Αρχική » Θ. Οι αυτόνομες πολεμικές δυνάμεις και το Σούλι

Θ. Οι αυτόνομες πολεμικές δυνάμεις και το Σούλι

από Γιώργος Καραμπελιάς

Το Σούλι, χαλκογραφία του Χ. Χόλαντ.

Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453

του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του 1821, Η Δυναμική της Παλιγγενεσίας

Η ένοπλη αντίσταση των Ελλήνων ενάντια στους Οθωμανούς, μετά μία περίοδο σκληρών συγκρούσεων, κατά τον 15ο και τον αρχόμενο 16ο αι., αλλάζει χαρακτήρα. Οι κατακτημένοι Έλληνες καταφεύγουν μαζικά στις ορεινές περιοχές και αναπτύσσεται ένα νέο είδος ενόπλων, οι «κλέφτες», σύντομα δε, από τα μέσα του 17ου αι., οι αρματολοί. Ορισμένες περιοχές, ορεινές  και ναυτικές, καθίστανται εν τοις πράγμασι ιδιαίτερες «επικράτειες» ή μικροεπικράτειες, όπως θα υπαινιχθεί ο Κανταρτζής. Η Μάνη, η Χιμάρα, τα Ψαρά, το Σούλι, τα Σφακιά, τα Άγραφα, ο Ταΰ­γετος, ο Όλυμπος[1], αποτελούν μερικές από αυτές τις εστίες μιας ένοπλης «δυαδικής εξουσίας», οι οποίες ενισχύονται καθ’ όλον τον 18ο αι. και σταδιακώς επιχειρούν να ενταχθούν σε ένα ενιαίο επαναστατικό σώμα, όπως θα κάνουν ήδη στη διάρκεια των Ορλωφικών και κατ’ εξοχήν στη διάρκεια της Επανάστασης.

Σταδιακώς, μέσα από τη διαδικασία της σύγκρουσης με τους Οθωμανούς, και τη διαμόρφωση μιας ισχυρής λαϊκής παράδοσης –το πλήθος των δημοτικών τραγουδιών που εξυμνούν τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων ενόπλων–, μέσα από την ισχυρή θρησκευτική συνείδηση των ορεινών ή νησιωτικών πληθυσμών, τέλος μέσα από τη συμμετοχή σε κοινούς επαναστατικούς αγώνες, από το 1770 και μετά, οι ένοπλοι Έλληνες μεταβάλλονται, από κλέφτες και αρματολούς[2], σε επαναστατικές δυνάμεις με εθνική συνείδηση, σε αυτές που προσβλέπει ο Ρήγας στον Θούριο και τα επαναστατικά άσματά του.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αποτελεί ίσως το αρχέτυπο αυτού του μετασχηματισμού. Γεννήθηκε το 1770, μέσα στην επανάσταση, «εἰς ἕνα βουνό, εἰς ἕνα δένδρο ἀποκάτω»[3].

Ἐ­γεν­νή­θη­κα στα 1770. Ὅ­ταν ἐ­γλύ­τω­σα ἀ­πὸ τὴν Κα­στά­νιτ­ζα εἴ­μουν χρό­νων 10. Δι­α­μο­νὴ Μά­νης χρό­νι­α 2. Εἰς τὴν Ἁ­λω­νί­σθε­να χρό­νι­α 3. Εἰς τὰ Σαμ­πά­σι­κα χρό­νι­α 12. Ἐ­πο­χὴ τῆς νε­ό­τη­τος, 5 χρό­νι­α ἀ­νύ­παν­δρος καὶ ἄλ­λους 7 χρό­νους ὑ­παν­δρευ­μέ­νος· 27 χρό­νους εἴ­χα ὅ­ταν μὲ ἐ­πρω­το­κυ­νή­γη­σαν. Ἀρ­μα­τω­λὸς καὶ κλέφ­της ἀλ­λη­λο­δι­α­δό­χως χρό­νι­α 5. Φερ­μά­νι Βα­σι­λι­κὸ δι­ὰ ἐμένα καὶ τὸν Πε­τι­με­ζὰ στὰ 1802. Τὸ δεύ­τε­ρο φερ­μά­νι τὸν Ἰ­α­νου­ά­ρι­ον 1806, καὶ τὸ Πα­τρι­αρ­χι­κὸ Συ­νο­δι­κό. 36 χρό­νων ἤ­μουν ὅ­ταν ἐ­πή­γα εἰς τὴν Ζά­κυν­θο. 50 χρό­νους εἴ­χα ὅ­ταν ἐβ­γῆ­κα εἰς τὴν ἐ­πα­νά­στα­σι.

