του Κωνσταντίνου Γεώρμα
Το Ποντίκι 13.10.11
Σήμερα η Ελλάδα και οι Έλληνες αποτελούν το αντικείμενο ενός μακροσκοπικού οικονομικού και κοινωνιολογικού πειράματος, με εμπνευστές τα υπολείμματα νεοφιλελεύθερων και ολοκληρωτικών πεποιθήσεων διεθνών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, και των νεοφιλελεύθερων θυλάκων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Φορέας υλοποίησης αυτού του πειράματος είναι η ομάδα με επικεφαλής τον κ. Παπανδρέου, με κοινή ψυχοσύνθεση και ιδεολογική κατεύθυνση.
Ο πασοκικός… ελιτισμός διαπνέεται από ένα κράμα ναρκισσισμού και πάθους με τη διασημότητα (γι’ αυτό τους βλέπεις από το πρωί έως το βράδυ στα κανάλια και στις συναντήσεις με τους… διεθνείς ηγέτες, έστω κι αν αυτοί τους ρίχνουν φάπες…). Όμως κύριο χαρακτηριστικό του ναρκισσισμού είναι η απαξίωση των άλλων. Από εκεί προφανώς προκύπτει και το μίσος ενάντια στον λαό.
Όλα τα παραπάνω τα αναφέρουμε επειδή τα νέα μέτρα που παρουσιάστηκαν με το πολυνομοσχέδιο, το οποίο κατ’ ουσίαν αποτελεί τη δεύτερη φάση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, χαρακτηρίζονται από σαδιστική διάθεση απέναντι στο σύνολο σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού. Εδώ θα σχολιάσουμε κάποιες πλευρές που αφορούν τον δημόσιο τομέα.
Με στοιχεία εμπνευσμένα από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ (τους οποίους πληρώνουμε και τους δύο), από τους συμβούλους του κ. Ρέππα και τον – ευρισκόμενο πίσω από μία σειρά μέτρα – κ. Πλασκοβίτη, το Μεσοπρόθεσμο ΙΙ έχει μία πολλαπλή στόχευση.
Κατ’ αρχάς αποτελεί το έναυσμα για την πλήρη εξόντωση του δημόσιου τομέα και κατά συνέπεια των δημοσίων υπαλλήλων. Το κατορθώνει τόσο με την κατά 30% έως 50% μείωση του εισοδήματος του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων (ο κ. Βενιζέλος ακόμη μια φορά αποδεικνύεται… αερολόγος).
Δεύτερον, υποτάσσει και απαξιώνει το οποιοδήποτε ανεξάρτητο και με δεξιότητες προσωπικό είχε ενταχθεί στη δημόσια διοίκηση τα τελευταία χρόνια. Από αυτή την άποψη το δημοσιονομικό όφελος έχει πολύ μικρότερη σημασία από το πολιτικό όφελος. Τι εννοούμε με αυτό; Είναι σαφές ότι το κύριο δημοσιονομικό «όφελος» θα επέλθει με τη δεύτερη φάση της εφεδρείας. Τώρα αυτό που επιτυγχάνεται με το παρόν νομοσχέδιο είναι τα εξής:
Διώχνονται, είτε με εκβιαστικά διλήμματα της εφεδρείας προωθούνται στην επιλογή της συνταξιοδότησης, όσοι «αντιπολιτευόμενοι» θα μπορούσαν να καλύψουν υψηλόβαθμες θέσεις στον δημόσιο τομέα. Οι γενιές που εισήχθησαν στο Δημόσιο την περίοδο 1981-1989 καθίστανται κυρίαρχες. Αποφασίζουν για την εξέλιξη των υπολοίπων, κατακτούν – ανεξαρτήτως προσόντων – τις πιο υψηλόβαθμες θέσεις, έχουν τις μικρότερες απώλειες σε εισοδηματικό επίπεδο.
Η εξουσία τους καθίσταται απόλυτη, καθώς, όταν οι μισθοί θα φθάνουν στα όρια της εξαθλίωσης, σε αυτούς δίνεται το ολοκληρωτικό δικαίωμα από τον νόμο να αποφασίζουν για το αν και ποιοι θα λάβουν τα πενιχρά επιδοματικά ξεροκόμματα που πετάει η κομματική νομενκλατούρα.
