Καταλονία: μετά το δημοψήφισμα, τι;
Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Η σύγκρουση που σηματοδοτεί το σημερινό δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας αποτελεί τη “στιγμή της αλήθειας”, που ωρίμαζε τα τελευταία πέντε χρόνια, οπότε το αποσχιστικό κίνημα έλαβε τη σημερινή του μορφή. Ήδη από τις 6 Σεπτεμβρίου, η πρωτοβουλία του καταλανικού περιφερειακού κοινοβουλίου να διοργανώσει μονομερώς το δημοψήφισμα και η αντίστοιχη απόφαση του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να το χαρακτηρίσει παράνομο δημιούργησαν δύο ασύμβατες εκδοχές νομιμότητας, με αποτέλεσμα το ζήτημα να κρίνεται πλέον στον συσχετισμό ισχύος.
Η ασυμμετρία δυνάμεων είναι προφανής, διότι, σε αντίθεση με το άτυπο δημοψήφισμα του φθινοπώρου του 2014, η Μαδρίτη επέλεξε την αμείλικτη καταστολή. Με αυτή την έννοια η περιφερειακή κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη και με το όριο των τακτικών της ελιγμών, διότι πλέον δεν μπορεί ταυτοχρόνως να προωθεί την υπόθεση της απόσχισης και να αναβάλλει την αναμέτρηση, όπως είχε συμβεί με τη “λαϊκή διαβούλευση” του 2014.
Το πού θα μπορέσουν να στηθούν κάλπες και πόσοι ψηφοφόροι θα προσέλθουν παραμένει κρίσιμο ερώτημα, όμως η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος έχει εκ των προτέρων πληγεί οργανωτικά από τις ενέργειες των ισπανικών δυνάμεων καταστολής, ενώ και η έλλειψη οποιασδήποτε επίσημης συμπαράστασης από το εξωτερικό (εξαιρουμένης αυτής που για ευνόητους λόγους προσέφερε η περιφερειακή κυβέρνηση της Σκωτίας) έχει επίσης μεγάλο βάρος. Η επιστολή που απέστειλε η δήμαρχος Βαρκελώνης Ada Colau προς τις αρχές της Ε.Ε., καταγγέλλοντας την καταπάτηση των πολιτικών ελευθεριών των Καταλανών, προφανώς απευθύνεται σε ώτα μη ακουόντων.
Όλα αυτά κάθε άλλο σημαίνουν πως η κυβέρνηση Rajoy έχει κερδίσει μακροπρόθεσμα το παιχνίδι. Αντιθέτως, έχει κάνει τα πάντα για να οδηγήσει τα πράγματα σε ένα σημείο κρίσης που δεν ήταν διόλου προδιαγεγραμμένο και για να ενισχύσει μεταξύ των Καταλανών τις διαθέσεις απόσχισης. Η δε έντονη παρουσία της καταλανικής νεολαίας στις διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών εγγυάται ότι το ρήγμα που άνοιξε θα παραμείνει και θα βαθύνει.
Όμως το Λαϊκό Κόμμα, που ηγείται κυβέρνησης μειοψηφίας και αντιμετωπίζει 65 μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς, έχει ανάγκη από τη δική του “φυγή προς τα εμπρός”. Από πολιτικά εγγόνια του Franco δεν θα ανέμενε κανείς περισσότερη διορατικότητα.
Το αίτημα της ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας παραδοσιακά συγκέντρωνε ποσοστά υποστήριξης περί το 25%. Τα πνεύματα άρχισαν να αλλάζουν στις αρχές του αιώνα όταν η κυβέρνηση του Jose Maria Aznar (προκατόχου του Rajoy στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος) άρχισε να προβάλλει έναν επιθετικό συγκεντρωτισμό, που δεν ήταν παρά συγκεκαλυμμένος καστιλιάνικος εθνικισμός, υπό το δόγμα του “συνταγματικού πατριωτισμού”, εφόσον το Σύνταγμα του 1978 αναφέρεται στο “αδιαίρετο του Ισπανικού Έθνους
Η έλευση στην εξουσία το 2004 των Σοσιαλιστών του Jose Zapatero, με καταλανική στήριξη, θεωρήθηκε ευκαιρία διόρθωσης. Η περιφερειακή καταλανική κυβέρνηση (Generalitat) του επίσης Σοσιαλιστή Pascual Maragall διαπραγματεύτηκε με τη Μαδρίτη έναν Καταστατικό Χάρτη της Καταλανικής Αυτονομίας, ο οποίος κατά τα συνταγματικώς προβλεπόμενα, εγκρίθηκε (με τροποποιήσεις) από το ισπανικό κοινοβούλιο και κατόπιν από τον καταλανικό πληθυσμό σε δημοψήφισμα. Ωστόσο, το Λαϊκό Κόμμα των Αθνάρ και Ραχόι προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο, όπου διέθετε φιλικό συσχετισμό, επειδή ο Καταστατικός Χάρτης έκανε λόγο για “καταλανικό έθνος” και πέτυχε την ακύρωσή του το 2010.
