Χάρτης Αγγλο-Ρωσικού διαμοιρασμού Ιράν, 1941 – 1946
Η βρετανοσοβιετική εισβολή και κατάληψη του Ιράν
του Κωνστανρίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 134
Το φθινόπωρο του 2010, ο τότε πρόεδρος του Ιράν, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, δήλωσε στον διεθνή Τύπο ότι το Ιράν δεν έχει διαγράψει από τη μνήμη του την πεντάχρονη κατοχή από τις στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων στον Β’ ΠΠ και πως θα απαιτήσει πολεμικές αποζημιώσεις για τις καταστροφές που υπέστη τη συγκεκριμένη περίοδο. Οι δηλώσεις του προκάλεσαν έκπληξη παγκοσμίως, αποτελώντας ταυτόχρονα την αφορμή για την έρευνα ενός σχετικά άγνωστου επεισοδίου του Β’ ΠΠ, που κάποιοι θα ήθελαν να είχε πραγματικά ξεχαστεί. Πόσο μάλλον όταν αποτελεί σκοτεινό παράδειγμα της πραγματικής αξίας κατασκευασμένων εννοιών, όπως αυτή της Χάρτας του Ατλαντικού, πλαισιωμένης, στον κάλαθο των αχρήστων, με εκείνες της «αυτοδιάθεσης των λαών» και της «μη επέμβασης στα εσωτερικά των άλλων χωρών».
Το καλοκαίρι του 1941, που έλαβαν χώρα τα γεγονότα που εξιστορούνται στο παρόν άρθρο, η παγκόσμια στρατηγική κατάσταση είχε ως εξής: Η Μεγάλη Βρετανία και η ΕΣΣΔ είχαν βρεθεί ξαφνικά, εκούσες-άκουσες, σύμμαχοι, με τη δεύτερη να βρίσκεται σε πλήρη υποχώρηση μετά τις εκπληκτικές επιτυχίες των Γερμανών στα πρώτα στάδια της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσσα». Η σοβιετική ηγεσία είχε κεραυνοβοληθεί από την επίθεση και η πολεμική μηχανή των ναζί φαινόταν αήττητη, απειλώντας ευθέως τα μεγάλα αστικά κέντρα της ευρωπαϊκής Ρωσίας. Οι ΗΠΑ δεν είχαν μπει ακόμη στον πόλεμο και η Βρετανία είχε χάσει ως τότε κάθε μάχη στην ξηρά εναντίον των Γερμανών, αναγκάζοντας τον Τσόρτσιλ να δηλώσει ότι «μέχρι στιγμής νικάμε μόνο τους Ιταλούς». Παρά ταύτα, η τιτάνια αναμέτρηση στο ανατολικό μέτωπο είχε ανακουφίσει τη γερμανική πίεση κατά της Βρετανίας και το πρόβλημα, πλέον, αναγόταν στο πώς θα ανεφοδιαζόταν ο «θείος Τζο» (Στάλιν) για να κρατήσει στη γερμανική επίθεση. Μια γρήγορη κατάρρευση των Ρώσων μέσα στο ’41 θα σήμαινε πιθανόν ένα δεύτερο γύρο της Μάχης της Αγγλίας, με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Οι δύο τρόποι ανεφοδιασμού των Ρώσων με εφόδια από τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία ήταν μέσω Ισλανδίας και Θάλασσας του Μπάρεντς προς Αρχαγκέλσκ και Μούρμανσκ, η οποία ήταν εκτεθειμένη στα γερμανικά αεροπλάνα και υποβρύχια που εξέδραμαν από τις βάσεις της βόρειας Νορβηγίας και μέσω Βερίγγειου Πορθμού. Και οι δύο διαδρομές ήταν εξαιρετικά επικίνδυνες και χρονοβόρες και ήταν ανοικτές μόνο το καλοκαίρι λόγω του πάγου. Έπρεπε να βρεθεί πάση θυσία μία ασφαλέστερη διαδρομή, ανοικτή όλο τον χρόνο και χωρίς πολλά προβλήματα λόγω καιρού. Η λύση που επιλέχθηκε τελικά, μετά από πρόταση του ιδίου του Στάλιν, ήταν αυτή του Ιράν το οποίο, για κακή του τύχη, είχε εγκαινιάσει το 1938 έναν σύγχρονο σιδηρόδρομο που συνέδεε το Αμπαντάν στον Περσικό Κόλπο με το Μπαντάρ Σαχ στην Κασπία Θάλασσα, διασχίζοντας τη χώρα από άκρη σε άκρη. Οι άμοιροι Ιρανοί είχαν αναθέσει σε μία δανέζικη εταιρεία την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, για να μη δείξουν προτίμηση σε κάποια από τις εταιρείες των Μεγάλων Δυνάμεων που ορέγονταν το έργο και δημιουργηθούν προβλήματα.
