Mια σειρά 10 κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την γενιά του ’30 στις εικαστικές τέχνες. Τα κείμενα πρόερχονται από το πρόσφατο βιβλίο του, Από τη μεταβυζαντική ζωγραφική στη γενιά του ’30 – Μια πολιτική ιστορία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).
Η στροφή της ελληνικής καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής προς την αναζήτηση της ελληνικότητας εγκαινιάζεται από τα τέλη του 19ου αιώνα και, εμφατικότερα τουλάχιστον, από τη «γενιά του 1910». Συναφώς, ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), αρχιτέκτονας, ζωγράφος, δοκιμιογράφος, στοχαστής, θα διαδραματίσει, παράλληλα με τον Παρθένη και τον Θεόφιλο, κομβικό πνευματικό ρόλο στη διαμόρφωση της γενιάς του ’30[1].
Ο Πικιώνης γεννήθηκε στον Πειραιά, το 1887, από Χιώτες γονείς, και στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων, γνώρισε τον Περικλή Γιαννόπουλο (1869-1910), ο οποίος «ενσάρκωνε το ευγενέστερο και πλέον υπερήφανο είδος του Έλληνα»[2].
Με υπόδειξη του Γιαννόπουλου και του Παρθένη, ο πατέρας του τον έστειλε στο Μόναχο για σπουδές ζωγραφικής. Εν συνεχεία θα βρεθεί στην Πόλη των Φώτων από τα τέλη του 1909 μέχρι τις αρχές του 1912. Στη γαλλική πρωτεύουσα διδάχθηκε σχέδιο και ζωγραφική ενώ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα αρχιτεκτονικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τελικώς δε, παρά τον διακαή πόθο του να ασχοληθεί μάλλον με τη ζωγραφική, θα σταδιοδρομήσει ως αρχιτέκτονας.
Το 1912, επιστρέφει στην Ελλάδα και συμμετέχει, με τον βαθμό του λοχαγού, στους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ αμέσως μετά ολοκληρώνει τις αρχιτεκτονικές του σπουδές και περνάει τις ώρες του είτε ζωγραφίζοντας, είτε σχεδιάζοντας τα σπίτια της Αίγινας, καθώς πραγματοποιούσε και τις πρώτες μελέτες πάνω στη λαϊκή αρχιτεκτονική.
Το 1921, διορίστηκε επιμελητής του Αναστάσιου Ορλάνδου στο μάθημα της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής και Ρυθμολογίας, το 1925 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στο ΕΜΠ, στην έδρα της Διακοσμητικής, και μονιμοποιήθηκε το 1930.
Την ίδια περίοδο, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30, συνδέεται λιγότερο ή περισσότερο στενά με τους Κόντογλου, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Τσαρούχη, Εγγονόπουλο, Διαμαντόπουλο, με τους φιλολόγους Γιάννη Αποστολάκη, Γιώργο και Φώτο Πολίτη, αλλά και τον Στρατή Δούκα και τον Νίκο Βέλμο.
Η στροφή του προς τη λαϊκή αρχιτεκτονική και τη λαϊκή τέχνη ως πηγές έμπνευσης, και ταυτόχρονα ως αναγκαία όρια του καλλιτέχνη, καταδεικνύεται ήδη στο άρθρο του «Η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς», που δημοσίευσε στο περιοδικό Φιλική Εταιρία το 1925:
«… Ας δούμε αίφνης πώς χτίζει το σπίτι του ο χωρικός. Τον φυσικό δρόμο που ακολουθεί γι’ αυτό… Ακανόνιστο, χωρίς να το ζητήσει ξεπίτηδες, κανονικό τόσο όσο είναι βολετό, συμμετρικό ή ασύμμετρο, τι ωραία ενώνεται με τη φύση γύρω! Από τα ίδια της τα υλικά πλασμένο, παίρνει κάτι από την ίδια, στις γραμμές και στο χρώμα του. Θαυμαστή συνεργασία φύσης και ανθρώπου. Όταν αυξήσουν οι ανάγκες, μεγαλώνει ο χωρικός το σπίτι του χτίζοντας δίπλα στο παλιό…
Μόνο οι αρχαίοι και ο μεσαίωνας είχαν στις αρχιτεκτονικές συλλήψεις των τη φυσικότητα αυτή, που στην πρωτογενή της κατάσταση, στην πρώτη της να πούμε βαθμίδα, θαυμάζουμε στη λαϊκή τέχνη. Το αρχαίο θέατρο, χωσμένο στην αγκάλη ενός λόφου, ο αρχαίος ναός με τα κτίσματα που τον συνοδεύουν, με τον περίβολό του, το ιερό μπροστά στο άνοιγμα της ιερής σπηλιάς, και γενικά όλη η αρχαία πόλη –κι εκείνες ακόμη που χτίστηκαν απάνω σε σχέδιο– δε σου υποβάλλουν παρά την άκρα τέχνη τους, την ιδέα του απόλυτα φυσικού κι αληθινού. Παράβαλε τώρα το πνεύμα της κάτοψης λ.χ. της Πριήνης, της Ολυμπίας και των Δελφών, μ’ εκείνο του μοντέρνου Urbanisme. Τούτος φαίνεται ολότελα τεχνητός κι έργο γραφείου. Αυθαίρετα παιγνίδια του μολυβιού επάνω στο χαρτί, μεταφερμένα στην ιερή μας γη»[3].
