Μια αλληγορία για το σήμερα
Ο Τάκης Σπυριδάκης ταυτίστηκε με ένα από τα πιο δυνατά θεατρικά έργα των μνημονιακών ετών, τον Άγριο Σπόρο. Σαν αποχαιρετισμό αναδημοσιεύουμε το κείμενο του Κώστα Σαμάντη για την παράσταση.
Α-Ρ.
Του Κώστα Σαμάντη από την Ρήξη φ. 127 (Οκτώβριος 2016).
«Το Κράτος… το αισθάνονται σαν ξένο, όχι δικό τους, και δεν το πονούν. Τη χώρα τους την αγαπούν με πάθος. Για μια χούφτα από το χώμα της είναι άξιοι να πεθάνουν με την πιο μεγάλη ευκολία. Άλλο πατρίδα όμως και άλλο πολιτεία. Με την πατρίδα είμαστε στενότατα δεμένοι, την έχουμε βάλει μέσα στο αίμα μας, γιατί και με το αίμα μας την έχουμε κρατήσει. Την πολιτεία όμως, δηλαδή αυτόν τον ορισμένο τρόπο με τον οποίο έχει οργανωθεί και διοικείται ο τόπος, αυτή την απρόσωπη δύναμη που λειτουργεί στο όνομα όλων για να εξασφαλίσει με τα όργανα και τους θεσμούς της τη ζωή και την ελευθερία μας, δεν μπορούμε να την νιώσουμε σαν κάτι εντελώς δικό μας. Είναι ξένο σώμα για το αίσθημά μας».
Ευάγγελος Παπανούτσος.
Απόσπασμα από το δοκίμιο με τον τίτλο, Κράτος και Νεοέλληνες, 1948. (Από το πρόγραμμα της παράστασης)
Ένα από τα θέματα συζήτησης των τελευταίων μνημονιακών ετών είναι το πού βρίσκεται η διανόηση αυτής της χώρας. Λαλίστατη σε άλλες περιόδους, ιδιαίτερα την περίοδο της σημιτικής κυριαρχίας, στις μέρες μας λάμπει διά της απουσίας της. Είναι σαν να έχει μεταναστεύσει σε άλλη χώρα, ή σαν να έχει κρυφτεί στα υπόγεια των πολυτελών, στην πλειοψηφία της, σπιτιών που διαθέτει. Η απουσία αυτή είναι διπλή. Αφενός λείπει η πνευματική παραγωγή μέσω της οποίας θα κατατίθετο η κρίση για τα σημεία (ηθικά, κοινωνικά, πολιτιστικά ακόμη και οικονομικά) των καιρών. Αφετέρου και πολύ περισσότερο η κατάθεση ενός κάποιου έστω μανιφέστου ως πρόταση και διεκδίκηση τα δύσκολα αυτά χρόνια. Αλλά, φευ! Μοιάζει να καταναλίσκεται στο μοίρασμα της πίτας ή μάλλον των ψίχουλων που έχουν απομείνει– για μια θέση στα καλοκαιρινά φεστιβάλ, για μια επιχορήγηση στα διάφορα κέντρα (κινηματογράφου κ.λ.π) που έχουν απομείνει, για ένα διορισμό συμβούλου σε κάποιο υπουργείο.
Ο Γιάννης Τσίρος είναι καθόλα γνωστός στο ελληνικό κοινό. Τα θεατρικά του Αξύριστα Πηγούνια και Αόρατη Όλγα, όπως επίσης και το σενάριό του στην ταινία Ο Εχθρός μου, τον έχουν κατατάξει στους παραγωγικούς συγγραφείς της χώρας μας. Αυτή τη φορά επανέρχεται με το θεατρικό Άγριος Σπόρος, που ανεβαίνει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά από την ομάδα ΝΑΜΑ στο θέατρο Επί Κολωνώ, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη.
Το συγκεκριμένο έργο, καθόλου τυχαία, άρχισε να το γράφει το 2008, χρονιά που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, και το ολοκλήρωσε το 2012, μεσούσης της μνημονιακής καταιγίδας. Για μία ακόμη φορά ο Άλλος, ο Ξένος, είναι παρών ως βασική παράμετρος του κειμένου. Σε αυτό κεντρικός ήρωας είναι ο Σταύρος (γύρω στα 50) ο οποίος λειτουργεί μια αυθαίρετη παράγκα ως καντίνα σε μια από τις πολλές παραλίες της χώρας μας. Είναι η πρώτη νύξη για το παρασιτικό μοντέλο το οποίο κυριάρχησε επί σειρά ετών, τόσο με το αυθαίρετο της εγκατάστασης όσο και με τη μονοθεματική καλλιέργεια του τουρισμού. Όσο και αν αυτό το μοντέλο λειτούργησε τον προηγούμενο καιρό με τον αεριτζίδικο χαρακτήρα του (ο Σταύρος δεν κόβει αποδείξεις και τα σουβλάκια του δεν είναι ό,τι το καλύτερο), τώρα πλέον κλείνει τον καταστροφικό κύκλο του.
