Αρχική » ΣΤ. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη και οι «γενιτσαραγάδες»

ΣΤ. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη και οι «γενιτσαραγάδες»

από Γιώργος Καραμπελιάς

Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453

του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του 1821, Η Δυναμική της Παλιγγενεσίας

Η πανηγυρικότερη απόδειξη του πανελλαδικού χαρακτήρα της εξέγερσης είναι η «επανάσταση του Δασκαλογιάννη», στα Σφακιά που, παρότι καταχωρείται στην τοπική «κρητική ιστορία», αποτελεί γεγονός πανελλαδικής εμβέλειας, με χιλιάδες θύματα και μεγάλη διάρκεια. Έτσι μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε πως αποτελεί το δεύτερο επίκεντρο της επανάστασης.

Έναν αιώνα μετά την κατάκτηση της Κρήτης, ο «Δάσκαλος» ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του για να κάνει «ρωμέικο» την Κρήτη, εγκαινιάζοντας την περίοδο των νεώτερων κρητικών επαναστάσεων. Οι αγώνες των Σφακιανών και το μαρτύριο του ηγέτη τους διεσώθησαν σε ένα έμμετρο έπος 1034 στίχων, το οποίο συνέθεσε ο αγράμματος τυροκόμος, μπάρμπα Μπατζελιός (Παντελής), από το Μουρί Σφακίων, ο οποίος, δεκαέξι χρόνια μετά την επανάσταση, θα το αφηγηθεί στον Αναγνώστη του παπά-Σήφη Σκορδύλη, που το κατέγραψε[1].

Τα Σφακιά, όπως η Μάνη, ήταν μια περιοχή ημιανεξάρτητη και απροσπέλαστη στους Τούρκους και, όπως αναφέρει ο Τούρκος ιστορικός Ναϊμά, «…βασιζόμενοι εις το ορεινόν και δύσβατον της επαρχίας των, δεν διήγον φιλησύχως και επί εποχής των απίστων (Ενετών). Για τον λόγο αυτό έστειλαν τον Κετχουντά της Ρούμελης Κουτούζ Αλή Αγά, όστις κατέλαβε το φρούριον, καταδιώξας και διασκορπίσας τους απειθείς τούτους». Ο Εβλιγιά Τζελεμπή αναφέρει ότι, το 1658, έγιναν βακούφια αφιερωμένα στις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα και έτσι οι Τούρκοι ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί, παρόλο που στα τουρκικά αρχεία βρίσκου­με οργισμένα σουλτανικά φιρμάνια, που ζητούν να λάβει τέλος η προνομιακή μεταχείρισή τους:  

…παρά ταύτα, οι ραγιάδες της εν λόγω επαρχίας (Σφακίων) συνεργαζόμενοι στενώς μετά των κουρσάρων και όντες λίαν πανούργοι και δόλιοι, βασιζόμενοι δε και εις το δύσβατον των οδών, αρνούνται την καταβολήν των φόρων των, συγκεντρωθέντων ούτω εις χείρας των άνω των 40.000 γροσίων… Οσάκις δε απέστειλε (ο έφορος) ανθρώπους εις την Επαρχίαν των… όχι μόνον δεν επλήρωσαν τούτους, αλλ’ ούτε απάντησιν τινά έδωσαν…[2]

Όταν τους απειλούσαν οι Τούρκοι, οι Σφακιανοί διέφευγαν στο πέλαγος ή κατέφευγαν στα βουνά και τα φαράγγια. Διαβάζουμε σε σχετικό φιρμάνι: «Εάν δε, φθάση απεσταλμένος τις εις την επαρχίαν των, οι κατηραμένοι κάτοικοί της και οι υπόλοιποι καπεταναίοι τους διαφεύγουν…». Εξάλλου, βρίσκονταν διαρκώς σε προστριβές με τους Τούρκους – εκείνη την εποχή με τον απόγονο Ενετών εξωμοτών, κτηνοτρόφο Ιμπραήμ Αληδάκι, που είχε στήσει 14 στάνες στα βουνά, από το Ρέθυμνο μέχρι τη Σούδα, και στέγαζε δεκάδες ενόπλους στον πύργο του, κτισμένο στη μοναδική έξοδο των Σφακιών.

