του D. Grouzet-G. Kepel, από το Άρδην τ. 101-102, Αύγουστος-Νοέμβριος 2015
Ένας ιστορικός των θρησκευτικών πολέμων κατά τον 16ο αιώνα και ένας πολιτικός επιστήμονας ειδικός στο ισλάμ διαλέγονται για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τι, τότε όπως και τώρα, μπορεί να προκαλέσει αυτή η θεωρητικά παρα φύση συμμαχία ανάμεσα στην πίστη και τη βία, ανάμεσα στην αγάπη για τον Θεό και το μίσος για τον άλλο.
Η σύγχρονη τζιχάντ δεν κατέχει το μονοπώλιο της βίας στο όνομα του Θεού. Αυτό μας υπενθυμίζει ο ιστορικός Ντενί Κρουζέ, ειδικευμένος στους θρησκευτικούς πολέμους καθολικών και προτεσταντών στην Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα, στο δοκίμιό του Διακινδυνεύοντας τους θρησκευτικούς πολέμους (PUF). Αναφερόμενος στις επιθέσεις που συγκλόνισαν τη Γαλλία, τονίζει ότι δεν θα πρέπει να αρκεστούμε στο να τις αποδίδουμε απλώς σε «βαρβάρους» απελπισμένους, απομονωμένους και χειραγωγούμενους. Όπως παλιότερα οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντιπάλους της Μεταρρύθμισης, η βία του τζιχάντ είναι μια ριζική απάντηση σε μια κρίση του πολιτισμού, στον φόβο μιας επερχόμενης Αποκάλυψης που επιταχύνεται από τις αμαρτίες ενός κόσμου που αμφισβητεί τον Θεό.
Πρόκειται για μια ανάλυση που προσυπογράψει ο πολιτικός επιστήμονας Ζιλ Κεπέλ, ένας ειδικός του σύγχρονου ισλάμ και του αραβικού κόσμου. Αυτός που, ήδη το 1991, στο περίφημο δοκίμιό του Η εκδίκηση του Θεού, προανήγγειλε τη βίαιη επιστροφή των θεολογικοπολιτικών κινημάτων, που στρέφονται ενάντια στις σύγχρονες εκκοσμικευμένες κοινωνίες, προσπαθεί σήμερα να κατανοήσει, με καινοτόμα ερμηνευτικά εργαλεία, την απίστευτη γοητεία του Ισλαμικού Κράτους, ακόμη και μεταξύ των παιδιών της Δύσης.
Ζιλ Κεπέλ: Αν θέλουμε να αναφερθούμε αποκλειστικά στη Γαλλία θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως, από τον Διαφωτισμό και μετά, κυριάρχησε η αντίληψη πως το πολιτικό και το θρησκευτικό πεδίο είχαν τελεσίδικα διαχωριστεί και ότι η θρησκεία περιορισμένη στην ιδιωτική σφαίρα, δεν έχει πλέον κανένα πολιτικό συλλογικό ρόλο να διαδραματίσει σε μια σύγχρονη και εκκοσμικευμένη κοινωνία. Αυτή η αντίληψη γενικεύθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στη διάρκεια του 20ου αιώνα, εξαιτίας του μεγάλου ειδικού βάρους των μαρξιστικών αναλύσεων στα διανοητικά σχήματα της γαλλικής διανόησης, και μάλιστα πολύ πιο πέρα από τα όρια της αριστεράς: η θρησκευτική συνιστώσα στη μελέτη των κοινωνιών και της πολιτικής εξαλείφθηκε ολοκληρωτικά. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η θρησκεία δεν ήταν πλέον παρά μια μορφή του «εποικοδομήματος», για να θυμηθούμε τη μαρξιστική ορολογία, μια αντανάκλαση μεταξύ άλλων, της θεμελιώδους «υποδομής» που συγκροτεί η κοινωνική οργάνωση της παραγωγής. Η μόνιμη ενίσχυση, μετά τη δεκαετία του 1970 –κι όχι αποκλειστικά στο εσωτερικό του ισλάμ–, πολιτικοθρησκευτικών κινημάτων που επιδιώκουν να προσφέρουν και πάλι στην κοινωνία μία ιερή θεμελίωση, και η θεαματική ανάπτυξη συγκρούσεων στις οποίες η θρησκεία διαδραματίζει έναν βασικό ρόλο, αποδεικνύουν σε πιο βαθμό ήταν εσφαλμένη αυτή η εκσυγχρονιστική αναλυτική κλίμακα.