Ο Μακρυγιάννης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Νικηταράς, ο Καραϊσκάκης, έχουν μια ανάλογη διαδρομή.  Προφανώς, ο Κολοκοτρώνης χρημάτισε και «κλέφτης», δηλαδή λήστευε και Έλληνες – όχι μόνο τους Τούρκους. Προφανώς χρημάτισε και «κάπος», ερχόταν σε συνδιαλλαγή με τους Οθωμανούς και επέβαλλε την τάξη. Πολλοί άλλοι ήταν ενταγμένοι στις στρατιωτικές δυνάμεις του Αλή, όπως ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Αθανάσιος Διάκος. Πολλοί έρχονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για την κατάληψη των αρματολικιών ενώ, συχνά-πυκνά, υπέγραφαν «καπάκια»[4] (συμφωνίες) με τους κατακτητές.

Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί θεώρησαν αυτές τις πρακτικές ασυμβίβαστες με την ύπαρξη εθνικής συνείδησης. Όμως, στην πραγματικότητα, όπως όλοι οι Έλληνες, ήταν και αυτοί υπήκοοι των Οθωμανών, ικανοί για πράξεις ηρωισμού αλλά και πράξεις απεχθείς, ακόμα και αποτρόπαιες[5]. Οι Μανιάτες, π.χ., στην κατάληψη της Τριπολιτσάς, ξεγύμνωσαν ακόμα και τους Έλληνες. Όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ταυτόχρονα ήταν αδάμαστοι πολεμιστές και πολλοί προσέφεραν αφειδώλευτα τη ζωή τους στον αγώνα.

Σε αυτό το εγχείρημα της «αποδόμησης των εθνικών μύθων», προνομιακή θέση κατέχει και η κατάρριψη του «μύθου» των Σουλιωτών[6]. Η αποδομητική σχολή θέλει να καταδείξει, αν χρειαστεί βιάζοντας τα ιστορικά στοιχεία, πως οι Σουλιώτες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πρωτόγονες φάρες, αλβανικής καταγωγής και γλώσσας, οι οποίες δεν διέθεταν κάποια εθνική ή έστω πρωτοεθνική συνείδηση.

Οι Σουλιώτες[7]

Γύρω στα 1600, πολλοί χριστιανοί ίδρυσαν το χωριό Σούλι, στα Κασσιώπεια όρη, 100 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων, σε ένα μικρό οροπέδιο, 600 μέτρα πάνω από την κοίτη του Αχέρoντα[8]. Τότε είχαν ενταθεί οι πιέσεις στους χριστιανούς αγρότες και ο κεφαλικός φόρος είχε ανέβει από τα 40 άσπρα ετησίως, το 1574, στα 150 το 1596, και στα 240 το 1630[9] ενώ είχαν πολλαπλασιαστεί οι εξισλαμισμοί.