Τα προβλήματα, ωστόσο, δημιουργήθηκαν όταν οι Βρετανοί, που κατείχαν το διυλιστήριο του Αμπαντάν από το 1912 και ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν τον έλεγχό του μέσω της Αγγλο-Ιρανικής Εταιρείας Πετρελαίου (μετέπειτα ΒΡ), άρχισαν να πιέζουν τον σάχη του Ιράν, Ρεζά Σαχ Παχλεβί, να διακόψει τις εμπορικές σχέσεις της χώρας του με τη Γερμανία και να απελάσει τους Γερμανούς που εργάζονταν στη χώρα. Το αστείο είναι πως, κατά την ίδια τη βρετανική πρεσβεία στην Τεχεράνη, το 1940 βρίσκονταν περίπου 1000 Γερμανοί και 2590 Βρετανοί σε ολόκληρο το Ιράν.
Παρ’ όλα αυτά, οι πιέσεις τόσο από τους Σοβιετικούς (επίσημους συμμάχους των Γερμανών ως τις 22/6/1941), όσο κι από τους Βρετανούς, συνεχίστηκαν, κατηγορώντας για φιλογερμανισμό την ιρανική κυβέρνηση, η οποία διακήρυττε σε όλους τους τόνους την ουδετερότητά της στον πόλεμο.
Τελικά, μετά από την παράδοση στον Σάχη ενός συγκαλυμμένου τελεσιγράφου για εκδίωξη όλων των Γερμανών υπηκόων από το ιρανικό έδαφος, στις 19 Αυγούστου και χωρίς την κήρυξη πολέμου κατά της χώρας, υπήρξε ταυτόχρονη εισβολή βρετανικών στρατευμάτων από το Ιράκ (το οποίο είχε καταληφθεί τον Μάιο του ’41) και σοβιετικών από τον βορρά (από το Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν). Οι Βρετανοί διέθεσαν για την επιχείρηση δύο μεραρχίες και μία ταξιαρχία πεζικού (ινδικές) και δύο τεθωρακισμένες ταξιαρχίες (μία ινδική και μία βρετανική) και οι Σοβιετικοί ακολούθησαν τον «ρώσικο τρόπο», ρίχνοντας στη μάχη τρεις ολόκληρες σοβιετικές στρατιές, υποστηριζόμενες από 1000 άρματα μάχης σε μια στιγμή του πολέμου που τα στρατεύματα αυτά ήταν απαραίτητα επειγόντως στις μάχες κατά της Βέρμαχτ, στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων.
Η επίθεση ξεκίνησε την αυγή της 25ης Αυγούστου με τους Βρετανούς να βομβαρδίζουν την Τεχεράνη και το Καζβίν και τους Σοβιετικούς το Αρνταμπίλ, το Ραστ και την Ταυρίδα σκοτώνοντας εκατοντάδες αμάχους. Ο αιφνιδιασμός των Ιρανών ήταν πλήρης και η άρνηση του σάχη να προβεί σε ανατινάξεις δρόμων, γεφυρών και της ολοκαίνουριας σιδηροδρομικής γραμμής, στην προσπάθειά του να διασώσει τις υποδομές που μόλις είχαν κατασκευαστεί, βοήθησε τα μέγιστα στη γρήγορη επικράτηση των «συμμάχων».
