του Ε. Τσεκούρα, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
Α. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων (το γεγονός, ότι η Βουλή που θα προήρχετο από τις εκλογές του Απριλίου 2000 είχε αναθεωρητική εξουσία, ούτε κατ΄ ελάχιστο απασχόλησε την προεκλογική εκστρατεία), στην παραγρ. 2 του άρθρου 80 του εν ισχύι Συντάγματος, ΄΄Νόμος ορίζει τα σχετικά με την κοπή ή την έκδοση του νομίσματος΄΄, προσετέθη ερμηνευτική δήλωση κατά την οποία, ΄΄Η παράγραφος 2 δεν κωλύει τη συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες της οικονομικής και της νομισματικής ένωσης, στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 28΄΄.
Στο ανωτέρω άρθρο 28, που καθορίζει τις προϋποθέσεις και την διαδικασία της μεταφοράς των ρυθμιζομένων από το ίδιο το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων σε διεθνείς Οργανισμούς(παρ.2) όπως και της θεσπίσεως περιορισμών της εθνικής κυριαρχίας (παρ.3), προστίθεται, κατά την Αναθεώρηση του έτους 2001, ομοίως, ερμηνευτική δήλωση που χαρακτηρίζει το παραπάνω άρθρο ΄΄….θεμέλιο για την ολοκλήρωση της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης΄΄.
Η παράθεση των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων δίνει την εικόνα μιας επιμελημένης προσπάθειας για μία συστηματική και χωρίς ανακολουθίες ένταξη της εθνικής έννομης τάξης μέσα στο διαμορφούμενο, από την διαδικασία της ευρωπαϊκή ενοποιήσεως, παράλληλο δικαιϊκό πλαίσιο. Επίσης δημιουργεί την εντύπωση στον καλόπιστο και ανυποψίαστου αναγνώστη, ότι ο συνταγματικός νομοθέτης πρέπει να έχει ενδιαφερθεί και να έχει επιτύχει, κατά την σύζευξη της εθνικής και κοινοτικής έννομης τάξης, την διασφάλιση των αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος, πρωτίστως δε της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, όπως και την αναγνώριση δικλείδων για την προστασία ουσιωδών εθνικών συμφερόντων.
Κατά τον ίδιο τρόπο, και επειδή γίνεται λόγος στο άρθρο 80 του Συντ. περί εκδόσεως και κοπής νομίσματος, άρα περί της υλικής εκφάνσεως της ασκήσεως της νομισματικής πολιτικής, δηλ. του πλέον ίσως σημαντικού μέσου ασκήσεως οικονομικής, άρα και κοινωνικής, πολιτικής είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι έχει εξασφαλισθεί ο δημοκρατικός έλεγχος στην λήψη των σχετικών αποφάσεων, ώστε να κατοχυρώνεται τόσον η εγκρινόμενη, από τον ελευθέρως εκφραζόμενο λαό, οικονομική πολιτική όσο και η τήρηση της διακηρυσσόμενης, από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρ. 25 παρ. 1), αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου που τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους.
Ένας απλός αλλά προσεκτικός περίπατος στο κείμενο του σχεδίου Ευρωσυντάγματος, το οποίο δεν κάνει βεβαίως τίποτα περισσότερο, επί του προκειμένου, από το να επαναλαμβάνει την περιώνυμη σύμβαση του Μάαστριχτ με διατύπωση σαφέστερη και διαθέτουσα αυξημένη νομική αποτελεσματικότητα, καταδεικνύει ότι στην παράλληλη κοινοτική – υπερεθνική έννομη τάξη, τουλάχιστον στον τομέα της οικονομικής – νομισματικής πολιτικής, αναπτύσσεται ένα σύστημα κανόνων που αναθέτει εξουσίες και αρμοδιότητες, θεσπίζει αρχές και καθορίζει διαδικασίες, από το οποίο απουσιάζει ο δημοκρατικός έλεγχος και καθορίζεται κυρίαρχο οικονομικό – κοινωνικό σύστημα ανεξάρτητο από την δημοκρατική νομιμοποιητική λειτουργία.
Β.Έτσι, στο σχέδιο Ευρωσυντάγματος, κάτω από τον τίτλο ΄΄ΟΙΚΟNΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ΄΄, στο άρθρο III-177 ορίζεται ότι ΄΄ ………η δράση των κρατών μελών και της Ένωσης περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει το Σύνταγμα, τη θέσπιση οικονομικής πολιτικής η οποία βασίζεται στον στενό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, την εσωτερική αγορά καθώς και τον καθορισμό κοινών στόχων και ασκείται σύμφωνα με την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό. Παράλληλα, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπει το Σύνταγμα, η δράση αυτή περιλαμβάνει ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, καθώς και τον καθορισμό και την άσκηση ενιαίας νομισματικής πολιτικής και ενιαίας συναλλαγματικής πολιτικής,[ ] σύμφωνα με την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό[ ]΄΄.
Επίσης, με τα άρθρα III-178 και III-179 που ορίζονται, αντιστοίχως, οι αρχές της οικονομικής πολιτικής, θεσπίζεται ότι τα κράτη – μέλη και η Ευρωπαϊκή ένωση όπως και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών ΄΄[] δρουν σύμφωνα με την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου ΙΙΙ-177 ΄΄.
Για την υλοποίηση των ανωτέρω, (άρθρο ΙΙΙ-186) ΄΄ 1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση των τραπεζογραμματίων ευρώ στην Ένωση. [ ] 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν κέρματα ευρώ, η ποσότητα των οποίων τελεί υπό την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας΄΄.
