Αρχική » Δ. Ο Διονύσιος Φιλόσοφος και η κατάληψη των Ιωαννίνων

Δ. Ο Διονύσιος Φιλόσοφος και η κατάληψη των Ιωαννίνων

από Γιώργος Καραμπελιάς

Η αντίσταση των Ελλήνων από το 1453 έως το 1821

του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του 1821, Η Δυναμική της Παλιγγενεσίας

Πολλές επαναστατικές κινήσεις εκδηλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα, ως συνέπεια του αναβρασμού που ακολούθησε τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Το ίδιο έτος, ο μητροπολίτης Μονεμβασίας, Μακάριος Μελισσουργός, θα πρωτοστατήσει σε πολεμικές επιχειρήσεις στον Μοριά, ενώ ο Μητροπολίτης Αχρίδος, Αθανάσιος, θα υποκινήσει την επίθεση των Ελλήνων κατά του φρουρίου της Τσέρνα, στην περιοχή της Χειμάρας, το 1596[1]. Ο μητροπολίτης Τυρνόβου, Διονύσιος, Ράλλης από πατέρα και Παλαιολόγος από μητέρα, σε επιστολή του (1597-1598) στον ηγεμόνα της Βλαχίας, Μιχαήλ τον Γενναίο (1592-1601), που μόλις είχε νικήσει τους Τούρκους, αναφέρει πως είχε συμφωνήσει με τον οικουμενικό πατριάρχη (μάλλον τον τοποτηρητή του θρόνου, Μελέτιο Πηγά) να οργανωθεί εξέγερση. Το 1612, ο επίσκοπος της Μάνης, Νεόφυτος, στρέφεται προς τον βασιλιά της Ισπανίας και τον δούκα του Νεβέρ (Nevers, 1580-1637), στον οποίο οι κάτοικοι της Μάνης έστειλαν δύο επισκόπους και έναν μητροπολίτη, παρακαλώντας τον να αναλάβει την απελευθέρωσή τους[2]

Ο οικουμενικός πατριάρχης  Νεόφυτος Β΄(1607-1612), σε απόρρητη επιστολή στον Φίλιππο Γ΄ της Ισπανίας, συνεχιστή της πολιτικής του πατέρα του, τον καλεί «ἵνα ποιήσῃ(ς) ἔλεος καὶ ἐλευ­θερώσῃ(ς) τὸν λαὸν τοῦ Χριστοῦ», «Ὅμως μὴ βρα­δύ­νης…, ὅ­πως μὴ καταφθείρωσιν ἡμᾶς οἱ ἄγριοι θῆρες καὶ λυσσώδεις κῦνες εἰς τὸ παντελές»[3].

Όμως, την επαναστατική δραστηριότητα της Εκκλησίας συμβολίζει παραδειγματικά ο Διονύσιος Τρίκκης (Παραμυθιά, 1540/1550(;)-Ιωάννινα, 1611), ο επονομαζόμενος «φιλόσοφος», μια προσωπικότητα που χάνεται στην αχλύ του μύθου μια και τις περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του τις παίρνουμε από επικριτικά κείμενα, από τον λίβελλο και τις επιστολές του θανάσιμου εχθρού του, Μάξιμου Πελοποννήσιου, και από το επίσης επικριτικό «Ηπειρωτικό Χρονικό», αγνώστου συγγραφέα.

Ο Διονύσιος είχε καρεί μοναχός στη Μονή του Αγίου Δημητρίου, στη Διχούνη της Θεσπρωτίας ενώ στην Κων/πολη, πραγματοποίησε τις σπουδές του και ως συνεργάτης του πατριάρχη  Ιερεμία Β΄ συμμετείχε πρωταγωνιστικά στα τεκταινόμενα του Πατριαρχείου, υπερασπιζόμενος τον Ιερεμία, χρημάτισε δε ακόμα και τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου για λίγες ημέρες[4]. Ήταν δηλαδή μια σημαντική προσωπικότητα, και το 1592, χειροτονήθηκε μητροπολίτης μιας σημαντικής αρχιεπισκοπής όπως η Λάρισα και εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα, διότι οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την παρουσία του στη Λάρισα.