Οι εξεγερμένοι αγρότες, που εκστράτευσαν μαζί με τον Διονύσιο Φιλόσοφο, το 1611, στα Γιάννενα, προέρχονταν στο μεγαλύτερο μέρος τους από τα χωριά της Παραμυθιάς και, μετά την αποτυχία της εξέγερσης, σκορπίστηκαν στα βουνά, και το Σούλι, ενώ αυξήθηκε και η μετανάστευση προς τα Ιόνια Νησιά[10]. Από τη συρροή καταδιωκόμενων ή εξεγερμένων πληθυσμών –«κατέφυγον εἰς Σούλιον ἅπαντες οἱ λίθον ξηρὸν ἀντὶ δούλου θανάτου ἀσμένως προαιρούμενοι»– μέχρι το 1740, στην ίδια δύσβατη περιοχή, δημιουργήθηκαν τρία ακόμα χωριά, Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκο –το «Τετραχώρι»– ενώ, στους πρόποδες και στις πλαγιές των Κασσιώπειων ορέων, βρίσκονταν άλλα εφτά χωριά, κυριευθέντα διά των όπλων μετά το 1744. Τα έντεκα χωριά, της «Σουλιώτικης Συμπολιτείας», είχαν πληθυσμό 6.000 κατοίκους – 2.000 ήταν οι πολεμιστές. Επί πλέον, έως το 1760, είχαν απελευθερώσει 66 χωριά ακόμα[11] –τα λεγόμενα «παρασουλιώτικα»– και, τα 77 χωριά συγκροτούν έναν νέο (ημι)αυτόνομο σχηματισμό, στην καρδιά της οθωμανικής κυριαρχίας[12].

Η κοινωνική οργάνωση των Σουλιωτών διατηρούσε ως πρωταρχικό κύτταρο την οικογένεια, ενώ περισσότερες οικογένειες συγκροτούσαν φάρες. Τα 47 γένη μέσω των αρχηγών ή των αντιπροσώπων τους διατηρούσαν μία μορφή γερουσίας[13]. Όταν όμως επρόκειτο να ληφθούν καθοριστικές αποφάσεις συγκαλούνταν συνέλευση όλων των αρρένων από το σύνολο των χωριών[14].

Από τα Ορλωφικά στον «πόλεμο των Τριών Ιμπερίων»

Η ύπαρξη αυτής της ανυπότακτης κοινότητας, στην καρδιά της Ηπείρου, ανησυχούσε ιδιαίτερα την Πύλη. Από τα τέλη του 17ου αι., αρχίζουν οι επιθέσεις, που αποκρούσθηκαν όλες και, κάποιες φορές, οι Σουλιώτες κατεδίωξαν τους Τούρκους μέχρι τα Γιάννενα. Πριν τον Αλή πασά, αριθμούνται έξι αχρονολόγητες και δύο χρονολογημένες μεγάλες αναμετρήσεις[15] – η σπουδαιότερη το 1772, στα Ορλωφικά,[16].

Αλλά ο μεγάλος αντίπαλός τους, μετά το 1787, ήταν ο νέος πασάς των Ιωαννίνων, ο Αλής, ο οποίος, για να επεκτείνει την (ημι)αυτόνομη εξουσία του, δεν μπορούσε να ανεχτεί την ύπαρξη ελληνικής αντιεξουσίας στην Ήπειρο, οι δε πρώτες επιθέσεις του είναι άμεσα συνδεδεμένες με τον πόλεμο του 1787-1792. Η εκστρατεία που οργάνωσε ο Αλής έληξε άδοξα, καθώς ο Χασάν Ιμπραήμ-αγάς «επήλθε κατά του Σουλίου λαύρος και γαύρος, αλλά συντριβείς απήλθε μαύρος και άραχνος».

Αμέσως μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1792, ο Αλής πραγματοποιεί ο ίδιος εκστρατεία εναντίον του Σουλίου και ο Άγγλος διπλωμάτης, Γουίλιαμ Ήτον (William Eton), παραθέτει περιγραφή του διερμηνέα των Γάλλων, ο οποίος βρισκόταν στο παλάτι των Ιωαννίνων.

