Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453
του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του 1821, Η Δυναμική της Παλιγγενεσίας
Η Ρωσία κατέστη ο βασικός αντίπαλος των Οθωμανών από την εποχή του Μ. Πέτρου (1689-1725) –αρχικώς, παράλληλα με την Αυστροουγγαρία και επιγενέστερα μόνη της–, προσπαθώντας να ελέγξει τον Εύξεινο Πόντο και να αποκτήσει πρόσβαση στο Αιγαίο, ενώ οι Αψβούργοι θέλουν να καταλάβουν μέρος των Βαλκανίων και να επεκταθούν στην Αδριατική.
Ο Πέτρος είχε παραχωρήσει προνόμια στους Έλληνες εμπόρους που είχαν εγκατασταθεί στη Νίζνα και περιστοιχιζόταν από σημαντικό αριθμό Ελλήνων, ανάμεσά τους οι γιατροί Ιάκωβος Πυλαρινός, Γεώργιος και Μιχαήλ Σκιαδάς, ο Γεώργιος Πολυκαλάς, θεράπων της συζύγου του, της μετέπειτα αυτοκράτειρας, Αικατερίνης Α΄, ο πνευματικός του, ο Κεφαλλονίτης ιερέας, Γεράσιμος Φωκάς, κ.ά.[1] Ο Πολυκαλάς, ως απεσταλμένος του, είχε σταλεί στον ηγεμόνα της Μολδαβίας, Δημήτριο Καντεμίρ, για να του προτείνει αντιτουρκική συμμαχία, ενώ ο βιβλιοθηκάριος της βιβλιοθήκης της Μόσχας, Αθανάσιος Σκιαδάς, εξέδωσε στη Βενετία, το 1737, το βιβλίο Γένος, ήθη, κίνδυνοι και κατορθώματα Πέτρου Α΄[2]. Στις αρχές του 18ου αι., εικόνα του, με την υπογραφή Petrus primum Russogaecorum Monarcha, διακινούνταν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και τα Ιόνια ενώ, το 1711, κατά τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο, απευθύνεται ήδη στους ορθοδόξους που στενάζουν υπό τον τουρκικό ζυγό. Όμως ο Μεγάλος Πέτρος ηττήθηκε και οι σποραδικές εξεγέρσεις των Ελλήνων, όπως εκείνη της Ακαρνανίας, με αρχηγό τον Τσεκούρα, δεν πήραν μεγαλύτερη έκταση.
Αλλά και επί Αικατερίνης Α΄ (1725-1727), Άννας (1730-1740) και Ελισάβετ (1741-1762), συντηρούνται οι στενές σχέσεις και καλλιεργούνται οι ελπίδες και οι σχετικοί χρησμοί για το «ξανθό γένος» ενώ η διάλυση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθίσταται η κυριότερη επιδίωξη της εξωτερικής πολιτικής της Αικατερίνης Β΄ – με τη σύμπραξη της Μαρίας Θηρεσίας (1740-1780) και του γιου της Ιωσήφ Β΄ (1760-1790) των Αψβούργων. Οι ρωσο-οθωμανικοί πόλεμοι (1711, 1736-1739, 1768-1774, 1787-1792, 1806-1812, 1828-1829) διεξάγονται όλοι στις ευρωπαϊκές κτήσεις της Τουρκίας –μετά δε το 1770 και στο Αιγαίο.
Το καλοκαίρι του 1769 και ενώ ο πόλεμος (1768-1774) συνεχίζεται στις Ηγεμονίες, αποπλέει από τη Βαλτική μια μοίρα 14 πλοίων με 600 στρατιώτες και, στις 17 Φεβρουαρίου 1770, ένα μέρος του στόλου, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλώφ, προσορμίζεται στο Οίτυλο της Μάνης. Σε όλη την Ελλάδα, με επίκεντρο την Πελοπόννησο, τα νησιά και την Κρήτη, θα εκδηλωθούν εξεγέρσεις–, και ενώ δεν πρόκειται ακόμα για αυτοδύναμο εγχείρημα των Ελλήνων, το κίνημα έλαβε τέτοιες διαστάσεις που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως την «πρώτη επανάσταση του νέου ελληνισμού».
