του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του 1821, Η Δυναμική της Παλιγγενεσίας
Mετά τον πρώτο ρωσο-τουρκικό πόλεμο, που κλόνισε βαθύτατα την οθωμανική Αυτοκρατορία, η Αικατερίνη ετοιμάστηκε για έναν «δεύτερο γύρο», συνάπτοντας συμμαχία με τους Αψβούργους, γύρω από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαμελισμού της ευρωπαϊκής Τουρκίας, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει συστηματικότερα τους Έλληνες και τους λοιπούς ορθοδόξους.
Όπως, παλαιότερα, η Βενετία και η Ισπανία, η Ρωσία επιδιώκει την κινητοποίηση των χριστιανικών πληθυσμών, κατ’ εξοχήν των Ελλήνων της Πελοποννήσου, της Ρούμελης, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου. Δημιουργεί μάλιστα σχέσεις πολύ πιο στενές και συστηματικές από τους Ενετούς. Κατ’ αρχάς, οι Ρώσοι, καθώς δεν διέθεταν άμεση πρόσβαση στο ελληνικό θέατρο και την Ανατολική Μεσόγειο, είχαν μεγαλύτερη ανάγκη τους Έλληνες· κατά δεύτερο λόγο, οι Ενετοί, όντας ταυτόχρονα και εξουσιαστές των Ελλήνων, δεν ήθελαν να τους εξοπλίζουν συστηματικά· οι Ρώσοι ως ομόδοξοι με τους Έλληνες, θεωρούσαν τον εαυτό τους κληρονόμο του Βυζαντίου, σε αντίθεση με τους Ενετούς, που υπήρξαν οι μεγάλοι εχθροί του Βυζαντίου· τέλος, οι Έλληνες δεν ανταγωνίζονταν τους Ρώσους στο εμπορικό πεδίο, αντίθετα ήταν σύμμαχοι που κάλυπταν τις ελλείψεις των Ρώσων. Γι’ αυτό και οι τελευταίοι όχι μόνο είχαν παραχωρήσει πολλά προνόμια στους Έλληνες της Ρωσίας αλλά και τους χρησιμοποιούσαν στον στρατό και τη διπλωματία τους – όπως συνέβαινε με την πλειοψηφία των προξένων της Ρωσίας στην οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Αικατερίνη θα χρησιμοποιήσει και τους ελληνικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας,
Έτσι, όταν η Υψηλή Πύλη κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, τον Αύγουστο του 1787, η Αικατερίνη έθεσε σε κυκλοφορία, στις 9 Σεπτεμβρίου, ένα φυλλάδιο στα ελληνικά, υπογραφόμενο «Αἰτιολογία τοῦ παρόντος πολέμου μεταξὺ Ρωσσίας καὶ Τουρκίας», ενώ, στις 17 Φεβρουαρίου 1788, κυκλοφόρησε προκήρυξη που προανήγγελλε την κίνηση των χερσαίων στρατευμάτων και του στόλου που έμελλε να κατέλθει στη Μεσόγειο, υπό τον ναύαρχο Γρέιγ, ώστε μαζί με τους Έλληνες να εκδιώξουν τους Τούρκους. Η αδυναμία καθόδου του ρωσικού στόλου που εμποδίστηκε από τους Άγγλους και τους Πρώσους αναβάθμισε τον ρόλο των Ελλήνων στην διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Αντώνιος Ψαρός, πρώην πρόξενος της Ρωσίας στη Μάλτα, θα αναλάβει τον γενικό συντονισμό των θαλασσίων επιχειρήσεων, η δε Τεργέστη θα γίνει κέντρο στρατολόγησης και συντονισμού των επαναστατικών δυνάμεων, καθώς το 1788 εισήλθε στον πόλεμο και η Αυστρία.