«Ο πασάς επιτέθηκε στην Κιάφα, αλλά οπισθοχώρησε τρεις φορές με μεγάλες απώλειες… Ο Μπότσαρης άφησε 400 άνδρες στο οχυρό της Τρύπας και έστειλε 400 άλλους να στήσουν ενέδρα στο δάσος. Όταν είδε ότι ο εχθρός, που έφθανε τις 4.000, προχωρούσε, χτύπησε ένα κουδούνι, το σύνθημα της γενικής επίθεσης. Η ενέδρα δεν άφηνε καμία δυνατότητα για οπισθοχώρηση. Ήταν εκτεθειμένοι από παντού στα πυρά των Σουλιωτών, οι γυναίκες από τις ράχες κυλούσαν κάτω μεγάλες πέτρες (και) εκτός από τους 140 που παραδόθηκαν, όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν. Ο πασάς μόλις σώθηκε και έσκασε δύο άλογα…και, φοβούμενος για την ασφάλεια της πρωτεύουσάς του, έστειλε έναν Δεσπότη να προτείνει ειρήνη»[17].

Αυτή την ιστορική σύγκρουση, έχει απαθανατίσει σχετικό δημοτικό τραγούδι:

Αρ­βα­νι­τιὰ μα­ζώ­χτη­κε, πά­γει τὸ Κα­κο­σού­λι.[  ]

Ὁ Κου­τσο­νί­κας χού­ϊ­α­ξεν ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βα­ρί­κο.

«Μην τὸ φο­βᾶ­σαι πα­πα­διά, ςτὸ νοῦ σου μὴ τὸ βά­νῃς

τώ­ρα νὰ δγὴς τὸν πό­λε­μο, τὰ κλέ­φτι­κα ντου­φέ­κια

πῶς πο­λε­μοῦν ἡ κλε­φτου­ριὰ κι αὐ­τ’ οἱ Κα­κο­σου­λι­ῶ­τες».

 [ ] κι ὁ Μπό­τσα­ρης ἐ­φώ­να­ξε μὲ τὸ σπα­θὶ ςτὸ χέ­ρι

«Έ­λα πα­σᾶ τί κά­κι­ω­σες καὶ φεύ­γεις μὲ μεν­ζί­λι!

Γύρ­να ἐ­δῶ στὸν τό­πο μας· ςτὴν ἔ­ρη­μη τὴν Κιά­φα

ἐ­δῶ νὰ στή­σεις τὸ θρο­νὶ σου νὰ γί­νεις καὶ σουλ­τά­νος» [18].

Η ασφυξία του Σουλίου

Όμως μετά από δεκατέσσερα χρόνια άοκνων προσπαθειών, ο Τεπελενλής θα κατορθώσει να εκδιώξει τους Σουλιώτες. Αρχικώς, τον Οκτώβριο του 1798, κατέλαβε τη γαλλοκρατούμενη Πρέβεζα και κατέσφαξε τους κατοίκους της, με τραγικές συνέπειες για τους Σουλιώτες, μια και οι κύριοι σταθμοί ανεφο­διασμού τους ήταν η Πρέβεζα και η Πάργα.

Ακολούθησε η απώλεια των περισσότερων παρασουλιώτικων χωριών και η κατασκευή φρουρίων περιμετρικά του Σουλίου. Τον Ιούνιο του 1800, ο πασάς, εφοδιασμένος με σουλτανική διαταγή, επιχείρησε νέα επίθεση επικεφαλής 15.000 ανδρών και, παρόλο που απέτυχε να καταλάβει το Σούλι, ολοκλήρωσε την περικύκλωσή του. Η Πάργα αποφεύγει πλέον να εφοδιάσει τους Σουλιώτες, οι οποίοι απευθύνονται για βοήθεια στην Επτάνησο Πολιτεία και, σε επιστολή τους, πασχίζουν απελπισμένα να πείσουν τους Ρώσους για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ενιαίου μετώπου.

Τορα οτι να ορισετε καμετε. [ ]. Ε­μης σιμερα και αβριο το ασκερι το εχουμε απανου μας. Δησκολα θελα μας ματαηδητε αν δεν μας κηβερνισετε. [ ] απο την Χριστιανοσίνη δεν εφανηκε εργα Χριστιανοσινης.[  ] Μηνα εμης τον έχομε τον Τουρκον οχτρον και η αφεντια σας τον εχετε φιλον;.. [19]

Σε άλλη επιστολή, προς στις αρχές της Κέρκυρας, συνδέουν για πολλοστή φορά την τύχη τους με το σύνολο των Ελλήνων (των «Ρωμαίων»)[20].