Οι Σφακιανοί, σε αντίθεση με τους άλλους Κρητικούς που είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τη μεγάλη ναυτική παράδοση της Ενετοκρατίας, διατηρούσαν δεκάδες καράβια στον όρμο Λουτρό του Λιβυκού πελάγους, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά πως η  ναυτιλία ευδοκιμούσε μόνο σε περιοχές απρόσιτες για την τουρκική εξουσία. Ο Ιωάννης Βλάχος ή «Δάσκαλος» (1722~1730 – 1770), που γεννήθηκε στην Ανώπολη, – υψόμετρο 600 μ., δύο χιλιόμ. από τη θάλασσα– ήταν πλοιοκτήτης, όπως και ο πατέρας του. Κατείχε τέσσερα μεγάλα σκάφη, με τα οποία ταξίδευε στα λιμάνια της Μεσογείου και του Ευξείνου και διέθετε ναυτικά «πρακτορεία» στα κυριότερα λιμάνια, μιλούσε ιταλικά και ρωσικά ενώ είχε τέσσερα αδέρφια, τέσσερις κόρες και δύο γιους.

Ο Δασκαλογιάννης συμμετείχε πιθανότατα στις συσκέψεις των Ελλήνων, στην Τεργέστη, με τους Ρώσους και τους Έλληνες προξένους των, και δέχτηκε να συμμετάσχει στο επαναστατικό κίνημα, έχοντας πιστέψει πως ρωσικός στόλος και στρατός θα φθάσουν στην Κρήτη για να συνδράμουν τους επαναστατημένους Κρητικούς. Έτσι, το 1769, επιστρέφει στα Σφακιά όπου προσπαθεί να πείσει τους συμπατριώτες του πως ήρθε η ώρα του σηκωμού, βεβαιώνοντάς τους πως οι Ρώσοι είχαν ήδη καταφθάσει στην Ελλάδα. «Μεσούντος του μηνός Σιεβάλ», δηλαδή το τέλος Ιανουαρίου 1770, οι Τούρκοι των Χανίων πληροφο­ρούν τον σουλτάνο ότι, όπως αποκαλύπτουν «εξ αλλεπαλλήλων πηγών γραπταί πληροφορίαι», δεκάδες ρωσικά πλοία εισέβαλαν στη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ. Ο Αλέξιος Ορλώφ, που βρισκόταν τότε στη Πάρο με τον ρωσικό στόλο, στέλνει εκ νέου επιστολή στον Δασκαλογιάννη και για άλλη μια φορά του υπόσχεται βοήθεια.

Θὲ μου, καὶ δώσ’ μου φώτιση, καρδιὰ σὰν τὸ καζάνι,

νὰ κάτσω νὰ συλλογιαστῶ τὸ Δάσκαλο τὸ Γιάννη, [ ]

Ὁ Μπέης ἀποὺ τὴ Βλαχιὰ κι ὁ Μπέης ’ποὺ τὴ Μάνη

κρυφοκουβέντες εἴχασι μὲ τὸ Δασκαλογιάννη, [  ]

μὲ τὴν καρδιὰ ντου ἤθελε τὴν Κρήτη Ρωμιοσύνη.

Κάθε Λαμπρὴ καὶ Κυριακὴ ἔβανε τὸ καπέλο

καὶ τοῦ Πρωτόπαπα ’λεγε «Τὸ Μόσκοβο θὰ φέρω,

νὰ τὰ συντράμει τὰ Σφακιά, τσὶ Τούρκους νὰ ζιγώξου

καὶ γιὰ τὴν Κόκκινη Μηλιὰ δρόμο νὰ τῶνε δώσου.

Κι ὂσ’ ἀπ’ αὐτοὺς τὸ θέλουσι στὴν Κρήτη ν’ ἀπομείνου,

σταυρὸ νὰ προσκυνήσουσι καὶ χρισθιανοὶ νὰ γίνου».

