Το ολόγραμμα του Ζαν-Λικ Μελανσόν από πρόσφατη προεκλογική του συγκέντρωση
Κατά τον Economist, ένας δεύτερος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών, όπου θα μονομαχούν η Marine Le Pen και ο Jean-Luc Mélenchon, θα είναι η “εφιαλτική επιλογή”. Η Figaro αναφέρθηκε στον Mélenchon ως έναν “μικρό Chavez α λα γαλλικά” και οι Financial Times σημείωσαν ότι η αβεβαιότητα που προκαλεί η άνοδος του υποψήφιου της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει ήδη αυξήσει το premium στα γαλλικά ομόλογα εξαιτίας της ανησυχίας των επενδυτών για τις εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση, η εντυπωσιακή άνοδος του υποψηφίου της “Ανυπότακτης Γαλλίας”, που θεωρείται και ο μεγάλος κερδισμένος των τηλεοπτικών ντιμπέιτ, αποτελεί, μία εβδομάδα πριν από τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών, την τελευταία ανατροπή σε μια αναμέτρηση που διαψεύδει κάθε πρόβλεψη.
Στην αρχή όλα φάνταζαν προβλέψιμα. Το γαλλικό πολιτικό σύστημα είχε εξοικειωθεί με την ιδέα ότι η υποψήφια του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου θα περνούσε στον δεύτερο γύρο αλλά εκεί θα τελείωνε και η άνοδός της. Δεδομένης της σχετικής πολιτικής κατάρρευσης των Σοσιαλιστών, που συγκεφαλαιώθηκε στην πρωτοφανή για τα γαλλικά πολιτικά δεδομένα απόφαση εν ενεργεία Προέδρου να μην επιδιώξει την επανεκλογή του, όλα έδειχναν ότι ερχόταν ξανά η ώρα της Κεντροδεξιάς. Μάλιστα η ανάδειξη-έκπληξη του François Fillion στις εσωκομματικές προκριματικές εκλογές, έδειχνε να αναζωογονεί την παράταξη, με μια συνταγή κοινωνικού συντηρητισμού και ανυποχώρητου οικονομικού φιλελευθερισμού, περισσότερο απ’ ό,τι μια επιστροφή του φθαρμένου Sarkozy.
Κάπου εκεί σημειώθηκε η πρώτη ανατροπή, με την υποψηφιότητα Macron και την έντονη προβολή της. Προηγήθηκε μια ιδιαίτερα στοχευμένη επίθεση στον Fillion για την υπόθεση των οικογενειακών του αργομισθιών – επίθεση αξιοσημείωτη, καθώς το γαλλικό πολιτικό σύστημα δεν φημίζεται για την ιδιαίτερη ευαισθησία του σε τέτοιες πρακτικές. (Κάτι αντίστοιχο είχε να συμβεί από τις εκλογές του 1981, που έφεραν τον François Mitterand, σε μεγάλο βαθμό λόγω της απαξίωσης του Giscard d’Estaing από την υπόθεση των “διαμαντιών του Bokassa” της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας).
Από τη μεριά της, η υποψηφιότητα του Macron, τέως υπουργού της κυβέρνησης Hollande, χαρακτηριστικού εκπροσώπου των “περιστρεφόμενων θυρών” ανάμεσα σε επιχειρήσεις (εν προκειμένω, τις τράπεζες) και την πολιτική, σηματοδότησε μια ευρύτερη διάθεση αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού, καθώς τυχόν εκλογή του (που παραμένει το δημοσκοπικά πιθανότερο σενάριο) θα άνοιγε το δρόμο και για νέα πολιτικά σχήματα. Αφετηρία θα αποτελούσε εκ των πραγμάτων η διάσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που είδε στις εσωκομματικές εκλογές μια ιδιότυπη εξέγερση της κομματικής βάσης και την επικράτηση του Benoit Hamon, με θέσεις μετατοπισμένες προς τα Αριστερά.
Σε αυτό το τοπίο αναδύθηκε και η δυναμική του Mélenchon. Σήμερα οι δημοσκοπήσεις τον φέρνουν στην τρίτη θέση με 18% (πάνω από τον Fillion), με ανοδική τάση – την ώρα που ούτως ή άλλως οι τέσσερις πρώτοι υποψήφιοι κινούνται σε ένα φάσμα μόλις 7 ποσοστιαίων μονάδων. Επιπλέον, όλες οι συγκεντρώσεις του Mélenchon παραμένουν ιδιαίτερα μαζικές, προσελκύοντας ανθρώπους που υπερβαίνουν το πολιτικό ακροατήριο της Αριστεράς. Από διάφορες πλευρές μάλιστα εντείνονται οι πιέσεις προς τον Benoit Hammon να αποσυρθεί έστω και την τελευταία στιγμή υπέρ του Mélenchon, ώστε να αυξηθούν σημαντικά οι πιθανότητες να είναι ο τελευταίος αυτός που θα περάσει στο δεύτερο γύρο – γεγονός που θα τον καθιστούσε και αποδέκτη της αναμενόμενης δημοκρατικής αντισυσπείρωσης έναντι της Le Pen.