ο σκοπος του Αλη πασα και ολον των Τουρκων ειναι να χαλασουν ολους τους Ρωμαιους που βρισκονται εις την Ρουμελη και πασκουν με κάθε τροπον να λαβουν τον τοπον μας ὅπου ειναι δυνατος.

 1 Αλοναρίου 1800 από Σουλη.

Στις απεγνωσμένες προσπάθειές τους για βοήθεια, αποστέλλουν τον Περραιβό στο Παρίσι, να ζητήσει τη βοήθεια του Ναπολέοντα ενώ, απευθύνουν επιστολή ακόμα και στον Κοραή, , ο οποίος όμως τους καλεί να αντέξουν μόνοι, με τη βοήθεια του Θεού και του «ἐ­ξολοθρευτὴ ἀγγέλου» του, διότι δεν υπήρχαν ευρωπαϊκές δυνάμεις πρόθυμες να τους συνδράμουν:[21].

Οι Σουλιώτες είχαν μείνει χωρίς συμμάχους. Στην Ευρώπη, πρυτανεύει η στρατηγική της ακεραιότητας της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι Έλληνες υποχρεώνονται, δια πυρός και σιδήρου, να  δράσουν αυτόνομα:  οι Σουλιώτες, ο Ρήγας, ο Ζαχαριάς, ο Βλαχάβας, ο Νικοτσάρας, ο Καραΐσκος, ο Κατσαντώνης, κ.ά, θα πληρώσουν με το αίμα τους τη νέα διεθνή συγκυρία, θα μεταβληθούν στο προζύμι μιας συνειδητοποίησης που θα πάρει σάρκα και οστά με την Επανάσταση.

Το τέλος

–Ἄχ, τὶ μαντάτα νὰ σᾶς πῶ; τὶ νὰ σᾶς μολογήσω;

Πῆραν τὸ Σούλι, πήρανε κι’ αὐτὸ τὸν Ἀβαρίκο,

Πῆραν τὴν Κιάφα τὴν κακή, πῆραν καὶ τὸ Κιοῦγκι

Κ’ ἔκαψαν τὸν καλόγερο μὲ τέσσαρες νομάτους[22].

Εν τέλει, τον Σεπτέμβριο του 1803, οι Τούρκοι μπαίνουν στο Σούλι, με προδοσία του Πήλιου Γούση, του οποίου ο Αλής κρατάει όμηρο τον γαμπρό. Οι Σουλιώτες συμπτύσσονται στην εκκλησία του Αγίου Δονάτου, ενώ ο καλόγερος Σαμουήλ, με εξακόσιους μαχητές, κρατάει το κάστρο της Αγίας Παρασκευής, στο Κούγκι.

Στις 12 Δεκεμβρίου, υπογράφεται η συνθηκολόγηση, σύμφωνα με την οποία θα επέστρεφαν 30 όμηροι από τα Γιάννενα, οι Σουλιώτες θα αποχωρούσαν για την Πάργα με τα όπλα τους.[23] Δύο χιλιάδες Σουλιώτες, με αρχηγούς τους Φώτο Τζαβέλα, Δήμο Δράκο, και Τζίμα Ζέρβα, κατευθύνονται προς την Πάργα. Άλλοι χίλιοι περίπου, με αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα, φεύγουν για το Ζάλογγο. Μικρότερες ομάδες φεύγουν για το Βουλγαρέλι και άλλα κοντινά χωριά.

