής του Μπερλουσκόνι, η κυβέρνηση του οποίου έχει κατεβάσει τον στρατό στους δρόμους, βυθίζει τα σαπιοκάραβα με τους λαθραίους μετανάστες ή χρηματοδοτεί τον Καντάφι για να διατηρεί στη Λιβύη στρατόπεδα συγκέντρωσης. Απέναντι σ’ αυτήν, μπορούμε να κάνουμε κατ’ αρχήν δύο σχόλια.
Πρώτον, ότι η καταστολή των συνεπειών ενός φαινομένου συμβαδίζει με μια λογική επίτασης των πραγματικών αιτιών που το προκαλούν. Έτσι, η ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά εκφράζει μια τάση του ανεπτυγμένου Βορρά να συνεχίσει την κερδοφόρα αποικιακή λεηλασία του φτωχού Νότου, ενώ ταυτόχρονα, διά της βίας, προσπαθεί να κρατήσει έξω από την επικράτειά της τα θύματα και τις συνέπειες των δραστηριοτήτων του. Στα πλαίσια της κρίσης της παγκοσμιοποίησης, οι δυτικές κοινωνίες θα αποπειραθούν να συντηρήσουν τα προνόμιά τους.
Δεύτερον, το γεγονός ότι την κύρια ευθύνη της ανάδυσης αυτών των τάσεων στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών το φέρει η Αριστερά, απλούστατα διότι μέχρι σήμερα, για ό,τι αφορά στο ζήτημα της μετανάστευσης, ως επί το πλείστον ταυτιζόταν με τις άρχουσες τάξεις, κλείνοντας τα μάτια στη ραγδαία επιδείνωση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών στις λαϊκές γειτονιές όμως, κι ένα παγκοσμιοποιημένο κράτος, αποψιλωμένο από οποιαδήποτε λειτουργία λαϊκής πρόνοιας και προστασίας, είναι που τροφοδότησε την γέννηση των πολιτοφυλακών.
Υπάρχει και εναλλακτική διέξοδος από την κρίση της πολιτικής των ανοιχτών συνόρων. Όπως είπαμε, αρχίζει και αχνοφαίνεται στις θέσεις κομμάτων όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ολλανδίας ή τις τοποθετήσεις του Ραλφ Νέιντερ14 και του Τζέιμς Πέτρας15 στις ΗΠΑ. Πρόκειται για μια θέση που καταδικάζει τη λογική των ανοιχτών συνόρων όχι από ρατσιστική σκοπιά, αλλά ως πολιτική του παγκόσμιου καπιταλισμού εις βάρος της συνοχής των κοινωνιών και των λαϊκών στρωμάτων τόσο στον ανεπτυγμένο Βορρά, όσο και στον ίδιο τον φτωχό Νότο, που βλέπει τους χορτασμένους να του στερούν για άλλη μια φορά άκρως πολύτιμα εξειδικευμένα ή ανειδίκευτα εργατικά χέρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ως προς αυτό, είναι ότι υπολογίζεται πως, μέχρι το 2020, μόνες τους οι Η.Π.Α. θα απορροφούν όλη την παγκόσμια προσφορά εργασίας σε νοσοκόμες, γεγονός που θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για τον κοινωνικό και οικογενειακό ιστό των χωρών του φτωχού Νότου16.
Αυτή η λογική υποστηρίζει ότι κάθε χώρα πρέπει να ενσωματώσει οργανικά όσα ξένα εργατικά χέρια μπορεί, παλεύοντας για την εξίσωση των συνθηκών δουλειάς ντόπιων και ξένων, τη μόρφωση και την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό. Σ’ αυτά τα πλαίσια, η ποινικοποίηση δεν αφορά στους ξένους εργάτες, αλλά στους ντόπιους εργοδότες και τους δουλεμπόρους και τους σωματέμπορους που θησαυρίζουν από τα “ανοιχτά σύνορα”.
Ότι, επίσης, θα επαναπατρίσει όσους δεν επιθυμούν να ενσωματωθούν ή όσους δεν μπορεί να ενσωματώσει, επιδοτώντας την επιστροφή τους στην χώρα τους, επενδύοντας σε υποδομές, προκειμένου να αποκατασταθούν εκεί. Που παράλληλα, θα μεριμνήσει για να πάψουν τα πραγματικά αίτια της μετανάστευσης, να αμβλυνθεί το χάσμα Βορρά-Νότου, να σταματήσει η καταστροφή του περιβάλλοντος. Στα πλαίσια αυτά έχουν προταθεί και πολύ συγκεκριμένα μέτρα, όπως η θέσπιση ενός φόρου “συγγνώμης” στις αποικιακές δυνάμεις ή ενός φόρου “αλά Τόμπιν”, κατά τον οποίον οι χώρες του Βορρά θα πληρώνουν τις χώρες του Νότου για το εργατικό δυναμικό που απασχολούν εκεί17. Και τέλος, είναι απολύτως σίγουρο πως, εάν δεν μεταβληθεί η οικολογικά αυτοκτονική λογική της αέναης ανάπτυξης, τότε η περιβαλλοντική ανισορροπία θα προκαλέσει νέα, πολύ μαζικότερα κύματα μεταναστών, τα οποία μάλιστα θα σηματοδοτήσουν τη μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία.