Ντενί Κρουζέ: Από την απελευθέρωση μέχρι τη δεκαετία του 1980, αυτή η πίστη σε μια υποτιθέμενη νεωτερικότητα ήταν τόσο ισχυρή, ώστε ακόμα και στον τομέα που γνωρίζω καλύτερα υποτιμήθηκε η σημασία του θρησκευτικού παράγοντα κατά τη μελέτη της ιστορίας των ίδιων των θρησκευτικών πολέμων – των «δικών» μας θρησκευτικών πολέμων, των πολέμων της Μεταρρύθμισης. Για να ερμηνεύσουν αυτές τις τόσο αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ καθολικών και προτεσταντών στην Ευρώπη του 15ου και 16ου αιώνα, οι ιστορικοί, προβάλλοντας με μια τελεολογική αντίληψη την οπτική του σύγχρονου κόσμου στο παρελθόν, έδειχναν μια σκανδαλώδη προτίμηση για τους καθαρά πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Από την πλευρά μου, δουλεύοντας πάνω σ’ αυτή την περίοδο, πιστεύω ότι κατόρθωσα να καταδείξω πως αυτοί οι πόλεμοι είχαν στο βάθος τους ένα ιεροποιημένο ελατήριο. Η βία των θρησκευτικών πολέμων της Μεταρρύθμισης πυροδοτήθηκε αρχικώς από μια αιφνίδια εμφάνιση μιας εσχατολογικής αγωνίας: στον αρχόμενο 16ο αιώνα, η τρομακτική ιδέα πως πλησιάζει το τέλος του κόσμου, που τροφοδοτούνταν από τις αποκαλυψιακές προφητείες των αστρολόγων, διαδίδεται ταχύτατα και αιχμαλωτίζει τα πνεύματα. Οι εσχατολογικές φοβίες είχαν ήδη εκδηλωθεί στη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, αλλά η επανάσταση της τυπογραφίας μετά το 1450 τους προσέφερε ένα επικοινωνιακό μέσο χωρίς προηγούμενο: Η πληροφορία μεταβιβάζεται με μια ταχύτητα άγνωστη ως τότε και χωρίς τη μεσολάβηση των κληρικών, αγγέλλοντας πως η οργή του Θεού πρόκειται σύντομα να επιπέσει πάνω σε μια ανθρωπότητα περισσότερο αμαρτωλή από ποτέ. Όλο και περισσότεροι καθολικοί που ένιωθαν την πίστη τους να απειλείται από την ταχύτατη επέκταση της Μεταρρύθμισης, πεισμένοι ότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει, θέλησαν λοιπόν να «εξαγνίσουν» τον κόσμο για να προετοιμάσουν την επιστροφή του Χριστού και τη Δευτέρα Παρουσία, εξαλείφοντας τον ασεβή και τον αιρετικό. Και οι προτεστάντες έπρατταν αναλόγως στρεφόμενοι ιδιαίτερα εναντίον των ιερέων και των μοναχών, που ήταν ένοχοι στα μάτια τους για το ότι κρατούσαν τον λαό μακριά από την «αληθινή πίστη». Έτρεφαν την ελπίδα πως θα αποκαθιστούσαν μια ευσέβεια ανάλογη με εκείνη των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Θεού.
Ωστόσο, για όποιον θέλει να κατανοήσει το φαινόμενο της θρησκευτικής βίας χθες όπως και σήμερα, η δυσκολία συνίσταται στον συνδυασμό ανάμεσα στην ανάλυση του θρησκευτικού γεγονότος, που παραμένει ένα πολιτισμικό γεγονός, και εκείνη των πλέον «ποσοτικών» παραγόντων, πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών.
