0021

Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr 

Το παρόν της συριακής κρίσης συναντά το παρελθόν των “παγωμένων συγκρούσεων” που άφησε πίσω της η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης – και η αναζωπύρωση των εχθροπραξιών στο Ναγκόρνο Καραμπάχ εμφανίζεται ως “μετάσταση” της ρωσο-τουρκικής αντιπαράθεσης στη Μέση Ανατολή.

Και μόνο η ονομασία του μπορεί να μας υποψιάσει για την περίπλοκη ιστορία αυτής της μικρής γωνιάς της γης: “Ναγκόρνο” στα ρωσικά είναι το “ορεινό”, ενώ “Καραμπάχ” στα αζερικά είναι ο “μαύρος κήπος”. Οι Αρμένιοι αυτονομιστές, πάλι, που ελέγχουν την περιοχή εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, την αποκαλούν “Αρτσάχ”. Για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με τη σταδιακή κατάληψη του Νότιου Καυκάσου από τους μπολσεβίκους κατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε τη Ρωσική Επανάσταση, το Ναγκόρνο Καραμπάχ αποτελούσε αυτόνομη επαρχία (oblast) της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, μολονότι κατοικούνταν κυρίως από Αρμενίους. Το κίνημα που ξέσπασε το 1988 με αίτημα την ενσωμάτωσή του στη γειτονική Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας αποτέλεσε έναν από τους σαφέστερους προάγγελους της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και η αδυναμία του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ να το ελέγξει λειτούργησε καταλυτικά στην συνολική απώλεια του ελέγχου των εξελίξεων από τον τελευταίο σοβιετικό ηγέτη. Το άμεσο αποτέλεσμα της αναταραχής ήταν η εθνοκάθαρση του Καραμπάχ από τους Αζέρους κατοίκους του (περί το 25% του συνόλου) και του λοιπού Αζερμπαϊτζάν από το αρμενικό στοιχείο του, συμπεριλαμβανομένης της άλλοτε ανθηρής παροικίας του Μπακού.

Η ανεξαρτητοποίηση του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας το 1991 σήμανε το ξέσπασμα μιας πολεμικής αντιπαράθεσης με χιλιάδες νεκρούς, εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένους και την εμπλοκή και μισθοφόρων από τρίτα μέρη. Τόσο η Τουρκία όσο και το Ιράν έσπευσαν να υποστηρίξουν τους (τουρκόφωνους, αλλά σιίτες) Αζέρους, φιλοδοξώντας να προβάλλουν ως “μοντέλα” για το νεοσύστατο κράτος, ενώ αντίθετα για την αρμενική διασπορά ανά τον κόσμο η σύγκρουση θεωρήθηκε οιονεί αναβίωση της γενοκτονίας του 1915.

Η κατάπαυση του πυρός το 1994 βρήκε τους Αρμένιους αυτονομιστές να ελέγχουν όχι μόνο το Ναγκόρνο Καραμπάχ, αλλά μια ευρύτερη ζώνη που εξασφάλιζε την εδαφική συνέχεια με την Δημοκρατία της Αρμενίας και αντιστοιχούσε στο ένα πέμπτο της επικράτειας του Αζερμπαϊτζάν. Η αυτοανακηρυχθείσα Δημοκρατία του Ναγκόρνο Καραμπάχ αναγνωρίζεται μόνο από τρία μη μέλη του ΟΗΕ που αποτελούν επίσης κληρονομιά της χαοτικής διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης: την Υπερδνειστερία, την Αμπχαζία και την Νότια Οσσετία.

Οι αψιμαχίες στην γραμμή κατάπαυσης του πυρός, την οποία επιβλέπει ο ΟΑΣΕ, δεν έλειψαν κατά τα χρόνια που ακολούθησαν και μάλιστα πύκνωσαν μετά το 2014, χρονιά κατά την οποία ξέσπασε και η ουκρανική κρίση. Η πολιτική διαδικασία που διεξάγεται στο πλαίσιο της “Ομάδας του Μινσκ” ενώ τα σύνορα της Τουρκίας με την Αρμενία παραμένουν κλειστά, καθώς η Άγκυρα στέκεται αλληλέγγυα στο “αδελφό έθνος” του Αζερμπαϊτζάν.

Οι νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν στο Καραμπάχ το Σαββατοκύριακο είναι οι χειρότερες μετά το 1994 και κινδυνεύουν, όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Αρμενίας Σερζ Σαρκισιάν, να εξελιχθούν σε “ολοκληρωτικό πόλεμο”. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των δύο πλευρών δεν επιτρέπουν να έχουμε σαφή εικόνα, ωστόσο οι νεκροί οπωσδήποτε ανέρχονται σε δεκάδες, η δε πρωτοβουλία της επανάληψης των εχθροπραξιών δείχνει να ανήκει στην αζερική πλευρά – γεγονός προφανώς όχι άσχετο με το ότι ο Αζέρος πρόεδρος Γκαϊντάρ Αλίγιεφ είχε την ευκαιρία, κατά το ταξίδι του στην Ουάσιγκτον για την διεθνή σύνοδο περί πυρηνικής ασφάλειας, να συναντηθεί με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζον Κέρι, ο οποίος μάλιστα έκανε λόγο για την ανάγκη μιας “οριστικής επίλυσης” του ζητήματος του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Το μήνυμα ή παρερμηνεύθηκε ή ήταν σκόπιμα αμφίσημο εξαρχής.