Ο Δασκαλογιάννης συμμετέχει στον πυρήνα του επαναστατικού εγχειρήματος, μαζί με τον «Μπέη ἀποὺ τὴ Βλαχιὰ» και τον «Μπέη ’ποὺ τὴ Μάνη», με στόχο την ανασύσταση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους: να κάνει «τὴν Κρήτη Ρωμιοσύνη», στέλνοντας τους Τούρκους στην «Κόκκινη Μηλιά». Όσο για τους Τουρκοκρητικούς, θα πρέπει να ξαναγίνουν χριστιανοί.

καράβια ’ποὺ τὸ Μόσκοβο κι ἀσκέργια θὰ κατέβου·

καὶ σὰν ἀκούσεις πόλεμο σὲ τοῦτα δὰ τὰ μέρη [ ]

τὰ παλληκάργια τῷ Σφακιῷ στσι Τούρκους νὰ μολάρεις, [ ]

καὶ τὴν Τουρκιὰ οὕλη μαζὶ νὰ τῆνε πολεμοῦμε,

λεύτερη τὴν πατρίδα μας ὀγλήγορα νὰ δοῦμε.

«Οὕλ’ οἱ Ρωμιοὶ θὰ σηκωθοῦ καὶ τὴν Τουρκιὰ θὰ φᾶσι», «λεύτερη τὴν πατρίδα μας ὀγλήγορα νὰ δοῦμε»: Ο αγράμματος Μπατζελιός ορίζει τον χαρακτήρα του επαναστατικού κινήματος! Μετά λοιπόν από συνελεύσεις στις οποίες ψήφισαν όλοι οι «άνδρες των αρμάτων», άρχισαν φανερά πλέον οι προπαρασκευές και, στις 25 Μαρτίου 1770, δεκάδες πάνοπλοι παπάδες και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία εν μέσω πυροβολισμών, κήρυξαν την επανάσταση, στην αυλή της Πανα­γίας της Θυμιανής. Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τον Δασκαλογιάννη, ο Μανούσακας, ο πάπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Σκορδίλης κ.ά.

Όμως, την τελευταία στιγμή, ο Αλέξιος Ορλώφ, αντί να πλεύσει προς τα Χανιά, όπως είχε υποσχεθεί, έπλευσε προς τον Τσεσμέ. Στις 7 Μαΐου του 1770, έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο φιρμάνι που όριζε: «Αν εξακριβώσητε ότι πράγματι ούτοι (οι Σφακιανοί) τυγχάνουσι επαναστάτες και στασιαστές… εκστρατεύσατε εναντίον τους και προβήτε εις την σφαγήν και τον αφανισμόν αυτών…». Στα τέλη Μαΐου, άρχισαν οι μάχες και οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από την ανατολική διάβαση και κατά μέτωπο. Παρά την τεράστια αριθμητική υπεροχή των επιτιθέμενων οι επαναστάτες αμύνθηκαν σθεναρά στα στενά της Νίμπρου επί δύο ημέρες, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό με βράχους που κυλούσαν από τις πλαγιές, προκειμένου να καθυστερήσει η προέλαση των Τούρκων ώστε να επιβιβασθούν στα καράβια τα γυναικόπαιδα.

Οι Τούρκοι, για να εμποδίσουν τη διαφυγή των αμάχων διά θαλάσσης, έστειλαν 6.000 στρατό στην Ανώπολη και πάνω από το Λουτρό διεξήχθη άγρια μάχη, στήθος με στήθος. Από τους 700-800 άνδρες του Δασκαλογιάννη, σκοτώθηκαν οι 300, οι δε Τούρκοι, παρότι είχαν πάνω από 1.000 νεκρούς, μπήκαν στην Ανώπολη και κατέσφαξαν τους πάντες –γυναίκες, παιδιά και γέρους τους έριχναν σε γκρεμούς–, εκτός από εκατό γυναικόπαιδα που αιχμαλώτισαν. Στη διάρκεια της φονικής μάχης, οι κόρες του Δασκαλογιάννη θα πέσουν στα χέρια των Τούρκων και ο πασάς τον κάλεσε να παραδοθεί, με την υπόσχεση ότι θα αποχωρήσει αμέσως από τα Σφακιά. Όμως, στη Γενική Συνέλευση που συγκαλείται στα Κρούσια, οι επαναστάτες αποφασίζουν ομόφωνα ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα και μηνύουν στον πασά ότι δεν θα παραδοθούν ποτέ.