Οι δυτικές δυνάμεις διασώζουν τους Οθωμανούς
Οι συνασπισμένες δυνάμεις της Σουηδίας, της Πρωσίας, της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Ισπανίας –με τη συνεπικουρία των Γάλλων– θα διασώσουν για μια ακόμα φορά τον μεγάλο ασθενή της Ευρώπης. Το 1788, παρεμπόδισαν την έλευση του ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο· η Σουηδία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, ενώ η Ισπανία απειλούσε πως δεν θα αφήσει τα ρωσικά πλοία να διέλθουν από το Γιβραλτάρ. Γράφει σχετικά ο Αδαμάντιος Κοραής: «Τὰ πολεμικὰ πλοῖα τῆς Ῥωσσίας δὲν ἐκίνησαν ἀκόμα ἀπὸ τὸ Κρονστάδ· εἶναι ὅμως μεγάλη ἡ ὑποψία ὅτι ἡ Ἰσπανία μελετᾶ νὰ τὰ ἐμποδίσῃ»… «Ἠξεύρης ὅτι ἡ Σουηκία ἐκήρυξεν ἀνελπίστως τὸν πόλεμον κατὰ τῆς Ρωσίας· ἡ Προυσία ἀπειλεῖ καὶ αὐτὴ νὰ ἐγερθῇ κατὰ τῶν δύο αὐτοκρατόρων, ἄν αὐτοὶ δὲν ἀφήσωσι τὸν καλόν σου Τοῦρκον εἰς ἡσυχίαν»[1]. Επειδή οι ρωσικές δυνάμεις έδειχναν να υπερτερούν, την ηγεσία των αντιρωσικών δυνάμεων θα αναλάβουν η Πρωσία και η Αγγλία:
Οἱ Ἄγγλοι ἡτοίμασαν ἕνα ναυτικὸν στόλον, τόσον φοβερόν, ὅσος δὲν ἔγεινε ποτέ. Μέρος αὐτοῦ τοῦ στόλου μέλλει νὰ κινήσῃ διὰ τὴν Βαλτικὴν θάλασσαν, διὰ νὰ πολεμήσῃ ἀναισχύντως τοὺς Ῥώσσους, ἤ καὶ νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ, ἄν ἔχωσι σκοπὸν νὰ πέμψωσι στόλον κατὰ τῶν Τούρκων… (31-1-1791)[2].
Σύμφωνα με τον Κοραή, ο κακός δαίμονας της Ελλάδας, ο πρωθυπουργός Γουίλιαμ Πιτ (ο νεώτερος), έσπρωχνε την Αγγλία σε πόλεμο εναντίον της Ρωσίας για να διασώσει την οθωμανική Αυτοκρατορία[3]. Στην πολιτική του Πιτ αντιδρούσαν οι Γουίγκς (το σημερινό κόμμα των Φιλελευθέρων), οι οποίοι είχαν δείξει φιλικές διαθέσεις και προς την αμερικανική και προς τη γαλλική Επανάσταση. Ο Κοραής παραθέτει, πλημμυρισμένος εθνική υπερηφάνεια, την ομιλία του ιρλανδικής καταγωγής ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και πολιτικού, Ρίτσαρντ Σέρινταν (Richard Sheridan), στη Βουλή, ενάντια στον Πιτ και υπέρ των Ελλήνων.
… ὁ καλὸς σου Σεριδάνιος πίπτει αἰφνιδίως, [ ] ἐπάνω εἰς τοὺς ἀξιοδακρύτους Γραικούς. «Εἶναι, λέγει, ἄδικος καὶ δι’ αὐτοὺς τοὺς Γραικοὺς τῶν ὁποίων ἐμποδίζομεν τὴν ἐλευθερίαν ἀπὸ ἕνα βάρβαρον ἔθνος. Μόλις ἡ Ἑλλὰς θέλει τινάξειν αὐτὸν τὸν ζυγὸν ἀπὸ τὸν αὐχένα της, καὶ θέλει πάλιν γεννήσειν τοὺς Δημοσθένεις καὶ ὅλους τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἐγέννησε τὸ παλαιόν» (15/ 11/ 1791)[4].
