Τω όντι. Άδικος αυτός ο κόσμος. Αλλά και δίκαιος. Μήπως μπορεί να σώσει το δίκιο η αυτοδικία; Ο Φίλιππος Τσίτος επιστρέφει με την ταινία του αυτή στον κόσμο των περιθωριακών, που μας τον σύστησε με την προηγούμενή του, μια πικρή κωμωδία, την Ακαδημία Πλάτωνος (2009). Κωμωδία μας συστήνεται κι ετούτη, μα σε μια μελαγχολική χώρα το γέλιο μάλλον έδυσε. Ο Τσίτος επιστρέφει σ’ έναν περιθωριακό κόσμο βυθισμένο στην κατάθλιψη.
Ο Σωτήρης Αυγερός, ένας μεσήλικας αστυνομικός, ανακριτής της προανάκρισης, τάσσεται υπέρ των αδυνάτων. Απαλλάσσει όλους τους φτωχοδιαβόλους παράνομους που φτάνουν στο ανακριτικό του γραφείο, προσπαθώντας να τους αποδώσει το δίκιο τους, όπως εκείνος το καταλαβαίνει. Όταν θα αποτύχει να απαλλάξει κάποιον που κατηγορείται για ανθρωποεμπορία, ο οποίος πιστεύει πως είναι αθώος, θα τον συντρέξει ένας συνάδελφός του, που «τον επόμενο μήνα βγαίνει στη σύνταξη». Εκείνος γνωρίζει κάποιον που πουλά πληροφορίες που μπορούν να απαλλάξουν τον «φίλο» του Σωτήρη. Μόνο που το πράγμα μπλέκει. Ένας –ακούσιος;– φόνος θα φέρει τον αστυνόμο στη θέση των προστατευόμενών του. Εν τω μεταξύ, η Δώρα Ρομπολή, μια σαραντάρα καθαρίστρια, είναι η μοναδική μάρτυς, η οποία μπορεί να τον σώσει ή να τον καταδικάσει. Το ερώτημα είναι, θα τον πιστέψει; Κι αν τον βοηθήσει, αυτό θα είναι γιατί τον πίστεψε, ή γιατί πήρε κι αυτή το αντάλλαγμά της;
Στην πραγματικότητα, αυτό που αναζητά ο ήρωας είναι η αγάπη κι όχι η δικαιοσύνη. Η αγάπη που θα έβγαζε τους πρωταγωνιστές από τη βαθιά κατάθλιψη, στην οποία είναι βυθισμένοι. Παρένθεση: αυτή η κατάθλιψη, που σαν μαύρη σκόνη έχει κατακάτσει πάνω μας, είναι επίσης το υπόβαθρο της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου Άλπεις –δεν γράψαμε γι’ αυτή, ίσως μας δοθεί μια άλλη ευκαιρία. Το (πνευματικό) κλίμα και στις δυο ταινίες είναι κοινό, άξιο ίσως για κοινωνιολογικές παρατηρήσεις στην Ελλάδα του 2011. Κλείνει η παρένθεση. Ο αστυνόμος, λοιπόν, αλκοολικός κι ανέστιος, εν τέλει, ψάχνει κάποιον να τον πιστέψει, όπως κι εκείνος πιστεύει όσους ανακρίνει. Η Δώρα πάλι, προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τίμημα, ακόμα και με το άδικο. Κι οι δυο είναι δυστυχισμένοι, όπως εξομολογούνται ο ένας στον άλλο.
Ο κινηματογράφος του Τσίτου έχει ενδιαφέρον. Το έχουμε ξαναγράψει. Ο κόσμος του είναι ένας κόσμος στο περιθώριο, που έχει αφεθεί στη μοίρα του, μέχρι που αποφασίζει να κάνει την επανάστασή του. Στυλιζαρισμένα κάδρα και μετωπικές λήψεις κάνουν το κινηματογραφικό του σύμπαν ενδιαφέρον. Την ίδια στιγμή μοιάζει να χτίζεται γύρω από τους ήρωές του ένα περιβάλλον εχθρικό, έτοιμο να τους κατασπαράξει. Εκείνοι μένουν πιστοί στις εμμονές τους και… η ζωή συνεχίζεται. Γερμανοσπουδαγμένος, με διακρίσεις στα διεθνή φεστιβάλ, ο Τσίτος –ο Άδικος κόσμος κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας και το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου στο Σαν Σεμπαστιάν– οικοδομεί και στην τρίτη του ταινία ένα προσωπικό σύμπαν. Επηρεασμένος από το σινεμά του Καουρισμάκι, φτιάχνει μια ατμόσφαιρα κωμικοτραγική με μέσα απλά, σκιασμένη με αδρές πινελιές, μέσα από την καθημερινότητα των ηρώων. Το σενάριο, που υπογράφει ο σκηνοθέτης μαζί με τη Δώρα Μασκλαβάνου, είναι κι αυτό μινιμαλιστικό, χωρίς βαριά πλοκή, που καταφέρνει όμως να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, για μια ακόμα φορά με τον Τσίτο, αισθάνεται στα νερά του. Καταφέρνει να δώσει με ιδιαίτερη δραματικότητα τον ρόλο του Σωτήρη και κρατάει σχεδόν όλη την ταινία επάνω του. Ο Χρήστος Στεργιόγλου, στον ρόλο του συναδέλφου του Σωτήρη, είναι καλός –αν και μοιάζει κάπως επηρεασμένος από τη θητεία του στον Λάνθιμο. Η Θεοδώρα Τζίμου, η Δώρα της ταινίας, έχει τη στόφα της καλής κινηματογραφικής ηθοποιού, που δίνει κι εδώ ένα καλό δείγμα της ερμηνείας της. Στους δεύτερους ρόλους, η Σοφία Σεϊρλή και ο Αχιλλέας Κυριακίδης, σκιτσάρουν φιλότιμα το ψηφιδωτό των μελαγχολικών ηρώων.
Χωρίς εξάρσεις και δίχως κατιτίς να σε συνεπαίρνει, ο Άδικος κόσμος τα καταφέρνει να ισορροπήσει, αφήνοντας στο τέλος μια μικρή, αν και εκκρεμή, δικαίωση. Το μαγικό νησί που αναζητούν οι ήρωες, ίσως δεν υπάρχει. Μπορεί να είναι μια φανταστική μακέτα, σαν κι αυτές που κατασκευάζει ο Σωτήρης στον ελεύθερο χρόνο του. Τουλάχιστον θα βρεθούν οι ήρωες σ’ αυτόν τον έστω φανταστικό κόσμο της γνωριμίας, της αγάπης; Κανείς δεν ξέρει. Η ζωή μοιάζει να τους έχει καταπλακώσει. Και η ταινία παραμένει σε μια ασάφεια. Γιατί, εκείνος που τον πνίγει το δίκιο, βάζει στο τέλος τις φωνές. Έτσι τουλάχιστον γίνεται στη ζωή. Εκτός και αν η μελαγχολία είναι το κύριο, η «αναζήτηση της ευτυχίας», όπως το λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, και το δίκιο είναι μια έκφραση υποχονδρίας. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε δεν είναι το δίκιο που κινεί τον ήρωα, αλλά η μελαγχολία που τον ακινητοποιεί κι εκείνον και όσους τον περιβάλλουν, αφού με κατεβασμένα μούτρα αγώνας δεν γίνεται. Έτσι τουλάχιστον συμβαίνει στη ζωή, σ’ αυτόν τον άδικο, μα δίκαιο, αν τον δεις αλλιώς, κόσμο μας
Άδικος κόσμος, η νέα ταινία του Φίλιππου Τσίτου
1,1K