Η εξαφάνιση, στην παραλία του Σταύρου ενός Γερμανού, δίνει το έναυσμα για εκτεταμένες έρευνες σε αυτή. Μέσα σε 24 ώρες ο Τσίρος καταθέτει την ακτινογραφία του σύγχρονου έλληνα. Είναι αυτός ο οποίος, όντας χρεωμένος, έρχεται αντιμέτωπος με σκληρές οικονομικές πολιτικές (…θα φτιάξουν λέει φυλακές για αυτούς που χρωστάνε στο δημόσιο, …από Σεπτέμβριο έρχεται η εφορία), με το δίλημμα της μετανάστευσης (…πριν δύο χρόνια ζητούσαν σφάχτες στην Αυστραλία), αλλά και την επιλογή να συνεχίσει στον ίδιο ανέξοδο δρόμο των μικροαδικημάτων, όπως έκανε χρόνια τώρα. Αυτή την ημέρα όμως θα έρθει αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα. Η εξαφάνιση του νεαρού Γερμανού θα φέρει για εκτεταμένες έρευνες την αστυνομία στην παραλία, τις οποίες διευθύνει (!) ένας ειδικός από τη Γερμανία, ο Χέρμαν. Είναι αυτός ο οποίος αποφασίζει τι, πώς και πότε θα γίνει. Στις έρευνες αυτές παρευρίσκονται και οι αλλοδαποί παραθεριστές της περιοχής. Αυστριακοί, Ολλανδοί, Γάλλοι, Σουηδοί. Είναι αυτοί που έχουν αγοράσει, για ένα κομμάτι ψωμί, χωράφια, σπίτια στην περιοχή, ακόμα και για 250 ευρώ τη βαρκούλα του κυρ-Αντρέα.
Η αντιπαράθεση θα είναι σφοδρή. Ο Σταύρος θα βρεθεί στο επίκεντρο, ως ύποπτος, των ερευνών και μέχρι το βράδυ η παρουσία των ξένων θα οδηγήσει τον δήμαρχο (αμφιβόλου οικονομικής επιφάνειας) να αποφασίσει την κατεδάφιση της παράγκας, αλλά και το κλείσιμο του χοιροστασίου που διαθέτει ο ήρωας.
Μέσα από το κείμενο, ίσως το πλέον σύγχρονο και διεισδυτικό για την περίοδο που διανύουμε, ο Τσίρος ασκεί κριτική στον Σταύρο, αναδεικνύοντας τις λανθασμένες επιλογές και τις προσωπικές του ευθύνες, έχοντας στο μυαλό του το σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Όμως όσο αυστηρός και αν είναι, αυτό το οποίο διαπερνά σαν θαλασσινό αεράκι το κείμενο είναι το ενδιαφέρον και η αγάπη του για τον Σταύρο, μιας και μαζί με τα ελαττώματά του αναφύονται τα χαρακτηριστικά (η κοινωνικότητα, το φιλότιμο, η ιδιοσυγκρασία του) που θα τον βοηθήσουν σαν «άγριος σπόρος με χίλιους ανθούς και χίλια αγκάθια να ξαναφυτρώσει κόντρα σε αυτούς, τους χιλιάδες, που προσπάθησαν να τον ξεριζώσουν».
Η Ελένη Σκότη μας προτείνει μια ουσιαστική και απέριττη σκηνοθετική πρόταση έχοντας στήσει σωστά και τους τρεις ηθοποιούς – το Σταύρο, την κόρη του Χαρούλα, αλλά και τον αστυνομικό ο οποίος διεξάγει τις ανακρίσεις.
Ο Τάκης Σπυριδάκης, σαν Σταύρος, είναι ιδανικός στον ρόλο του αεριτζή μεροκαματιάρη βιοπαλαιστή. Είναι λες ο ρόλος αυτός να έχει γραφτεί ειδικά για το πρόσωπό του.
Ο Ηλίας Βαλάσης στον ρόλο του Τάκη ως αστυνομικός αποδίδει άψογα το όργανο της τάξης ενός παραθαλάσσιου χωριού, το οποίο είναι αναγκασμένο να ακροβατεί ανάμεσα στην οικειότητα που πηγάζει από τη στενή σχέση με τους συγχωριανούς του και την αυστηρή απόσταση που καθορίζει η ιδιότητά του.
Αρκετά καλή η Ντάννη Γιαννακοπούλου στον ρόλο της Χαρούλας, κόρης του Σταύρου, μιας νεαρής «αιχμάλωτης», στο μεταίχμιο ενός κόσμου που αλλάζει βίαια.
Συμβολή στην επιτυχία του έργου έχουν τόσο ο Γιώργος Χατζηνικολάου με τη λιτή και ουσιαστική σκηνογραφία του, όσο και ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος με τους καίριους φωτισμούς να αναδεικνύουν τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του έργου.
Το έργο ξεκινά με το επιφώνημα: «Αντέχουμε ρεεεε!» και τελειώνει με το «Αντέχουμε … παντού φυτρώνουμε…». Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι η εν δυνάμει αυτή κατάσταση οφείλει να συμπληρωθεί με το πείσμα και τη δημιουργική παραγωγικότητα που απαιτεί η περίοδος.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Άγριος σπόρος
του Γιάννη Τσίρου
Θέατρο Επί Κολωνώ
Ναυπλίου 12, Αθήνα
Συγγραφέας: Γιάννης Τσίρος
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου
Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Παίζουν: Τάκης Σπυριδάκης, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Ηλίας Βαλάσης
Διάρκεια: 105 λεπτά
Τιμές Εισιτηρίων: Κανονικό: 16,00€ Φοιτητικό/Ανέργων: Σάββατο-Κυριακή 12,00€ Φοιτητικό/Ανέργων: Καθημερινές 10,00€ άνω των 65, 12,00€ (κάθε Τετάρτη)
Παραστάσεις: Τετάρτη – 19:30, Παρασκευή – 21:15, Σάββατο – 20:30, Κυριακή – 20:3