«Πουλάω την ψυχή μου, δουλεύοντας όλη μέρα υπερωρία με αρχίδια πληρωμή, έτσι μπορώ να χαζολογάω εδώ και να σπαταλάω τη ζωή μου / σέρνομαι στο σπίτι και πίνω για να πνίξω τις σκοτούρες μου./ Είναι κρίμα, γαμώτο, πώς έχει γίνει ο κόσμος γι’ ανθρώπους σαν εμένα και σαν εσένα, μακάρι να ξύπναγα και να μην ήταν αλήθεια, αλλά είναι, ω, ναι, είναι. Ζω σε έναν νέο κόσμο με μια παλιά ψυχή / Αυτοί οι πλούσιοι άντρες βόρεια του Ρίτσμοντ, ένα θεός ξέρει πόση δύναμη έχουν, θέλουν να ξέρουν τι σκέφτεσαι, θέλουν να ξέρουν τι κάνεις,/ και νομίζουν ότι δεν ξέρεις, αλλά εγώ ξέρω ότι ξέρεις, επειδή το δολάριο δεν αξίζει μία και φορολογείται συνεχώς,/ λόγω των πλούσιων ανδρών βόρεια του Ρίτσμοντ.
Μακάρι οι πολιτικοί να νοιάζονταν για τους μεταλλωρύχους και όχι μόνο για τους ανήλικους σε κάποιο νησί / Κύριε, έχουμε κόσμο στον δρόμο, δεν έχουμε τίποτα να φάμε, και τα παχύδερμα αρμέγουν την ευημερία./ Θεέ μου, αν είσαι 1,60 και εκατόν σαράντα κιλά, δεν πρέπει να πληρώνουμε φόρους για να τρως εσύ με τις σακούλες τα μπισκότα./ Οι νέοι άνθρωποι θάβονται βαθιά στη γη γιατί το μόνο που κάνει αυτή η καταραμένη χώρα είναι να τους κλοτσάει διαρκώς».
Αυτοί είναι οι στίχοι του τραγουδιού «Rich men north of Richmond» (οι πλούσιοι άντρες βόρεια του Ρίτσμοντ) του Oliver Anthony ένα country-folk κομμάτι που κυκλοφόρησε μέσα στον Αύγουστο και προκάλεσε τόσο πολλά σχόλια και αντιδράσεις που έγινε αυτομάτως viral, σαρώνοντας τα social media, έκανε τρελά νούμερα (σε μία εβδομάδα έφτασε τα 147.000 downloads και τα 17,7 εκατομμύρια streams, δέκα φορές περισσότερα από του κομματιού που ήταν στο Νο2, της διασκευής του «Fast Car» της Tracy Chapman από τον Luke Combs – κι αυτό country!) και απασχόλησε εκτενώς όλα σχεδόν τα αμερικανικά μέσα. Το τραγούδι εμφανίστηκε κατευθείαν στο Νο1, κυριολεκτικά από το πουθενά, έκανε τον άνθρωπο που το έγραψε και το τραγουδάει, τον Oliver Anthony, τον πρώτο καλλιτέχνη που ανεβαίνει στην κορυφή χωρίς καμία προηγούμενη κυκλοφορία –σε οποιαδήποτε μορφή–, τον πρώτο που βρέθηκε ταυτόχρονα στο Νο1 στο Hot 100 και στο Hot Country Songs την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του και (μόλις) τον τρίτο που έχει Νο1 επιτυχία χωρίς να έχει υπογράψει σε δισκογραφική.
Το «Rich men north of Richmond», είναι μια country-folk μπαλάντα, ενώ στο βίντεο ένας κοκκινομάλλης με πυκνή γενειάδα από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια τραγουδάει με την κιθάρα του σε ένα μικρόφωνο μπροστά στο δάσος, ενώ στα πόδια του κοιμούνται τρία σκυλιά. Αυτά που λέει είναι αυτά ακριβώς που θέλει να ακούσει ο μέσος Αμερικανός που έχει χτυπηθεί ανελέητα από την οικονομική κρίση, με στίχους που είναι γεμάτοι υπονοούμενα και μπορούν να ερμηνευτούν με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη σκοπιά που επιλέγεις να τους δεις. Είναι στίχοι με τους οποίους πολύ μεγάλο μέρος του κοινού μπορεί να ταυτιστεί. Και όχι μόνο του αμερικανικού.