Επιγενέστερα, ήλθε σε σύγκρουση με το πατριαρχείο, διότι δεν απέστελλε χρήματα από τις περιοχές που ανήκαν στη δικαιοδοσία του, αλλά και με την Πύλη, στην οποία αρνούνταν να καταβάλει το χαράτσι καθώς ετοίμαζε επαναστατικό κίνημα  και ήλθε σε επαφή με τους κλέφτες των Αγράφων, ίσως και με Ισπανούς πράκτορες[5].

Τον Δεκέμβριο του 1598, έφθασε στη Βενετία ένας μοναχός από τα Ιωάννινα ως απεσταλμένος του, για να κινητοποιήσει τους εκεί Έλληνες και να επιδιώξει τη συμπαράσταση του αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄ της Αυστρίας και του βασιλιά Φιλίππου Γ΄ της Ισπανίας. Από δε τη Βενετία, εκπρόσωπος των Ελλήνων μετέβη στη Βιέννη και, με υπόμνημά του, ζητούσε στρατεύματα και όπλα, υποσχόμενος ότι οι κάτοικοι θα εξεγείρονταν υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Λαρίσης.[6]

Εν τέλει, τον Νοέμβριο του 1600, εκδηλώθηκε επαναστατικό κίνημα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, το οποίο κατεπνίγη μέσα σε λίγες ημέρες. Ακολούθησαν συλλήψεις και βασανιστήρια των επαναστατών, όπως του αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, Σεραφείμ, ο οποίος κατετάγη μεταξύ των νεομαρτύρων, διότι αρνήθηκε να ασπαστεί το ισλάμ[7]. Σύμφωνα με τον Κούμα, μετά την αποτυχία της επανάστασης, οι περισσότεροι χριστιανοί Αλβανοί αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν[8].

Ο Διονύσιος διέφυγε στην Ιταλία και η Εκκλησία υποχρεώθηκε να τον καθαιρέσει από Μητροπολίτη, ως «τολ­μηρῶς τε καὶ ἀλογίστως ἀποστασίαν μελετήσας κατὰ τῆς βασιλείας τοῦ πολυχρονίου σουλτὰν Μεχμέτ»[9]. Από τη Ρώμη πραγματοποίησε εκκλήσεις προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας και τον Φίλιππο Γ΄, ενώ, τον Φεβρουάριο του 1603, συναντήθηκε με τον Πάπα στον οποίο και υπέβαλε ομολογία πίστεως. Ο Ποντίφηκας τον εφοδίασε με συστατική επιστολή για τον Ισπανό μονάρχη· έφθασε δε στην Ισπανία το καλοκαίρι του 1603, μαζί με τον απόφοιτο του Ελληνικού Κολλεγίου, Κωνσταντίνο Σοφία, ως διερμηνέα του. Εκεί, πάντως, ο Σοφίας τον κατήγγειλε στην Ιερά Εξέταση ως αιρετικό υποστηρίζοντας ότι η προσχώρηση του Διονυσίου στην καθολική Εκκλησία δεν ήταν ειλικρινής και ότι είχε πλαστογραφήσει έγγραφα κατοίκων της Ελλάδας τα οποία υποστήριζαν δήθεν την ένωση των Εκκλησιών!

Το 1609 ή 1610, επιστρέφει στην Ήπειρο, γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και εγκαθίσταται στη Μονή του Αγίου Δημητρίου, στη Διχούνη, και ως ιατρός γυρνάει σε όλη την Ήπειρο, ακόμα και τα Γιάννενα, προσπαθώντας να ξεσηκώσει τους αγρότες. Σχεδόν ανοικτά, επιχειρεί να οργανώσει επαναστατικό κίνημα, στο οποίο είχε μυήσει και τον Δρυινουπόλεως Ματθαίο, που βρισκόταν στα Γιάννενα, αντικαθιστώντας τον αρχιεπίσκοπο Ιωαννίνων Μανασσή· ταυτόχρονα συγκρούεται επανειλημμένα με τον μοναχό Μάξιμο Πελοποννήσιο, ο οποίος αντιτίθεται σθεναρά στο επαναστατικό διάβημα. Ο Μάξιμος κατηγορεί μάλιστα τον Ματθαίο ότι, σε συνεργασία με τον Διονύσιο, δοκίμασαν να τον δολοφονήσουν, επειδή δεν προσεχώρησε στο επαναστατικό κίνημα Σε επιστολή του δε προς τον Ματθαίο, κατά το 1614, επανέρχεται αναλυτικότερα:

Τὸ πρῶτον αἴτιον τῶν κακῶν, ἐσὺ τὸ εκίνησες καὶ ἔφερες καὶ ἐφύλαγες τὸν ἐχθρὸν τοῦ κόσμου μέσα εἰς τὸ ἐπαινετὸν τοῦτο κάστρον, ἕως ὁποῦ τὸ ἀφανίσατε. Καὶ ἐμένα ὁποῦ δὲν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω τὸν θεοκατάρατον καὶ ὁποῦ σᾶς ἐσυμβούλευα νὰ τὸν διώξετε, ἐστείλατε ἄνθρωπον μέσα εἰς τὸ κελλίον μου νὰ μὲ φονεύσῃ. Ἀλλὰ ἐσὺ τὸν ἐσυμάζονες καὶ τὸν ἐφίλευες καὶ τὸν ἔδιδες θέλημα νὰ εὐλογᾷ καὶ νὰ ἁγιάζῃ, ὁ φονεὺς καὶ τοσούτων ψυχῶν φθορεύς, ὁποῦ ἤξευρες πὼς έκαμεν εἰς τὰ Τρίκκαλα…[10]

Αγνοούμε εάν οι κινήσεις του Διονυσίου εντάσσονταν σε κάποιο ευρύτερο κίνημα. Πάντως, ο ίδιος στρατολογεί αγρότες και κατοίκους των Ιωαννίνων και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό, προφητεύοντας την πτώση του Σουλτάνου και την είσοδο του ιδίου στην Κωνσταντινούπολη. Ο «στρατός» του περιλάμβανε 800-1100 αγρότες, οπλισμένους με ελάχιστα αρκεβούζια, μερικές δεκάδες σπαθιά, ακόντια και τόξα, αλλά κυρίως ρόπαλα και αυτοσχέδια όπλα, ενώ στην ηγεσία της κίνησης βρίσκονταν οι Παραμυθιώτες, Ζώτος Τσίριπος, Δελή Γιώργος, γραμματέας Τούρκου αξιωματούχου, και ο Λάμπρος, γραμματέας του Οσμάν πασά των Ιωαννίνων[11]. Αφού σημείωσαν κάποιες επιτυχίες εναντίον τουρκικών φρουρών, ψάλλοντας το «Κύριε ελέησον» και με συνθήματα ενάντια στην υπέρμετρη φορολόγηση, «χαράτζι χαρατζόπουλον» και «ἀνα­ζούλι ἀναζουλό­που­λον»[12], στις 10 Σεπτεμβρίου 1611 κατόρθωσαν να πυρπολήσουν το τουρκικό διοικητήριο στα Γιάννενα από όπου μόλις διεσώθη ο πασάς.

Την επομένη, όμως, η τουρκική φρουρά ανασυντάχθηκε και, με τη βοήθεια ντόπιων Ελλήνων τιμαριούχων, διέλυσε τους επαναστάτες. Ο Διονύσιος κρυβόταν μαζί με τον Δελή Γιώργο, για τρεις ημέρες, σε μια σπηλιά όπου τον ανακάλυψαν, οι Τούρκοι και τον έγδαραν ζωντανό, «δια χειρός των Εβραίων»[13], γέμισαν το δέρμα με άχυρα και το έστειλαν στην Πόλη, ενώ ο Δελή Γιώργος σταυρώθηκε από τους Εβραίους «και αντί στεφάνων εις την κεφαλήν του έκαμαν πολλές τρύπες με καρφιά και εις αυτές τοποθέτησαν φτερά»· ο γραμματέας του πασά, Λάμπρος, που «ανεκηρύχθη υπό των Αλβανών βασιλεύς των»[14], πιάστηκε μερικές μέρες αργότερα και, επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, ο πασάς «του έκοψε πρώτον τα αυτιά και την μύτην και κατόπιν τον έβαλε επάνω εις ένα γάιδαρον, τον περιέφερεν εις ολόκληρον την πόλιν υπό τους κρότους τυμπάνων και κατόπιν τον έψησε ζωντανόν», αναφέρει έκθεση προς τον Δόγη της Βενετίας[15]. Στην εκτενή έκθεση του Γιάννη Σίμου, διερμηνέα του βάιλου της Βενετίας στην Κέρκυρα, την 18η Οκτωβρίου, από την Παραμυθιά, αναφέρεται πως «το μεγαλύτερο μέρος των στασιαστών απεσύρθη εις τα βουνά και εις όλας τας στενάς διαβάσεις των κυριότερων δρόμων»[16]. Και γνωρίζουμε πως την ίδια εποχή αυξάνεται ο πληθυσμός των αγροτών που καταφεύγουν στο Σούλι. Το δημοτικό τραγούδι θα αποτυπώσει το επαναστατικό γεγονός («σεφέρι») και την έκταση της καταστολής:

Δε­σπό­τη μου τὶ σή­κω­σες τὸν κό­σμο στὸ σε­φέ­ρι

Καὶ ρή­μα­ξαν τὰ Γι­άν­νε­να καὶ ρή­μα­ξεν ὁ τό­πος;

Μεῖ­ναν τὰ σπί­τια ἀ­δεια­νά, γε­μί­σαν τὰ χαν­δά­κια

κι’ ὁ Τοῦρ­κος δὲν ἀ­πό­σω­σε νὰ κό­βῃ καὶ νὰ καί­ῃ.[ ]

Δὲν ἒ­χ’­ἡ μά­να πιὰ παι­διὰ καὶ τὰ παι­διὰ γο­νέ­ους.

Κι­’­ ἐ­σέ­να τὸ το­μά­ρι σου τὸ στεί­λα­νε στὴν Πό­λη

Νὰ τρῶν οἱ κό­τες πί­του­ρα, νὰ ντα­βου­λᾶν οἱ Γύ­φτοι

Γιὰ νὰ ξυ­πνά­ῃ ἡ Τουρ­κιὰ νὰ κά­νῃ ρα­μα­ζά­νι[17].

Το γεγονός ότι οι Τούρκοι έδωσαν μεγάλη σημασία στο κίνημα του Διονυσίου συνάγεται και από το ότι το δέρμα του στάλθηκε στον ίδιο τον Σουλτάνο και εκτέθηκε επί ημέρες, ως σημαντικό λάφυρο του δοβλετίου, ενώ εστάλησαν ογδόντα πέντε έως τριακόσια κομμένα κεφάλια στασιαστών.

Το κίνημα του Διονύσιου αποτελεί την πρώτη αυτόνομη προσπάθεια για οργάνωση εσωτερικής επανάστασης χωρίς τη συμμετοχή ξένων δυνάμεων. Η σημαντικότερη κοινωνική βάση του επαναστατικού εγχειρήματος φαίνεται πως ήταν οι ραγιάδες αγρότες, που ένιωθαν ήδη να επιδεινώνονται οι όροι φορολόγησης και εκμετάλλευσής τους. Γι’ αυτό και θα συμμετάσχουν μαζικά στο κίνημα, ενώ κάποιοι χριστιανοί τιμαριούχοι –οι οποίοι σύντομα θα εξισλαμι­σθούν– συμμετείχαν πιθανώς στην καταστολή του[18]. Στο Χρονικό της Ηπείρου (του Αραβαντινού), σημειώνεται όντως πως, «ἀφοῦ ἐξημέρωσεν, ἑνωθέντες οἱ Ῥωμαῖοι τοῦ Κάστρου μὲ τοὺς Τούρκους, ἐπειδὴ ἤσαν ὀλίγοι οἱ Τοῦρκοι, ἐπολέμησαν τὸν Κακοδιονύσιον καὶ τὸν ἐκαταχάλασαν»[19].