Μοιάζει ήδη ολοκληρωμένη η αντίληψη που θα πρυτανεύσει σε ολόκληρο το έργο του. Ο καλλιτέχνης πρέπει να κτίσει πάνω στη φύση, όπως σε ένα πρώτο επίπεδο το κάνει ο χωρικός. Και η μόνη υψηλή τέχνη είναι εκείνη που βλασταίνει από αυτήν, χωρίς να την παραβιάζει, όπως έκανε η τέχνη της αρχαιότητας και του Βυζαντίου. Χρησιμοποιεί μάλιστα μία φράση από τον αγαπημένο του Σολωμό ως μότο του άρθρου του: «Ο θεμελιώδης ρυθμός, ας στυλωθεί εις το κέντρο/ της εθνικότητος και ας υψώνεται κάθετα…» Η συνέχεια του έργου του δεν θα αποτελέσει στο εξής παρά την εφαρμογή και τη διευκρίνιση αυτών των θεμελιωδών κατευθύνσεων – που θα αποτελέσουν και το ιδεολογικό πιστεύω ολόκληρης της γενιάς του ‘30.

«Στο Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης (1935 η Μακεδονική αρχιτεκτονική δίνει το αισθητικό πρόσταγμα ενώ θα συστρατευτούν και διεθνείς τάσεις της αρχιτεκτονικής, όπως η λειτουργικότητα και η ανάδειξη της σχέσης των διαφόρων στοιχείων της σύνθεσης.» Πηγή
Γιαννόπουλος και Σολωμός στη σκέψη του Πικιώνη
O Πικιώνης, όπως και ο Παρθένης, είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από τον Περικλή Γιαννόπουλο, στη δε βιβλιοθήκη του βρέθηκε το Νέον Πνεύμα και η Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινό. Ακόμα και στα ύστερα «Αυτοβιογραφικά σημειώματά» του (1958) αναφέρεται πάντα με μια θαυμαστή διεισδυτικότητα σε αυτόν: «Ο Γιαννόπουλος… Περίμεναν απ’ αυτόν να ’ναι αυτό που στην εποχή του δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Ας μας αρκέσει ότι ενσάρκωνε ο ίδιος το ευγενέστερο και πλέον υπερήφανο είδος του Έλληνα»[4]. Η αντίληψη του Γιαννόπουλου για μια δημιουργική πρόσληψη της παράδοσης, ελληνικής και ευρωπαϊκής, επηρέασε βαθύτατα τον Πικιώνη. Ορισμένες μάλιστα αποφάνσεις του Γιαννόπουλου θα αποτελέσουν τη βάση του ιδεολογικού του credo:
Οὔτε ξιπασμένος ἀντιγραφεὺς τοῦ εὐρωπαϊσμοῦ, οὔτε ἠλίθιος μιμητὴς τῶν ἀρχαίων… Δημιουργὸς τέχνης καὶ μορφῆς ἑλληνικῆς. Μορφῆς ἡ ὁποία δὲν πηγάζει οὔτε ἐκ τῆς στενῆς μιμήσεως τῆς ἀρχαίας οὔτε ἐκ τῆς στενῆς ἀντιγραφῆς τῆς τωρινῆς πραγματικότητος. Πηγάζουσα ἀπὸ τὴν τωρινὴν ὑλικὴν πραγματικότητα, ὁδηγουμένη ἀπὸ τὴν ἀρχαία διδάσκαλον ἀνευρίσκει τὴν καλλιτεχνικὴν ἔκφρασιν εἰς τὴν τωρινὴν ζωὴν τὴν ὁποίαν ἐκδηλώνει καλλιτεχνικῶς. Οὕτω ἡ μορφὴ τὴν ὁποίαν ἐδημιούργησε, χωρὶς νὰ εἶναι στενὴ μίμησις τῆς τωρινῆς ζωῆς εἶναι πανόμοιος[5].