Πριν την έλευση του στόλου, είχαν προηγηθεί προπαρασκευαστικές ενέργειες στις οποίες είχε πρωτοστατήσει ο καταγόμενος από τη Σιάτιστα αξιωματικός του ρωσικού στρατού συνεργάτης των αδελφών Ορλώφ, Γεώργιος Παπάζωλης(1725–1775), που έφθασε το 1765 στην Ελλάδα, για να προετοιμάσει την εξέγερση, μετέφρασε δε και διένειμε ρωσικό στρατιωτικό εγχειρίδιο[3]. Με ένα δίκτυο συνεργατών, ανάμεσά τους και ιερείς, χρησιμοποιώντας σε μεγάλη έκταση τις προφητείες για το «ξανθό γένος», θα πραγματοποιήσει επαφές στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Στερεά, με πρόκριτους –όπως τους μπέηδες της Μάνης–, ιερωμένους και οπλαρχηγούς. Στην Πελοπόννησο θα ταξιδέψουν και άλλοι αξιωματικοί της Ρωσίας, όπως ο Εμμανουήλ Σάρρος, ενώ στην Ήπειρο θα εγκαινιάσει τη δράση του ο Λευκάδιος Λουΐζος Σωτήρης[4]. Κορυφαία στιγμή, το φθινόπωρο του 1768, υπήρξε σύσκεψη στον πύργο του Μπενάκη, όπου συμμετείχαν «αντιπρόσωποι» από πολλές περιοχές και συμφωνήθηκε να απευθυνθεί έκκληση στην Αικατερίνη για την υποστήριξη μιας επικείμενης επανάστασης με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων. Ο Ρώσος πρωθυπουργός Πάνιν και ο Αλέξιος Ορλώφ έστειλαν απαντητικές επιστολές και πραγματοποιήθηκαν νέες επαφές με απεσταλμένους των Ρώσων στην Ιταλία.
Ο κόμης Γρηγόριος Ορλώφ, από το στενό περιβάλλον της Αικατερίνης, και οι αδελφοί του Αλέξιος και Θεόδωρος, που είχαν συμβάλει στην ανατροπή του τσάρου Πέτρου Γ΄, ετέθησαν επικεφαλής της επιχείρησης και τα πρώτα πλοία προσορμίστηκαν στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο, όπου χιλιάδες ενθουσιώδεις Μανιάτες συνέρρευσαν, με επικεφαλής τους ιερείς, για να υποδεχθούν τους αντιπροσώπους του «ξανθού γένους». Πρωτοστατούσαν προύχοντες και ανώτεροι κληρικοί, ο δε καθαιρεθείς «Αναβαπτιστής», πατριάρχης Σεραφείμ Β΄ (1757-1761)[5], που βρισκόταν στη Δημητσάνα, ευλόγησε την επανάσταση.
Στο κίνημα συμμετείχαν χιλιάδες Έλληνες, όχι μόνο από την Πελοπόννησο αλλά και από τα ενετοκρατούμενα Επτάνησα. Συγκροτήθηκαν δύο «Λεγεώνες», Ανατολική και Δυτική, που σημείωσαν αρκετές νίκες, ελέγχοντας το μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου, και αρκετές πόλεις και οχυρά, ενώ επιχείρησαν να καταλάβουν την Τρίπολη. Οι Τούρκοι, αιφνιδιάστηκαν και κάλεσαν στρατιωτικές ομάδες Τουρκαλβανών, ακόμα και από τη Βόρεια Αλβανία οι οποίες, αφού πέρασαν δίχως αντίσταση τον Ισθμό, εισήλθαν στην Τρίπολη, λίγο πριν φθάσει η «Ανατολική Λεγεώνα». Έτσι, στη μάχη που διεξήχθη στα Τρίκορφα, στις 29 Μαρτίου, οι άμαθοι σε μάχη εκ παρατάξεως Έλληνες διασκορπίστηκαν και οι λιγοστοί Ρώσοι υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Την ήττα των επαναστατών ακολούθησε σφαγή των Ελλήνων της Τριπολιτσάς.