[Την κοινωνική διάσταση της επανάστασης του Διονύσιου ενισχύουν οι αναφορές του «στηλιτευτικού» και του «χρονικού» στον αγροτικό, κατ’ εξοχήν, χαρακτήρα της. Όσο για τους ορθόδοξους Ηπειρώτες σπαχήδες  αυτοί εξισλαμίστηκαν το 1635, μάλλον μετά τη νικηφόρο συμμετοχή τους σε πόλεμο κατά των Περσών. Πράγματι, σε μια κρίσιμη στιγμή της μάχης, οι 12.000 χριστιανοί της Ηπείρου, υπό την ηγεσία των σπαχήδων των, υψώνοντας τη σημαία του Αγίου Γεωργίου, απέκρουσαν τους Πέρσες και μετέβαλαν την έκβαση του πολέμου. Οι Οθωμανοί στρατηγοί, τρομαγμένοι, προσέφυγαν στο Διβάνι, τονίζοντας τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε η ύπαρξη ισχυρών χριστιανικών στρατευμάτων. Από τότε ο Σουλτάνος διέταξε να μη μπορεί κανένας από  τους 350 χριστιανούς σπαχήδες να απολαμβάνει τα προνόμιά του και οι περισσότεροι ασπάστηκαν τον ισλαμισμό – αν και αρκετοί παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί για αιώνες. Τότε φαίνεται ότι εξισλαμίστηκαν  και πολλά χωρία της Παραμυθιάς – οι επιγενέστεροι Τσάμηδες. Και οι εξισλαμισμοί συνεχίστηκαν ακόμα και κατά τον 18ο αι.  όταν οι Καραμουρατάδες, 36 χωριά των Σκιπετάρηδων, απελπισμένοι από τις καταπιέσεις και αφού πρώτα ζήτησαν από τον Θεό, με μαζικές νηστείες, να τους απαλλάξει, μετά την Ανάσταση, έδιωξαν τον επίσκοπο και τους ιερείς και προσχώρησαν ομαδικά στο ισλάμ.]

Ο Διονύσιος αλλά και οι δύο «γραμματικοί» συγκροτούσαν μια επαναστατική «τριανδρία» – μάλιστα, ο «Λάμπρος» είχε ανακηρυχθεί «βασιλιάς» των εξεγερμένων. Γνωρίζουμε εξάλλου τις επαφές του Διονυσίου με τον αρχιεπίσκοπο Ματθαίο και την επαναστατική προπαγάνδα του, μέσα στα ίδια τα Γιάννενα, την οποία καταγγέλλει ο Μάξιμος, καθώς και την επιγενέστερη καταστροφή της μονής του Αγίου Δημητρίου από τους Τούρκους. Προφανώς, λοιπόν, στο κίνημα συμμετείχαν και ιερωμένοι και άλλοι κάτοικοι των Ιωαννίνων. Εξάλλου, το γενικό σύνθημα της εξέγερσης δόθηκε με το «Κύριε ελέησον» που έψαλλαν οι επαναστάτες και από το οποίο, όπως αναφέρεται, κατάλαβαν οι Τούρκοι ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει με τους Έλληνες ραγιάδες.

Στη συνέχεια, θα ενισχυθεί το κύμα της φυγής προς τα Επτάνησα αλλά και τα ορεινά της Ηπείρου, πιθανότατα και στο Σούλι, ενώ οι Τούρκοι θα διευρύνουν το κύμα των εξισλαμισμών, ώστε να ενισχύσουν την θρησκευτική βάση της ηγεμονίας τους.

Η υβριστική προσωνυμία «Σκυλόσοφος» (ή Κακοδιονύσιος) δόθηκε στον Διονύσιο από τον Μάξιμο. Ο λόγιος μοναχός κηρύσσει την υποταγή στην εγκόσμια εξουσία των Τούρκων, η οποία, ήταν «θέλημα Θεοῦ», διότι επί Βυζαντίου, είχαν γεννηθεί αιρέσεις και αμαρτίες[20], πιστεύει δε πως οι πιστοί θα πρέπει να υποφέρουν για να αποδεικνύουν την πίστη τους! Οι Έλληνες μάλλον εσώζοντο ψυχικώς κάτω από την τουρκική τυραννία.


[1] Ι. Χα­σι­ώ­της, Μακάριος, Θεόδωρος, ό.π.,σσ. 27- 44.