Η επανίδρυση του πασοκικού κομματικού κράτους είναι άλλωστε ο λόγος που, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι δημόσιοι υπάλληλοι που εισήχθησαν με αξιοκρατικές διαδικασίες και διαθέτουν περισσότερα προσόντα – όπως μεταπτυχιακά και διδακτορικά ή μέσα από εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης – κυριολεκτικά σφαγιάζονται.
Κάθε επιπρόσθετο προσόν – πλην της υποταγής στα κομματικά κελεύσματα – παύει να έχει την όποια σημασία για την εξέλιξη κάποιου, αλλά και για το μισθολογικό του κλιμάκιο.
Είναι τόσο εξόφθαλμο το γεγονός ότι το νομοσχέδιο έχει μόνο στόχο το βόλεμα των «ημετέρων», ώστε περιλαμβάνει την – πρωτότυπη, ομολογουμένως – διάταξη ότι ο… υπουργός μπορεί με απόφαση να διορίζει προϊσταμένους και διευθυντές. Επιπλέον δεν θα είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου άτομα με απολυτήριο λυκείου θα διαθέτουν την εξουσία να κρίνουν κατόχους διδακτορικών! Σημειώνουμε, για λόγους «στατιστικής», ότι οι διορισθέντες το 1981-1989 αποτελούν το 39% (!) του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων.
Συνεπώς το συγκεκριμένο κεφάλαιο του πολυνομοσχεδίου λανθασμένα ονομάζεται «Σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και βαθμολογικής εξέλιξης». Έπρεπε να ονομάζεται, επί το ορθότερον, «Σύστημα για την επανίδρυση του πασοκικού κομματικού κράτους».
Η Ελλάδα σήμερα βιώνει πραγματικότητες που οι χώρες του Τρίτου Κόσμου έζησαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν μέσα από τις παρεμβάσεις οργανισμών, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, υποστηρίχθηκαν μερίδες των εγχώριων ελίτ, οι οποίες στράφηκαν εναντίον των συμφερόντων του εγχώριου πληθυσμού.
Από αυτή την άποψη δεν είναι διόλου τυχαία τα χειροκροτήματα προς τον κ. Παπανδρέου από τους βιομηχάνους της Γερμανίας ή οι διθυραμβικοί τόνοι για την «ηγετική του προσωπικότητα» από μέρος του γερμανικού Τύπου.
Μία από τις βασικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν τότε ήταν η κατάλυση του κράτους και η ιδιωτικοποίηση του συνόλου των δραστηριοτήτων του. Το γεγονός αυτό βέβαια έχει συνέπεια τον περαιτέρω περιορισμό του εισοδήματος των κατωτέρων τάξεων, αφού αυτές είναι αναγκασμένες να πληρώνουν για αγαθά που έως τότε θεωρούνταν δημόσια.
Σήμερα είναι φανερό ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την πλήρη διάλυση του κράτους. Η συνεχής υπονόμευσή του, η διάλυση κάθε λειτουργίας του, από τις δομές όπως η «Βοήθεια στο Σπίτι», έως τους φορολογικούς μηχανισμούς, την αστυνομία και τις ΔΕΚΟ, δεν είναι παρά τα προανακρούσματα της πλήρης ιδιωτικοποίησης του κράτους και των λειτουργιών.
Οι εταιρείες συμβούλων, οι Γερμανοί επενδυτές καραδοκούν για να αγοράσουν σε τιμές ευκαιρίας – και με τα απαραίτητα «δωράκια» – το σύνολο του πλούτου της χώρας. Όμως, η πιο σημαντική συνέπεια αυτού είναι ότι έτσι θα υπονομευτεί οποιαδήποτε δυνατότητα ανάπτυξης στο μέλλον.
Γι’ αυτό και το ζήτημα σήμερα μπαίνει για όλους μας με έναν απλό όσο και αμείλικτο τρόπο: Ή αυτοί ή εμείς…