Ο Αλίγιεφ έχει αρκετούς λόγους να επιθυμεί μία κλιμάκωση – ιδίως εάν ενθαρρύνεται από την εντύπωση ότι διαθέτει ισχυρή υπερατλαντική υποστήριξη. Η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου κλονίζει την εξ ολοκλήρου στηριζόμενη στους υδρογονάνθρακες αζερική οικονομία, με αποτέλεσμα να απειλείται και η δική του αυταρχική εξουσία. Παράλληλα, η κλιμάκωση της έντασης αποτελεί και έναν τρόπο να εκβιασθεί η Μόσχα για την εξασφάλιση πολιτικο-οικονομικών ανταλλαγμάτων.

Πράγματι, η θέση της Ρωσίας είναι λεπτή. Η φτωχή και απομονωμένη Αρμενία αποτελεί όλο και πιο στενό της σύμμαχο, δίνοντάς της τη δυνατότητα προβολής της ρωσικής ισχύος νοτίως του Καυκάσου. Η Αρμενία αποποιήθηκε την φιλοδοξία σύνδεσης με την Ε.Ε. (στην οποία λ.χ. επιμένει η γειτονική Γεωργία), εντάχθηκε ως ιδρυτικό μέλος στην ρωσικής εμπνεύσεως Ευρασιατική Ένωση, συμμετέχει στον Οργανισμό Συλλογικής Ασφάλειας, ενώ σε συμβολικό επίπεδο οι δεσμοί υπογραμμίστηκαν από την παρουσία του Βλαντίμιρ Πούτιν πέρσι στις τελετές για τα εκατοντάχρονα της Αρμενικής Γενοκτονίας. Επιπλέον, η Αρμενία φιλοξενεί, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, ρωσική στρατιωτική βάση, η οποία πρόσφατα ενισχύθηκε με αεροσκάφη Ming-29, σε μια κίνηση διόλου άσχετη με την ένταση που έχει ξεσπάσει στις ρωσοτουρκικές σχέσεις.

Από την άλλη, το Αζερμπαϊτζάν αποτελεί λιγότερο προβλέψιμο παίκτη. Οι σχέσεις του με τη Ρωσία είναι φιλικές, όχι μόνο λόγω των οικονομικών δεσμών που έχει κληροδοτήσει το κοινό σοβιετικό παρελθόν και έχουν ενισχυθεί από τις ρωσικές αντι-κυρώσεις στα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα, αλλά κυρίως λόγω του φόβου του Αλίεφ (ο οποίος κληρονόμησε την εξουσία από τον πατέρα του, άλλοτε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ) ότι η Ουάσιγκτον ενδεχομένως σχεδιάζει “έγχρωμη επανάσταση” εις βάρος του. Όμως, σε γενικές γραμμές, το Αζερμπαϊτζάν αποτελεί σημαντικό χαρτί του δυτικού συνασπισμού στην περιοχή. Η γεωγραφική του θέση του δίνει ρόλο στον έλεγχο της Κασπίας (είναι χαρακτηριστικό ότι το Αζερμπαϊτζάν αναφερόταν ως πιθανή βάση των αεροπορικών επιδρομών που σχεδίαζε το Ισραήλ εναντίον του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος) αλλά και στη δημιουργία Νοτίου Διαδρόμου ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης κατά παράκαμψη της Ρωσίας. Ο πετρελαϊκός αγωγός Μπακού-Τμπίλισι-Τσεϊχάν αποτέλεσε κορυφαία πολιτική και οικονομική επένδυση των ΗΠΑ, ενώ η εκμετάλλευση και μεταφορά των αζερικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου φέρνουν τη χώρα στο επίκεντρο της διεθνούς ενεργειακής διπλωματίας.

Όλα αυτά, όμως, προϋποθέτουν ένα μίνιμουμ σταθερότητας – γεγονός που εξηγεί γιατί ο Τζον Κέρι έσπευσε σε τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ να συμφωνήσει στην ανάγκη άμεσης κατάπαυσης του πυρός στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Στη δική του εκδοχή της συνδιάλεξης, μάλιστα, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, ανέφερε ότι έγινε λόγος και για τον αρνητικό ρόλο που διαδραματίζουν τρίτα μέρη στην εν λόγω σύγκρουση.

Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς αυτά τα “τρίτα μέρη”. Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι η χώρα του θα υποστηρίξει “μέχρι τέλους” το Αζερμπαϊτζάν, προέβλεψε δε ότι κάποια στιγμή το Ναγκόρνο Καραμπάχ θα επανέλθει υπό τον αζερικό έλεγχο.
Ενθαρρύνοντας την κλιμάκωση της σύγκρουσης, η Άγκυρα “ανταποδίδει” την ήττα που υπέστη λόγω της ρωσικής στρατιωτικής εμπλοκής στη Συρία – δημιουργώντας έναν μεγάλο πονοκέφαλο για τη Ρωσία. Διότι, αν οι εχθροπραξίες μετατραπούν σε διακρατική σύγκρουση του Αζερμπαϊτζάν όχι πλέον με τους αυτονομιστές αλλά με τη Δημοκρατία της Αρμενίας, η Μόσχα θα πρέπει είτε να στηρίξει τη σύμμαχό της στον Οργανισμό Συλλογικής Ασφάλειας, θυσιάζοντας τις σχέσεις της με το Αζερμπαϊτζάν, είτε να την αφήσει αβοήθητη, θυσιάζοντας τη δική της αξιοπιστία. Αντίθετα, η Τουρκία δεν χρειάζεται να ρισκάρει τις ανύπαρκτες σχέσεις της με την Αρμενία.

Η ανάγκη διπλωματικής υπερπροσπάθειας, ώστε να κατασβεστεί η εστία έντασης, είναι συνεπώς για τη Ρωσία επιτακτική. Την υποβοηθά όμως στο εγχείρημα αυτό η ύπαρξη ανοικτού διαύλου και με τις δύο πλευρές και η σχέση εργασίας που έχει διαμορφωθεί με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την αντιμετώπιση της συριακής κρίσης.