Αρχική » Μια απάντηση στον διάλογο περί τρομοκρατίας

Μια απάντηση στον διάλογο περί τρομοκρατίας

από Άρδην - Ρήξη

του Γιώργου Καραμπελιά

Είναι κατανοητό, για τους πολλούς στη χώρα μας, η οργή, το μίσος και το αδιέξοδο, που τους στρέφουν σε λύσεις “ανατροπής” εδώ και τώρα. Γι’ αυτό και πάντα κατανοούσα προσωπικά όσους ανθρώπους έδιναν ακόμα και τη ζωή τους, για έναν αγώνα, έστω και αν αυτός ήταν σε λανθασμένη κατεύθυνση. Γι’ αυτό και έχω παραστεί σε πολλές δίκες μελών οργανώσεων ως μάρτυρας υπεράσπισης, και κατ’ εξοχήν στις δίκες και της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ.

Οι σχέσεις μου, στην μεταπολίτευση, με την “ένοπλη πάλη”, που στην πορεία μεταβλήθηκε σε “ατομική τρομοκρατία” είναι πολύ παλιά. Και όπως ασφαλώς θα το γνωρίζεις, για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι τα τέλη του 1990 αποτελούσαμε, εγώ και οι σύντροφοί μου, πρόσφορα θύματα της κρατικής τρομοκρατίας για τις απόψεις μας και τη στάση μας, περισσότερο εκείνη την εποχή και από τα ίδια τα μέλη των ένοπλων οργανώσεων, γιατί εμείς δρούσαμε ανοικτά. Και αυτό γιατί υπήρξαμε οι μόνοι το 1976 που ανοικτά, με προκήρυξη, είχαμε επικροτήσει την εκτέλεση του βασανιστή Μάλλιου από την 17 Νοέμβρη, που είχε αφεθεί ανενόχλητος από τη δικαιοσύνη. Μόνο που στο τέλος της προκήρυξής μας γράφαμε: “Επικροτούμε αυτή την ενέργεια παρόλο που συνολικά διαφωνούμε με τη συνολική λογική εκείνων που την πραγματοποίησαν”. Δηλαδή λέγαμε το αυτονόητο, για το κλίμα της εποχής, πως ήταν σκάνδαλο με τόσα θύματα από τα βασανιστήρια της χούντας να κυκλοφορεί ελεύθερος ένας βασανιστής, και ότι παρόλο που διαφωνούσαμε με τη συνολική λογική της ατομικής τρομοκρατίας δεν επρόκειτο να κλάψουμε για τον Μάλλιο. Και στη συνέχεια είχαμε συμμετάσχει πρωταγωνιστικά σε όλες τις κινητοποιήσεις ενάντια στην κρατική τρομοκρατία που όχι απλώς ποινικοποιούσε έναν κοινωνικό και πολιτικό χώρο αλλά, στην πραγματικότητα, τροφοδοτούσε και την ίδια την τρομοκρατία, στέλνοντας τους πιο αποφασισμένους αγωνιστές προς αυτή την κατεύθυνση.

Όπως προανέφερα στο κείμενό μου, μέχρι το 1985 αγωνιζόμαστε να πετύχουμε το “ακατόρθωτο”, δηλαδή να διοχετεύσουμε το επαναστατικό δυναμικό του κινήματος που είχε αναδειχθεί στη μεταπολίτευση σε έναν δρόμο δημιουργικό, συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου πέρα από την παλιά αριστερά. Αποδείχτηκε όμως πως κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο, στον βαθμό που η ελληνική κοινωνία, σε όλες της τις εκφάνσεις, την εποχή του εκπασοκισμού, τραβούσε προς την παρασιτική ενσωμάτωση στο παγκόσμιο σύστημα και περιοριζόταν, όπως τόνισα , σε αγώνες «εσωτερικού χώρου». Έτσι σταδιακώς άρχισε να αλλάζει και η ιδεολογική κατεύθυνση και των ένοπλων οργανώσεων. Ενώ μέχρι και τη δεκαετία του 1980 στελεχωνόταν προνομιακά από αγωνιστές προερχόμενους από την κομουνιστική αριστερά , την άκρα αριστερά ακόμα και το πρώιμο ΠΑΣΟΚ , και έθεταν ψηλά στις επιλογές τους το ζήτημα της αντιιμπεριαλιστικής και πατριωτική πάλης, από τα τέλη αυτής της δεκαετίας τουλάχιστον, πραγματοποιείται μια ώσμωση με μέλη προερχόμενα μάλλον από το κλίμα των «Εξαρχείων» , που παραδοσιακά απέρριπτε κάθε αντιιμπεριαλιστική και πατριωτική αναφορά.