Προς αυτές τις κατευθύνσεις θα πρέπει να αναζητηθεί η διέξοδος από την κρίση, αν δεν θέλουμε να βιώσουμε μια πιο ήπια επανάληψη των φαινομένων του μεσοπολέμου, όπου η αντιδραστική άκρα Δεξιά κέρδισε το προλεταριάτο και τις υπόλοιπες λαϊκές τάξεις, οδηγώντας τις δυνάμεις της Αριστεράς στη μεγαλύτερη ήττα της ιστορίας τους.
Αντί επιλόγου
Όλα αυτά στοιχειοθετούν μόνο μια πρώτη, γενική επισκόπηση του φαινομένου. Ασφαλώς δεν αρκούν προκειμένου να συζητήσουμε το μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Και τούτο διότι η θέση της χώρας, τόσο γεωγραφικά, όσο και στα πλαίσια του παγκόσμιου συστήματος, είναι ιδιάζουσα, γεγονός που γεννάει ορισμένες ιδιαιτερότητες.
Η Ελλάδα είναι μια από τις πύλες τις οποίες διέρχονται τα μεταναστευτικά ρεύματα στον δρόμο τους προς τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα είναι μια μικρή χώρα, πολιτικά αποικιοποιημένη και παρασιτικά ενταγμένη στον πλούσιο Βορρά. Τούτο σημαίνει πως από τη μία δέχεται πολύ μεγαλύτερη πίεση από τα μεταναστευτικά ρεύματα απ’ ό,τι οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, κι ότι από την άλλη διαθέτει πολύ ισχνές παραγωγικές δυνάμεις – κι άρα μικρότερη δυνατότητα ενσωμάτωσης απ’ ό,τι αυτές. Συν τοις άλλοις, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι, ακριβώς εξαιτίας της παρασιτικής της φύσης, η ελληνική κοινωνία είναι εξαιρετικά ευάλωτη στην κρίση και αντιμετωπίζει ούτως ή άλλως προβλήματα φτώχειας, ανεργίας, συνοχής και… επιβίωσης.
Επίσης, πράγμα το οποίο όλοι τείνουν να παραβλέψουν, η χώρα μας δεν είναι μόνο χώρα υποδοχής, αλλά και χώρα προέλευσης μεταναστών, καθώς ετησίως την εγκαταλείπει ένας πολύ μεγάλος αριθμός πτυχιούχων αλλά και φοιτητών. Η χώρα μας είναι θύμα της απομύζησης εγκεφάλων που ασκεί η Δύση στον υπόλοιπο κόσμο. Εισάγει ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό και εξάγει εξειδικευμένο, με συνέπεια να υποβαθμίζεται η ίδια της η θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Η Ελλάδα, όντας πλέον χώρα των (ξένων) γκαρσονιών και των μικρο/μεγαλοαπατεώνων, τείνει να μεταβληθεί σε μια μίζερη επαρχία του Παρισιού, του Βερολίνου, των Βρυξελών και της Νέας Υόρκης.
Εκτός όλων αυτών, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια άκρως ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή, αντιμετωπίζει την επεκτατική απειλή των νεο-οθωμανών της Άγκυρας και δοκιμάζεται από τις βαλκανικές αναταράξεις. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι η γειτονική χώρα διευκολύνει τους δουλεμπόρους στο έργο τους, διότι κρίνει πως τα ογκούμενα μεταναστευτικά ρεύματα από την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή αποσταθεροποιούν την ελληνική κοινωνία. Κι επίσης, εξίσου ξεκάθαρο είναι ότι εδώ, στα Βαλκάνια, η πολυπολιτισμικότητα αλλά και η πιθανή ανάπτυξη μιας «σκληρής» εκδοχής ισλαμισμού χρησιμοποιούνται ή θα χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία γεωπολιτικού ελέγχου. Ας μην ξεχνάμε ούτε το γεγονός ότι ο επεκτατισμός της Άγκυρας ποντάρει στο «μουσουλμανικό τόξο» για τον έλεγχο των Βαλκανίων, ούτε τον ρόλο που έπαιξε αυτή η εκδοχή του «σκληρού Ισλάμ» στη Βοσνία και το Κόσοβο.
Αυτές οι παράμετροι καθιστούν το μεταναστευτικό ένα ζήτημα πολύ λεπτό για τη χώρα μας. Τόσον καιρό, οι άρχουσες τάξεις έπαιζαν με τη φωτιά, επιλέγοντας εγκληματικά να ταυτιστούν απολύτως με τη λογική της παγκοσμιοποίησης στη διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων. Τώρα, έχουμε φτάσει στο απροχώρητο. Το να αντιστρέψουμε, συνεπώς, τη λογική του κοσμοπολίτικου κεφαλαίου δεν είναι ένα ζήτημα που θα κρίνει μόνον τον ανταγωνισμό με την άκρα Δεξιά για το ποιος θα κερδίσει τις λαϊκές τάξεις, αλλά είναι ζήτημα επιβίωσης για την ίδια την ελληνική κοινωνία.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