Στα πλαίσια του αφιερώματος: “Ελληνικός κινηματογράφος, από τη Μεταπολίτευση στο Μιλένιουμ”. Ταινίες, όψεις και συζητήσεις για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο 30 σκηνοθέτες στο προσκήνιο.
Με αφορμή την ιστορία ενός νεαρού, περιθωριακού φοιτητή που παρακολουθεί κρυφά μ’ ένα τηλεσκόπιο τη ζωή της ώριμης παντρεμένης γειτόνισσάς του, ο Πανουσόπουλος κάνει μια βαθιά κινηματογραφική τομή, καθιστώντας εμάς τους θεατές, ηδονοβλεψίες της ελληνικής κοινωνίας των αρχών της δεκαετίας του ’80.
Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες φαινομενικά βρίσκονται στα δύο άκρα, “απέναντι”. Από τη μία ο νεαρός Χάρης εγκλωβισμένος στη νύχτα και στην παρανομία, ένα “φάντασμα” όπως τον αποκαλούν και οι φίλοι του, περιφέρει το σώμα του δεξιά κι αριστερά ανάμεσα στα μπιλιαρδάδικα και την παραλιακή λεωφόρο, επιδιώκοντας να ζήσει τη μεγάλη συγκίνηση. Από την άλλη η ώριμη και όμορφη Στέλλα ζει σ’ ένα τακτοποιημένο αστικό περιβάλλον φροντίζοντας για όλους και για όλα εκτός από τον εαυτό της. Και οι δύο τους χαμένες ψυχές που αναζητούν τον τρόπο να γεμίσουν όχι το χρόνο τους αλλά το ψυχικό τους κενό. Το τηλεσκόπιο του Χάρη, το μέσο που θα τους φέρει πιο κοντά, που θα εκμηδενίσει την απόσταση και που θα δώσει έστω και μια αμυδρή πιθανότητα ύπαρξης σ’ αυτήν την αταίριαστη αγάπη.
Ο Πανουσόπουλος, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του αποδεικνύεται μέγας μάστορας της σκηνοθεσίας. Τοποθετώντας την κάμερα ηθελημένα στο παρασκήνιο, κρυμμένη πίσω από αντικείμενα αλλά και ανθρώπινες φιγούρες, κινηματογραφεί την Ελλάδα του ’80. Την Ελλάδα της βολεμένης αστικής τάξης και της νέας γενιάς που βιώνει μια ξενόφερτη “επαναστατικότητα” καβαλώντας μηχανές, ακούγοντας ροκ και πίνοντας κόκα κόλα, της γενιάς που ασφυκτιά στα καταθλιπτικά διαμερίσματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων και αναζητά λίγο αέρα στις αχανείς λεωφόρους, της γενιάς που αποζητά τη δράση αγνοώντας την αντίδραση, της γενιάς που αποζητά την επαφή (σαρκική ή μη) με όλο της το είναι.
Ένα δημιούργημα ρεαλιστικό και μοντέρνο, ορόσημο μιας ολόκληρης γενιάς και της επανάστασης που ποτέ αυτή δεν έκανε.