Ζ.Κ.: Προφανώς και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς τους εξωθρησκευτικούς παράγοντες μέσα από έναν «πρωτόγονο» αντιμαρξισμό: Στον σύγχρονο αραβικό κόσμο, η αποδυνάμωση των κρατών μετά τις επαναστάσεις του 2011, η πτώση της τιμής του πετρελαίου, χωρίς να ξεχάσουμε την κληρονομιά ιστορικών παραγόντων που έρχονται από το παρελθόν, παίζουν προφανώς σημαντικό ρόλο για την έκρηξη της ισλαμικής βίας. Αλλά, αυτό που ο Κρουζέ αποκαλεί «εσχατολογική αγωνία» το οποίο θα μπορούσα να χαρακτηρίσω σε σχέση με τους σύγχρονους τζιχαντιστές (είτε προέρχονται από τον αραβικό ή τον δυτικό κόσμο) ως πολιτισμική κρίση, είναι αναμφισβήτητα παρόν. Και η μεγάλη πρόκληση για εμάς, παρατηρητές και αναλυτές, συνίσταται στο να κατορθώσουμε να συγκεντρώσουμε όλους αυτούς τους παράγοντες, τον θρησκευτικό και τον πολιτικό, τον συμβολικό και τον κοινωνικοοικονομικό. Για να προσεγγίσουμε κατά το δυνατόν περισσότερο τις αιτίες της θρησκευτικής βίας και να την απενεργοποιήσουμε, θα πρέπει στην πραγματικότητα να εφεύρουμε ένα καινούργιο επιστημονικό πεδίο. Για να κατανοήσουμε γιατί τόσοι νεαροί Γάλλοι νιώθουν τον πειρασμό να ενταχθούν στο ΙSIS δεν αρκούν οι κοινωνιολογικές εξηγήσεις. Συνάντησα πολλούς από αυτούς τους νεαρούς τους τελευταίους μήνες για να ετοιμάσω το επόμενο βιβλίο μου, που είναι αφιερωμένο στις ανατροπές της τελευταίας δεκαετίας. Και δεν θα έπρεπε να πιστέψουμε ότι κατάγονται αποκλειστικά από υποβαθμισμένα προάστια. Όλο και περισσότερο αυτοί οι Γάλλοι τζιχαντιστές δεν προέρχονται από πρόσφατους μετανάστες, αλλά από τη μικροαστική τάξη. Είναι Γάλλοι «από καταγωγή», όπως θα έλεγε και το Εθνικό Μέτωπο, και κατοικούν κατεξοχήν τις περιαστικές ζώνες, σε σπίτια με μικρούς κήπους. Σκέφτομαι για παράδειγμα τον γιο ενός εκπαιδευτικού από την περιοχή του Αλμπί που μετασχηματίστηκε σ’ έναν προπαγανδιστή της τζιχάντ, με ιδιαίτερη επιρροή στο διαδίκτυο. Κατοικούν σε περιοχές που δεν υποφέρουν ιδιαίτερα στο κοινωνικοικονομικό επίπεδο, αλλά που ταυτόχρονα δεν ανήκουν πουθενά, σε χώρους που δεν είναι αστικοί ούτε αγροτικοί, ούτε καλά καλά προαστιακοί. Πρόκειται για περιοχές εκτός χρόνου, ανομικές που προκαλούν μια αφόρητη ανία …. Αλλά όπου υπάρχει τα διαδίκτυο. Έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο που η επανάσταση της τυπογραφίας έπαιξε έναν αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση των εσχατολογικών παθών κατά τη Μεταρρύθμιση, η ψηφιακή επανάσταση και πιο συγκεκριμένα η ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων προσφέρουν στην προπαγάνδα των τζιχαντιστών που τα χρησιμοποιεί τόσο επιδέξια μια σημαντική ελκτική δύναμη. Νεαροί χωρίς κανένα σημείο αναφοράς, χαμένοι μπροστά στην αταξία του κόσμου που ξεχύνεται από το μιντιακό σωλήνα, μπορεί να προσπαθήσουν να αναζητήσουν σ’ ένα μυθοποιημένο παρελθόν –εκείνο του αρχέγονου Ισλάμ τέτοιο που προβάλλουν διαστρέφοντάς του οι σαλαφιστές–, μια τάξη που μπορεί να τους προσφέρει κανόνες και αξίες. Το να ονειρεύεσαι την τζιχάντ σημαίνει ότι φαντασιώνεσαι την ίδια σου τη ζωή σε μία ύπαρξη επική και ανδροπρεπή. Κι έτσι μπορεί να εγγράφεσαι ταυτόχρονα σ’ ένα συλλογικό πρόταγμα, την οικοδόμηση του «χαλιφάτου», που εμφανίζεται σαν μία επίγεια ουτοπία όπου όλος ο κόσμος έχει δουλειά, δεν υπάρχουν φτωχοί, μπορείς να πάρεις μία πρόγευση από τον τέλειο κόσμο του Επέκεινα.
