Του Πέπε Εσκομπάρ
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες του Μουντιάλ, μέχρι στιγμής, υπήρξε αυτή της εθνικής ομάδας της Γερμανίας να παρακολουθεί τους χορούς των Ινδιάνων Παταχό, μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σημείο που ανακαλύφθηκε η Βραζιλία, το 1500.
Μια άλλη ήταν αυτή των ποδοσφαιριστών της Εθνικής Αγγλίας, πλαισιωμένων από βιομηχανικού τύπου ανεμιστήρες, να διασκεδάζουν στην παραλία, εντός μιας βραζιλιάνικης στρατιωτικής βάσης, με το άγαλμα του Ιησού να τους παρακολουθεί αυστηρά από ψηλά.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο –το μεγαλύτερο θέαμα στον κόσμο– λαμβάνει χώρα εν μέσω μιας αδυσώπητης, κατασκευασμένης στη Δύση (ή και σε μερικές ακόμη χώρες-δορυφόρους της), εκστρατείας προπαγάνδας ενάντια στην Κίνα και τη Ρωσία, η οποία προσλαμβάνει διαστάσεις ακραίας υστερίας.
Αυτό, ουσιαστικά, σημαίνει ότι οι χώρες BRICS έχουν επισήμως στοχοποιηθεί, με χαρακτηριστική την περίπτωση της Βραζιλίας, μιας ανερχόμενης δύναμης με το στρατηγικό πλεονέκτημα να κατέχει τη μεγαλύτερη έκταση του δάσους του Αμαζονίου, την ίδια στιγμή που η προοδευτική λατινοαμερικάνικη ολοκλήρωση έχει μετατρέψει το δόγμα Μονρόε σε χαρτί υγείας.
Προσφάτως, η Βραζιλία κατάφερε να βγάλει 30 εκατομμύρια πολίτες της από το επίπεδο της φτώχειας, η Κίνα επενδύει στην ιατρική περίθαλψη και την εκπαίδευση και η Ρωσία αρνείται να υποταχθεί στα κελεύσματα της Δύσης. Φαίνεται πως η εποχή του μέθυσου Γιέλτσιν έχει περάσει ανεπιστρεπτί και οι διοργανώσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου δείχνουν τη νέα τάση. Νότια Αφρική το 2010, Βραζιλία σήμερα, Ρωσία το 2018. Το Κατάρ, υποτίθεται ότι θα διοργανώσει το Μουντιάλ του 2022, αλλά τίποτε δεν είναι σίγουρο ακόμη, καθώς η όλη υπόθεση θυμίζει μια κακοστημένη με πετροδολάρια απάτη, που πήγε κατά διαόλου.
Το άλλο Παγκόσμιο Κύπελλο
Δύο μόλις μέρες μετά την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η Βολιβία διοργάνωσε τη συνάντηση κορυφής G-77+ Kίνα – ουσιαστικά, πήραν μέρος εκατόν τριάντα τρεις χώρες μέλη του ΟΗΕ και προήδρευσε ο Έβο Μοράλες, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί μακρινός εξάδελφος των γραφικών Παταχό, που τόσο εντυπωσίασαν τους Γερμανούς.
Η συγκεκριμένη σύνοδος θα μπορούσε, επίσης, να ονομαστεί συνάντηση της ALBA (Βολιβαριανή Εναλλακτική Πρόταση για την Αμερική), μιας ομάδας κρατών που περιλαμβάνει την Κούβα και των BRICS (με απούσα μόνο τη Ρωσία). Οι ΗΠΑ πνέουν μένεα για το γεγονός ότι οι BRICS ηγούνται της μετάβασης προς έναν πολυπολικό κόσμο, γεγονός που ήδη αντικατοπτρίζεται στο ποδόσφαιρο (ας σκεφτούμε την Ισπανία, τη Γερμανία και την Ιταλία από τη μία και τη Βραζιλία, την Αργεντινή και την Ουρουγουάη από την άλλη).
Καθ’ ομοίωση του ποδοσφαίρου, ο Νότος κάνει τη δική του αντεπίθεση κατά της ηγεμονίας του βιομηχανικού Βορρά. Η Βραζιλία, η Κίνα και η Ρωσία, με τις διάφορες στρατηγικές τους στοχεύουν σε μεγαλύτερη ενοποίηση του Νότου. Έτσι, είχαμε τη δημιουργία της Banco del Sur (της Τράπεζας του Νότου) και τώρα ετοιμάζεται η Τράπεζα Ανάπτυξης των BRICS (υπάρχει μια κρίσιμη συνάντηση κορυφής των BRICS στην Μπραζίλια τον ερχόμενο μήνα). Σκοπός είναι η δημιουργία ενός πιο ισότιμου παγκοσμίου οικονομικού συστήματος, που ιδανικά θα μπορούσε να χρηματοδοτείται από ένα ποσοστό του εξωτερικού χρέους, ένα ποσοστό των στρατιωτικών δαπανών και έναν παγκόσμιο φόρο, που θα επιβάλλεται στις κερδοσκοπικές χρηματιστικές συναλλαγές.
