«Η Τουρκία έχει πάρει έναν δρόμο που καθιστά αδύνατη την ένταξή της στην Ε.Ε.»
Οι τελευταίες εξελίξεις στις σχέσεις των χώρων της ΕΕ με την Τουρκία έχουν οδηγήσει για πρώτη φορά σ’ ένα τόσο βαθύ ρήγμα στις σχέσεις των δύο μερών. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο της επί σειρά δεκαετιών φιλοτουρκικής γαλλικής συστημικής εφημερίδας Le Monde –θεωρούμενης ως το ανεπίσημο όργανο του Quai d’ Orsay, δηλαδή του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών– που κηρύττει την ανάγκη μιας τελεσίδικης και οριστικής ρήξης με την Άγκυρα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην προοπτική της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Ρήξη»
Του Αρνό Λεπαρμαντιέ* δημοσιεύτηκε στην Ρήξη φ. 132
Να, λοιπόν, που χαρακτηριζόμαστε «ναζιστές» από τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος χρησιμοποίησε αυτό τον όρο κατά των Γερμανών και των Ολλανδών, επειδή απαγόρευσαν στους υπουργούς της τουρκικής κυβέρνησης να διεξάγουν προεκλογική εκστρατεία στην Ευρώπη.
Αν θα χρειαζόταν ένα επιχείρημα για να εξηγήσουμε γιατί η Τουρκία δεν είναι κατάλληλη να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αυτό θα αρκούσε. Η Ευρώπη είναι ένας χώρος ευμένειας και συμφιλίωσης, χτισμένος πάνω στα ερείπια ενός δεύτερου παγκόσμιου πολέμου που σημαδεύτηκε από τα εγκλήματα των ναζί. Δεν χρειάζεται και μεγάλη ανάλυση, αρκεί η ήρεμη διαπίστωση, χρησιμοποιώντας αυτό το λεξιλόγιο, πως η Τουρκία του Ερντογάν δείχνει ότι δεν αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Σε αυτούς τους επικίνδυνους καιρούς, είναι απαραίτητο να ρίξουμε τους τόνους, εν αναμονή του συνταγματικού δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου, το οποίο μπορεί να ενισχύσει τις εξουσίες του προέδρου Ερντογάν, αλλά και των ολλανδικών, γαλλικών και γερμανικών εκλογών.
Αλλά θα πρέπει επίσης να προετοιμάσουμε, ψύχραιμα, την απαραίτητη εξήγηση. «Κάποια μέρα, θα πρέπει να ειπωθεί στην Τουρκία ότι δεν είναι δυνατόν να εισέλθει στην Ευρώπη», συνόψισε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Ιμπέρ Βεντρίν, στις 14 Μαρτίου, στη γαλλική τηλεόραση. Διότι η ένταξή της δεν θα επικυρωθεί ποτέ, διότι δεν υπάρχει θέση γι’ αυτήν.
Σεβασμός στον Μοντεσκιέ
Η υποψηφιότητα της Τουρκίας υπήρξε ο καρπός ενός δηλητηριώδους κοκτέιλ: Η δειλία εκείνων που θεωρούσαν ότι όφειλαν να εκπληρώσουν μια υπόσχεση ένταξης που έγινε το 1963, κατά τη διάρκεια μιας συνθήκης σύνδεσης, χωρίς να βλέπουν ότι το ευρωπαϊκό πρόταγμα είχε στο μεταξύ αλλάξει φύση. Ο κυνισμός των Βρετανών, οι οποίοι ήθελαν να έχουν έναν στρατηγικό χώρο, ένα είδος οικοσυστήματος όλο και ευρύτερο, μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών ταυτισμένη με τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ (Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου), πράγμα που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε πολιτική ένωση. Η ιδεολογία των σοσιαλιστών, που ήθελαν να αποδείξουν διά της εις άτοπον απαγωγής ότι η ΕΕ δεν είχε χριστιανικές ρίζες και θα μπορούσε να απορροφήσει μια τεράστια μουσουλμανική χώρα.
Ο χρόνος έχει κάνει το έργο του: η Τουρκία έχει πάρει έναν δρόμο που κάνει αδύνατη την ένταξή της. Ας μην κατηγορούμε τους Ευρωπαίους ότι είναι πίσω από την στροφή της Άγκυρας. Ο κύριος υπεύθυνος είναι ο Τούρκος πρόεδρος: Με την αυταρχική του παρέκκλιση και τη νεοθωμανική επιλογή του, που τον στρέφει προς την Ασία.
Η Τουρκία δεν πληροί πλέον τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, τα οποία απαιτούν σεβασμό στον Μοντεσκιέ και στην οικονομία της αγοράς. Μόνο η ΕΕ δεν το έχει πάρει είδηση. Ο Ερντογάν φιμώνει τον Τύπο, φυλακίζει ό,τι κινείται, απειλεί να επαναφέρει τη θανατική ποινή και πολεμάει τους Κούρδους, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Αν ακούσουμε την ανάλυση του γεωγράφου Μισέλ Φουσέ, η Ευρώπη φέρει ένα μέρος της ευθύνης. «Ο Ερντογάν χρησιμοποίησε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις του 2005 για να περιθωριοποιήσει τον στρατό, ο οποίος ήταν φορέας των αξιών του κεμαλισμού. Παραδόξως, η προοπτική της ένταξης στην ΕΕ επέτρεψε μια μορφή οθωμανοποίησης της Τουρκίας».
