Καγκουρώ, του Βασίλη Κατσικονούρη
«Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη
Τώρα πορεύομαι»
Άξιον εστί, Οδυσσέας Ελύτης
Του Κώστα Σαμάντη από τη Ρήξη φ. 118
Αν θα έπρεπε κάποιος να αποδώσει το τι ακριβώς συμβαίνει στη θεατρική σκηνή της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, αναμφίβολα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι όλη αυτή η κατάσταση αποτελεί μια ξεχωριστή πραγματικότητα. Μια ματιά στη θεατρική χρονιά που μας πέρασ,ε 2014-2015, θα φανέρωνε τα εξής: Η θεατρική παραγωγή ήταν δυσανάλογα μεγάλη με το μέγεθος της χώρας μας.
Τετρακόσια πενήντα έργα περίπου ανέβηκαν την περασμένη χρονιά, την ίδια στιγμή που καταξιωμένες θεατρικές πρωτεύουσες (Βερολίνο, Λονδίνο, Νέα Υόρκη) έχουν πολύ μικρότερη παραγωγή. Είναι αλήθεια ότι η οικονομική συγκυρία (βλέπε μνημόνιο) των τελευταίων 6-7 ετών έχει οδηγήσει στη δέουσα προσαρμογή τους συντελεστές του θεάτρου. Βλέπουμε έτσι παραστάσεις να ανεβαίνουν σε πρόχειρους θεατρικούς χώρους, σε μπαρ, σε φουαγιέ, σε δωμάτια σπιτιών (μια παράσταση μπορούσε να έρθει κατόπιν συνεννόησης ως και στο σπίτι του θεατή!) ή ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής ταξί. Ακόμη περισσότερο ,ανεβαίνουν παραστάσεις στις οποίες αρκετές φορές ο συγγραφέας είναι σκηνοθέτης ή ακόμη ακόμη και πρωταγωνιστής στο έργο που ανεβάζει. Κάποια από τα παραπάνω ασφαλώς εντάσσονται στο ρεύμα πειραματισμού που τον τελευταίο καιρό ολοένα και περισσότερο διατρέχει το θέατρο, κάποια άλλα αποτελούν μια άγαρμπη προσαρμογή, μια άτσαλη προσπάθεια επιβίωσης σε δύσκολους καιρούς, με την ένδεια να χαρακτηρίζει ένα σημαντικό μέρος αυτών των προσεγγίσεων. Από την άλλη πλευρά, ανεβαίνουν σημαντικές παραστάσεις (όχι αναγκαστικά σε κεντρικές σκηνές), τις οποίες οι μυημένοι περιμένουν με υπομονή να παρακολουθήσουν, μιας και συχνά η προσέλευση είναι αθρόα. Στα παραπάνω αξίζει να προστεθεί η σχετικά μεγάλη ετήσια παραγωγή νέων ηθοποιών που βγαίνουν από θεατρικές σχολές, εργαστήρια, σεμινάρια και η οποία τα προηγούμενα χρόνια ξεπερνούσε τους 500 απόφοιτους κάθε έτος.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, εύκολα μπορεί να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι το θεατρικό τοπίο είναι κινούμενη άμμος, ένα τοπίο δηλ. το οποίο προσπαθεί να βρει λόγο και ταυτότητα σε μια δύσκολη εποχή. Όσο και αν (είναι αλήθεια αυτό) υπάρχουν αξιόλογες παραστάσεις, συνήθως κλασικού ρεπερτορίου, ο σύγχρονος θεατρικός λόγος, οι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς, εκτός σπανίων περιπτώσεων, δεν δείχνουν να έχουν αναλογιστεί την ευθύνη που επιβάλλει η συγκυρία. Μία από τις φωτεινές εξαιρέσεις στον τόπο των θεατρικών συγγραφέων αποτελεί ο Βασίλης Κατσικονούρης. Πολλοί θυμούνται ακόμη και σήμερα την εντύπωση που είχε προκαλέσει το έργο του «Το γάλα», ένα έργο που γέμισε ελπίδες για μια νέα γενιά που εμφανιζόταν σιγά σιγά. Ακολούθησαν τα έργα του «Καλιφόρνια Ντριμινγκ», «Εντελώς αναξιοπρεπές!», «Το μπουφάν της Χάρλεϊ», «Οι αγνοούμενοι» (Για την Κύπρο), «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της», «Μια τρελή τρελή… τραγωδία», με τελευταίο, το έργο που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο, «Καγκουρώ».