Έτσι την ίδια εποχή που το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας κατευθύνεται προς τον εθνομηδενισμό της δεκαετίας του 1990 και του 2000, μια ανάλογη εξέλιξη πραγματοποιείται και στον χώρο του «ένοπλου». Οι διαφωνίες μας, που μέχρι τότε αφορούσαν κατ’ εξοχήν τις μεθόδους πάλης και την αμέθοδη προσφυγή στην ένοπλη βία, μεταβλήθηκαν και σε διαφωνίες για τις ίδιες τις ιδεολογικές επιλογές και κατευθύνσεις της τρομοκρατίας, που πλέον εντάσσονταν ανοικτά και προκάλυπτα με τον κυρίαρχο και εκ των άνω κατευθυνόμενο εθνομηδενισμό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ακόμα και πολλά μέλη των οργανώσεων που προσωπικά διατηρούσαν κάποιες από τις παλιές πατριωτικές τους αντιλήψεις, άρχισαν να βάζουν νερό στο κρασί τους για να προσαρμοστούν στον κυρίαρχο στο χώρο στήριξής τους εθνομηδενισμό. Και το ίδιο συνέβαινε σε όλη την αριστερά. Το ΚΚΕεσωτ., από την ελληνική σημαία στα σύμβολά του, μεταβλήθηκε με τη Δαμανάκη και τον Κωνσταντόπουλο σε ηγέτη της αποεθνικοποιητικής γραμμής, ενώ ακόμα και οι παλιοί «εθνικοί» ΕΚΚΕτζήδες ταυτίστηκαν με αυτές τις νέες λογικές, για να μην πω ότι πρωτοστάτησαν, με μοναδικές εξαιρέσεις τον Ανδρέα και τον Χρήστο Μπίστη, ενώ στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά κυριάρχησαν οι τροτσκιστικής προέλευσης αντιπατριωτικές αντιλήψεις. Για να μην αναφέρω βέβαια τον διαρκώς ενισχυόμενο αντιεξουσιαστικό χώρο, όπου κεντρικό σύνθημα παραμένει και σήμερα το «ξεφτίλες πατριώτες». Όσο για το σύνθημα «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», προφανώς και αποτελεί την επιτομή των αντιλήψεων αυτού του χώρου και όχι ένα περιστασιακό σύνθημα.

Η εξέλιξη της αριστεράς άκρας αριστεράς, των αντιεξουσιαστών και των ενόπλων προς τις εθνομηδενιστικές απόψεις είναι τόσο καταφανής, ώστε αποτελεί αστειότητα η οποιαδήποτε άρνηση αυτού του γεγονότος. Τόσο ώστε όλο αυτοί από κοινού να φτάσουν να ποινικοποιήσουν κυριολεκτικά κάθε πατριωτική άποψη, ασκώντας ανοικτή φασιστική βία ενάντια στο Άρδην, επιτιθέμενοι σ το Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο, προσπαθώντας μαζί με τους Πασόκους, τους Νεοδημοκράτες και τους ακροδεξιούς να μας απαγορεύσουν κάθε πρόσβαση στο δημόσιο χώρο και ιδιαίτερα στα Πανεπιστήμια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επικριτές της άποψής μας το ρίχνουν σε αναφορές στους κλέφτες στην τουρκοκρατία για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Μα στην τουρκοκρατία είχαμε ανοικτή ξένη κατοχή. Με ξένα στρατεύματα. Και βεβαίως δεν θίγουν καθόλου ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, η Κύπρος, οι καθημερινές απειλές του νέο-οθωμανισμού, μεταθέτοντας τη συζήτηση στα πλαίσια του γνωστού ιδεολογικού εκβιασμού: Οι ένοπλοι αγωνίζονται και παίζουν τη ζωή τους, ενώ οι λοιποί είναι «κότες».