Περικλής Γιαννόπουλος
Το 1937, στη σημαντικότερη ίσως μεσοπολεμική του μελέτη, «Βασικές σκέψεις για μια ολοκληρωμένη μελέτη της πλαστικής μας παράδοσης», ο Πικιώνης διακρίνει κάποιες βασικές αρχές. Η πρώτη συνίσταται στον καθορισμό της «βαθύτερης ουσίας» της ελληνικής παράδοσης, μέσω του «μέτρου και της σαφήνειας», της «αυστηρής απλότητας», της «φωτεινής πληρότητας» και της γνώσης του «ιδεολογικού βάθους» της, που οροθετεί τη συγχώνευση του «καθολικού στο ατομικό», του «παγκόσμιου στο εθνικό».

Δημήτρης Πικιώνης: Από την ενότητα Λαϊκά
Η δεύτερη αρχή πασχίζει να διευκρινίσει την έννοια της διαχρονικής μορφής. Θα πρέπει να λυτρωθεί η «μορφή από τις σχετικές του χρόνου και του τόπου κατηγορίες», για να καταλήξει σε ένα αρχέτυπο (βλ. Σεφέρης, Δημαράς) και «να την αναγάγη εις την εκτός χρόνου και τόπου προαιώνια πνευματικότητα»[6]. Ο Γιαννόπουλος, και πάλι στην Ελληνική Γραμμή, είχε ήδη προηγηθεί στην ίδια κατεύθυνση: «Διότι εἷς εἶναι ὁ τύπος εἰς τὰς γενικὰς γραμμὰς τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου καὶ τῆς ἑλληνικῆς τέχνης, εἰς πάντα χρόνον καὶ τόπον. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη γνησία ἑλληνικὴ μορφή, ἡ πρώτη ἔκφρασις ἑλληνικῆς ἰδέας…»[7] Ως προς τη διαχρονικότητα της μορφής, ο Πικιώνης προσφέρει και μια ιστορική βάση: στη Δύση, είναι συχνότατες οι στυλιστικές ρήξεις μεταξύ των διαφόρων εποχών της αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής παράδοσης. Αντίθετα, στην ελληνική τέχνη, από τη κλασική μέχρι την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή, δεν εγκαταλείπονται οι προϋπάρχουσες μορφές, αλλά επιδιώκεται η συνύπαρξη διαφορετικών τάσεων ή ακόμα και η ανάμειξη στοιχείων από διαφορετικές τάσεις. Έτσι «…με την βυζαντινή παράδοση, επιτελείται ο άθλος της σύνθεσης των ελληνορωμαϊκών στοιχείων με τ’ ανατολικά»[8].
Στην τρίτη αρχή του, ο Πικιώνης υπογραμμίζει πως «η βαθύτερη ουσία της λαϊκής τέχνης» μπορεί να κατανοηθεί μόνο από τον καλλιτέχνη που θα μπορούσε «να συλλάβη μέσον της μορφής το ιδεολογικό που κρύβεται εις το βάθος της περιεχόμενο». «μ’ άλλους λόγους, η ουσία τούτη δεν είναι δυνατό να κατακτηθή παρ’ απ’ τον καλλιτέχνη που θε νάταν μαζί και φιλόσοφος»[9].