Παράλληλα, η οικονομική κρίση έδωσε ώθηση στον αυτονομισμό, υπαγορεύοντας την περιστολή της δημοσιονομικής αυτονομίας των (συχνά αμαρτωλών) ισπανικών περιφερειών. Επιπλέον, τα ποσοστά υποστήριξης της απόσχισης βρέθηκαν να παρακολουθούν από κοντά το ποσοστό της ανεργίας, και κορυφώθηκαν το 2012 στο 57%.
Ο ευρύτερος κοινωνικός αναβρασμός που εκδηλώθηκε με το κίνημα των Αγανακτισμένων του 2011, στην Καταλονία τροφοδότησε σε μεγάλο βαθμό το κίνημα της απόσχισης.
Είναι σε αυτό το τοπίο που η Diada του 2012 (δηλ. η εθνική ημέρα της Καταλονίας στις 11 Σεπτεμβρίου) σήμανε την έναρξη της ενεργητικής επιδίωξης της απόσχισης, με τη διαδήλωση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων.
Η κυβερνώσα καταλανική αυτονομιστική κεντροδεξιά υποχρεώθηκε να ακολουθήσει, καθώς η ανακίνηση του θέματος της ανεξαρτησίας αποτελούσε και βολικό αντιπερισπασμό από την πολιτική λιτότητας και τα σκάνδαλα που την περιέβαλλαν. Μετά από διάσπαση και ανασυγκρότηση προχώρησε μάλιστα στο πρωτοφανές βήμα να συγκροτήσει στις περιφερειακές εκλογές του 2015 κοινό ψηφοδέλτιο υπέρ της απόσχισης με την ιστορική Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας, μόνο κόμμα στην Ισπανία που και από την ονομασία του αρνείται το πολίτευμα της μοναρχίας.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα απογοήτευσε: οι αποσχιστικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένων και των αντικαπιταλιστών, αντιευρωπαϊστών της “Λαϊκής Ενότητας” που προσφέρουν εξωτερική στήριξη στην νέα περιφερειακή κυβέρνηση) δεν απέσπασαν το 50% της ψήφου, ώστε να νομιμοποιούνται να προχωρήσουν σε ανακήρυξη ανεξαρτησίας.
Σύμφωνα με έρευνα της ίδιας της Generalitat, το 70% των Καταλανών θα επιθυμούσε τη διοργάνωση δημοψηφίσματος, αλλά μόνο το 48% θα το ήθελε να πραγματοποιείται μονομερώς, χωρίς συγκατάθεση της Μαδρίτης, ενώ μόλις το 41% εμφανίζεται έτοιμο να επιλέξει την απόσχιση. Μάλιστα το ποσοστό πέφτει στο 35%, αν αντί του “ναι” και του “όχι” προσφέρονται περισσότερες επιλογές (π.χ. ομοσπονδιοποίηση της Ισπανίας).
Η επιλογή της ανεξαρτησίας εμφανίζεται επικρατέστερη στην ύπαιθρο, όπου κυριαρχεί η χρήση της καταλανικής γλώσσας, και όχι στα αστικά κέντρα, που έχουν διαμορφωθεί (ιδίως σε ό,τι αφορά την εργατική τάξη) από την εσωτερική μετανάστευση από άλλες περιοχές της Ισπανίας. Κοινωνικά, τα συμπιεζόμενα μεσοστρώματα πρωταγωνιστούν στην διεκδίκηση της ανεξαρτησίας, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι εργοδοτικές ενώσεις έχουν καταστήσει σαφή την αντίθεσή τους.
Σε μεγάλο βαθμό οι αυτονομιστές εμφανίζονται να μονοπωλούν τον δημόσιο λόγο, ενώ όσοι διαφωνούν (χωρίς απαραιτήτως να εγκρίνουν τις τακτικές της Μαδρίτης) πρακτικά έχουν περιθωριοποιηθεί. Ωστόσο, οι ενδιάμεσες τοποθετήσεις συμπιέζονται από τις κατασταλτικές επιλογές της κυβέρνησης Rajoy – κάτι που για αυτήν πιθανότατα αποτελεί άλλο ένα πλεονέκτημα σε πανισπανικό επίπεδο.