Έτσι, η «απρόκλητη» πολεμική διάθεση του Πιτ και της κυβέρνησής του έναντι της Ρωσίας διέσωσε τους Οθωμανούς ενώ συνάμα διαιώνιζε τη σκλαβιά των Ελλήνων. Τελικώς, το Κοινοβούλιο της Αγγλίας θα υπερψηφίσει τις πολεμικές δαπάνες και η Μεγάλη Αικατερίνη θα υποχρεωθεί σε αναδίπλωση, αφού ήδη η Αυστρία την είχε εγκαταλείψει και είχε κλείσει ειρήνη με την Τουρκία.
Οι Έλληνες στον πόλεμο «των τριών Ιμπερίων»
Ο πόλεμος των «τριών Ιμπερίων» (1787-1792), δηλαδή ο πόλεμος της Αυστρίας και της Ρωσίας εναντίον των Οθωμανών, υπήρξε ίσως ο πλέον απειλητικός γι’ αυτούς, διότι είχε ως στόχο την ολοκληρωτική διάλυση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την «τελική λύση» του Ανατολικού Ζητήματος. Η Αικατερίνη και ο σύμμαχός της, Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων[5], είχαν συμφωνήσει από το 1782 να προσαρτηθεί ένα μέρος της Νοτιοσλαβίας στην Αυστροουγγαρία και να δημιουργηθούν δύο νέα κράτη, ένα «δακικό», με τη Βεσσαραβία, τη Μολδαβία και τη Βλαχία, και ένα «ελληνικό», που θα περιλάμβανε όλα τα εδάφη κάτω από τον Δούναβη, με πρωτεύουσα την ΚΠολη[6].
Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, οι Έλληνες περνούν και πάλι σε ανοικτή επαναστατική δράση εναντίον των Οθωμανών ενώ ο Λουδοβίκος Σωτήρης, ο Γεώργιος Ανδρούτσος, οι Σουλιώτες, ο Λάμπρος Κατσώνης υπήρξαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της.
Ο Κατσώνης (1752-1804) γεννήθηκε στη Λιβαδειά και, μετά από κάποιο επεισόδιο με Τούρκο αξιωματούχο, σε ηλικία περίπου 17 χρόνων, διέφυγε μαζί με τον πατέρα του στη Ζάκυνθο. Σε ηλικία 18 χρόνων, κατατάχθηκε εθελοντής στον ρωσικό στόλο, συμμετείχε στον πόλεμο και έγινε υπαξιωματικός, ενώ το 1774, μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, έφυγε για τη Ρωσία. Εκεί κατατάχθηκε στο ελληνικό Τάγμα των Κυνηγών της Μπαλακλάβα, συμμετείχε δε στον ρωσοπερσικό πόλεμο και προήχθη στον βαθμό του λοχαγού. Το 1787, ως κυβερνήτης στο πλοίο Πρεζέντιο, εξοπλισμένο με 18 κανόνια και πλήρωμα 98 Έλληνες, συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις στον Εύξεινο Πόντο.