[2]Απ. Βακαλόπου­λος, ΙΝΕ,τ. Γ΄, ό.π., σσ. 335-337, 351-363.

[3] Χ. Πα­τρι­νέ­λης, «Η στά­ση της εκ­κλη­σί­ας α­πέ­ναν­τι στον κα­τα­κτη­τή», ΙΕΕ,τ. Ι΄, ΕΑ, σ. 97. Μό­­νο ο Ιερεμίας Β΄ Τρα­νός κατορθώνει να ι­σορ­ρο­πή­σει α­πέ­ναν­τι σε αυ­τά τα δύ­ο  αν­τι­φα­τι­κά αι­τή­μα­τα, αν­τι­με­τω­πί­ζον­τας με με­τρι­ο­πά­θεια τους κα­θο­λι­κούς και τους προ­τε­στάν­τες, χω­ρίς ταυ­τό­χρο­να να πά­ψει να δι­ε­ρευ­νά και τις δυ­να­τό­τη­τες πι­θα­νών α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών δι­α­βη­μά­των.

[4] Επί Ιερεμία Τρανού Β΄, αναφέρεται ως μέγας αρχιδιάκονος, πρωτοσύγκελος, έξαρχος Θεσσαλίας, Ηπείρου, Πελοποννήσου: Χρ. Παπαδόπουλος, «Ο Λαρίσσης», ό.π., σσ. 158-165.

[5] Χρυσ. Παπαδόπουλος, «Ο Λαρίσσης-Τρίκκης…», ό.π., σσ. 170-171.

[6] Στέφ. Παπαδόπουλος, «Οι εξεγέρσεις του Μητροπολίτη…», ό.π., σ. 327.

[7] Κώστας Σαρδελής, Το Συναξάρι του Γένους, Αρμός, Αθήνα 2000, σσ. 23-49· Χρυσ. Παπαδόπουλος, «Ο Λαρίσσσης-Τρίκκης…», ό.π., σσ. 172-173.

[8] Κ. Κούμας, Ιστορία…, τ. ΙΒ΄, Βιέννη 1832, σσ. 529-530· Χρυσ. Παπαδόπουλος, ό.π..

[9] Δ. Σάρρος, «Μαξίμου Ιερομονάχου του Πελοποννησίου…», ό.π., σ. 179.

[10] Χρ. Παπαδόπουλος, «Ο Λαρίσσσης-Τρίκκης…», ό.π., σ. 182.

[11] Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις…», ό.π., σ. 81 κ.ε. Ο Μέρτζιος έχει συγκεντρώσει οκτώ αναφορές, επιστολές και καταθέσεις μαρτύρων, από τα ενετικά αρχεία, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια λεπτομερέστερη εικόνα για το επαναστατικό κίνημα.

[12] Αναζούλι (nüzul): Μορφή φορολογίας που επιβλήθηκε εκείνη την εποχή και υποχρέωνε τους ραγιάδες να προσκομίζουν τρόφιμα στα διερχόμενα τουρκικά στρατεύματα.

[13] Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις…», ό.π., σ. 87.

[14] Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις…», ό.π., σ. 86,

[15] Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις…», ό.π., σ. 85.

[16] Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις…», ό.π., σ. 86.

[17] Χρ. Παπαδόπουλος, «Ο Λαρίσσσης-Τρίκκης Διονύσιος…», ό.π., σ. 184.

[18] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ,τ. Γ΄, σσ. 368-370.] Αθηναγόρας, «Ο Λαρίσσης Διονύσιος ο Σκυλόσοφος», Γρηγόριος ο Παλαμάς,19, 1935, σσ. 16-24· Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ ΄, σσ. 338-345· Χρ. Παπαδόπουλος, «Ο Λαρίσσσης-Τρ.…», ό.π.

[19] Παναγιώτης Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου: των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών διατρέχουσα κατά σειράν τα εν αυταίς συμβάντα από του σωτηρίου έτους μέχρι του 1854, Αθήνα 1856, τ. Α΄, σ. 222.

[20] Μ. Σάρρος, «Μαξίμου…», ό.π., σσ. 168-210, Κ. Μέρτζιου, «Η επανάστασις…», ό.π., σσ. 81-90.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