Αρχική » Jean Claude Michéa – Για να τελειώνουμε με την Αριστερά/Δεξιά

Jean Claude Michéa – Για να τελειώνουμε με την Αριστερά/Δεξιά

από Άρδην - Ρήξη

Jean Claude Michéa – Για να τελειώνουμε με την Αριστερά/Δεξιά

Συνέντευξη του Γάλλου φιλόσοφου Jean Claude Michéa στο περιοδικό Les Inrocks  (Ιανουάριος 2017). Δημοσίευση στα ιταλικά: Nazione Indiana 

Την αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα www.respublica.gr

Μτφρ.: Γιώργος Κουτσαντώνης

Στο βιβλίο σας Notre ennemi, le capital (Ο εχθρός μας, το κεφάλαιο), προαναγγέλλετε μια «σκέψη με την Αριστερά κατά της Αριστεράς.» Ωστόσο, πολλοί αριστεροί διανοούμενοι εξακολουθούν να είναι αδιαπέραστοι, για να μην πω σε πλήρη αντίθεση με τα γραπτά σας. Πρόκειται για την τελική ρήξη ενός πιθανού διαλόγου;

Εάν ισχύει κάτι τέτοιο, σίγουρα δεν οφείλεται σε δικό μου σφάλμα! Προφανώς, δεν αρνούμαι να συζητήσω με κάποιον μόνο και μόνο γιατί «δεν συμφωνεί με τα γραπτά μου.» Αλλά θα πρέπει να πρόκειται για έναν γνήσιο διάλογο και όχι για μια αστυνομική έφοδο. Το πρόβλημα αυτό –που ο André Perrin το έχει δείξει έξοχα στο Scènes de la vie intellectuelle en France– είναι ότι η αρχαία κουλτούρα του διαλόγου είναι πλέον έτοιμη να δώσει οριστικά τη θέση της στον εκφοβισμό και στο κυνήγι μαγισσών. Στο εξής ένας συγγραφέας δεν κρίνεται γι’ αυτό που πραγματικά έχει γράψει (ακόμα και όταν πρόκειται για έναν μυθιστοριογράφο όπως ο Michel Houellebecq), αλλά βάσει των σκοτεινών προθέσεων που του αποδίδονται, είτε διαμέσου της «αηδιαστικά» εργαλειακής χρήσης των έργων του. Αυτές οι ανησυχητικές τάσεις -οι οποίες δείχνουν πολλά, για να παραμείνουμε εντός θέματος, για το συναίσθημα του πανικού που έχει καταβάλει τμήμα των πανεπιστημιακών και μιντιακών βαρόνων- δεν μπορεί παρά να οδηγήσουν στο να δικαιολογούνται «διανοητικά» χονδροειδέστατες παραποιήσεις καθώς και υπεραπλουστεύσεις. Και σας το λέω αυτό επειδή κάτι γνωρίζω σχετικά.

Γιατί οι «συντηρητικοί» διανοούμενοι είναι περισσότερο συντονισμένοι με τα έργα σας σε σχέση με αυτούς που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε της «Αριστεράς»;

Για τον ίδιο λόγο, υποθέτω, που ένας θαυμαστής του Chesterton ή του Bernanos συμμερίζεται πιο εύκολα ένα κείμενο του Proudhon, του William Morris και του Guy Debord απ’ ότι ένα δοκίμιο του Bernard Henry Lévy, του Raphael Glucksmann και του Alain Minc. Εδώ όμως στην ουσία τίθεται το παλαιάς κοπής ερώτημα που αφορά την ιστορική σχέση της «Αριστεράς» με το σοσιαλιστικό κίνημα. Η Αριστερά, πράγματι, πάντα καθοριζόταν ως «το κόμμα του κινήματος», «της προόδου» και της «πρωτοπορίας» σε όλα. Κόμμα του οποίου πρώτος εχθρός δεν μπορεί παρά να είναι, εξ ορισμού, η «αντίδραση» ή ο «παλαιός κόσμος». Ωστόσο, εάν αντιθέτως η αρχική σοσιαλιστική κριτική επανατοποθετούσε στο λογαριασμό της τις περισσότερες καταγγελίες του παλαιού καθεστώτος (Ancien Régime) ή της δύναμης της Εκκλησίας, θα οδηγούνταν, πριν από όλα, σε αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε «οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας».

Απέχοντας κατά πολύ από το να αποδεχτούν τις αυταπάτες της Αριστεράς του δέκατου ένατου αιώνα, σχετικά με τα οφέλη της νέας βιομηχανικής κοινωνίας και του Αφηρημένου Δικαίου, οι πλέον ριζοσπάστες σοσιαλιστές στοχαστές είχαν καταλάβει, εξ αρχής, την θεμελιωδώς ασαφή και αμφίσημη φύση της ιδέας της «Προόδου». Σκεφτείτε για παράδειγμα το μέλλον που μας επιφυλάσσει αυτές τις μέρες, η Silicon Valley ή η γεωργία βιομηχανικής κλίμακας. Γι’ αυτό, κάθε σκέψη που εξακολουθεί να είναι της «Αριστεράς», και μόνο της Αριστεράς, αναπόφευκτα εκτίθεται σε μια σειρά από αυτοκτονικές τάσεις. Στην πραγματικότητα, παρά είναι εύκολη η σύγχυση της ιδέας ότι «δεν μπορεί να διακοπεί η πρόοδος», με την ιδέα ότι «δεν μπορεί να αναχαιτιστεί ο καπιταλισμός». Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο σταθερή φιλοσοφική ρίζα όλων των κακοτυχιών της σύγχρονης Αριστεράς.