Σύντομα και άλλες τουρκαλβανικές συμμορίες πέρασαν από το Ρίο στον Μοριά και μπήκαν στην Πάτρα, που βρισκόταν επί τρεις εβδομάδες υπό πολιορκία, κυρίως από εκατοντάδες Επτανήσιους, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποίησε έξοδο η φρουρά της πόλης. Οι Επτανήσιοι, σχεδόν άοπλοι, διασκορπίστηκαν και όσοι σώθηκαν, περνώντας στην Κεφαλονιά, συνελήφθησαν από τις ενετικές αρχές. Από τον επίσης πολιορκημένο Πύργο, οι Ζακυνθινοί επέστρεψαν στο νησί τους ή έφυγαν προς τα νότια, οι δε κάτοικοι της Αχαΐας, της Γορτυνίας, της Ηλείας κατεσφάγησαν και όσοι ξέφυγαν κατέφυγαν στα ορεινά.
Παρόλο που η βόρεια Πελοπόννησος είχε ήδη χαθεί, οι Ρώσοι και η Δυτική Λεγεώνα κατέλαβαν το Ναβαρίνο, στις 4 Απριλίου, ενώ έφθασε στην Πελοπόννησο και ο αρχηγός της εκστρατείας, Αλέξιος Ορλώφ, και στις 29 Απριλίου ξεκίνησε η πολιορκία της Μεθώνης ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις κρατούσαν ακόμα τον Μυστρά, τη Μεσσήνη και την Καλαμάτα. Όμως, ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στο Ναύπλιο, στις 9 Απριλίου, και αποβίβασε στρατιωτικές δυνάμεις που, μαζί με τους Τουρκαλβανούς, άρχισαν να κινούνται προς τα νότια. Κατέλαβαν το Νησί (Μεσσήνη), στις 14 Μαΐου, παρά τη σθεναρή αντίσταση των Μαυρομιχαλαίων, ενώ οι ένοπλοι της Δυτικής Λεγεώνας, Ρώσοι, Μανιάτες και Επτανήσιοι, υποχώρησαν με βαριές απώλειες στο Ναβαρίνο. Στις 20 Μαΐου, οι Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία, παίρνοντας μαζί τους τον Μπενάκη και μερικούς ακόμα προύχοντες και αρχιερείς. Μολοντούτο, οι Μανιάτες συνέχισαν να αντιστέκονται σθεναρά στην Καλαμάτα, τον Μυστρά και τη Μάνη, αποτρέποντας την κατάληψή της από τους Οθωμανούς.
Οι Ρώσοι κατευθύνθηκαν στο Αιγαίο και, τον Ιούλιο, με την συνεπικουρία ελληνικών πλοίων, καταναυμάχησαν τον οθωμανικό στόλο στον Τσεσμέ, καταστρέφοντας την τουρκική ναυαρχίδα· δημιούργησαν έτσι στο Αιγαίο, μια ρωσοκρατούμενη αυτόνομη επικράτεια, μέχρι το 1774, όταν τερματίστηκε ο εξαετής πόλεμος με την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.
Οι Αλβανοί που εισέβαλαν στον Μοριά υπολογίζονται μεταξύ 60.000 (Φραντζής) και 12.000 (Μάμουκας), ενώ ο Γρηγοριάδης τους ανεβάζει στις 120.000(!), άλλοι ακόμα και στις 150.000· ο Κουτσονίκας αναφέρει 10.000και ο Φωτάκος 15.000[6]. Πιθανώς, οι ομάδες των Τουρκαλβανών εναλλάσσονταν, με αποτέλεσμα οι 10.000 να αφορούν μάλλον στον ελάχιστο αριθμό παρόντων στην Πελοπόννησο, ενώ οι μεγαλύτεροι αριθμοί περιλαμβάνουν το σύνολο εκείνων που την «επισκέφθηκαν» στη διάρκεια ολόκληρης της δεκαετίας. Η δράση τους θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη δεκαετία του 1770. Υπολογίστηκε πως από τις 300.000 χριστιανούς της Πελοποννήσου χάθηκαν περί τις 100.000, το 1/3 του πληθυσμού. Ένα σημαντικό μέρος μετανάστευσε στη Μικρά Ασία, στα νησιά του Αν. Αιγαίου, στην περιοχή Σμύρνης και Αϊδινίου, αλλά και στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Ο Σέργιος Μακραίος, στην Εκκλησιαστική Ιστορία, περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τα συμβάντα.