Χωρίς υποστήριξη και αντιμέτωπες με υπέρτερες και καλύτερα εξοπλισμένες δυνάμεις, οι ιρανικές μονάδες είχαν βαριές απώλειες και, στις 29/8, η όποια αντίσταση κατέρρευσε. Ως τις 17 Σεπτεμβρίου ολόκληρη η χώρα είχε καταληφθεί και μοιραστεί στα δύο, οι Σοβιετικοί είχαν μπει στην Τεχεράνη και ο σάχης είχε εξοριστεί. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο ελέγξιμος γιος του, Μοχάμαντ Ρεζά Παχλεβί, ο γνωστός μετέπειτα Σάχης της Περσίας, ο οποίος εξαναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη συμμαχίας με τη Βρετανία και την ΕΣΣΔ και να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία. Σημειωτέον, στη συνθήκη υπήρχε η πρόβλεψη πως οι σύμμαχοι θα αποσύρονταν από το Ιράν έξι μήνες μετά τη λήξη των εχθροπραξιών του Β’ ΠΠ.
Παρά το γεγονός ότι η μάχη για το Ιράν ήταν σύντομη οι επιπτώσεις της ήταν καταστροφικές. Ο κρατικός μηχανισμός είχε πληγεί και δημιουργήθηκαν ελλείψεις σε τρόφιμα και βασικά είδη. Οι Σοβιετικοί προχώρησαν στην απαλλοτρίωση της σοδειάς στο βόρειο Ιράν με αποτέλεσμα θανάτους από πείνα σε κάποιες περιοχές. Η διατροφική κρίση επιδεινώθηκε λόγω του γεγονότος ότι τα ξένα στρατεύματα στη χώρα ζούσαν από τις τοπικές προμήθειες και χρησιμοποιούσαν το δίκτυο μεταφορών αποκλειστικά για τη διακίνηση στρατιωτικού εξοπλισμού προς βορρά. Το 1942 ξέσπασαν ταραχές λόγω του λιμού στην πρωτεύουσα και ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στο 450%. Ο σκοπός των εισβολέων είχε επιτευχθεί. Ο ιρανικός διάδρομος ήταν ασφαλής και σύντομος και, κατά τη διάρκεια του πολέμου, το 1/3 του υλικού που έλαβαν οι Σοβιετικοί ως βοήθεια από τις ΗΠΑ μεταφέρθηκε εκεί μέσω Ιράν.
Τα προβλήματα των Ιρανών δεν τελείωσαν με το πέρας του πολέμου. Μπορεί οι Βρετανοί επισήμως να αποσύρθηκαν, αλλά συνέχισαν να ελέγχουν τα πετρέλαια της περιοχής μέσω της ΒΡ και του διυλιστηρίου του Αμπαντάν και το 1953, σε αγαστή συνεργασία με τη CIA, οργάνωσαν πραξικόπημα κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης που απειλούσε με εθνικοποίηση το διυλιστήριο και επανέφεραν δυναμικά τον άνθρωπό τους, Σάχη Ρεζά Παχλεβί. Όσο για την ΕΣΣΔ, προσπάθησε με τη σειρά της να βάλει χέρι στις πετρελαιοπηγές της Κασπίας και να δημιουργήσει τετελεσμένα στο Β. Ιράν με τη δημιουργία δύο «λαϊκών δημοκρατιών» (του ιρανικού Αζερμπαϊτζάν και του ιρανικού Κουρδιστάν), οι οποίες διελύθησαν εις τα εξ ων συνετέθησαν με την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων τον Μάιο του 1946.