Το τραγούδι μιλάει για τους χαμηλούς μισθούς, τον υψηλό πληθωρισμό, τη φτώχεια και την πείνα, την ανυπόφορη φορολογία, το trafficking παιδιών, την κατάχρηση της ευημερίας, τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας. Αν προσπαθήσεις να ερμηνεύσεις τους στίχους του με πολιτικούς όρους, θα εντοπίσεις σε αυτούς όλο τον συντηρητισμό της αμερικανικής κοινωνίας που είναι αποτέλεσμα των κρίσεων που μαστίζουν την Αμερική (αλλά και την Ευρώπη) τα τελευταία 15 χρόνια: κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και όσων δεινών συνεπάγονται.
Το (τεράστιο) αμερικανικό κοινό που έκανε το κομμάτι επιτυχία δεν διαφέρει και πολύ από το κοινό της γαλλικής επαρχίας που περιγράφει ο Εντουάρ Λουί στα βιβλία του, από το κοινό που επέλεξε να αποχωρήσει η Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ένωση (και κάνει το «Rich men north of Richmond» επιτυχία και στην Αγγλία, όπου έκανε ένα τεράστιο άλμα και από το Νο64 βρέθηκε στο Νο23 του βρετανικού τσαρτ) ή από το κοινό που ψηφίζει στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ευρώπη γενικά ακροδεξιά. Ο Oliver Anthony, που είδε το κομμάτι του να βρίσκεται στη δίνη μιας πολιτικής αντιπαράθεσης στην οποία σπανίως πλέον εμπλέκονται ποπ κομμάτια, αναγκάστηκε να κάνει δηλώσεις και να πάρει αποστάσεις και από τους δεξιούς αλλά και τους αριστερούς σχολιαστές.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το τραγούδι έγινε θέμα συζήτησης στο πρώτο ρεπουμπλικανικό προεδρικό debate στο Μιλγουόκι στις 23 Αυγούστου που οργάνωσε το Fox News την εβδομάδα που εκτοξεύτηκε στο Νο1 των τσαρτ, και μάλιστα ήταν στην πρώτη ερώτηση που απηύθυνε η Martha MacCallum στον κυβερνήτη της Φλόριντα Ron DeSantis: «Γιατί αυτό το τραγούδι χτυπάει εκεί που πονάει η χώρα αυτήν τη στιγμή;». Ο DeSantis της απάντησε ότι η χώρα είναι «σε παρακμή», αλλά ότι η παρακμή αυτή «δεν είναι αναπόφευκτη» και ότι «αυτοί οι πλούσιοι βόρεια του Ρίτσμοντ μας έχουν φέρει σε αυτή την κατάσταση».
Στις 25 Αυγούστου ο Oliver Anthony κυκλοφόρησε ένα βίντεο στο YouTube, σχολιάζοντας το προεδρικό debate των Ρεπουμπλικανών: «Ήταν αστείο να βλέπω το τραγούδι μου να συζητιέται στο προεδρικό debate, γιατί το έγραψα γι’ αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους… Αυτό το τραγούδι είναι γραμμένο για τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε εκείνη τη συζήτηση. Όχι μόνο γι’ αυτούς, βέβαια, αλλά σίγουρα και γι’ αυτούς».
Διευκρίνισε ακόμη ότι δεν υποστηρίζει ούτε τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και πρόσθεσε ότι τον ενοχλεί που το τραγούδι του έχει μετατραπεί σε «όπλο» και των δεξιών και των αριστερών: «Βλέπω τους δεξιούς να προσπαθούν να με χαρακτηρίσουν ως έναν από τους δικούς τους και τους αριστερούς να προσπαθούν να με απαξιωσουν, υποθέτω ως αντίποινα. Οι άνθρωποι για τους οποίους έγραψα στο τραγούδι πάσχισαν τις τελευταίες δύο εβδομάδες να με κάνουν να μοιάζω ανόητο, να χάνω τα λόγια μου, προσπαθώντας να με συσχετίσουν με μια πολιτική κατάσταση».
Το Fox News ανέφερε ότι είχαν επικοινωνήσει με τον Oliver Anthony πριν από τη συζήτηση, και τους έδωσε την άδεια να παίξουν το τραγούδι. Ελάχιστους κατάφερε να πείσει ότι αυτοί οι αμφιλεγόμενοι στίχοι είναι εντελώς αθώοι. Οι περισσότεροι σχολιαστές συνδέουν το κομμάτι με την άνοδο της alt-right country, που πλέον συναγωνίζεται τους καθιερωμένους ποπ σταρ (ούτε η Τέιλορ Σουίφτ, ούτε η Ολίβια Ροντρίγκο, ούτε η Ντούα Λίπα κατάφεραν να εμποδίσουν το τραγούδι να πάει στο Νο1) και όχι μόνο επειδή στοχοποιεί όσους ζουν με κοινωνικά επιδόματα, εις βάρος των νοικοκυραίων-οικογενειαρχών.
Πηγή: Lifo.gr