Του Χρήστου Γ. Ζαχαράκι από την Καθημερινή
Αγνοια; Αφέλεια; Αυταπάτη; Ευσεβοποθισμός; Αναζήτηση άλλοθι προς δικαιολόγηση ανικανότητος, απροθυμίας ή αδυναμίας; Αγχος απαλλαγής από ένα ενοχλητικό πρόβλημα; Ή κάτι χειρότερο; Τι άραγε από όλα αυτά οδήγησαν τον κ. πρωθυπουργό –όπως άλλωστε και όλους τους προκατόχους του για να είμαι δίκαιος– στην απόφαση να υποβάλει στον επισκέπτη Αμερικανό πρόεδρο την ηλικιακά μεσόκοπη, πλέον, παράκληση για αμερικανική παρέμβαση προς επίτευξη «μόνιμης και βιώσιμης λύσεως» του Κυπριακού;
Τα ερωτήματα είναι εύλογα γιατί μόνο αν ισχύει κάποια από αυτές τις εικασίες θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η ομόφωνη επιμονή της ελλαδικής και της ελληνοκυπριακής πλευράς να επαναλαμβάνουν μονότονα, σε κάθε ευκαιρία, το σχετικό αίτημα, που εξίσου μονότονα αντιμετωπίζεται διαχρονικά από τις εκάστοτε αμερικανικές ηγεσίες με τη γνωστή αποστομωτική και μάλλον περιφρονητική έκφραση «η σιωπή μου προς απάντησή σου»!
Και, βεβαίως, δεν πρόκειται ειδικότερα για τον πρόεδρο κ. Ομπάμα που, στο κάτω κάτω, είναι απερχόμενος, «κουτσή πάπια» (lame duck), όπως προσφυώς χαρακτηρίζονται στο αμερικανικό σύστημα όλοι οι πρόεδροι κατά το μεταβατικό δίμηνο μέχρι να παραδώσουν την εξουσία στον νεοεκλεγέντα διάδοχό τους. Γιατί ο κ.Ομπάμα δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ακολουθήσει την εν προκειμένω καθιερωμένη και αμετακίνητη επί δεκαετίες αμερικανική πολιτική. Της ποντιοπιλατικής, δηλαδή, συστάσεως στο θύμα να συμβιβαστεί κατ’ ουσίαν με τον θύτη αποδεχόμενο τη «λύση» που αυτός θα στέρξει να προσφέρει. Και που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη διορατικότητα για να αντιληφθεί κανείς ότι αυτή θα είναι νομοτελειακά χειρότερη για την ελληνική πλευρά από το σημερινό κατοχικό διχοτομικό status quo, του οποίου ακριβώς τη μονιμοποίηση και νομιμοποίηση επιδιώκει η Τουρκία με την ανοχή ή και την ενθάρρυνση και των γνωστών τρίτων «ενδιαφερομένων» καλοθελητών και μεσολαβητών. Οπως επιβεβαιώνουν και όλα τα μέχρι σήμερα προβληθέντα «σχέδια λύσεως» από τους έξι, μετά την τουρκική εισβολή, γενικούς γραμματείς του ΟΗΕ, τα οποία πάγια υποστηρίχτηκαν ως μεγάλη ευκαιρία από τους οκτώ έως τώρα προέδρους των ΗΠΑ, ανεξαρτήτως κομματικής προελεύσεως, με την πεποίθηση ότι έτσι εκπληρώνουν τις εκάστοτε διαβεβαιώσεις τους προς Ελληνες ή Ελληνοαμερικανούς συνομιλητές τους για την πρόθεση και διάθεσή τους να εξαντλήσουν την επιρροή των ΗΠΑ ώστε να εξασφαλιστεί αποφασιστική πρόοδος στις προσπάθειες επιλύσεως του Κυπριακού. Υπό μία, βέβαια, αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση. Οτι δηλαδή οποιαδήποτε παρέμβαση των ΗΠΑ δεν θα διαταράξει την εξισωτική ουδετερότητα και ισορροπία που η υπερδύναμη τηρεί αμετακίνητα έναντι της Ελλάδος και της Τουρκίας. Πράγμα που, φυσικά, ισοδυναμεί τελικά με δικαίωση στην πράξη του εισβολέα και του παραβάτη κάθε κανόνος διεθνούς δικαίου και κάθε αρχής διεθνούς ηθικής. Εξ ου και οι συστάσεις που μας απευθύνουν περί της ανάγκης συμβιβασμού μας με τις αξιώσεις της Αγκυρας, οι οποίες πρόδηλα αντανακλούν τον στόχο της να αποκτήσει μέσω δήθεν «λύσεως» τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.
