του Νίκου Μελέτη από το liberal.gr
Μια δύσκολη και «εύθραυστη» περίοδος έχει ξεκινήσει μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου 2025. Η μεταβατική περίοδος είναι πάντα εξαιρετικά ευαίσθητη, καθώς η απερχόμενη αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να κλείσει ανοιχτά ζητήματα και ίσως να επιβάλει κάποιες επιλογές, πριν αναλάβει ο απρόβλεπτος και ορμητικός Ν. Τραμπ. Παράλληλα, οι περιφερειακές δυνάμεις μπαίνουν στον πειρασμό να επανατοποθετηθούν στη διεθνή σκηνή ή και να δημιουργήσουν τετελεσμένα, πριν ξεκαθαριστεί η νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Το ενδιαφέρον στρέφεται στην Ουκρανία, όπου η εξαγγελία του Τραμπ για άμεσο τερματισμό του πολέμου έχει προκαλέσει ανησυχία στο Κίεβο, καθώς ο νέος Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει αποσαφηνίσει το «σχέδιό» του. Αυτός ο πόλεμος, που έχει σαφή χαρακτηριστικά σύγκρουσης μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας, δύσκολα μπορεί να τερματιστεί χωρίς μια ρωσική τακτική νίκη επί του πεδίου. Με τα δεδομένα που διαμορφώνονται, η Μόσχα μάλλον δε θα υποκύψει σε πιέσεις για μια συμβιβαστική λύση που θα συνεπαγόταν επιστροφή εδαφών στην Ουκρανία.
Από την πλευρά του, το Κίεβο προσπαθεί τώρα να εξασφαλίσει περισσότερα όπλα και πιθανότατα θα επιχειρήσει χτυπήματα εντός Ρωσίας, ώστε να δυσκολέψει τον Ν. Τραμπ στις όποιες διαπραγματεύσεις με τον Β. Πούτιν για τον τερματισμό του πολέμου. Ωστόσο, αυτό το σκηνικό μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνη κλιμάκωση καθώς και οι δύο πλευρές ίσως επιδιώξουν να δημιουργήσουν τετελεσμένα πριν από την αλλαγή πολιτικής στις ΗΠΑ.
Ήδη υπάρχουν ανησυχητικές πληροφορίες ότι ο ρωσικός Στρατός έχει ξεκινήσει μεγάλη κινητοποίηση με τη συμμετοχή και των ανδρών που προσέφερε η Βόρεια Κορέα για την ανακατάληψη του Κουρσκ (στο οποίο είχε εισβάλει η Ουκρανία αποκτώντας προγεφύρωμα στη ρωσική επαρχία, ενώ στο ανατολικό μέτωπο έχει πετύχει ήδη σημαντικές επιτυχίες εις βάρος των Ουκρανών.
Παράλληλα, η κατάσταση αυτή βρίσκει την ΕΕ σε μια αδύναμη θέση, με την ενότητά της να παρουσιάζει σημάδια αποσύνθεσης. Η κυβερνητική κρίση στη Γερμανία και η αβεβαιότητα που προκλήθηκε μετά την αποχώρηση των Φιλελεύθερων από τον κυβερνητικό συνασπισμό, καθώς και η αποδυνάμωση του Καγκελάριου Όλαφ Σολτς, αφήνουν την Ευρώπη χωρίς την παραδοσιακή ηγεσία του γαλλογερμανικού άξονα.
Παράλληλα, ηγέτες όπως ο Ορμπάν και ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα διατηρούν και προσωπική σχέση με τον Ν. Τραμπ, ανοίγοντας «ιδιωτικά» κανάλια επικοινωνίας με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο. Συγχρόνως, οι αντισυστημικές δυνάμεις στην Ευρώπη θεωρούν πλέον ότι έχουν ένα μεγάλο σύμμαχο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού με ό,τι σημαίνει αυτό και για τις εσωτερικές εξελίξεις των χωρών της Ευρώπης.
Η πολιτική που θα ακολουθήσει ο Ν. Τραμπ στο ουκρανικό ζήτημα θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και τη διαμόρφωση της νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ευρώπη, επηρεάζοντας άμεσα τις στρατηγικές επιδιώξεις και επιλογές της ΕΕ και τη διαμόρφωση της διεθνούς τάξης πραγμάτων.
Επίσης, με αγωνία αναμένει η διεθνής κοινότητα και τη στάση του Ν. Τραμπ στο Μεσανατολικό Ο στενός του φίλος, Μπενιαμίν Νετανιάχου, θεωρεί ότι θα έχει πλέον «ανοικτό πεδίο» να προχωρήσει στον αγώνα κατά της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, καθώς οι όποιες πιέσεις της απερχόμενης αμερικανικής κυβέρνησης δε θα εισακούονται εν αναμονή της ανάληψης των καθηκόντων από τον Ν. Τραμπ. Και με την προσδοκία του Ισραηλινού πρωθυπουργού ότι η έλευση Τραμπ θα ενισχύσει τα σχέδια του για την αντιμετώπιση και της απειλής του Ιράν όχι μόνο των proxies αλλά και απευθείας στο ιρανικό έδαφος.