«… οι πράξεις των κακούργων αυτών ήταν πέρα από κάθε απάνθρωπο επινόημα, αλλά έκαναν και όσα ποτέ εχθρικό χέρι δεν έκανε σε έφοδο, και δεν είχε χορτασμό η αιμοβορία τους. Η λύσσα τους για χρήματα ήταν τέτοια που δεν αρκούνταν σε όσα έβρισκαν, αλλά σούβλιζαν και έκαιγαν όσους υποψιάζονταν ότι τα είχαν κρυμμένα. Η τόσο μεγάλη μανία των απανθρωποτάτων εκείνων δαιμόνων ξέσπασε σε κάθε πόλη, σε κάθε περιοχή και σε απλούς οικισμούς των χριστιανών του Μοριά και δεν άφησαν χωρίς να τα ερευνήσουν ούτε τα ορεινά κρησφύγετα, απόκρημνα άντρα, χαράδρες και τρύπες της γης, αλλά όλα τα λεηλατούσαν και τα κατέστρεφαν, βάφοντας τη γη με το αίμα ανθρώπων, των περισσότερων αθώων, από κάθε ηλικία και κοινωνική τάξη· κάθε πλούτο, φανερό ή κρυφό, από τις εκκλησίες, τα σπίτια και από τον καθένα χωριστά, τον συγκέντρωσαν, και πολλούς τους πουλούσαν ως δούλους, παιδιά αποχωρίζονταν τους πατέρες τους, άνδρες τις γυναίκες τους, αδελφοί στερούνταν τους αδελφούς τους, βρέφη αρπάζονταν από τις αγκαλιές των μητέρων τους, τρυφερές παρθένες από τα δωμάτιά τους που τις τραβούσαν χέρια βαρβάρων, και συγγενείς συγγενών, φίλοι φίλων και γνωρίμων γνώριμοι απάγονταν και γίνονταν δούλοι. Δεν τους στεναχωρούσε ο θάνατος, όσο το να πάθουν κάτι που θα πρόσβαλλε την πίστη τους για την οποία υπέμειναν όλα αυτά τα φοβερά. Γιατί κανένας από τις μυριάδες που πέθαναν, δεν αλλαξοπίστησε» [7].
Τελικά, ο σουλτάνος, μετά από εννέα ολόκληρα χρόνια (1770-1779) και αφού οι Αλβανοί είχαν αρχίσει να λεηλατούν και τους Τούρκους, ανέθεσε στον καπουδάν πασά, Χασάν Τζεζαϊρλή, να τους εξοντώσει. Ο τελευταίος, με την επικουρία του δραγουμάνου του στόλου, Νικόλαου Μαυρογένη, συμμάχησε με τους κλέφτες για την εκδίωξη των Αλβανών και στράφηκε εναντίον των 7-10.000 περίπου που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον Μοριά. Ο Τζεζαερλής κάλεσε τους κλέφτες να συνεργαστούν μαζί του με την υπόσχεση γενικής αμνηστίας και, τον Ιούλιο του 1779, οι εναπομείναντες Αλβανοί έπαθαν πανωλεθρία στην Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης διηγείται:
Εἰς τοὺς 79 ἦλθεν ὁ καπετάμπεης μὲ τὸν Μαυρογέννην. Ἔστειλεν εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον μπουγιουρντὶ καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐπροσκύνησαν. Ὁ πατέρας μου ἐκίνησε μὲ χίλιους στρατιώτας καὶ ἔπιασε τὰ Τρίκορφα· δὲν ἐπῆγεν εἰς καπετάμπεην διότι ἐφοβεῖτο. Ὁ καπετάμπεης ἐσηκώθηκε ἀπὸ τοὺς Μύλους, ἐπῆρε 6000 ταγκαλάκια καὶ τοὺς κλέφταις 3000 καὶ ἐπῆγαν εἰς Δολιανά, Τριπολιτσὰ καὶ ἔρριξεν τὸ ὀρδί. …ἐχώρισαν 4000 Ἀρβανίταις νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὰ ταμπούρια καὶ αὐτὸς ἀντεστάθηκε καὶ τοὺς ἐκυνηγοῦσε καὶ ἐμβῆκαν πίσω. [ ] πάλι ἐβγαίνουν 6000 (Αλβανοί) διὰ νὰ πᾶνε εἰς τὸν πατέρα μου καὶ αὐτὸς πάλι τοὺς ἀντέκρουσε. ἐσυνάχθησαν ὅλοι καὶ πᾶνε εἰς τὸν