Προφανώς, για να περάσεις από τον φόβο του τέλους του κόσμου και της υπαρξιακής αγωνίας στην πιο ακραία βία, πρέπει να πραγματοποιήσεις ένα βήμα που δεν είναι τόσο απλό. ….
Ν.Κ.: Αυτό που διευκολύνει το πέρασμα στη βία σε άτομα που δεν διαπνέονται από παθολογική έλξη προς τον θάνατο είναι η μόλυνση του θρησκευτικού λόγου από μια πολεμοχαρή ιδεολογία. Κατά τον δέκατο έκτο αιώνα, οι κήρυκες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας άρχισαν να υποστηρίζουν πως η επιθυμία για τον πόλεμο και τη βία ήταν ένας προνομιακός τρόπος για να αποδείξεις στον Θεό την πίστη σου. Το χριστιανικό φαντασιακό διαποτίστηκε έτσι από πολεμικές θρησκευτικές αντιλήψεις που διακινούσαν την ιδέα ότι η μετριοπάθεια απέναντι στον άλλον, τον «αιρετικό», επέσυρε τη θεϊκή καταδίκη στο σύνολο των ανθρώπων. Και πως η καταστροφή του άλλου ήταν αντιθέτως ο μόνος τρόπος που επέτρεπε την πραγμάτωση της θεϊκής βούλησης. Ο θρησκευτικός πόλεμος είναι ένας διάλογος με τον Θεό. Σκοτώνοντάς τον αποδεικνύεις ότι δρας στο όνομά του και προς δόξαν του· επιπλέον είναι ένας τρόπος να επιτύχεις τη σωτηρία σου, διότι, όταν έρθει η Δευτέρα Παρουσία ο Θεός θα συγχωρήσει μόνο εκείνους που δεν αμφέβαλλαν και δεν δίστασαν να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους γι’ Αυτόν. Φθάνουμε έτσι στην ιδέα πως αν το θύμα είναι διαβολικό, εκείνος που σκοτώνει είναι αθώος, στον βαθμό που σε ορισμένες καθολικές κοινότητες, στη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων ο θάνατος του αιχμάλωτου προτεστάντη ανατίθεται στα παιδιά, που τον σκοτώνουν με λιθοβολισμό : Ο θάνατος, που επιτελείται από τα όντα που ο Χριστός θεωρούσε τα πλέον αθώα, αντιμετωπίζεται ότι προσφέρεται άμεσα από τον Θεό και αποτελεί μια πράξη κάθαρσης.
Ζ.Κ.: Στο σύγχρονο Ισλάμ, η ερμηνεία του τζιχάντ, μιας έννοιας πολύπλοκης και με πολλαπλές σημασίες, είναι προφανώς αποφασιστική: αναβαθμίζοντας τη σημασία του «μικρού τζιχάντ», δηλαδή του ιερού πολέμου εις βάρος του «μεγάλου τζιχάντ» δηλαδή της εσωτερικής μάχης πάνω στο δρόμο του Θεού, διευκολύνεται η επιλογή των βίαιων ενεργειών. Σήμερα οι ισλαμιστές ιεροκήρυκες πραγματοποιούν μια λεπτομερειακή εργασία επιλογής στο εσωτερικό των ιερών κειμένων του ισλάμ, του κορανίου και των χαντίθ. Προβάλλουν τα σημεία εκείνα που μια κατά λέξη ερμηνεία μοιάζει όχι μόνο να επιτρέπει, αλλά αντίθετα να επικροτεί τη βία ενάντια στους εχθρούς του Ισλάμ. Ανάμεσα στους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, στο πεδίο της μάχης υπάρχουν αξιωματικοί που αναλαμβάνουν την εφαρμογή της σαρίας και προσφέρουν θεολογικές αιτιολογίες όχι μόνο για τη δολοφονία των ανδρών, αλλά και για τον βιασμό των γυναικών, με τη μετατροπή τους σε σεξουαλικές σκλάβες.