Ο Γιαννόπουλος είχε ήδη περιγράψει στην Ελληνική Γραμμή του αυτό τον «φιλόσοφο» ζωγράφο. «…εἶναι καιρὸς νὰ ἐννοήσουν οἱ καλλιτέχναι ὅλοι, ὅτι τὸ φῶς δὲν παίζει, ὅτι καταλάμπει ἀνηλεῶς πᾶσαν ἀτέλειαν τοῦ σχεδίου, ὅτι γραμμαὶ γῆς καὶ γραμμαὶ μαρμάρων ἀναπτύσσουν τὴν αἴσθησιν τῆς γραμμῆς, τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς μουσικῆς της, τόσον ὥστε νὰ γίνεται ἀνυπόφορος καὶ νὰ πληγώνῃ τὰ μάτια, ἡ ξηρά, ἡ χονδρή, ἡ νεκρὰ καὶ ἡ βάναυσος γραμμή. Καιρὸς νὰ ἐννοηθῇ ὅτι Ἕλλην καλλιτέχνης μὴ προσπαθῶν νὰ γίνῃ ἀριστοτέχνης λεπτῆς καὶ ἁβρᾶς καὶ ἁπλῆς γραμμῆς, χάνει τὸν καιρόν του»[10].
Ο Παρθένης και ο Πικιώνης επιχειρούν να εκφράσουν ατόφιο το ιδεώδες της ελληνικότητας, που προσπάθησε να χαράξει ο Περικλής Γιαννόπουλος με τα περιορισμένα ιδεολογικά μέσα που διέθετε η γενιά του («…Περίμεναν απ’ αυτόν να’ναι αυτό που στην εποχή του δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει».)
[Η επιρροή του Γιαννόπουλου δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στους εικαστικούς καλλιτέχνες, αλλά αφορούσε και τους λογοτέχνες, τους ποιητές και τους στοχαστές του Μεσοπολέμου. Ποιητές όπως ο Σικελιανός ή ο Εμπειρίκος, πεζογράφοι, όπως ο Κοσμάς Πολίτης, θα εμπνευστούν λιγότερο ή περισσότερο άμεσα από τον λυρικό, ελληνοκεντρικό λόγο του Γιαννόπουλου[11]. Η Χριστίνα Ντουνιά επιμένει στο έντονο διαχρονικό ενδιαφέρον του Σεφέρη για τον Γιαννόπουλο, ενώ παρουσιάζει και ημιτελές αδημοσίευτο άρθρο του ποιητή γι’ αυτόν[12]. Στο ημερολόγιό του, τον Σεπτέμβριο του 1941, ο Σεφέρης τον τοποθετεί δίπλα στους μεγαλύτερους Έλληνες: «Ιδωμένοι από την άποψη αυτή [«του ιδιαίτερου στοιχείου του ελληνισμού»] ο Κάλβος, ο Βιζυηνός, ο Παλαμάς, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Ψυχάρης, ο Γιαννόπουλος, ο Μακρυγιάννης, ο Βενιζέλος δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. η Ακρόπολη, τα ψηφιδωτά του Κεχριέ, η Αλεξάνδρεια, οι Δελφοί δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση»[13]. Θεωρεί πως, παρότι «…τα ζητήματα του Γιαννόπουλου είναι ζητήματα που έθεσαν όλοι οι άξιοι άνθρωποι της φυλής», εντούτοις «το ερώτημα πίσω από τη γενική όψη της αισθητικής δεν φαίνεται καθαρά (Σολωμός, Καβάφης, Παλαμάς, Ψυχάρης). Ο Γιαννόπουλος όμως πρώτος το θέτει έντονα, παθητικά, σαν άνθρωπος, και επειδή το θέτει πιο γυμνά και πιο άμεσα ενδιαφέρει όλους μας»[14]. Άλλωστε, ο Σεφέρης θα συμβάλει στην έκδοση του τριπλού τεύχους των Νέων Γραμμάτων για τον Γιαννόπουλο, το 1938, που αποτέλεσε σταθμό στην ελληνική γραμματεία. Μάλιστα την ίδια στιγμή ο Γιάννης Τσαρούχης θα φιλοτεχνήσει χαλκογραφίες εμπνευσμένες από την Ελληνική Γραμμή τις οποίες θα κυκλοφορήσει σε συλλεκτική έκδοση μόλις το 1986[15]. Παράλληλα, το «αντίπαλο» περιοδικό της γενιάς, τα Νεοελληνικά Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη, θα κάνει και αυτό αφιέρωμα στον Περικλή Γιαννόπουλο[16]. Αλλά και στο Τρίτο Μάτι, στο τεύχος 2-3, το 1935, είχαν δημοσιευτεί αποσπάσματα από την Ελληνική Γραμμή[17].]