Όλο το έργο του Κατσικονούρη διατρέχεται από μια οξύτατη αίσθηση της πραγματικότητας. Τα έργα του εκφράζουν αγωνίες των καιρών, είναι βγαλμένα από το τώρα και απευθύνονται στο τώρα, με μια εύστοχη επικαιρότητα όσο κανενός άλλου. Για αυτό άλλωστε και έχει το δικό του πιστό κοινό. Στο τελευταίο του έργο, περιγράφει μια οικογένεια της οποίας τα μεγαλύτερα μέλη κουβαλούν πάνω τους σημάδια τόσο από το κύμα μιας παλαιότερης μετανάστευσης (Αυστραλία), όσο και την ευθύνη του γιατί οδηγήθηκε η χώρα μας σε αυτή την κατάσταση, φέρουν την ευθύνη της στήριξης και της συμμετοχής σε αυτό που ονομάστηκε «εκσυγχρονιστική επικυριαρχία» της περιόδου που σημάδεψε τη χώρα μας τα τελευταία 25 χρόνια. Από την άλλη, τα νεότερα μέλη της, νεοσσοί που μόλις έχουν βγει από το κέλυφος της οικογενειακής προστασίας, χαρακτηρίζονται από μια έντονη αμηχανία απέναντι στην οικονομική κρίση, αλλά και έναν έντονο θυμό για την προηγούμενη γενιά, η οποία τη δημιούργησε. Μόνη τους λύση (;) η μετανάστευση. Το θέμα (της μετανάστευσης των νέων παιδιών) επανέρχεται για μία ακόμη φορά. Και στους νέους ανθρώπους η επιλογή είναι διπλή: Ο δρόμος της επιδίωξης της προσωπικής επιτυχίας έξω και πέρα από ένα κοινωνικό πλαίσιο, ή ο δρόμος στον οποίο οι κοινωνικές ευαισθησίες οδηγούν και ο οποίος μοιάζει να είναι αδιέξοδος.
Το Καγκουρώ, μακριά από ηθικοπλαστικές διδαχές, περιγράφει με ένα ρεαλιστικό τρόπο την ωμή, άγρια, και κάποιες φορές, απάνθρωπη πραγματικότητα.
Ο Δημήτρης Μυλωνάς έχει στα χέρια του το εξαιρετικό έργο του Κατσικονούρη και προτείνει μια παράσταση άνιση κάποιες στιγμές, όπου δείχνει να κρατά μια μεγάλη απόσταση από τον θεατή ενώ κάποιες άλλες απογειώνει όντως το έργο, δείχνει να τον ρουφάει μέσα της. Αν και εύκολα διακρίνονται ευρήματα που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τον θεατή στο δεύτερο μέρος κατορθώνει, με τη βοήθεια και των ερμηνειών, να βρει το βήμα επικοινωνίας με το κείμενο. Ίσως μια πρόταση στην οποία προτεραιότητα θα είχε το κείμενο του συγγραφέα από τη σκηνοθετική παρουσία του ιδίου, να κατόρθωνε την πρόταση μιας πιο ισορροπημένης παράστασης.
Πολύ σημαντικές οι ερμηνείες του Δημήτρη (Χρήστος Σαπουντζής) στον ρόλο του πατέρα – εκπρόσωπου μιας γενιάς η οποία, βγαίνοντας από έναν εμφύλιο πόλεμο, ανέλαβε μια ευθύνη δυσανάλογη, ίσως και άδικη, να στηρίξει δύο γενιές, τη γενιά των γονέων του, αλλά και τη γενιά των παιδιών του, με την ερμηνεία του να εμπεριέχει την ωριμότητα αυτής της διαδρομής. Ο αδελφός του Τάκης (Σπύρος Τσεκούρας), εξίσου καλός στο ρόλο του ανθρώπου, που μετανάστευσε στην Αυστραλία αλλά κουβαλά την ευθύνη για τις παρασιτικές επιλογές της προηγούμενης περιόδου. Αρκετά καλοί οι τρεις νεαρότεροι (Λένα Δροσάκη και Γιώργος Παπαπαύλου), στους ρόλους μιας νεολαίας μετέωρης, των καιρών. Ο Μελέτης Ηλίας (Κέρβερος) αποδίδει άψογα το ρόλο του παραβατικού και εν πολλοίς ψυχασθενούς νέου του περιθωρίου.
Οι θεατές της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου θα φύγουν ικανοποιημένοι, ειδικά από τον τρόπο που κλείνει η παράσταση. Παραμένει όμως το ερώτημα αν η όντως εντυπωσιακή τελευταία σκηνή λειτουργεί ως δραματουργικό συμπλήρωμα όσων έχουν προηγηθεί, ή χρειάζεται ως μέσο εντυπωσιασμού που θα ακολουθήσει τον θεατή και μετά το τέλος της παράστασης. Σημασία πάντως έχει ότι το έργο του Κατσικονούρη παραμένει ένα έργο αναζήτησης και συνομιλίας με τα ερωτήματα του παρόντος. Όσο κι αν το παρόν κυριαρχείται από απαισιοδοξία, η αισιοδοξία της βούλησης είναι η απάντηση.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά – Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Σαραντοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θωμαΐς Τριανταφυλλίδου
Διανομή:
Μαρίνα (Λένα Δροσάκη)
Κέρβερος (Μελέτης Ηλίας)
Ορφέας (Γιώργος Παπαπαύλου)
Δημήτρης (Χρ. Σαπουντζής)
Τάκης (Σπύρος Τσεκούρας)
Διάρκεια παράστασης: 1 ώρα και 45΄περίπου, χωρίς διάλειμμα.
Παραστάσεις: από 15/10/2015 ως 06/12/2015
Τηλέφωνο ταμείου: 210 5288170 – 210 5288171
ομαδικές κρατήσεις: 210 5288179