Η τελευταία πράξη παίχτηκε στο φαράγγι της Αράδαινας, στα Λευκά Όρη. Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν χαμηλά στο Φραγκοκάστελλο –απ’ όπου μπορούσαν να πάρουν νερό, γιατί οι Σφακιανοί είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια– και με επιδρομές προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Δασκαλογιάννη, ενώ οι τελάληδες φώναζαν κάθε μέρα πως, αν παραδοθεί θα αποχωρήσουν και θα χορηγηθεί αμνηστία. Ο «δάσκαλος» αποφασίζει εν τέλει να παραδοθεί στο Ηράκλειο και ο πασάς, αφού του παρουσίασε την κόρη του Μαρία, άρχισε να τον ανακρίνει. Παράλληλα, έστειλε την ακόλουθη επιστολή στους Σφακιανούς:

Προς τους καπεταναίους των Σφακίων 

Με το γενικό αρχηγό σας τον οποίο θεωρώ φίλο και όχι αιχμάλωτο έδωσα τις ακόλουθες συμφωνίες. Πρώτον: Ο Δασκαλογιάννης δεν θα επιστρέψει στα Σφακιά αλλά θα παραμείνει μαζί μας, για τρία χρόνια… Δεύτερον: Πρέπει να δηλώσουν οι Σφακιανοί εγγράφως ότι αναγνωρίζουν την κυβέρνηση. Τρίτον: Οι Σφακιανοί θα εξακολουθούν να έχουν τα όπλα τους, θα διοικούνται σύμφωνα με τα έθιμά τους, και θα πληρώνουν κάθε χρόνο 5.000 γρόσια.

Το κίνημα έλαβε τέλος και την απάντηση ανέλαβαν να μεταφέρουν στον πασά εβδομήντα πέντε οπλαρχηγοί, ο πρωτόπαπας και άλλοι έξι παπάδες, στέλνοντας και πεντακόσια αιγοπρόβατα πεσκέσι. Ο Χασάν πασάς όμως, τους συνέλαβε αμέσως και τους φυλάκισε στον Κουλέ του Ηρακλείου, όπου κρέμασε αμέσως ορισμένους ενώ άλλοι πέθαναν από τα βασανιστήρια.

Τον Δασκαλογιάννη –αφού τον κράτησε για ένα διάστημα στο σεράι ως δόλωμα για τους τρεις αδελφούς του, που είχαν καταφύγει στα Κύθηρα– τον παρέδωσε βορρά στο μαινόμενο πλήθος, στις 17 Ιουνίου 1771, ημέρα Παρασκευή, αργία των Μουσουλμάνων. Αφού τον διαπόμπευσαν, κατέληξαν στην ανατολική πύλη του Μεγάλου Κάστρου. Με τέσσερεις πασσάλους και σανίδες έκαναν ένα κάθισμα και, αφού τον έδεσαν, ένας γενίτσαρος άρχισε να τον γδέρνει με το ξυράφι. Μπροστά του έβαλαν, μάλιστα, έναν καθρέφτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του ενώ έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη. Όταν είδε ο ένας τον άλλο, «ἐμουγκαλίσθησαν ὡς βόες δὶς καὶ τρίς», ο Σγουρομάλλης τρελάθηκε, το δε πτώμα του Δασκάλου το άφησαν να σαπίσει στον καλοκαιρινό ήλιο, μετά δε μετά υποχρέωσαν δυο ραγιάδες να το θάψουν.

 Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια, συνέχισαν τις επιδρομές κατά των «γενιτσαραγάδων» και, τρία χρόνια αργότερα, εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκη και εκατοντάδες από τους ανθρώπους του, πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του.

Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη δεν μαρτυρά μόνο την απαρχή υπερτοπικών πανελλαδικών επαναστατικών κινήσεων, αλλά σηματοδοτεί μία τομή για την Κρήτη, εκατό περίπου χρόνια μετά τους εκτεταμένους εξισλαμισμούς. Το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό Κρητικών –εξ αιτίας και της αντίθεσης προς τους Ενετούς– είχε στραφεί προς το Ισλάμ, δημιούργησε συνθήκες υποταγής στην οθωμανική εξουσία. που στηριζόταν στους Τουρκοκρητικούς. Αυτοί  μιλούσαν και τραγουδούσαν στα ελληνικά και ο Ερωτόκριτος ήταν ένα από τα αγαπημένα τους άσματα. Ο V. Bernard έγραφε το 1897[3]: «Ο Τούρκος πρώτης γενιάς αποκτούσε κρητικόπουλα που ήταν από ράτσα και γλώσσα Έλληνες. Οι γενίτσαροι της δεύτερης γενιάς δεν ήξεραν πια ούτε λέξη τούρκικη και εδώ και ενάμιση αιώνα το νησί ολόκληρο δε μιλάει παρά ελληνικά». «Οι πραγματικοί τούρκοι έφυγαν και όσοι απόμειναν είναι κρητικοί στην εμφάνιση και μιλούν την κρητική γλώσ­σα». «Ελάχιστοι ήξεραν αρκετά τουρκικά, ενώ πολλοί δεν ακολουθούσαν το Κοράνι καθώς έπιναν ελεύθερα κρασί».

Όμως, αυτή είναι η μία πλευρά, της παρουσίας των Τουρκοκρητικών, η οποία εξάλλου αφορά τα τέλη του 19ου αι. Έναν αιώνα πριν, οι Τουρκοκρητικοί, παρά την κοινότητα της γλώσσας και των ηθών, όχι απλώς εντάσσονταν στο στρατόπεδο των κυριάρχων αλλά, εξαιτίας της απουσίας «αληθινών» Τούρκων, η αντιπαράθεση των «γενιτσάρων» με τους Έλληνες  ήταν πολύ πιο βίαιη – «εμφύλια»: οι Τουρκοκρητικοί καταπίεζαν αγριότερα τους χριστιανούς. Έτσι, η επανάσταση του 1770 αποτέλεσε την πρώτη από μία σειρά επαναστάσεων που αντιπαραθέτουν όχι απλώς τους Κρητικούς με την οθωμανική εξουσία, αλλά και με τους εγχώριους εκφραστές της, τους Τουρκοκρητικούς.

Στον φανταστικό διάλογο μεταξύ του πασά και του αιχμαλώτου Δασκαλογιάννη, ο πασάς απαριθμεί τα προνόμια των Σφακιανών, κατηγορώντας τον «Δάσκαλο» για αναίτια εξέγερση και αιματοχυσία:

Σὰ θέλεις, Δάσκαλε Γιαννιό, νὰ μὴν κακαποδώσεις,

πὲς μου, εἴντα ’το ἡ γὶ-ἀφορμὴ πόλεμο νὰ σηκώσεις;

Οἱ Σφακιανοὶ δωσίματα, χαράτσια δὲν ἐδίδα, [ ].

Μόνο ’σηκώθης, Δάσκαλε, μὲ τὸ Μωργιᾶν ἀντάμι

γιὰ νὰ χαθεῖ τόσος λαὸς κι ἐσὺ νὰ βγάλεις νάμι·

τ’ ἀσκέργια τὰ βασιλικὰ ν’ ἀδικοσκοτωθοῦσι

κι ἀποὺ τσὴ Κρήτης τὴν Τουρκιὰ χιλιάδες νὰ χαθοῦσι·

πάνω στὰ ὄρη, στὰ βουνά, εἰς τσ’ ἔρημες μαδάρες,

χιλιάδες ἀπομείνασι γιανίτσαροι κι ἀγάδες.

Ο Δασκαλογιάννης δέχεται ότι οι Σφακιανοί απολαμβάνουν προνομιακό καθεστώς, αλλά αγωνίζεται για το σύνολο των Κρητικών που υφίστανται τα πάνδεινα από τους «γιαννιτσαραγάδες» Τουρκοκρητικούς, που αφήνουν «ἀχαλίνωτους» «οἱ γὶ-ἄνομοι Πασάδες». Εξ άλλου, στον κόσμο του Μπατζελιού δεν υπάρχουν «τουρκοκρητικοί», υπάρχουν μόνον «Κρητικοί» και «Τούρκοι».