Και ενώ η κολώνα του Τζαβέλα έχει φτάσει στην Πάργα, εκείνη του Κίτσου Μπότσαρη και του Κουτσονίκα χτυπιέται στα στενά του Ζαλόγγου από τον Βελή και, στις 17 Δεκεμβρίου 1803, εξήντα Σουλιώτισες  θα πέσουν από τους βράχους του Ζαλόγγου, αφού πρώτα έριξαν στο βάραθρο τα ίδια τα παιδιά τους, προτιμώντας το θάνατο από την ατίμωση. Η Αγία Παρασκευή και το Κούγκι, ανατινάζονται από τον Σαμουήλ στις 16 ή 17 Δεκεμβρίου.

Ο κύριος όγκος των Σουλιωτών θα διοχετευθεί στην Κέρκυρα, και μθα ζουν σε άθλιες συνθήκες, ενώ οι Ρώσοι προέβησαν, τον Μάρτιο του 1805, στη σύσταση στρατιωτικού σώματος, επανδρωμένου με Σουλιώτες, τους καλούμενους «Αλβανικούς λόχους»[24].

Το 1820, θα κληθούν να συμπράξουν με τα σουλτανικά στρατεύματα εναντίον του «φιρμανλή» Τεπελενλή, με αντάλλαγμα την ανάκτηση των χωριών τους. Επειδή δεν τηρήθηκαν οι όροι της συμφωνίας, οι Σουλιώτες ήλθαν σε συνεννόηση με τον Αλή, ο οποίος τους επέτρεψε την άμεση επανεγκατάσταση στο Σούλι. Αλλά, μετά τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1822, και την πολιορκία τους από τις σουλτανικές δυνάμεις, θα ακολουθήσει η οριστική πλέον αποχώρηση από τον τόπο τους, τον Αύγουστο του 1822.

Συνωστισμένες στο Ζάλογγο

Η εθνοαποδομητική σχολή των ιστορικών θα επιχειρήσει να κατεδαφίσει  τον «μύθο των Σουλιωτών», αν χρειαστεί παραχαράσσοντας  τα ιστορικά στοιχεία, για να δείξει πως οι Σουλιώτες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πρωτόγονες φάρες, αλβανικής καταγωγής και γλώσσας, οι οποίες δεν διέθεταν κάποια εθνική ή έστω πρωτοεθνική συνείδηση. Οι Σουλιώτες «εξελληνίζονται» επιγενέστερα : «εξελληνισμός και ενσωμάτωση στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, τους πολιτικο-στρατιωτικούς στόχους και το εθνικό της όραμα, αποτελούν τις δύο όψεις της νέας πραγματικότητας, στην οποία εντάσσονται οι Σουλιώτες»[25].

Θα επιχειρήσουν μάλιστα να αποδομήσουν τις πιο παραδειγματικές στιγμές αλλά και μορφές του αγώνα τους, την Δέσπω Μπότση, τη Λένω Μπότσαρη και προπαντός τον χορό του Ζαλόγγου. Άλλωστε  ο Φώτος Τζαβέλας[26], δεν ήταν ήρωας αλλά πράκτορας του Αλή πασά, ο οποίος ανατίναξε, για λογαριασμό του Αλή, το Κούγκι, αυτός και όχι ο Σαμουήλ!. Διαβάζουμε σχετικά από τη Βάσω Ψιμούλη:

«…στρατεύματα του Αλή [ ] επιτίθενται αιφνιδιαστικά στους Σουλιώτες που έχουν καταφύγει στο Ζάλογγο. Στη διάρκεια της διεξαγόμενης σε στενωπούς και μονοπάτια του όρους, μάχης, μέρος των γυναικοπαίδων κατακρημνίστηκε είτε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές είτε με απόφαση των γυναικών να προτιμήσουν γι’ αυτές και τα παιδιά τους τον εκούσιο θάνατο παρά μια οδυνηρή αιματοχυσία και αιχμαλωσία. Αγνοούμε, ωστόσο, αν αυτό συνέβη «εν χοροίς και άσμασι», όπως περιγράφει ο Περραιβός … πλάθοντας έτσι τον δεύτερο ηρωικό μύθο μετά απ’ αυτόν της αυτοπυρπόλησης του Σαμουήλ»[27].