Εν συνεχεία, μετέβη στην Τεργέστη όπου συνελήφθη από τις αρχές αλλά απελευθερώθηκε μετά από επέμβαση του Ποτέμκιν και τον Οκτώβριο του 1787, ο πρόξενος της Ρωσίας, Σπυρίδων Βαρούχας, τον εφοδίασε με χρήματα και όπλα. Μαζί με χρήματα των Ελλήνων εμπόρων της Τεργέστης και δάνειο Ρώσων αξιωματικών, αγόρασε τρία πλοία – ανάμεσά τους η ναυαρχίδα του, «Αθηνά της Άρκτου», προς τιμήν της Μ. Αικατερίνης. Με αυτά ξεκίνησε τις επιδρομές κατά των Τούρκων και σε λιγότερο από τρεις μήνες είχε συγκροτήσει στολίσκο με δέκα πλοία, που δραστηριοποιόταν σε ένα εκτεταμένο θέατρο επιχειρήσεων από το Ιόνιο έως τη Συρία. Τον Ιούνιο του 1788, κατέλαβε το Καστελόριζο, όπου η τουρκική φρουρά από 1.150 άτομα παραδόθηκε, και κατεδάφισε ολοσχερώς το φρούριο του και στις 31 Αυγούστου, καταναυμάχησε την υπέρτερη τουρκική αρμάδα στην Κάρπαθο, νίκη η οποία προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στην Ευρώπη, όπου συνέκριναν τον Λάμπρο με τους Σαλαμινομάχους. Σε έγγραφη αναφορά του, στις 31ης Οκτωβρίου 1788, από την Τεργέστη, περιγράφει πώς δημιούργησε την πρώτη του ναυτική δύναμη, «…με το πολεμικό μου χέρι…»[7].
Κατά διαστήματα, ναυμαχεί στο Αρχιπέλαγος και ο σχηματισθείς αργότερα (1789) Ρωσικός Κρατικός Στολίσκος, υπό τον Αντιπλοίαρχο Γουλιέλμο Λορέντζο, πρώην πειρατή από τη Μάλτα, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να συνεννοηθεί με τον Κατσώνη για κοινές ενέργειες. Οι Ρώσοι, εξάλλου, δεν επιθυμούσαν την υπέρμετρη ενίσχυσή του και γι’ αυτό επιχειρούσαν διαρκώς να τον αποδυναμώσουν. Το 1790, απέπλευσε από το Ιόνιο με εννέα πλοία, έχοντας μαζί του και τον οπλαρχηγό Ανδρίτσο, πατέρα του Οδυσσέα, με τους οκτακόσιους συντρόφους του και, με ορμητήριο την Κέα(Τζιά), ενεργούσαν επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια. Οι επιχειρήσεις του ήταν τόσο αποτελεσματικές ώστε ο διερμηνέας του οθωμανικού στόλου, Μαυρογένης, τον κάλεσε να εγκαταλείψει τους Ρώσους, με αντάλλαγμα μεγάλο χρηματικό ποσό, 200.000 χρυσά νομίσματα, και την ηγεμονία σε ένα από τα νησιά του Ικαρίου Πελάγους.
Όμως τον Μάιο του 1790, κατά τη διάρκεια ναυμαχίας στην Άνδρο, ενώ αντιμετώπιζε αποτελεσματικά 16 τουρκικά πλοία, δέχθηκε νέα επίθεση από 13 μπαρμπαρέζικα σκάφη και ηττήθηκε, χάνοντας τα περισσότερα πλοία του, σε μια σύγκρουση όπου έχασαν τη ζωή τους 565 Έλληνες και 3.000 Τούρκοι και Αλγερίνοι… Πυρπόλησε ο ίδιος την «Αφροδίτη της Άρκτου» και, τραυματισμένος, κατέφυγε στα Κύθηρα.
Σύντομα, κατόρθωσε να συγκεντρώσει εκ νέου 24 πλοία στην Ιθάκη αλλά, πριν αναχωρήσει, έφτασαν τα νέα για την ανακωχή και τη σύναψη ειρήνης, με τη Συνθήκη του Ιασίου (Ιανουάριος 1792). Τότε, σε συμφωνία με τους Μανιάτες, εγκατέστησε βάση στο Πορτοκάγιο, όπου κατέφυγε μαζί με τον Ανδρούτσο, τον Απρίλιο του 1792, με 11 πλοία, σήκωσε δικό του λάβαρο και κυκλοφόρησε την Φανέρωσι τοῦ Ἐξοχωτάτου Χιλιάρχου καὶ Ἱππέως Λάμπρου Κατσώνη (Μάιος 1792[8],
Η Γαλλία έστειλε εναντίον του τη φρεγάτα «Modeste», με 36 κανόνια– η οποία, μαζί με 30 τουρκικά πλοία, του επιτέθηκε τον Ιούνιο του 1792. Μετά από συγκρούσεις τριών ημερών, αναγκάστηκε να καταφύγει με δώδεκα συντρόφους στα Κύθηρα και από εκεί στην Πάργα, την Ιθάκη και την Κεφαλονιά. Καταδιωκόμενος, κατορθώνει εν τέλει να επιστρέψει στη Ρωσία, το 1794.