«Καλὲ Πασά, εἴντα ’ν’ αὐτὰ ποὺ κάθεσαι καὶ λέεις;

Ποῦ ’πέρασαν οἱ γ-ἑκατὸ ἀποὺ ’ρθετε στὴν Κρήτη

κι ἐκάμετε τσὶ Κρητικοὺς καὶ δὲν ὁρίζου σπίτι. [  ]

Πάντα γυρεύγετ’ ἀφορμὴ τὸ γ-αἷμα ντω νὰ πχεῖτε

καὶ νὰ σκοτώσετε Ρωμιὸ πολλά τὸ πεθυμεῖτε·

κι ἔναι κι ἡ μόνη σας χαρὰ νὰ ἰδεῖτε σκοτωμένους,

ξεκοιλιασμένους στὰ στενὰ κι αἱματοκυλισμένους·[ ]

Καὶ ἡ γ-αἰτία εἶστε σεῖς, οἱ γὶ-ἄνομοι Πασάδες,

π’ ἀφῆνετ’ ἀχαλίνωτους τσὶ γιαννιτσαραγάδες·[  ]

Ἀλήθεια λές, οἱ Σφακιανοὶ δωσίματα δὲ δίδου

καὶ τ’ ἅρματά ντωνε κιανιοὺς ποτὲς δὲν παραδίδου.

Τσὴ Κρήτης τσ’ ἄλλους χρισθιανοὺς ἀποὺ ’νιαι στοῦ Σουλτάνου

δὲ τζ’ ἔχετε γιὰ τίβοτσι στὸν κόσμο τὸν ἀπάνω,

γι’ αὐτὰ κι ἐγὼ ’ποφάσισα τὴν Κρήτη νὰ σηκώσω

κι ἀποὺ τ’ ἀνύχια τῶν Τουρκῶ νὰ τῆνε λευτερώσω·

πρῶτο γιὰ τὴν πατρίδα μου, δεύτερο γιὰ τὴν πίστη,

τρίτο γιὰ τσ’ ἄλλους χρισθιανοὺς ποὺ κάθουνται στὴν Κρήτη·

γιατί, κι ἂν εἶμαι Σφακιανός, παιδὶ τσὴ Κρήτης εἶμαι

καὶ νὰ θωρῶ τσὶ Κρητικοὺς στὰ βάσανα πονεῖ με».


[1] Εάν δεν υπήρχε το έμμετρο έπος και η Ιστορία των Σφακίων  του Αργύρη  Παπαδοπετράκη  [α΄ έκδ. 1888, β΄ εκδ. 1971], πιθανόν η επανάσταση να είχε λησμονηθεί εντελώς. Βλ. Β. Λαούρδας, Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειο 1947· Πάρις Στ. Κελαϊδής, Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, εκδ. «Καράβι και Τόξο», 1978· το 1978 ηχογραφήθηκε μεγάλο μέρος του από τον ιερέα Άγγελο Ψυλλάκη, στον δίσκο, Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (Calypso 80001). Βλ. και http://www.pare-dose.net/?p=168#ixzz1KNf3enL2, 3 Μαΐου 2008.

[2] Νικ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. 1-5  (εγγρ. 18-3-1759), Δήμος Ηρακλείου, Ηράκλειο 1985-1987.

[3] V. Bernard, ΥΠΕΠΘ-ΕΙΝ, Η καθημερινότητα της διαπολιτισμικής συνύπαρξης πριν 100 χρόνια και σήμερα, Χανιά 2000· Ι. Κονδυλάκης, Άπαντα, τ. Β΄, Αηδών, σ. 381· Κ. Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου, Ελληνικός αλυτρωτισμός και οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Η περίπτωση της Κρήτης (1868-1877), Εστία, 1988, σ. 235· Aubyn Trevor-Battye, Camping in Crete, Λονδίνο 1913.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