Νεοθωμανισμός
Σκληρή ειρωνεία: η Ευρώπη επέτρεψε στο AKP, το ισλαμικό-συντηρητικό κόμμα που ανέβηκε στην εξουσία το 2002, να καταβυθίσει την κληρονομιά του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ – η οποία ήταν αυταρχική και συχνά όχι ιδιαίτερα δημοκρατική, αλλά πιο συμβατή με την Ευρώπη από πολλές πλευρές.
Δεύτερο σοκ, ο νεοθωμανισμός. Η κακή συμπεριφορά του Νικολά Σαρκοζί, της Άνγκελας Μέρκελ και του ευρωπαϊκού τουρκοσκεπτικισμού, σαφώς αποθάρρυναν τον φιλοευρωπαϊκό τουρκικό πληθυσμό. Ως αποπεμφθείσα ερωμένη, η τουρκική κοινή γνώμη άφησε τον Ερντογάν να προωθήσει την εθνικιστική του στροφή.
Η στρατηγική αυτή εξέλιξη υπήρξε εξάλλου πολύ επιτυχημένη στην αρχή της δεκαετίας. Κατά τη διάρκεια των «αραβικών ανοίξεων», η χώρα του αποτελούσε ένα μοντέλο στον μεσογειακό κόσμο, μετά από χρόνια μεταρρυθμίσεων και διπλωματικών προσπαθειών που του επέτρεψαν να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τους περισσότερους γείτονές της. Όμως, παρά την πρόσφατη συμφιλίωσή της με τους Ρώσους, η Τουρκία βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο όλων των συγκρούσεων. Από μόνη της καταποντίστηκε!
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες αρνούνται να αναλάβουν την πρωτοβουλία της διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων: αυτό θα προσέθετε κρίση στην κρίση. Για μια στιγμή ηθικής ικανοποίησης και ένα εφήμερο κέρδος εσωτερικής πολιτικής –όπως ήταν το κλείσιμο της γαλλικής πρεσβείας στη Δαμασκό και η εκδίωξη των Ρώσων από το G8– βρεθήκαμε χωρίς κανένα δίαυλο διαλόγου. Έχουν δίκιο.
Να θέσουμε τέλος στη διγλωσσσία
Το πρωταρχικό είναι να «αναδημιουργηθεί μια σχέση ισχύος» με την Άγκυρα, όπως προτείνει ο Ιμπέρ Βεντρίν. Πρώτον, να «μπορέσουμε να αναλάβουμε το θέμα των προσφύγων, ακόμη και αν οι Τούρκοι δεν είναι πια συνεργάσιμοι». Διότι, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, αν αφήσει ο Ερντογάν τους πρόσφυγες να περάσουν, ολόκληρη η Ευρώπη θα αποσταθεροποιηθεί, ακόμα πιο σοβαρά κι από το καλοκαίρι του 2016. Το ζήτημα προϋποθέτει λοιπόν την εμπλοκή των Δυτικών εκ νέου στη Μέση Ανατολή και μια συγκεκριμένη διαχείριση του μεταναστευτικού, που θα απαλλάξει την Ελλάδα από τα πλήθη που καταφτάνουν από τη Μικρά Ασία.
Στη συνέχεια, θα πρέπει να σταματήσει η διγλωσσία και να πάψουμε να απαιτούμε από τους Τούρκους τον σεβασμό των δυτικών προτύπων που αρνούνται να εφαρμόσουν. «Οφείλουμε να έχουμε με την Τουρκία τις ίδιες σχέσεις που έχουμε με τον Αλ-Σίσι», τον ελάχιστα δημοκρατικό Αιγύπτιο πρόεδρο, εκτιμά ο κεντρώος Ζαν-Λουί Μπουρλάνζ.
Μια ψυχρή σχέση, κάπως κυνική, χωρίς ηθικολογική προσέγγιση, θα ήταν αναμφίβολα πιο αποτελεσματική και για τις δύο πλευρές και όχι κατ’ ανάγκη πιο επιβλαβής για τα ανθρώπινα δικαιώματα. «Οφείλουμε να έχουμε μια τουρκική πολιτική, όπως είχαμε κάποτε μια αραβική ή ρωσική πολιτική», λέει ο Μισέλ Φουσέ.
Αυτό δεν πρέπει να εμποδίσει την παροχή κάποιων ανταλλαγμάτων. Η ΕΕ θα πρέπει να ελευθερώσει τη χορήγηση βίζας για τους μικροεπιχειρηματίες της Ανατολίας, που αποτελούν την εκλογική βάση του Ερντογάν, περισσότερο από τις δυτικοποιημένες κωνσταντινουπολίτικες ελίτ. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι εντελώς ανίσχυροι για να λάβουν τις αναγκαίες πρωτοβουλίες: εξάλλου το Brexit ενισχύει την ηπειρωτική συνοχή και θέτει τέλος στο αμερικανικό όνειρο για μια ΕΕ η οποία να συμπίπτει με το ΝΑΤΟ.
* αρχισυντάκτη των κυρίων άρθρων της εφημερίδας
Μετάφραση από τα γαλλικά, Στράτος Ιωαννίδης