πατέρα μου καὶ αὐτὸς τοὺς στάθηκε μὲ ὁρμὴν καὶ τοὺς ἐγύρισε πίσω εἰς τὸν κάμπον· ἑνώθησαν καὶ ἄλλοι καπεταναῖοι· ἐμβῆκαν εἰς τὰ χωράφια, εἰς τὸν κάμπον· ἔπεσεν ἡ καβαλαριὰ μέσα καὶ τοὺς ἐθέρισαν· ἀπὸ τὴ μίαν μεριὰν ἡ καβαλαριὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁ πατέρας μου. Ἀπὸ 12.000, ἑπτακόσιοι πέρασαν εἰς τὸ Δαδί. Ὅταν τοὺς ἐπολέμησε ὁ πατέρας μου τοῦ ἔλεγαν, Κολοκοτρώνη δὲν κάμεις ἰσάφι; Τί νισάφι νὰ σᾶς κάμω, ὅπου ἤλθετε καὶ ἐχαλάσατε τὴν πατρίδα μου, μᾶς πήρατε σκλάβους καὶ μᾶς ἐκάμετε τόσα κακά; Τοῦ ἀπεκρίθησαν ἐφέτο δικό μας τοῦ χρόνου ’δικό σου. Τὰ κεφάλια τῶν Ἀλβανῶν ἔφτιασαν πύργον εἰς Τριπολιτσᾶν[8].
Πράγματι, ο Τζεζαερλής διέταξε να σηκωθεί έξω από την πόλη μια πυραμίδα από 4.000 κεφάλια, χτισμένα με άμμο και ασβέστη, οι δε ελάχιστοι Αλβανοί που κατόρθωσαν να σωθούν γύρισαν καταδιωκόμενοι στην Αλβανία.
Μετά την εξόντωση των Αλβανών, οι Τούρκοι επιδόθηκαν στην «ειρήνευση» του Μοριά. Η Μάνη που είχε ήδη περάσει στη δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά το 1776, υποχρεώθηκε να καταβάλει ετήσιο φόρο 30.000 γρόσια, τον οποίο ουδέποτε κατέβαλε, διαιρέθηκε σε δεκαπέντε καπετανίες και επιβλήθηκε ο θεσμός του Μπέη, τον οποίο εξέλεγαν ιερείς, πρόκριτοι και καπεταναίοι. Παράλληλα, ο Τζεζαερλής στράφηκε κατά των κλεφτών· ο Παναγιώταρος και ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, κυνηγημένοι, κλείστηκαν στον πύργο του πρώτου, στην Καστάνιτσα, με 150 παλικάρια. Μετά από 12 ημερόνυχτα πολιορκίας και αφού εξαντλήθηκαν πυρομαχικά και τρόφιμα, επιχείρησαν ηρωική έξοδο, στις 19 Ιουλίου 1780, κατά την οποίοι σκοτώθηκαν οι δύο αρχηγοί – μεταξύ των ελάχιστων διασωθέντων, ο δεκάχρονος τότε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Την πανελλαδική διάσταση του εγχειρήματος μαρτυρά το πλήθος των επαναστατικών κινήσεων, από τα Γρεβενά έως την Κρήτη, καθώς και η συμμετοχή των Σουλιωτών. Στα Γρεβενά πρωτοστατούσε ο αρματολός της Πίνδου, Τόσκας, και το πρωτοπαλλήκαρό του, ο «γέρο-Ζιάκας» (1730 -1810), που διατηρούσε γύρω στους 1.700 ενόπλους – μετά δε την αποτυχία της επανάστασης κατεστράφη σχεδόν εξ ολοκλήρου η περιοχή, ιδίως τα σημερινά χωριά, Ζιάκας και Μαυρονόρος. Γράφει ο Γούλας Ι. Ζιάκας, εγγονός του «γερο-Ζιάκα»: «…Το συνωμοτικόν πύρ… έφερε την καταστροφήν της οικογενείας μου και των πέντε αδελφών Ζιακαίων· μόνος δ’ εσώθη ο πάππος μου Ζιάκας …». Ο Τόσκας έδωσε μάχη με 2.000 Αρβανίτες που επέστρεφαν από την Πελοπόννησο, έχοντας μαζί τους 1.000 αιχμάλωτα γυναικόπαιδα, τα οποία και απελευθέρωσε. Οι Σπετσιώτες, που είχαν ξεσηκωθεί, αντιμετώπισαν και αυτοί τις επιδρομές των Τουρκαλβανών, οι δε Ψαριανοί[9] ύψωσαν ρωσική σημαία και με 55 σκάφη, κούρσευαν όλα τα οθωμανικά μέχρι τη Συρία, συμμετείχαν δε στη ναυμαχία του Τσεσμέ όπου ο Ιωάννης Βαρβάκης πυρπόλησε την τουρκική ναυαρχίδα.
