Συνέντευξη του Φρανκ Γκοντισό στη Βαλέρια Ιάνι, rebelion.org, 15/03/2014.
Θα μπορούσατε να χαρακτηρίσετε την παρούσα κατάσταση στη Βενεζουέλα;
Φρανκ Γκοντισό: Κατ’ αρχάς, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε εν μέσω ενός τρομακτικού μιντιακού πολέμου εναντίον της βολιβαριανής διαδικασίας. […]
Η παρούσα κατάσταση είναι εξαιρετικά τεταμένη, επειδή τα πιο αντιδραστικά κομμάτια της αντιπολίτευσης έχουν εξαπολύσει εκστρατεία βίας και αποσταθεροποίησης στους δρόμους. […]
Γνωρίζουμε ότι οι ΗΠΑ έχουν γεωπολιτικά συμφέροντα από την αποσταθεροποίηση. Οι δεσμοί μεταξύ των αμερικάνικων γερακιών και μιας πτέρυγας της αντιπολίτευσης, της οποίας ηγείται ο Λεοπόλντο Λόπες, δεν είναι θεωρία συνωμοσίας, αλλά αντικειμενικό γεγονός. Υπάρχει επίσης ενεργός ανάμειξη από την Κολομβία και τον Ουρίμπε, καθώς και εισβολές παραστρατιωτικών, ειδικότερα στη μεθοριακή πολιτεία Τακίρα.
Δηλαδή, μιλάμε για ένα πραξικόπημα όπως το 2002;
Νομίζω πως όχι. Πρώτον, οι σχέσεις εξουσίας διαφέρουν από το 2002. Οι ένοπλες δυνάμεις και οι αξιωματικοί του στρατού υποστηρίζουν ανοιχτά την κυβέρνηση, δίχως καμία παρέκκλιση –προς το παρόν– και η μεγάλη μπουρζουαζία δεν ποντάρει στη βία ή σε μια αντισυνταγματική εκτροπή. Ο Σύνδεσμος Εμποριοβιομηχάνων και οι ιθύνοντές του (όπως ο επικεφαλής της Πολάρ, Λορέντσο Μεντόσα) συμμετέχουν στη συνδιάσκεψη ειρήνης με τον Μαδούρο και καταδικάζουν τη βία στους δρόμους. Με άλλα λόγια, οι κύριοι παράγοντες του 2002 δεν αποτελούν μέρος της τωρινής διαδικασίας. Έχετε υπόψη ότι υπάρχει ένα κομμάτι της αντιπολίτευσης γύρω από τον Λεόπολντο Λόπες που ποντάρει ξεκάθαρα στη βία και καλεί στην ανατροπή του Μαδούρο. Το ανησυχητικό είναι ότι αυτό το κομμάτι πέτυχε τη διεξαγωγή πολύ σημαντικών διαδηλώσεων –στην Τακίρα, στη Μέριδα με το φοιτητικό κίνημα, καθώς και στους δρόμους του Καράκας. Είναι αλήθεια ότι οι διαδηλωτές προέρχονται από τις πλούσιες γειτονιές, τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις. Αλλά πια προέρχονται και από τα πιο φτωχά μεσοστρώματα. Η βία των διαδηλωτών έχει απήχηση στην κοινωνία, και ασκείται μέσω επιθέσεων στους εργάτες και στους αγωνιστές των παραγκογειτονιών, ορθώνοντας οδοφράγματα (τα Καρίμπας) κ.λπ. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για τους περισσότερους θανάτους των τελευταίων εβδομάδων. Η νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση είναι εν μέρει διασπασμένη, αλλά κάθε τάση παίζει τον δικό της ρόλο ενάντια στην επαναστατική διαδικασία. Από τον Ενρίκε Καπρίλες του COPEI, που διακήρυξε ότι υποστηρίζει τον διάλογο μετά από διαδοχικές εκλογικές αποτυχίες, μέχρι τον Λόπες του Βολουντάδ Ποπουλάρ, ή την οργάνωση Σουμάτε και την εισαγγελέα Μαρία Κορίνα Ματσάδο. Η τελευταία συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ημιεξεγερτικού κλίματος δίχως να περιμένει τις επόμενες εκλογές. Άλλοι αναλυτές, όπως ο Ιγνάσιο Ραμονέ, επισημαίνουν ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα «παρατεταμένο πραξικόπημα», βασιζόμενο στις θεωρίες αποσταθεροποίησης του Τζιν Σαρπ.