Ας μην ξεχνάμε ότι G-77 σημαίνει αποαποικιοποίηση, δράση εναντίον της αυτοκρατορίας των στρατιωτικών βάσεων και αντίσταση κατά του, κατευθυνόμενου από την NSA (Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ), οργουελικού συμπλέγματος Πανόπτικον στον Νότο.
Επίσης, στο μέτωπο ενάντια στη μετακαπιταλιστική νεοαποικιοκρατία βρίσκουμε μια σειρά από ενώσεις και κοινωνικά κινήματα με μαζική υποστήριξη στο μέσο των οποίων συναντούμε, ποιον άλλον από τον Ντιέγκο, «το χέρι του Θεού», Μαραντόνα, που δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι «η ΦΙΦΑ θα βγάλει 4 δισ. δολάρια από το Παγκόσμιο Κύπελλο, ενώ η πρωταθλήτρια ομάδα μόνο 35 εκατ. Αυτό είναι άδικο. Η συγκεκριμένη επιχείρηση επιφέρει θανάσιμο πλήγμα στο ποδόσφαιρο».
Ποδόσφαιρο σημαίνει πόλεμος
Πολλά πρόσφατα άρθρα παραλληλίζουν την υπερκαπιταλιστική παγκοσμιοποίηση –όπως εκφράζεται από το Παγκόσμιο Κύπελλο και τα υπερκέρδη που αποκομίζει το σύγχρονο ποδόσφαιρο– με τον εθνικισμό.
Προφανώς, ο κόσμος δεν είναι και δεν πρόκειται ποτέ να γίνει επίπεδος και ομοιόμορφος. Υπάρχουν ανισότητες υψομέτρου Ιμαλαΐων στον πλανήτη που υφίσταται χιονοστιβάδες εμπορίου, μετανάστευσης και τεχνολογικών επαναστάσεων. Παρ’ όλα αυτά, τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι ικανό να διαταράξει τους επιμέρους εθνικούς ιστούς. Έτσι, είμαστε ακόμα «εμείς» ενάντια σ’ «αυτούς», όπως ακριβώς οι Νότιοι αποκαλούν τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους «γκρίγκος», εκφράζοντας την αγανάκτησή τους για την εκμετάλλευση του «εξωτικού» Νότου από τον βιομηχανικό Βορρά.
Δεν υπάρχει τίποτε το μεταεθνικό στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Στο τερέν της σκληροπυρηνικής γεωπολιτικής, η υπερσυγκεντρωμένη ΕΕ κατακερματίζεται υπό το βάρος μιας ομάδας δεξιών ή ακροδεξιών εθνικιστικών κομμάτων. Στο ποδόσφαιρο, η κύρια διαφορά σε σχέση με τη γεωπολιτική ανάγεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει μόνο μια υπερδύναμη, αλλά αρκετές. Υπάρχει η Ισπανία και η Βραζιλία, η Γερμανία και η Ιταλία, η Αργεντινή και η Γαλλία. Ο Ρίνους Μίχελς, παλιός προπονητής της εθνικής ομάδας της Ολλανδίας, είπε κάποτε ότι το ποδόσφαιρο είναι πόλεμος. Το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι, όντως, πόλεμος με άλλα μέσα, μία επίσημη τελετουργική σύγκρουση εθνικισμών.
Το νέο ποδόσφαιρο της Βραζιλίας
Η Βραζιλία, η οποία αποκαλείται και χώρα του ποδοσφαίρου, συμβαίνει να είναι η πρώτη χώρα, παγκοσμίως, στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του περιοδικού Σάιενς, ενώ ταυτόχρονα κατάφερε να αυξήσει την αγροτική της παραγωγή.
Παρ’ όλα αυτά, όπως με όλα τα πράγματα στη Βραζιλία, τον Παγκόσμιο Κύπελλο έχει απίστευτα προβλήματα – που αποτελούν μια μεγέθυνση των κλασικών δεινών που μαστίζουν τον αναπτυσσόμενο Νότο. Η πρόεδρος της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρούσεφ, αναγκάστηκε να καταφύγει στο ιστορικό στερεότυπο του «εγκάρδιου» Βραζιλιάνου και να τονίσει την ανοχή, την ποικιλομορφία, τον διάλογο, ακόμη και την αειφορία και να καταδικάσει τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, για να πείσει τον πληθυσμό να ξεχάσει, προσωρινά, τα προβλήματά του και να καλωσορίσει τα πλήθη των ξένων επισκεπτών.