Το προανάκρουσμα του ’21
Η παλαιότερη ιστοριογραφία αντιμετώπιζε, εύλογα, τα «Ορλωφικά» ως την πρώτη επανάσταση των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων –ο Κ. Θ. Δημαράς θα τοποθετήσει στα 1770 και την απαρχή του ελληνικού Διαφωτισμού–, σε αντίθεση με μια νεώτερη ιστοριογραφική περιοδολόγηση που μεταθέτει την έναρξη της ελληνικής επαναστατικής αφύπνισης στη γαλλική Επανάσταση. Στις ελάχιστες δε μελέτες που αφορούν τη σχετική περίοδο, το κέντρο βάρους μετατίθεται στον ρωσοτουρκικό πόλεμο και τους αδελφούς Ορλώφ και όχι πλέον στις επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων. Έτσι αποσιωπώνται ή υποβαθμίζονται οι εξεγέρσεις έξω από τον Μοριά –στη Μακεδονία, το Σούλι, τα Σφακιά, τα Ψαρρά– καθώς και η πάνδημη συμμετοχή Μοραϊτών και Επτανησίων στις επαναστατικές ενέργειες[10]. (Βλ. χάρτη ΣΤ΄)
Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες θα εγκαινιάσουν, το 1770, μια μακρά πορεία πενήντα χρόνων που θα τους φέρει αντιμέτωπους με την οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1770 και το 1788-1792, θα χρησιμοποιήσουν το όχημα της Άρκτου, το 1797-1798, θα ελπίσουν στον Ναπολέοντα και, μετά το 1814, στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις. Σε αυτά τα πενήντα χρόνια, μια οικονομική, πνευματική και πολιτιστική επανάσταση θα διαπεράσει το σώμα του ελληνισμού· τόσο δε επιταχύνονται οι πολιτικές εξελίξεις, ώστε πολλοί θεωρούν τα Ορλωφικά ως την αφετηρία μιας μακράς «επανάστασης» που θα κορυφωθεί με το 1821. Ο Π. Μαγιάκος πιστεύει πως:
…από το 1770 όμως αρχίζει νέα περίοδος για τον Ελληνισμό. Είναι η πρώτη σελίδα της νεοελληνικής ιστορίας. Υπήρξε η κολυμπήθρα μέσα στην οποία αναβαπτίσθηκε η Ελληνική ψυχή και βγήκε εξαγνισμένη νέα. Είναι τόσα πολλά τα συμβάντα από τον Μάρτιο 1770 και τόσο συνδέονται μεταξύ τους, ώστε μπορεί να υποστηριχθή πως η επανάσταση αυτή ουδέποτε καταπνίγηκε. Έπαυε εδώ για να φανή αλλού, έσβυνε εκεί για να νάψη πιο πέρα, ώσπου εφούντωσε, γιγάντωσε και στο τέλος επέτυχε.
Η επαναστατική επιτάχυνση δεν θα περιοριστεί στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο· θα εκφραστεί στις αυξημένες, σχεδόν ασθματικές, προσπάθειες για τον φωτισμό του γένους – ο Ιωάννης Πρίγκος θα γράψει, στα 1768, «ἀσήκωσε Θεὲ μου ἕναν ἄλλον Ἀλέξανδρον»· θα ενισχύσει αποφασιστικά την οικονομία, ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή:
Η συνθήκη αυτή υπήρξε το μεγαλύτερο κτύπημα κατά του οσμανικού κράτους. Έκτοτε άρχισε η ανάπτυξι της Ελληνικής ναυτιλίας και εμπορίας. Ο Ελληνικός λαός, εκμεταλλευόμενος τα προνόμια της ελευθεροπλοΐας, της κατασκευής μεγάλων πλοίων και γενικώς την εύνοια των όρων της Συνθήκης και προστατευόμενος υπό της Ρωσσικής σημαίας, εντός ελαχίστου χρόνου, κατέκλυσε τη Μεσόγειο. Εξετόπισε τους Άγγλους από τον Εύξεινο και η μεταφορά των ρωσσικών προϊόντων εγίνετο με Ελληνικά πλοία[11].