Για την νομική διασφάλιση των ανωτέρω, (άρθρο ΙΙΙ-188) ΄΄ Κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που τους ανατίθενται από το Σύνταγμα και το καταστατικό [ ] η Ε.Κ.Τ, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ή οποιοδήποτε μέλος των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ιδρυμάτων αυτών δεν επιζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από κυβερνήσεις κρατών μελών ή από άλλο οργανισμό[ ]΄΄.
Όπως επίσης (άρθρο ΙΙΙ-188) ΄΄Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η εθνική νομοθεσία του, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής του τράπεζας, συνάδει με το Σύνταγμα και το καταστατικό [ ].΄΄
Νομίζω ότι ως κατακλείδα των παραπάνω διατάξεων πρέπει να τεθεί η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου Ι-6 του σχεδίου, με το οποίο για πρώτη φορά θεσπίζεται ότι ΄΄Το Σύνταγμα και οι κανόνες δικαίου που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που της απονέμονται, υπερισχύουν του δικαίου των κρατών μελών ΄΄.
Γ. Μέσα από το πρίσμα των παραπάνω διατάξεων, ενώπιον των οποίων υποκλίνεται και ακυρώνεται κάθε αντίθετη εθνική διάταξη (αρθρ.III-6), το περιεχόμενο της εθνικής οικονομικής πολιτικής παύει να καθορίζεται από την εκλεγμένη Κυβέρνηση και το εθνικό κοινοβούλιο, σύμφωνα με την εκπεφρασμένη ή και την εικαζομένη λαϊκή βούληση, και το ίσως σημαντικότερο όργανο ασκήσεως αυτής της πολιτικής, το νόμισμα και η νομισματική πολιτική, ανήκει αποκλειστικώς και εξ ολοκλήρου στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προς την οποία και οι απλές υποδείξεις των Κυβερνήσεων των Κρατών – μελών απαγορεύονται ΄΄δια ροπάλου΄΄.
Οι ιδιαιτερότητες των χωρών και των εθνικών οικονομιών με τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, τις διαφορετικές δομές και υποδομές, ανάγκες, απαιτήσεις και δυνατότητες, την διαφορετική αγορά εργασίας και τα ποικίλα φορολογικά συστήματα, αγνοούνται από την επιβαλλόμενη Οικονομική και Νομισματική Πολιτική πλήρως και με τρόπο προκλητικό, όλες δε οι χώρες είναι υποχρεωμένες να εφαρμόζουν ένα άτεγκτο νεοφιλελεύθερο μονεταριστικό οικονομικό μοντέλο, διασφαλιζόμενο εν κατακλείδι από την ανέλεγκτη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που καθορίζει και επηρεάζει την ποσότητα του κυκλοφορούντος νομίσματος, το επιτόκιό του, την συναλλαγματική του ισοτιμία, με τις όποιες ευθείες και άμεσες επιπτώσεις στην εισοδηματική και αναπτυξιακή πολιτική των καθ΄ έκαστον κρατών και στην διαμόρφωση του εμπορικού τους ισοζυγίου.
Έτσι, αν ένα Κράτος επιλέξει, μέσα από τις θεσμοθετημένες δημοκρατικές διαδικασίες του, ως δέον, έναν τρόπο οικονομικής διαχειρίσεως και λειτουργίας διαφορετικό από εκείνο που καθιερώνει το Ευρωσύνταγμα (αντιγράφοντας τη Συνθήκη του Μάαστριχτ), θα είναι, πλέον των άλλων, ιδιαίτερα δύσκολο ή αδύνατο να τον υλοποιήσει, αφού ΄΄δει χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων΄΄. Το καθιερούμενο κανονιστικό πλαίσιο για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, μοιάζει περισσότερο όχι με σύστημα υλοποίησης ή εξυπηρέτησης μιας οικονομικής πολιτικής αλλά με σύστημα αστυνόμευσης, που θέλει να εμποδίσει τα κατ’ ιδίαν κράτη να ακολουθήσουν ίδια οικονομική πολιτική (ακόμη και μέσα στα πλαίσια του φιλελεύθερου αστικού συστήματος) και να θέσουν το εθνικό τους νόμισμα στην υπηρεσία της.
Εν κατακλείδι και για να ανακτήσουμε την επαφή μας με την εισαγωγή αυτού του κειμένου, η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 80 του Ελληνικού Συντάγματος, εφαρμοζόμενη μέσα στο νομικό πλαίσιο που αρχικώς διαμορφώθηκε από την Συνθήκη του Μααστρίχτ και που τώρα, με το σχέδιο Ευρωσυντάγματος, επιχειρείται να αποκτήσει υπερσυνταγματικό κύρος και κατοχύρωση, μετατρέπεται σε όργανο βαθειάς αλλοιώσεως – αν όχι μεταλλάξεως– θεμελιωδών αρχών του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και βασικών αξιών του εθνικού κοινωνικού μας βίου, εξωθώντας στο περιθώριο της θεσμοθετημένης δημόσιας ζωής ιδέες, απόψεις και πολιτικές (ανήκουσες και στον φιλελεύθερο ιδεολογικό χώρο ), αφού στερεί –ουσιαστικώς απαγορεύει– την δυνατότητα της έμπρακτης εφαρμογής τους μέσα από την δημοκρατική νομιμοποιητική διαδικασία, αναγνωρίζοντας μόνον – τουλάχιστον επί του παρόντος – το δικαίωμα στην ελεύθερη εκφορά τους.