Η «φανέρωσις» του Λάμπρου
Ο Κατσώνης, στην Φανέρωσιν τοῦ Ἐξοχωτάτου Χιλιάρχου καὶ Ἱππέως Λάμπρου Κατσώνη, αναπτύσσει ένα καινοφανές σκεπτικό για τη σχέση των ελληνικών επιδιώξεων με εκείνες της Ρωσίας: Αρχικώς, υποστηρίζει πως είναι η Ρωσία η οποία οφείλει τα μέγιστα στους Έλληνες για τη βοήθεια που της είχαν προσφέρει με ακριβό και αιματηρό αντίτιμο:
Ἤθελεν εἶναι λοιπὸν ματαίως ἐξοδευμένος ὁ καιρὸς ἄν τινὰς ἐκατεγίνετο νὰ ἀπαριθμήσῃ μίαν πρὸς μίαν τὰς ἐκδουλεύσεις ὁποῦ τὸ γένος τῶν Ῥωμαίων ἐπρόσφερεν πρὸς βοήθειαν τῆς Ῥωσικῆς Αὐτοκρατορίας…, τὶ καὶ πῶς καὶ πότε τοῦτο τὸ γένος ἐκινήθη κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν, τώρα μὲν ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας του, τώρα δὲ ἀπὸ τὰς ὑποσχέσεις τῶν ἐνταῦθα στελλομένων Ῥώσων ἀρχηγῶν,. [9]
Εν συνεχεία, παρουσιάζει εκτενώς τα πολεμικά επιτεύγματα των Ελλήνων που πραγματοποιήθηκαν υπό την καθοδήγησή του και με τη χρηματική στήριξη των Ελλήνων, καθώς και τη σημασία της δράσης τους ως αντιπερισπασμό για τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Μαύρη Θάλασσα και την Κριμαία.
Ἐτοῦτος ὁ ἀνδρεῖος χιλίαρχος, Λειβάδιος τὸ γένος, ἄξιος τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς πατρίδος, … ἦταν ὁ κύριος τοῦ ἀρχιπελάγους, καὶ ὁ Ὀθωμανικὸς στόλος ἐφοβεῖτο νὰ ἀπαντήσῃ ἐκεῖνον τοῦ Λάμπρου. Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἴπῃ, ὅτι ἂν ὁ στόλος τοῦ Λάμπρου δὲν ἐφόβιζε τοὺς Ὀθωμανοὺς δὲν ἤθελαν ἑνώσουν τὸν εἰς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος στόλον τους μὲ ἐκεῖνον τοῦ Εὐξείνου Πόντου, (καὶ) νὰ διπλασιασθῇ ἡ δύναμις τῶν Ὀθωμανῶν κατὰ τῶν Ῥώσων.
Και όμως, όταν οι Ρώσοι έκλεισαν ειρήνη, αγνόησαν παντελώς τους Έλληνες, επαναλαμβάνοντας ό,τι είχαν πράξει μετά τα Ορλωφικά:
Κι οἱ Μόσκοβοι, οἱ φίλοι μου, ἡ μοναχὴ μου ἐλπίδα,
καὶ τὶ καλὸ μοῦ ἐκάνανε ποὺ ἦρθαν στὸ Λεβάντε;
καὶ πάλι μὲ τὸν τύραννο νὰ κάμουν τὴν ἀγάπη. [ ]
Νὰ μοῦ ἀφανίσουν τὰ νησιὰ καὶ νὰ μὲ παρατήσουν[10].