Ωστόσο […] το κύριο ζήτημα δεν είναι να καταγγείλουμε όλα αυτά και να πάψουμε να σκεφτόμαστε την αριστερά και την κοινωνική βάση με τρόπο ταυτόχρονα κριτικό και διαλεκτικό. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του τσαβισμού που επιτρέπουν μια τέτοια έκφραση δυσαρέσκειας από διάφορα κοινωνικά στρώματα, όχι μόνον σε ό,τι έχει να κάνει με το φοιτητικό κίνημα; Υπό αυτή την έννοια, θα πρέπει να διερευνήσουμε τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της βολιβαριανής επανάστασης και να ακούσουμε τις κριτικές φωνές του λαϊκού επαναστατικού κινήματος, εντός κι εκτός Τσαβισμού.
Ποιες είναι οι κυριότερες αδυναμίες του τσαβισμού;
Πρώτα, θα πρέπει να διακρίνουμε τον κυβερνητικό τσαβισμό από τον εργαζόμενο λαό. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν εντάσεις σ’ αυτό το σημείο, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Ούγκο Τσάβες. Αυτός είχε τη δυνατότητα να ταλαντεύεται μεταξύ της ιεραρχικής ηγεσίας και της οριζόντιας λαϊκής συμμετοχής. Στην εποχή του «τσαβισμού δίχως τον Τσάβες», ο Μαδούρο διαθέτει τη νομιμοποίηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Νίκησε με δίκαιο τρόπο στην εκλογική αναμέτρηση του Απριλίου 2013 κι έπειτα, στις δημοτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2013, όπου επιβεβαίωσε τη συντριπτική επικράτηση του βολιβαριανού μπλοκ (σε 17 από τις 18 περιφέρειες). Αλλά, ο Μαδούρο δεν διαθέτει τη χαρισματικότητα του Τσάβες και την ίδια στιγμή η κρίση της οικονομίας οξύνθηκε. Βέβαια, πολλά λέγονται σχετικά με την ανασφάλεια, κυρίως από τη δεξιά, ωστόσο το ζήτημα απασχολεί καθημερινά και τις λαϊκές τάξεις. Τα περισσότερα προβλήματα εμφανίζονται στο οικονομικό πεδίο. Η Κεντρική Τράπεζα της Βενεζουέλας υπολογίζει ένα ποσοστό ελλείψεων σε βασικά προϊόντα της τάξης του 28%, ενώ το 2013 ο πληθωρισμός ύψους 56% εξανέμισε τους μισθούς των εργατών. Η κακή οικονομική και νομισματική διαχείριση ενθαρρύνει την κερδοσκοπία και τη μαύρη αγορά και ενισχύει τις τάσεις αποταμίευσης στους κόλπους των καταναλωτών της αστικής τάξης. Άλλοι μαρξιστές οικονομολόγοι, όπως ο Μανουέλ Σάδερλαντ και ο Βίκτορ Άλβάρες μιλούν για τη μεγαλύτερη φυγή κεφαλαίων από τη Νότια Αμερική. Όγκος κεφαλαίων που ισοδυναμεί με αρκετά «σχέδια Μάρσαλ» διαφεύγουν προς το Μαϊάμι.