Τα Ορλωφικά αποκάλυψαν επί πλέον τη βαθύτατη σήψη του Οθωμανού ασθενούς και στην πραγματικότητα θα εγκαινιάσουν τον προβληματισμό για την τύχη του, δηλαδή το «Ανατολικό Ζήτημα». Ο Ευγένιος Βούλγαρης, το 1770, στην Πετρούπολη, στο ανώνυμο φυλλάδιό του, Στοχασμοί εις τους παρόντας κρισίμους καιρούς του οθωμανικού κράτους –το οποίο είχε υποβάλει ήδη στα ρωσικά στη Μεγάλη Αικατερίνη, ενώ μεταφράστηκε και στα γαλλικά–, καλεί ουσιαστικά τους Ευρωπαίους να πάψουν να στηρίζουν την «ακεραιότητα» της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να συνταχθούν με τους Ρώσους και να συνδράμουν τους Έλληνες στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους υπό ρωσική προστασία.
[1] Π. Χιώτης, Ιστορικά απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου,1849-1863, τ. 3, σσ. 449-450.
[2] Α. Παπαδόπουλος Βρετός, Νεοελληνική φιλολογία: ήτοι κατάλογος των από πτώσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι εγκαθιδρύσεως της εν Ελλάδι βασιλείας τυπωθέντων βιβλίων παρ’ Ελλήνων εις την ομιλουμένην, ή εις την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν, 1857, τ. Β΄, σ. 48.
[3] Γ. Παπαζώλης, Διδασκαλία ήγουν ερμηνεία της πολεμικής τάξεως και τέχνης,Ενετία 1765.
[4] Παντελής Κοντογιάννης, Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β΄ Ρωσοτουρκικόν Πόλεμον (1768-1774), Αθήνα 1903, σσ. 23-29.
[5] Νίκος Β. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση και εθνογένεση – Ορλωφικά και ελληνική ιστοριογραφία, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007.
[6] Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένη από του έτους 1715, και λήγουσα το 1837, Αθήναι 1839-1841, τ. Α΄, σσ. 11,12· Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι συλλογή των περί την αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, Αθήνα 1852, τ. Α΄, σ. 325· Αθανάσιος Γρηγοριάδης, Ιστορικαί Αλήθειαι, ήτοι Η Ιστορία του Νομού Μεσσηνίας (από του έτους 1479-1834), Αθήνα 1934, σσ. 62-65· Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1863-1864, τ. Α΄, σ. 18· Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος) Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1858, σ. 10.