Γι’ αυτό και ο Λάμπρος, μαζί με τους συναγωνιστές του, αποφάσισαν να συνεχίσουν μόνοι τον αγώνα έως ότου «λάβουν τὰ δίκαια ὁποὺ τοὺς ἀνήκουν».
…ἤλπιζε ὅτι εἰς τὰς συμφωνίας τῆς εἰρήνης ἤθελε πραγματευθῇ κάποιόν τι καὶ διὰ τὸ ἑλληνικὸν γένος, ὁποῦ νὰ ἔχῃ ἕναν μικρὸν τόπον ἐλεύθερον καὶ ἀμοιβὴν τῶν κόπων ὁποῦ ὑπέφερε… Ὅθεν οἱ Ῥωμαῖοι ὁποῦ μὲ τὸ ἴδιον τους αἷμα κατεχρωμάτισαν τὰ ῥωσικὰ σημεῖα, θέλει παύσουν νὰ ἐχθρεύωνται τοὺς ἐχθροὺς, ὅταν λάβουν τὰ δίκαια ὁποῦ τοὺς ἀνήκουν.
1792 ἐν μηνὶ Μαΐῳ, Λάμπρος Κατσώνης μὲ τὸ στράτευμά του.
Βέβαια, οι συνασπισμένες δυνάμεις Οθωμανών και Γάλλων θα θέσουν πρόωρα τέλος στο εγχείρημά του, που ξεκίνησε ως μέρος του ρωσο-τουρκικού πολέμου για να εξελιχθεί σε μια απόπειρα αυθεντικής επανάστασης, με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους Έλληνες –κ.ά. Οι Έλληνες πλέον επιχειρούν να συνεχίσουν την επαναστατική δράση, παρά την αποχώρηση των Ρώσων, και διεκδικούν την απελευθέρωση έστω ενός μικρού μέρους της ελληνικής γης. Ο Λάμπρος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την επόμενη γενιά – ενώ ο Ξάνθος θεωρεί ως ένα στοιχείο που ενέπνευσε τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας «τας νίκας των θαλασσίων μας επί Λάμπρου Κατσώνη»[11]. Γράφει, εξάλλου, στα 1809, ο Γάλλος πρόξενος στη Σμύρνη, Ζασσώ:
Αν ποτέ οι Έλληνες περιληφθούν μεταξύ των ανεξαρτήτων εθνών, οφείλουν να ανεγείρουν αγάλματα εις τον Λάμπρον, ο οποίος υπήρξε ο παλινορθωτής της ελευθερίας τους, διδάσκοντάς τους ότι μερικά ελαφρά πλοία, που ξεπροβάλλουν πίσω από ένα σκόπελο του Αρχιπελάγους, ήταν δυνατόν να αντισταθούν στις δυνάμεις μιας από τις πιο αχανείς αυτοκρατορίες[12].
Ο Παναγιώτης Μαγιάκος,ήδη το 1935, επισημαίνει ότι, «εκείνο που χαρακτηρίζει την επανάστασι αυτή, είναι το αίσθημα της αυτοπεποιθήσεως, που ανεπτύχθηκε στο ραγιά». «… με βεβαιότητα δύναται να υποστηριχθή ότι είναι ο πρόδρομος της επαναστάσεως του 1821». [13].
[1] Αδ. Κοραής, Επιστολαί, τ. Α΄, επιμ. Ν. Δαμαλά, Αθήνα 1885 (Μομπελιέ, 13-4-1788 και Παρίσι, 15-9-1788), σσ. 119, 126.
[2] Αδ. Κοραής, Επιστολαί, ό.π., σσ. 172, 175.