Πώς όμως συνέβη και ο 65χρονος παλιός λαμπερτιστής τροτσκιστής, με την αγάπη του για την παλαιάς κοπής ρητορική (στη Μασσαλία ολοκλήρωσε την ομιλία του απαγγέλλοντας την “Ειρήνη” του Γιάννη Ρίτσου), που είχε τα πρώτα του βήματα πολιτικοποίησης στον “Γαλλικό Μάη” και κατόπιν θήτευσε ως γερουσιαστής του Σοσιαλιστικού Κόμματος, εξελίχθηκε σε τόσο δυναμική υποψηφιότητα; Η απάντηση βρίσκεται σε ένα συνδυασμό παραμέτρων.
Καταρχάς, η εκλογική καμπάνια του διαφέρει από την προηγούμενη. Το 2012 ο Mélenchon ήταν ο υποψήφιος της Αριστεράς και των οργανωμένων συνδικάτων και αυτό έδινε τον τόνο της εκστρατείας του. Σήμερα η καμπάνια είναι οργανωμένη γύρω από τον ίδιο και την πλατφόρμα της “Ανυπότακτης Γαλλίας” που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται όχι τόσο στις οργανωμένες δυνάμεις (παρότι το Κομμουνιστικό Κόμμα βρέθηκε προ τετελεσμένου και αναγκάστηκε να δώσει την υποστήριξή του), όσο στα άτομα που πλαισιώνουν, ακολουθώντας λίγο το μοντέλο της καμπάνιας Sanders στις ΗΠΑ. Σε συμβολικό επίπεδο αυτό αποτυπώνεται στην ουσιαστική απαγόρευση κομματικών σημαιών στις συγκεντρώσεις όπου βασικά κυριαρχεί η γαλλική τρικολόρ. Ο ίδιος ο Mélenchon επενδύει ακόμη περισσότερο σε μια ρητορική που απομακρύνεται από κλασικούς συμβολισμούς της Αριστεράς ή των κινημάτων, προκρίνοντας περισσότερο την προβολή ενός οράματος ριζοσπαστικής επαναθεμελίωσης του γαλλικού ρεπουμπλικανισμού, δηλαδή ενός ανεξίθρησκου, ισχυρού δημοκρατικού κράτους πρόνοιας, κάτι που συμπυκνώνεται στο αίτημα για μια “6η Γαλλική Δημοκρατία”, περισσότερο κοινοβουλευτική παρά προεδρική. Την ίδια στιγμή η καμπάνια του είναι και η πιο προχωρημένη στο τεχνολογικό επίπεδο καθώς όχι μόνο το πρόγραμμά του συμπυκνώθηκε σε παρωδία video game με τον τίτλο “Fiscal Combat” αλλά ο ίδιος ήταν και ο πρώτος υποψήφιος που χρησιμοποίησε ολογράμματα για να μπορεί να δίνει την ίδια ομιλία σε δύο διαφορετικά σημεία ταυτόχρονα.
Η υποψηφιότητά του δεν παύει να έχει στοιχεία ριζοσπαστισμού που απουσιάζουν από άλλες. Ιδιαίτερα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, η τοποθέτησή του κατά του ΝΑΤΟ και κατά της πρόσδεσης της Γαλλίας σε ευρωατλαντικές πολιτικές συνιστά έντονη και σαφή διαφοροποίηση. Αντίστοιχα, η θέση του ότι εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε προοδευτική κατεύθυνση, τότε χρειάζεται ένα Σχέδιο Β που να περιλαμβάνει ακόμη και την ανυπακοή στις κοινοτικές συνθήκες, τον φέρνει απέναντι σε πάγιες θέσεις του γαλλικού πολιτικού συστήματος. Το ίδιο ισχύει και για τις εργασιακές σχέσεις και τις συντάξεις, όπου υιοθετεί τις προτάσεις των συνδικάτων, και προβάλλει συνολικά το αίτημα για μια νεοκεϋνσιανή πολιτική που θα τόνωνε τη ζήτηση, ενισχύοντας την απασχόληση και την ανάπτυξη.
Όμως, η άνοδος του Mélenchon θα πρέπει να ιδωθεί και ως σύμπτωμα ενός συνολικότερου προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ τα τελευταία χρόνια. Βασικές επιλογές, ιδίως σε ό,τι αφορά τις οικονομικές πολιτικές, παρουσιάζοντας ως ένας ιδιότυπος “αυτοματισμός” λιτότητας και απορρύθμισης, από ένα πολιτικό προσωπικό που μοιάζει ολοένα και πιο μακρινό, βγαλμένο από διαδρομές που παραπέμπουν σε κλειστά κλαμπ (για τη Γαλλία, το τρίγωνο ανάμεσα στις Grandes Écoles, τις ανώτερες θέσεις του κρατικού μηχανισμού και τις επιχειρήσεις). Αυτό γεννά μια συνθήκη αποξένωσης των ψηφοφόρων, που σε οριακές στιγμές οδηγεί στην στροφή προς όποιον υποψήφιο φαντάζει ως ο περισσότερο ανταγωνιστικός προς τη “συστημική πολιτική”. Μέχρι τώρα, κάτι τέτοιο συνηθιζόταν να ευνοεί τη λαϊκιστική Δεξιά και Ακροδεξιά. Όμως, η περίπτωση Mélechon δείχνει ότι τέτοιες δυναμικές μπορούν να πάρουν και αριστερό πρόσημο.