Το παραπάνω μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μέσος Βραζιλιάνος είναι όντως καλόκαρδος και υπέρ του δέοντος φιλικός. Το πρόβλημα, απ’ ό,τι φαίνεται, έγκειται στις λεπτομέρειες, όπως, για παράδειγμα, το… προβληματάκι με τους 200 χιλιάδες ανθρώπους που ξεσπιτώθηκαν για να γίνουν τα μεγάλα έργα που, υποτίθεται, θα αύξαναν την αστική κινητικότητα. Τελικά, μόνο το 10% των έργων έχει ολοκληρωθεί, κυρίως λόγω της απίστευτης διαφθοράς. Στο Ρίο δεν δαπανήθηκε ούτε ένα ρεάλ για τη βελτίωση του χαοτικού συστήματος μαζικής μεταφοράς που, υποτίθεται, εξυπηρετεί τα εργατικά προάστια.
Ο λαοφιλής Λούλα (η «Σουπιά»), όταν ήταν ακόμη πρόεδρος της χώρας, είχε δηλώσει ότι δεν θα ξοδευτούν χρήματα των φορολογουμένων για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Μάλλον, εννοούσε, όχι άμεσα, διότι σχεδόν το σύνολο της χρηματοδότησης για τα έργα προήλθε από την Εθνική Τράπεζα Οικονομικής Ανάπτυξης, μια τράπεζα που λειτουργεί ως χορηγός δανείων σε άλλες τράπεζες της χώρας. Οι εργολάβοι που κατασκεύασαν τα νέα στάδια ευνοήθηκαν, επίσης, από σκανδαλώδεις εκπτώσεις στη φορολογία.
Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν ότι η κυβέρνηση της Ρούσεφ έχασε κατά κράτος τη μάχη των ΜΜΕ. Ξανά και ξανά, η πρόεδρος αναγκάστηκε να εξηγήσει ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο κόστισε ένα κλάσμα του ποσού που έχει επενδυθεί στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης (αυτό αμφισβητείται, ήδη, από τους πάντες). Ουσιαστικά, οι μισοί κάτοικοι της χώρας δεν έχουν πεισθεί από τα λεγόμενα της προέδρου τους, αν και, με έναν παρανοϊκό τρόπο, μια ενδεχόμενη κατάκτηση του τροπαίου από την εθνική ομάδα της Βραζιλίας θα εξασφαλίσει, αυτομάτως, την επανεκλογή της.
Κάπου εδώ πρέπει να αναφερθεί πως το πρόσφατο κύμα διαδηλώσεων έχει στην πραγματικότητα υπερβεί την τωρινή κυβέρνηση. Είναι σαν όλα αυτά τα κοινωνικά κινήματα να εκφράζουν μια απόλυτα ουτοπική επιθυμία να απαλείψουν, με τη μία, αιώνες αδικίας εκ μέρους της αρπακτικής και αλαζονικής/αμαθούς ελίτ της χώρας, η οποία ανέκαθεν εφάρμοζε πολιτικές πολιτικού-οικονομικού αποκλεισμού, που βασίζονταν στις πλέον ακραίες ρατσιστικές και ταξικές προκαταλήψεις.
Το συμπέρασμα είναι ότι το δράμα που εκτυλίσσεται σήμερα στους δρόμους της Βραζιλίας δεν σχετίζεται απλώς με τα «αντικαπιταλιστικά» ή «αντινεοφιλελεύθερα» αντανακλαστικά του πληθυσμού. Η πραγματικότητα είναι πολυπλοκότερη από μια ανάγνωση που βλέπει μια πιθανή επανάσταση πίσω από τη χρήση του ποδοσφαίρου ως πρόσχημα. Όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα αυτού του πολέμου που διεξάγεται γύρω από μια ποδοσφαιρική μπάλα, η Βραζιλία θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για ολόκληρο τον Νότο.
Είτε σε περίπτωση νίκης, είτε σε περίπτωση δοξασμένης ήττας, η Βραζιλία μπορεί να βρει τη δύναμη να επιδιώξει την ανάληψη μιας νέας στρατηγικής πρωτοβουλίας, με ένα νεωτεριστικό, μη προκατειλημμένο, μη νεοαποικιοκρατικό, μη μιλιταριστικό τρόπο άσκησης εξουσίας, με το χτίσιμο συμμαχιών και το κλείσιμο μεγάλων γεωπολιτικών συμφωνιών σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Μετάφραση:
Κωνσταντίνος Μαυρίδης