Η κίνηση Τραμπ να συνομιλήσει πάντως τηλεφωνικά και με τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μ. Αμπάς, δείχνει ότι θα επιμείνει στην ολοκλήρωση του Σχεδίου του για τη Νέα Μέση Ανατολή με την αποκατάσταση των σχέσεων του Ισραήλ με τη Σ. Αραβία με την οποία επίσης διατηρεί στενούς δεσμούς. Προϋπόθεση βεβαίως είναι να σταματήσει ο Πόλεμος στη Γάζα, κάτι που θα θέσει νέες προκλήσεις στον ορίζοντα που θα έχουν να κάνουν όχι μόνο με την ανοικοδόμηση της σχεδόν ισοπεδωμένης Γάζας αλλά και με το καθεστώς διοίκησης της μετά τον Πόλεμο.
Η Τουρκία προσβλέπει επίσης στην αλλαγή της μέχρι τώρα πολιτικής του προέδρου Μπάιντεν και στην οικοδόμηση μιας διαφορετικής συναλλακτικής σχέσης μεταξύ του Τ. Ερντογάν και του Ν. Τραμπ. Η αποκατάσταση αυτής της ισορροπίας στις σχέσεις των δυο χωρών μετά τον σαφή προσανατολισμό της Άγκυρας προς την Ανατολή δε θα είναι εύκολη υπόθεση καθώς ο κ. Τραμπ μπορεί να θαυμάζει τους αυταρχικούς ηγέτες αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα συνομιλήσει με τον Τ. Ερντογάν ως ίσος προς ίσο όπως θα επιθυμούσε ο Τούρκος ηγέτης.
Η εγκατάλειψη των Κούρδων της Β. Συρίας όπως απαιτεί από τους Αμερικανούς η Άγκυρα δε θα είναι εύκολη απόφαση για την Ουάσιγκτον καθώς είναι γνωστό ότι το Ισραήλ θεωρεί ότι η περιοχή της Βορειοανατολικής Συρίας που ελέγχουν οι Κούρδοι με τη στήριξη και των Αμερικανών είναι εξαιρετικής σημασίας και για την ασφάλεια του Ισραήλ, ως ανάχωμα της επιρροής του Ιράν στη Συρία.
Ο Τ. Ερντογάν υπό τον φόβο ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση πιθανόν να επηρεαστεί από το Ισραήλ και να διατηρήσει τη στήριξή του στους Κούρδους, προανήγγειλε την Κυριακή εκτεταμένες επιχειρήσεις και στη Β. Συρία και στο Β. Ιράκ με το γνωστό πρόσχημα της εξόντωσης της «τρομοκρατίας».
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξετασθεί και το πως η μεταβατική περίοδος εν αναμονή της ανάληψης των καθηκόντων του Ν. Τραμπ ως 47ου προέδρου των ΗΠΑ επηρεάζει και τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Η Τουρκία δεν έχει κανέναν λόγο αυτή την περίοδο αλλά και μέχρι να ξεδιπλωθεί η πολιτική Τραμπ στην περιοχή, να προχωρήσει σε συναινέσεις τόσο στα ελληνοτουρκικά και στο κυπριακό πριν ξεκαθαρίσει το ευρύτερο γεωστρατηγικό περιβάλλον.
Στο Κυπριακό όπου δε θα υπάρχει πλέον και η προσωπική γνώση και ευαισθησία που είχε ο Τ. Μπάιντεν για το θέμα, η Τουρκία θα περιμένει ώστε να επιχειρήσει να παζαρέψει με τον Ν. Τραμπ την ομαλή ένταξή της σε μια αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ανατολή με κατοχύρωση των διεκδικήσεων της στην Κύπρο. Συνεπώς, δε θα πρέπει να αναμένεται καμία αλλαγή στάσης ούτε φυσικά και στην προγραμματιζόμενη άτυπη Πολυμερή Διάσκεψη για το Κυπριακό παρά μόνο η καταγραφή της θέσης ότι η «ομοσπονδιακή λύση» έχει πεθάνει.
Στα Ελληνοκυπριακά και οι δυο χώρες όπως φάνηκε και στη συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν θα επιδιώξουν να κρατήσουν μακριά τις εντάσεις και φυσικά δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο η Τουρκία να κάνει έστω και μεθοδολογικές υποχωρήσεις ώστε να ξεκινήσει ουσιαστική διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πολύ περισσότερο όταν θα έχει άλλες προτεραιότητες το επόμενο διάσημα.
Εξάλλου, αυτό το ήπιο κλίμα και της υποτιθέμενης προσπάθειας για την επίλυση διαφορών είναι ένα πολύτιμο «εισιτήριο» για την Άγκυρα ώστε να διεκδικεί μια αναβαθμισμένη à la carte σχέση με την ΕΕ. Όμως η μεγάλη και κρίσιμη δοκιμασία το επόμενο διάστημα θα είναι η συνέχιση των εργασιών για τις ποντίσεις καλωδίων τόσο για την ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών του Αιγαίου αλλά κυρίως μεταξύ Κύπρου και Κρήτης, όπου η Τουρκία βρίσκει την αφορμή να εγείρει τις μονομερείς διεκδικήσεις της και μάλιστα να θέλει να επιβάλει και τετελεσμένα επί του πεδίου.