Η θρησκευτική βία παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από την άποψη της έντασης και του συμβολισμού;
Ν.Κ.: Αυτό που διαφοροποιεί έναν θρησκευτικό πόλεμο από μια άλλη σύγκρουση είναι το θέατρο του τρόμου. Ιδιαίτερα, είναι η χρήση του σώματος του άλλου: ένα σώμα καταματωμένο χωρίς ζωή που θα πρέπει να επιδειχθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές Στη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης, σκότωναν τον εχθρό με μια απλή σφαίρα στο κεφάλι, ή τον έκλειναν σε στρατόπεδα. Η ναζιστική βαρβαρότητα ήταν μια βαρβαρότητα που προσπαθούσε να κρυφθεί: μέχρι την πτώση του Ράιχ, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και εξοντώσεως αποκρύβονταν από τα ματιά του πληθυσμού. Επρόκειτο για μια κρυφή κόλαση. Αντιθέτως, στη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων του 16ου αιώνα, οι δολοφόνοι του Θεού παρελαύνουν υπερήφανοι, με τα μπράτσα γεμάτα αίμα, και εκθέτουν το σώμα του εχθρού του Θεού, το οποίο έχει υποστεί κάθε είδους ακρωτηριασμό που θα το κάνει να χάσει κάθε ανθρώπινη μορφή. Μια και το ανθρώπινο σώμα έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του θεού, ο αιρετικός δεν θα έπρεπε να διατηρεί αυτή την εμφάνιση. Το πτώμα παραμορφώνεται, χτυπώντας το με ρόπαλα ή αλυσίδες. Ορισμένοι σφαγιαστές επιδίδονται σε μια τελετουργική ζωοποίηση. Το νεκρό σώμα απογυμνώνεται στη ζωώδη μορφή του, συχνά αναμεμειγμένο με πτώματα ζώων, κατά προτίμηση χοίρων. Όταν συλλαμβάνονται κάποιοι αιχμάλωτοι, συχνά οργανώνονται ανθρωποκυνηγητά. Επιπλέον εφαρμόζεται ξεκοίλιασμα και τα έντερα εκτίθενται, μια και θεωρούνται ως η έδρα των αμαρτιών και κατά συνέπεια ο κινητήρας που οδήγησε τον εχθρό να αμαρτήσει και να απομακρυνθεί από τον Θεό. Επιπλέον τους κόβουν τις μύτες, τα αυτιά, τα χείλια, ως μια πρώτη εικόνα για τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλουν οι διάβολοι στους κολασμένους. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι αυτές οι πράξεις βίας πραγματοποιούνται μέσα σε μια ατμόσφαιρα διαφορετική, ανάλογα με το στρατόπεδο που ανήκουν. Στην ιστορία οι καθολικοί σκοτώνουν και ακρωτηριάζουν με σοβαρότητα, με τρόπο σχεδόν λειτουργικό, οργανώνουν λιτανείες και υποκατάστατα δικαστηρίων. Στους προτεστάντες κυριαρχεί το γέλιο και η γελοιοποίηση του άλλου και η βία αναμειγνύεται συχνά με σκατολογικές αναφορές: Πρέπει να γελοιοποιηθεί αυτή η παπιστική λατρεία, ηλίθια και ανούσια, πως κάποιος θα πρέπει να εγκαταλείψει τον κόσμο ώστε να ξαναγεννηθεί λατρεύοντας τον Θεό. Σε κάθε περίπτωση το βασανισμένο σώμα του εχθρού αποτελεί ένα προνομιακό όργανο για την συμφιλίωση με τον Θεό.