[3] Αδ. Κοραής, Επιστολαί, ό.π.,σσ. 197, 198, 199-201, 220-222, 230, 235.
[4] Αδ. Κοραής, Επιστολαί, ό.π.,σσ. 199-200.
[5] Ο Ιωσήφ Β΄ (1765-1790 – από το 1765 έως το 1780 συμβασίλευε με τη μητέρα του, Μαρία Θηρεσία) συναποτελούσε, μαζί με τον Φρειδερίκο της Πρωσίας και την Αικατερίνη, την τριάδα της «φωτισμένης μοναρχίας»· είχε εισαγάγει σημαντικές μεταρρυθμίσεις –κατάργηση θανατικής ποινής, μέτρα κατά των γαιοκτημόνων, υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση– που έμειναν ημιτελείς. Σε αντίθεση με τη μητέρα του και τους διαδόχους του, τον Λεοπόλδο Β΄ (1790-1792) και τον Φραγκίσκο Α΄ της Αυστρίας (1792-1835), υποστήριζε τον διαμελισμό της οθωμανικής Αυτοκρατορίας﮲ μετά τον θάνατό του όμως, η Αυστρία έκλεισε ειρήνη με την Τουρκία.
[6] Βλ. Εμ. Πρωτοψάλτης, «Η επαναστατική…», ό.π., εδώ, σσ. 33-34.
[7] Μαγιάκος, Ο Λάμπρος…, σσ. 44-53· Αν. Παλαιολόγος, «Βίος Λ. Κατσώνη», εφ. Ελπίς,1859.
[8] Βλ. Στέφ. Κουμανούδης, «Φανέρωσις τοῦ Ἐξοχωτάτου Χιλιάρχου καὶ Ἱππέως Λάμπρου Κατσώνη» περ. Πανδώρα, τ. ΙΕ΄, τχ. 349, 1864, σσ. 309-312.
[9] Στέφ. Κουμανούδης, περ. Πανδώρα, ό.π.
[10] Δημοτικό, É. Legrand, Collection de monuments pour servir à l’étude de la langue néo-hellénique, αρ. 8, Παρίσι 1871, σ. 15.
[11] Βλ. Τ. Βουρνάς (επιμ.), Φιλική Εταιρεία, Παράνομα ντοκουμέντα, Απομνημονεύματα αγωνιστών (Εμ. Ξάνθος–Γ. Λεβέντης), εκδ. Τ. Δρακόπουλος, Αθήνα χχ., σ. 155· Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Δ΄, σσ. 556-586· N. C. Pappas, Greeks in Russian military service in the late 18th and early 19th centuries, ΙΒΣ, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 75-94.
[12] Auguste de Jassaud, Mémoire…, ό.π.,σ. 21.
[13] Παν. Μαγιάκος, Ρήγας Βελεστινλής ο Θεσσαλός 1757-1798, Αθήναι 1935, σσ. 14-15.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube
Διαβάστε και τα υπόλοιπα μέρη του αφιερώματος, Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453:
Α. Από τον Κορκόνδειλο Κλαδά στον Μερκούριο Μπούα
Β΄ Η Παγίωση της τουρκικής κατοχής και η Ναυμαχία της Ναυπάκτου
Γ. Ο Κρητικός πόλεμος και το λυκόφως της Ενετοκρατίας
Δ. Ο Διονύσιος Φιλόσοφος και η κατάληψη των Ιωαννίνων
Ε. Τα «Ορλωφικά», η πρώτη ελληνική επανάσταση
ΣΤ. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη και οι «γενιτσαραγάδες»
Ζ. Λάμπρος Κατσώνης – Η αντίσταση των Ελλήνων από το 1453 έως το 1821
Η. Τρεις «επαγγελματίες επαναστάτες»
Θ. Οι αυτόνομες πολεμικές δυνάμεις και το Σούλι