Και οι μεν Αμερικανοί εφαρμόζουν την πολιτική που κρίνουν ότι εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους, κάτι που ασφαλώς δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε απορία.
Αυτό που, ωστόσο, προκαλεί πράγματι απορία είναι οι τουλάχιστον ανεξήγητες προσδοκίες τις οποίες διατυμπανίζουν από κοινού Αθήνα και Λευκωσία κάθε φορά που φημολογείται ότι οι σαραντάχρονες ήδη «δικοινοτικές συνομιλίες» οδηγούν σε επικείμενη λύση. Καθώς και η συνακόλουθη πρόθυμη ανταπόκρισή τους στις οπισθόβουλες παροτρύνσεις τρίτων για συμμετοχή στην παγίδα της ατελείωτης αυτής παντομίμας, η οποία εκτρέφει οφθαλμοφανείς, εν τούτοις, κινδύνους που αναπόφευκτα και αποδεδειγμένα οδήγησαν στη μοιραία σταδιακή διολίσθηση από την αρχική ελληνική επιδίωξη του ενιαίου ή, έστω, πολυπεριφερειακού, καντονιακού, κράτους, σε ένα τερατώδες διπεριφερειακό και διχοτομικό συνομοσπονδιακό μόρφωμα και μάλιστα υπό την αγνώστου χρονοδιαγράμματος προστασία των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων.
Σε ποιο λοιπόν από τα αρχικά ερωτήματα οφείλεται η απαράδεκτη εμμονή των ελλαδικών και ελληνοκυπριακών πολιτικών ηγεσιών να παπαγαλίζουν σταθερά από το 1974 τα περί «μόνιμης και βιώσιμης» λύσεως του Κυπριακού και να αρκούνται να επαναλαμβάνουν αυτολεξεί στα κοινά ανακοινωθέντα των συναντήσεών τους τις κοινοτοπίες περί της αμετακίνητης προσηλώσεώς τους στη δίκαιη διευθέτηση του «εθνικού θέματος» στο πλαίσιο των αρχών του ΟΗΕ κ.λπ., κ.λπ.;
Οταν απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, τότε θα διαφανεί, ίσως, κάποιο περιθώριο ριζικής αναθεωρήσεως της πολιτικής μας στο Κυπριακό. Μέχρι τότε ας αρκεσθούμε στη διθυραμβική έκφραση της ευγνωμοσύνης μας για την –αμφίβολης αποτελεσματικότητος– αμερικανική συμπαράσταση στο ζήτημα του χρέους και ας χαμογελάσουμε αυτάρεσκα, όπως αρμόζει στις συνήθεις και επιζητούμενες στις περιπτώσεις αυτές ευκαιριακές φωτογραφίες.
*Ο κ. Χρ. Γ. Ζαχαράκις είναι πρέσβης ε.τ.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Το “περιθώριο ριζικής αναθεωρήσεως της πολιτικής μας στο Κυπριακό” βρίσκεται στις εργασίες της Φιλικής Εταιρείας. Σας προσκαλούμε να τις υποστηρίξετε:
http://filiki.etaireia.org/ergasies.html