Είναι αλήθεια ότι ο πληθωρισμός και η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης είναι αποτέλεσμα της επίθεσης των αρχουσών τάξεων, αλλά προκαλούνται επίσης από την αναποτελεσματική οικονομική πολιτική. Η διαφθορά αποτελεί επίσης ένα φλέγον ζήτημα, μετά από δεκαπέντε χρόνια βολιβαριανής διοίκησης. Πώς ισχυρίζεται κανείς ότι εγκαθιδρύει «τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» σε τέτοιες συνθήκες γραφειοκρατικής διαφθοράς; Με τέτοια φαινόμενα, ένα μοντέλο καπιταλισμού της πετροπροσόδου παραμένει ακόμα ηγεμονικό. Δεν είναι αρκετό να έχει κανείς υπουργείο Λαϊκής Εξουσίας. Δεν βλέπω άλλη λύση από το να διαμορφωθεί έλεγχος από τα κάτω, μέσω της συμμετοχικής δημοκρατίας, των εργατικών συμβουλίων και της ενίσχυσης των παρόντων κοινοτικών συμβουλίων. Ειδάλλως, πώς θα μπει φραγμός στην επίθεση της δεξιάς; Με διάλογο και ειρήνη με τις άρχουσες τάξεις, με την έναρξη του γύρου συνομιλιών της Δημοκρατικής Ενότητας; Με τον μεγιστάνα των μίντια και δισεκατομμυριούχο Γκουστάβο Σισνέρος και τη διεφθαρμένη βολιβαριανή μπουρζουαζία; Επιπρόσθετα, θυμηθείτε ότι ισχύει ακόμα η αμνηστία για εκείνους που ευθύνονται για το πραξικόπημα του Απριλίου 2002 και τις δολοφονίες του Απριλίου 2013. Η αμνηστία που απολαμβάνουν οι δολοφόνοι συνδικαλιστών στη χώρα είναι επίσης πολύ ανησυχητική ένδειξη, μαζί με τα επίπεδα της καταστολής που έχουν αντιμετωπίσει ορισμένες εργατικές κινητοποιήσεις και την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση ορισμένων περιοχών (που προκάλεσαν δυσαρέσκεια και αποξένωση του λαού από τον βολιβαριανό κυβερνήτη στην Τακίρα). Πρόσφατα, ο Μαδούρο και ο Γενικός Εισαγγελέας αναγνώρισαν τις ευθύνες της Εθνικής Φρουράς και της βολιβαριανής αστυνομίας στη δολοφονία και τους βασανισμούς διαδηλωτών. Ευτυχώς, αυτά δεν θα περάσουν ατιμώρητα, επειδή το κράτος πρέπει να εγγυηθεί τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Αναφέρθηκες επικριτικά στον δρόμο που παίρνει η κυβέρνηση για να σταματήσει την επίθεση της δεξιάς. Ποιος θα ήταν, για σένα, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπίσει τη δεξιά;
Δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως προτείνεται από ορισμένους αντικαπιταλιστικούς τομείς της Βενεζουέλας, ότι ο καλύτερος τρόπος άμυνας είναι η εμβάθυνση της επανάστασης· είναι η ενίσχυση μιας κριτικής και λαϊκής θεώρησης, ανεξάρτητης από τη γραφειοκρατία ή την τσαβική μπουρζουαζία, που να στοχεύει σε μια ενδυνάμωση από τα κάτω. Πιστεύω ότι δικαιολογείται απόλυτα η προσπάθεια της κυβέρνησης να τα βάλει με τη βία στους δρόμους, κάτι το οποίο ονομάζει: διάλογος και ειρήνη. Τώρα, ναι στον διάλογο και την ειρήνη, αλλά για ποιο λόγο και με ποιους; Μακάρι ο διάλογος να αποτελεί προτεραιότητα προς τα κινητοποιημένα λαϊκά στρώματα, τους οργανωμένους εργάτες που αναζητούν τους τρόπους για τη λαϊκή κυριαρχία, την αγροτιά που θέλει μεταρρύθμιση στο θέμα της ιδιοκτησίας της γης, τους ιθαγενικούς πληθυσμούς, σε συνδυασμό με πιο συγκεκριμένες προτάσεις για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης. Φυσικά, ο Μαδούρο έκανε ήδη προτάσεις κατά του «οικονομικού πολέμου», αλλά εκτός από τον «νόμο των δίκαιων τιμών», που ήταν θετικός, τα άλλα ήταν μέτρα προσαρμογής και υποτίμησης. Αντίθετα, μικρές οργανώσεις, όπως η Μαρέα Σοσιαλίστα και άλλες, εκτός του τσαβισμού (ελευθεριακές, μαρξιστικές, τροτσκιστικές), προτείνουν να αντιμετωπιστεί η νεοφιλελεύθερη δεξιά με επαναστατικά μέτρα: Για παράδειγμα, να αναληφθεί ο έλεγχος του εξωτερικού εμπορίου, αλλά με την εποπτεία των πολιτών (για να αποφευχθεί η διαφθορά), να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η κερδοσκοπία και να συγκεντρωθεί το ξένο νόμισμα· να μπει το τραπεζικό σύστημα κάτω από κοινωνικό έλεγχο ώστε τα κέρδη από το πετρέλαιο να μην υπεξαιρούνται εν μέρει από τους κερδοσκόπους· να υποστηρίζονται πιο αποφασιστικά τα κοινοτικά συμβούλια, η εθνική παραγωγή τροφίμων και ένα εθνικό δημοκρατικό σχέδιο, κ.λπ. Επιμένω ότι απλώς αναφέρομαι και επαναλαμβάνω δηλώσεις βολιβαριανών και αντικαπιταλιστικών συλλογικοτήτων της Βενεζουέλας. Σίγουρα, η πρόοδος προς αυτήν τη κατεύθυνση σημαίνει επίσης να αρχίσουμε να αναλογιζόμαστε τις εσωτερικές αντιφάσεις του λαϊκού κινήματος, να αποδεχόμαστε τις αδυναμίες του και τους περιορισμούς του, καθώς και το βάρος του πολιτικού βοναπαρτισμού που υφίσταται σήμερα στο PSUV, για παράδειγμα.