Οι τζιχαντιστές προσφέρουν τον θάνατο, αλλά ταυτόχρονα τον αναζητούν για τον εαυτό τους, ιδιαίτερα μέσω της δολοφονικής απόπειρας-αυτοκτονίας. Πώς κατορθώνουν να αξιοδοτήσουν την αυτοκτονία και να διαδώσουν αυτή την κουλτούρα του μάρτυρα στους οπαδούς τους;
Ζ.Κ.: Η φρενήρης αναζήτηση του μαρτυρίου, την οποία διαπιστώνουμε σ’ όλα τα είδη του σύγχρονου ισλάμ, μπορεί να εντυπωσιάσει, δεδομένου ότι στην ιστορία του ισλαμικού κόσμου η προβολή της μορφής του μάρτυρα περιοριζόταν κατ’ εξοχήν στον σιιτισμό. Ο Αλής, ο Χουσεϊν και όλοι σχεδόν οι ιμάμηδές τους πέθαναν δολοφονημένοι. Στη σιιτική λατρεία των ιμάμηδων η διάσταση του μαρτυρίου είναι αποφασιστική. Υπό αυτή την έννοια, η μορφή του σιίτη ιμάμη μας θυμίζει εκείνη του Χριστού. Και είναι ακριβώς αυτή η σιιτική κουλτούρα του μαρτυρίου, η οποία εξηγεί ότι, στη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, κατά τη δεκαετία του 1980, πάρα πολλά Ιρανόπαιδα αποστέλλονταν στα πεδία των μαχών για να αφαιρέσουν τις νάρκες, θυσιαζόμενα. Είχαν μαζί τους ένα κλειδί του Παραδείσου (φτιαγμένο από πλαστικό και κατασκευασμένο στην Κίνα) και τυλίγονταν σε κουβέρτες έτσι ώστε να μπορούν να συγκεντρωθούν τα υπολείμματά τους μετά τον θάνατό τους, ώστε να τους λατρεύουν ως λείψανα των μαρτύρων. Ο σουνιτισμός, πλειοψηφικό ρεύμα του ισλάμ, ήταν αντίθετα ξένος προς αυτήν την παράδοση μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Μέσα από την επαφή με τη σιιτική Χεσμπολάχ του Λιβάνου, η Χαμάς, το παλαιστινιακό σουνιτικό κίνημα, διαποτίστηκε σταδιακώς από αυτό το μοντέλο του μάρτυρα στη διάρκεια του 1980 και η τρομοκρατική ενέργεια-αυτοκτονία γενικεύτηκε σε όλα τα σουνιτικά τζιχαντιστικά κινήματα, μέχρι το ISIS σήμερα.
Ν.Κ.: Για την τρέχουσα ιδεολογία της τζιχάντ, η πιο όμορφη στιγμή του αγώνα είναι εκείνη του ίδιου σου του θανάτου. Οι υποψήφιοι για τις επιθέσεις αυτοκτονίας συγγράφουν πριν πεθάνουν ενθουσιαστικά κείμενα για να γιορτάσουν τη θυσία τους, διαθήκες που βρίσκουν μεγάλη απήχηση ανάμεσα στους μελλοντικούς τζιχαντιστές. Η επίθεση αυτοκτονίας, η οποία μπορεί να μας φαίνεται αδιανόητη, υπήρχε ήδη κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων: επικεντρωνόταν κατ’ εξοχήν στο σώμα του βασιλιά, ο οποίος, πέρα από τη σαρκική φύση του, θεωρείται επίσης ως το σώμα του εγκόσμιου διεφθαρμένου από το κακό κράτους. Επηρεασμένοι από την άνοδο των τυραννοκτόνων θεωριών, που αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από τα βιβλικά παραδείγματα ανθρώπων που πίστευαν ότι ήταν προορισμένοι από τον Θεό. Έχοντας συνείδηση ότι θα εκτελεστούν ή θα σκοτωθούν, ορμούσαν με το όπλο ανά χείρας ενάντια στον βασιλέα που πίστευαν ότι ήθελε να θέσει το βασίλειο της Γαλλίας υπό την επικυριαρχία του Αντιχρίστου, του απόλυτου εχθρού του θεού, που επέπρωτο να αναδυθεί στις τελευταίες στιγμές του κόσμου. Στη Γαλλία, ο Ερρίκος Γ΄, που κατηγορούνταν για εύνοια προς τους προτεστάντες σκοτώθηκε από έναν νεαρό δομινικανό και εν συνεχεία, ο πρώην ουγενότος, ο Ερρίκος ο Δ΄ δολοφονήθηκε από τον «οραματιστή» Ραβεγιάκ. Εξάλλου, ήδη πριν από αυτόν, ο Πιερ Μπαριέρ ή ο Ζαν Σατέλ, μεταξύ άλλων, είχαν ήδη δοκιμάσει ματαίως να αφαιρέσουν τη ζωή του και είχαν θανατωθεί. Γενικότερα, οι μαχητές των θρησκευτικών πολέμων, όπως και οι τζιχαντιστές, πίστευαν πως όσο περισσότερο διακινδύνευαν, τόσο πιθανότερο θα ήταν να συναντήσουν τον θάνατο και πιο άμεση θα ήταν η σωτηρία τους. Η ζωή στο Επέκεινα είναι γι’ αυτούς η αληθινή ζωή. Να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς: η διεξαγωγή ενός θρησκευτικού πολέμου είναι ούτως ή άλλως ένας τρόπος για να συντομεύσεις την επίγεια ζωή σου και να επιταχύνεις την είσοδό σου στον Παράδεισο.