Επειδή εγώ τουλάχιστον και αρκετοί από τους συντρόφους μου, δεν είμαστε «κότες» και δεν χρειαζόμαστε από κανέναν εύσημα αγωνιστικότητας, και επειδή συνεχίζουμε να παλεύουμε για τη διαμόρφωση ενός πατριωτικού και δημοκρατικού πολιτικού πόλου στις σημερινές συνθήκες στη χώρα μας, γνωρίζουμε πως η λογική του ένοπλου αυθορμητισμού και του λυσσαλέου αντιπατριωτισμού, καταστρέφει συστηματικά επί σαράντα ολόκληρα χρόνια κάθε προσπάθεια οικοδόμησης αυτού του πολιτικού πόλου, ασκώντας και φασιστική βία ενάντιά μας.

Επί πλέον, και το έχουμε τονίσει συχνά, η αλόγιστη χρήση βίας από ψευδοεπαναστάτες, όπως έγινε στη Μαρφίν, όπως έγινε τον Δεκέμβριο του 2008, όπως έγινε στην πλατεία Συντάγματος, ενάντια –κυριολεκτικά– στους αγανακτισμένους, οδηγεί αναπόφευκτα όχι μόνο στην ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής και τη διάλυση του κινήματος, αλλά και στην ενίσχυση των φαινομένων φασιστικοποίησης στην ελληνική κοινωνία. Ενισχύουν το χρυσαυγιτισμό, τον χουλιγκανισμό, τον εκφασισμό της αστυνομίας. Γι’ αυτό και από δεκαετίες χαρακτηρίζαμε φασιστική, τη βία που ασκούσαν διάφορες ομάδες στο πανεπιστήμιο ή αλλού ενάντια στις διαφορετικές απόψεις και τονίζαμε πως αργά ή γρήγορα οι φασιστικές μέθοδοι θα βρουν και τους ολοκληρωμένους φορείς τους, δηλαδή τους ανοικτούς φασίστες. Και δυστυχώς ήδη συνέβη και αυτό.

Εμείς, δυστυχώς ή ευτυχώς, παραμένουμε αθεράπευτοι ρομαντικοί και πιστεύουμε πως οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν. Ιδιαίτερα όσοι διαθέτουν μια γνήσια στόφα εξεγερμένου που δεν ασχολείται μόνο με τον εαυτό του και την αυτιστική «αυτοέκφραση» του, αλλά θέλει να παίρνει υπ’ όψη του τις πραγματικότητες και τις ανάγκες της χώρας του. Αυτό για παράδειγμα έγινε στην Ιταλία, στη χώρα με το ισχυρότερο ένοπλο κίνημα στην Ευρώπη, όπου επαναστάτες όπως ο Ρενάτο Κούρτσιο, και πολλοί άλλοι, προέβησαν σε μια βαθιά αναθεώρηση και αυτοκριτική, κατανοώντας ότι υπήρξαν υπεύθυνοι σε μεγάλο βαθμό για την καταβαράθρωση του κινήματος στην Ιταλία, που οδήγησε στη συνέχεια στην παράδοσή της στον Μπερλουσκονισμό και άλλους Ρέντσι.

Κατ’ αναλογία και στην Ελλάδα, εμπόδισε αποφασιστικά την ανάδυση και την ανάδειξη ενός κινήματος που θα μπορούσε να βάλει φραγμό στην καταβαράθρωση της χώρας. Γι’ αυτό και ζητάω μια «αυτοκριτική», όχι απλώς ή κυρίως ως εξιλέωση, αλλά ως απόδειξη πως κάποιοι έχουν το θάρρος να αναιρέσουν παλιότερες βεβαιότητές τους, όταν βλέπουν πως είναι καταστροφικές. Και το ζητάμε γιατί εμείς δεν διστάσαμε να κριτικάρουμε τα δικά μας σοβαρά λάθη στο παρελθόν και να αναιρέσουμε έμπρακτα λανθασμένες επιλογές. Όποιος δεν τολμάει να αναμετρηθεί με τον ίδιο τον εαυτό του αυτός δεν είναι επαναστάτης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