Τι ομοιότητες και διαφορές εντοπίζεις μεταξύ της περίπτωσης της Χιλής κατά τη διακυβέρνηση Αλιέντε και αυτής της Βενεζουέλας; […]
Πρώτον, και αυτό είναι σημαντικό για μένα: Ακόμα υφίσταται ένα καπιταλιστικό κράτος στην Βενεζουέλα, παρ’ όλο που διαθέτει ένα πιο δημοκρατικό σύνταγμα. Ωστόσο, πρόκειται κυρίως για ένα πετρο-ραντιέρικο κράτος και πάνω από το 70% του ΑΕΠ ανήκει στον ιδιωτικό τομέα. […] Όπως το 1973 στη Χιλή, το Ενιαίο Μέτωπο επέτυχε μεγάλες δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις, ενδυνάμωσε την κοινωνική βάση και υποστηρίχτηκε από μια πολύ καλά οργανωμένη εργατική τάξη σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, το μεγάλο μειονέκτημα της Βενεζουέλας είναι η αδυναμία της να συγκροτήσει ένα δημοκρατικό κίνημα που να διαθέτει εργατική και συνδικαλιστική συνείδηση, ανεξάρτητο από την κρατική γραφειοκρατία. Μια ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή της χιλιανής εμπειρίας είναι η τεταμένη σχέση που υπήρχε μεταξύ του κινήματος και της κυβέρνησης. […]
Ένα ακόμα στοιχείο προς συζήτηση είναι το σε ποιο βαθμό μπορούμε να εμπιστευόμαστε τους θεσμούς, την πιθανότητα της χρησιμοποίησης του κράτους για να μετασχηματίσουμε την κοινωνία από τα πάνω. Δηλαδή, το εάν θα χτίσουμε τον σοσιαλισμό από τα πάνω ή από μια πραγματικά λαϊκή εξουσία, στηριγμένη στον εργατικό έλεγχο και τη συμμετοχή των πολιτών. Όταν στη Βενεζουέλα, για παράδειγμα, πρωτοβουλίες συνδιοίκησης κράτους-εργατών, όπως η Σιντόρ, καταδικάστηκαν σύντομα σε ασφυξία.
Είναι το ίδιο με το εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα της πολιτικής βίας, τον ρόλο του ιμπεριαλισμού και των ενόπλων δυνάμεων. Το γεγονός ότι στη Βενεζουέλα, αντίθετα με την περίπτωση της Χιλής, η διαδικασία υπήρξε «ειρηνική, αλλά οπλισμένη». Πέρα από αυτό, η βολιβαριανή επανάσταση επαναφέρει μια συζήτηση που παρέμεινε άλυτη στο πλαίσιο της Λαϊκής Ενότητας: Τι μπορούμε να κάνουμε με το κράτος και τι είδους κράτος θα είναι αυτό; Σε ποιο βαθμό η κυβέρνηση και οι εκλογές αποτελούν εργαλεία δημοκρατικών κατακτήσεων και πώς να υποστηρίξουν αυτήν τη διαδικασία χρησιμοποιώντας τις οργανώσεις βάσεων. Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη δεξιά και τον ιμπεριαλισμό;
*Ο Φρανκ Γκοντισό ανήκει στη συντακτική επιτροπή του ηλεκτρονικού εντύπου rebellion.org, είναι διδάκτωρ πολιτικών επιστημών και έχει συγγράψει πολλά βιβλία για τη Λατινική Αμερική.
1 ΣΧΟΛΙΟ
http://www.globalresearch.ca/former-cia-affiliate-tells-all-the-cia-role-behind-the-anti-government-protests-in-venezuela/5377803