[7] Βλ.Σέργιος Μακραίος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», στο Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄, Βενετία 1872, σσ. 284-286. «… …οὐ γὰρ τοῖς μιαιφόνοις ἀπῆν ὅσα ποτὲ ἐφάνη χαλεπωτάτης ἀπηνείας καὶ ἀπανθρώπου γνώμης ἐπινοήματα, ἀλλὰ καὶ ὅσα οὐδέπω ἐν ἐφόδῳ ἐχθρικῇ χειρὸς καὶ γνώμης ὑπῆρξε τολμήματα προσεπενοεῖτο καὶ ἐξευρίσκετο, καὶ οὐδὲ κόρον εἶχε λαφύσσον αἱμάτων τὸ βάρβαρον· ἐλύσσα δὲ καὶ χρημάτων, καὶ τοῖς προκειμένοις μὴ ἐπαρκούμενον, ἀνερευνῶν τοὺς ἔχειν τι ὑπονοουμένους κατέκαιε τε καὶ ὠβελίζετο ὡς μὴ τι λάθη κρυπτόμενον. Τοσαύτῃ γοῦν μανίᾳ τῶν ἀπανθρωποτάτων τελχίνων καταπορθουμένης πάσης πόλεως καὶ χώρας καὶ ἁπλῶς οἰκήσεως τῶν ἐν Πελοποννήσῳ χριστιανῶν, οὐδὲ τῶν ὀρέων τὰ κρησφύγετα καὶ ἀπόκρυφα ἄντρα καὶ διασφάγας καὶ μυχοὺς γῆς ἀνερευνήτους παρῆκαν, ἀλλὰ πάντα λεηλατοῦντες καὶ ληϊζόμενοι, ὅτε ἐκ πάσης ἡλικίας καὶ τάξεως αἱμάτων πλειόνων ἀθῴων τοῖς ρείθροις τὴν γῆν ἔβαψαν, καὶ πάντα πλοῦτον φανερὸν καὶ ἀφανῆ ἔκ τε τῶν ἱερῶν, καὶ τῶν ἁπλῶς οἴκων καὶ ἐξ ἑνὸς ἑκάστου συνήθροισαν ἔσχατον ἠνδραποδίζοντο. …πατέρες τέκνων διαχωριζόμενοι, καὶ ἀνδρῶν τιμίων σώφρονες γυναῖκες ἀποσπώμεναι, ἀδελφοὶ τ’ ἀδελφῶν στερούμενοι, καὶ νεογνὰ τέκνα τῶν μητρικῶν ὠλένων ἁρπαζόμενα, παρθένοι τε τρυφεραὶ τῶν θαλάμων ἐκπίπτουσαι, ὑπὸ χειρῶν βαρβάρων ἑλκόμεναι, συγγενεῖς συγγενῶν καὶ φίλοι φίλων καὶ οἰκείων οἰκεῖοι χωρὶς ἀπαγόμενοι καὶ καταδουλούμενοι· οὐ γὰρ ἐλύπει τὸ θανεῖν, ὡς τὸ ἀπ’ ἀλλήλων εἶναι καὶ παθεῖν τι τῆς εὐσεβείας ἀνάξιον, ὑπὲρ ἧς πάντα δεινὰ ἐκαρτέρησαν· οὐδὲ γὰρ ἐν τοσούτοις μυρίοις θανοῦσι τῆς εὐσεβείας τις ἐκπέπτωκεν.».
[8] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις…, ό.π., σσ. 5-6· Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους (1453-1821), Αθήνα 1869,σσ. 526-528.
[9] Κων. Νικόδημος, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τ. Α΄, Αθήνα 1862, σσ. 18-22.
[10] Ο Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, στο βιβλίο του, Τά Ορλωφικά, η εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Αθήνα 1967, υποστηρίζει την πρώτη άποψη. Ο Νίκος Ροτζώκος [Εθναφύπνιση και εθνογένεση, Ορλωφικά και ελληνική ιστοριογραφία, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007], σαράντα χρόνια μετά, αναρωτιέται (;) εάν έχουμε όντως να κάνουμε με μια εθναφύπνιση, όπως υποστηρίζει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος ή ο Μ. Σακελλαρίου, ή με πρόδρομες εκφράσεις μιας «εθνογένεσης», όπως υποστηρίζει η αποδομητική σχολή. [Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΙΕΕ, τ. 6, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1932· Μ. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος…, ό.π.
[11] Παναγιώτης Μαγιάκος, Ο Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804), Αθήνα 1932, σσ. 19-20.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube
Διαβάστε και τα υπόλοιπα μέρη του αφιερώματος, Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453:
Α. Από τον Κορκόνδειλο Κλαδά στον Μερκούριο Μπούα
Β΄ Η Παγίωση της τουρκικής κατοχής και η Ναυμαχία της Ναυπάκτου
Γ. Ο Κρητικός πόλεμος και το λυκόφως της Ενετοκρατίας
Δ. Ο Διονύσιος Φιλόσοφος και η κατάληψη των Ιωαννίνων
Ε. Τα «Ορλωφικά», η πρώτη ελληνική επανάσταση
ΣΤ. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη και οι «γενιτσαραγάδες»
Ζ. Λάμπρος Κατσώνης – Η αντίσταση των Ελλήνων από το 1453 έως το 1821
Η. Τρεις «επαγγελματίες επαναστάτες»
Θ. Οι αυτόνομες πολεμικές δυνάμεις και το Σούλι