Δημήτρης Πικιώνης. Από την ενότητα ΑΤΤΙΚΑ
[1] Βλ. Συλλογικό, Δημήτριος Πικιώνης (1887-1968): Ο αρχιτέκτονας, ο ζωγράφος, ο στοχαστής, ΕΒ, Αθήνα 2022. Πικιώνης, Ζωγραφικά, τόμ. Α΄, Β΄, Ίνδικτος, Αθήνα 1997. Δ. Πικιώνης, Κείμενα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000. Γιώργος Λέστος, «Δημήτρης Πικιώνης: Από την υπέρβαση του έμμεσου λόγου στην αμεσότητα της αρχιτεκτονικής πράξης», ΔΔ, ΕΜΠ, 2004. Σπύρος Κουτρούλης, «Δημήτρης Πικιώνης: Μεταξύ παράδοσης και Νεωτερικότητας», στο Παράδοση και μοντερνισμός, ό.π.. Δημήτρης Πικιώνης: Αφιέρωμα στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.
[2] Πικιώνης, Κείμενα, ό.π., σ. 27.
[3] Δ. Πικιώνης, «Η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς», περ. Φιλική Εταιρία, Απρίλης 1925. αναδ. Κείμενα, ό.π., σ. 57.
[4] Δ. Πικιώνης, Κείμενα, σ. 27. Γ. Λέστος, «Δημήτρης Πικιώνης», ό.π., σ. 52.
[5] Π. Γιαννόπουλος, «Η σύγχρονος ζωγραφική», εφ. Ακρόπολις, 7-31.12.1902, 5.1.1903. Π. Γιαννόπουλος, Η Ελληνική Γραμμή και το ελληνικόν χρώμα, Αθήνα 1992, σ. 24.
[6] Δ. Πικιώνης, «Βασικές σκέψεις», ό.π. Βλ. Γ. Λέστος, «Δημήτρης Πικιώνης», ό.π., σ. 77.
[7] Π. Γιαννόπουλος, Η Ελληνική Γραμμή, ό.π., σ. 25.
[8] Δ. Πικιώνης, Κείμενα, ό.π., σ. 163.
[9] Γ. Λέστος, «Δημήτρης Πικιώνης», ό.π., σ. 78.
[10] Π. Γιαννόπουλος, Η Ελληνική Γραμμή, ό.π., σ. 24.
[11] Χρ. Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι, Εστία, Αθήνα 2021, σσ. 165-177. Για τον Εμπειρίκο, βλ. Απ. Σαχίνης, Η πεζογραφία του αισθητισμού, Εστία Αθήνα 1981, σ. 237 και Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι, ό.π., σ. 168.
[12] Ντουνιά, «Ο Φάκελος Γιαννόπουλου στο αρχείο Σεφέρη», Αργοναύτες, ό.π., σσ. 189-209.
[13] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄, ό.π., σ. 134.
[14] Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι, ό.π., σ. 203.
[15]Γιάννης Τσαρούχης, Περικλής Γιαννόπουλος, εκδ. Μίμνερμος, Αθήνα 1986. Τέσσερις χαλκογραφίες και πέντε αποσπάσματα από το έργο του Γιαννόπουλου, σε 110 υπογεγραμμένα από τον ζωγράφο αντίτυπα. Ανδρονίκη Χρυσάφη, «Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910): από το αρχείο στον κόσμο των ιδεών», ΔΔ, ΠΠ, 2023, σσ. 126, 412.
[16] Ο Τζιόβας θα χαρακτηρίσει το έτος 1938 ως «έτος του Περικλή Γιαννόπουλου». Βλ. Δ. Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνικισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, Οδυσσέας, Αθήνα, 1989, σ. 73.
[17] Νέα Γράμματα, Δ΄, 1938. βλ. Χρ. Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι, ό.π., σ. 197.