Και όμως ο δημιουργός του «μύθου» των ασμάτων είναι  ίδιος ο Φρανσουά Πουκεβίλ(!), που είχε γράψει, το 1821:

«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών [ ]. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές, σαν να ήταν πέτρες· έπειτα, ψάλλοντας τον επιθανάτιο ύμνο τους και κρατώντας η μια το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου»[28].

Ο έτερος των αμφισβητιών του Ζαλόγγου, ο Αλέξης Πολίτης θα γράψει με τη σειρά του: «Ο Χορός του Ζαλόγγου αποτελεί, μαζί με τις μυθοποιημένες εκδοχές των κλεφταρματολών και των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων κατά των Οθωμανών, το συμπληρωματικό ταίρι του Κρυφού σχολειού: παιδεία και ανδρεία συνιστούν τα αγκωνάρια κάθε ιδεολογήματος για την εξαιρετική ελληνική φυλή»[29].


[1] Βλ. σχετικά, Αργ. Παπαδοπετράκης, Ιστορία των Σφακίων, ό.π.· Απόστολος Δασκαλάκης, Η Μάνη και η Οθωμανική Αυτοκρατορία (1453-1821), Αθήνα 1923· Ανάργυρος Γ. Κουτσιλιέρης, Ιστορία της Μάνης, Εκδ. Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1966· Κώστας Χατζηαντωνίου, Χιμάρα, Το άπαρτο κάστρο της Βορ. Ηπείρου, Διόρασις, Αθήνα 2002.

[2] Δημήτρης Θ. Τσιάμαλος, Οι Αρματολοί της Ρούμελης, Παπαζήσης, Αθήνα 2009· Σαράντος Ι. Καργάκος, Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, Ο δάσκαλος της κλεφτουριάς: Θρύλος και πραγματικότητα,Ι. Σιδέρης, Αθήνα· Τάκης Κανδηλώρος, Ο αρματωλισμός της Πελοποννήσου 1500-1821, Δ.Ν. Καραβίας, Αθήνα 22006· Τ. Βουρνάς, Αρματολοί και κλέφτες, ό.π.· Περικλής Ροδάκης, Κλέφτες και Αρματολοί, Η ιστορικοκοινωνική διαμόρφωση του ελλαδικού χώρου στα χρόνια της Τουρ­κο­κρατίας,Ελληνικά Γράμματα, τ. Α΄-Β΄,Αθήνα 1999· Δημήτρης Σταμέλος, Νικηταράς, Εστία, Αθήνα 2000· Δημήτρης Φωτιάδης, Καραϊσκάκης, Αθήνα 1956.

[3] Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής…, ό.π.,σ. 5.

[4] Βλ. σχετικά, Kωστής Παπαγιώργης, Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Καστανιώτης, Αθήνα 2003.

[5] Βλ. Βασίλης Καραποστόλης, Διχασμός και εξιλέωση, Πατάκης, Αθήνα 2010.

[6] Βλ. Βάσω Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, Εστία, Αθήνα 42006· Αλέξης Πολίτης «Ο “χορός του Ζαλόγγου”. Πληροφοριακοί πομποί, πομποί αναμετάδοσης, δέκτες πρόσληψης», στο Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα, ΕΣΝΠΓΠ–ΣΜ, Αθήνα 2007, σσ. 267-298.

[7] Βλ.  αναλυτικότερα τη μελέτη μου, Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Γ.Κ., VΙΙ.

[8] Ο Περραιβός, στην 3η  έκδοση της Ιστορίας του Σουλλίου και Πάργας, γράφει: «… ἡ χρονολογία τοῦ  Σουλλίου πιθανὸν νὰ μὴν ὑπερβαίνῃ τὰ διακόσια πεντήκοντα ἔτη». [1857, σ. 14]. Λ. Δρούλια, Β. Κόντη, Ηπειρωτική Βιβλιογραφία, 1571-1980, α΄ Αυτοτελή δημοσιεύματα, ΕΙΕ, Αθήνα 1984 και Β. Κόντη, Ηπειρωτική Βιβλιογραφία, γ΄ Μελέτες και Άρθρα 1811-1980, ΕΙΕ, 1999. 

[9] Βλ. Β. Ψιμούλη, Σούλι…, ό.π., σ. 89.

[10]Το 1627, ο βεζίρης Κινάν πασάς απαίτησε να επιστρέψουν οι 5.000 Ηπειρώτες που είχαν διαφύγει στην Κέρκυρα, ενώ, το 1632, οι αρχές αναφέρουν την έλευση 2.000 Ηπειρωτών, «άλλοι μεν διότι επείνον και εστερούντο εργασίας και άλλοι φεύγοντες την τυραννίαν». Κ. Μέρτζιος, «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον»,HX, 15 (1940), σσ. 42, 44.

[11] I. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα, τχ. 3, 10, Αθήνα 1888-1890, επανέκδ. 1971· Χρ. Περραιβός, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, ό.π., 1857, σσ. 17-18.

[12] Βλ. I. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα, ό.π., τχ. 10, σσ. 23-25.

[13] Χρ. Περραιβός, Ιστορία…, ό.π., 1857, σσ. 15, 17.

[14] Β. Ψιμούλη, ό.π., σ. 295.

[15] Π. Α. Σαλαπάντας, Το Σούλι, ήτοι τα ηρωϊκά θαύματα των Σουλιωτών και Σουλιωτιδών, Αθήνα 1860, σσ. 14-16.

[16] Βλ. Π. Κοντογιάννης, Οι Έλληνες κατά τον πρώτον…, ό.π.· Λ. Κουτσονίκας, Γενική ιστορία…, ό.π., τ. Α΄, σ. 9· Χρ. Περραιβός, Ιστορία…, ό.π., 1857, σσ. 20-21.

[17] Στην πραγματικότητα, ο Λάμπρος Τζαβέλας πέθανε μετά από δύο χρόνια, εξαιτίας των τραυμάτων του.

[18] Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τ. Α΄, ΠEK, Ηρά­κλειο 2000, σ. 188 Arnold Passow, Ρωμαίικα Τραγούδια, Teubner, Λειψία 1860, σσ. 150-151.

[19] Βλ. Δ. Σάρρος, «Γράμματα αναφερόμενα εις τους αγώνας του Σουλίου και της Πάργης», ΗΧ, 1 (1926) και ΗΧ, 2 (1927), σσ. 273-275.

[20] Δ. Σάρρος, «Γράμματα…», ΗΧ, 1 (1926), σσ. 149-150 και ΗΧ, 2 (1927), σσ. 274-275.

[21] Βλ. Αδ. Κοραής, Αλληλογραφία, τ. Β΄, Αθήνα 1966, ΟΜΕΔ, σ. 78.

[22] Passow, 156-157, Fauriel, I,  203.

[23] N. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833. Προτάσσεται ιστορία του αρματωλισμού, τ. 1ος, Αθήνα 1939, σσ. 54-56.

[24] Βλ. Αγγ. Παπακώστας (επιμ.), «Απομνημονεύματα του Γέροντος Σουλιώτου Αγωνιστού Εικοσιένα…», Μνήμη Σουλίου, τ. Δ΄, Αθήνα 1978, σσ. 154-155.

[25] Β. Ψιμούλη, Σούλι…, ό.π., σ. 471.

[26]  Η Β. Ψιμούλη για να στηρίξει μάλιστα την κατασυκοφάντηση του Φώτου και του Σαμουήλ προβαίνει σε ανοικτή παραποίηση των πηγών, όπως έχω καταδείξει στο βιβλίο μου για το Σούλι– βλ. ΓΚ VII, σσ.  97-133.

[27] Β. Ψιμούλη, Σούλι…, ό.π., σσ. 439-440.

[28] F.-C.-H.-L Pouqueville, τ. 5, Παρίσι 1821, σ. 185.

[29] Α. Πολίτης, «Ο “χορός του Ζαλόγγου”…», ό.π., σ. 282.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