Ο δημοσιογράφος Alexandre Devecchio (Le Figaro) αφιερώνει ένα κεφάλαιο στο τελευταίο του βιβλίο, «Τα νέα παιδιά του αιώνα«, στη «γενιά Michéa», στην οποία τοποθετεί τους: François Xavier Bellamy, Madeleine Bazin de Jessey, Mathieu Bock-Côté ή Eugénie Bastié. Τι πιστεύετε πάνω σε αυτό; Θεωρείτε ότι έχετε επηρεάσει μια νέα γενιά διανοουμένων ή πολιτικών ακτιβιστών;

Εάν υποθέσουμε ότι η ανάλυση του Devecchio είναι ορθή, αυτό θα σήμαινε ότι ένας συγγραφέας ο οποίος πάντα αρνιόταν να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε τηλεοπτική εκπομπή, τα βιβλία του οποίου πωλούν μόνο μερικές χιλιάδες αντίγραφα -και όχι «δεκάδες χιλιάδες» όπως ισχυρίζονται προσωπικότητες αλά Jean-Loup Amselle- ο οποίος αποστάζει τις συνεντεύξεις με το σταγονόμετρο, έχει την ικανότητα και την δύναμη να επηρεάσει μια ολόκληρη «γενιά»! Ομολογώ ότι είμαι ιδιαίτερα σκεπτικιστής πάνω σε αυτό. Αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν μάλλον παρήγορο. Γιατί θα έδειχνε τουλάχιστον ένα πράγμα, ότι δηλαδή είναι ακόμη δυνατό να περάσει κανείς από το πλέγμα του σουρωτηριού.

Κατά τη γνώμη σας, οι λαϊκές τάξεις έχουν καταλάβει ότι τα δύο μεγάλα κόμματα του φιλελεύθερου μπλοκ καταστρέφουν σταδιακά τα κοινωνικά κεκτημένα, αλλά ταυτόχρονα καταφεύγουν στην αποχή ή σε μια ψήφο διαμαρτυρίας (εθνικισμός + κοινωνικά μέτρα). Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η πραγματικότητα για μια αριστερή εναλλακτική λύση;

Οι λαϊκές τάξεις είναι αυτές που, εξ ορισμού, σηκώνουν το βάρος όλων των στρεβλώσεων του καπιταλιστικού συστήματος. Ωστόσο, αυτό το σύστημα, σε αντίθεση με τις κοινωνίες του παρελθόντος, χαρακτηρίζεται κυρίως από το γεγονός -όπως έγραψε ο Μαρξ- ότι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εκφράζονται ουσιαστικά υπό τη μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων (ο «φετιχισμός του εμπορεύματος» ήταν μόνο η πιο ορατή καθημερινή εκδήλωση αυτής της «αποκάλυψης»). Με άλλα λόγια, η κυριαρχία του Κεφαλαίου είναι κατά κύριο λόγο αυτή μιας ανώνυμης και απρόσωπης λογικής που επιβάλλεται σε όλους, ακόμα και στις ίδιες τις ελίτ –ανεξάρτητα, εκτός των άλλων, από την πραγματική απληστία και την απεριόριστη ματαιοδοξία αυτών των ελίτ. Έχοντας λοιπόν η Αριστερά απαρνηθεί πλήρως, στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, αυτή τη σοσιαλιστική ερμηνεία –πράγμα που έδειξε για μια ακόμη φορά σε μεγάλο βαθμό και η πιο κοντινή στο σήμερα κρίση του 2008 – δεν θα μπορούσε να αφήσει στα λαϊκά στρώματα παρά μόνον μια πολιτική διέξοδο: να εξατομικεύσουν δηλαδή στο έπακρο την συστημική προέλευση των καθημερινών τους δεινών και την αυξανόμενη εξαθλίωση τους, αποδίδοντάς την στην απλή ύπαρξη μεταναστών, εβραίων ή της φορολογίας. Σε αυτή την παραίτηση από κάθε ριζοσπαστική κριτική της εξαθλιωτικής και οικολογικώς καταστροφικής δυναμικής του καπιταλισμού, βρίσκεται η συνεχής εξέλιξη της αντισυστημικής ψήφου. Ο καπιταλισμός στην πραγματικότητα άκμασε, λόγω αυτού που ο Renaud Garcia έχει τόσο ορθά ορίσει ως «έρημο της κριτικής.» Και ασφαλώς δεν θα έρθει η οποιαδήποτε αλλαγή από τα ηθικολογικά κηρύγματα της πνευματικής ελίτ και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Υποστηρίζετε ότι ακόμη και μια ανανέωση της αρχικής ριζοσπαστικότητας της Αριστεράς δεν θα αρκούσε ώστε αυτή να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των λαϊκών τάξεων. Ωστόσο, η θέση «ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά» καταλαμβάνεται από την Marine Le Pen και τον Emmanuel Macron. Μιλάμε για αδιέξοδο;

Το 1874, οι εξόριστοι της Κομμούνας που βρήκαν καταφύγιο στο Λονδίνο υπενθύμιζαν σε όλους τους τόνους και σε όσους «μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να ξεχάσουν» ότι οι Δεξιοί Βερσαλλιέζοι και οι Αριστεροί Βερσαλλιέζοι πρέπει να είναι ίσοι και όμοιοι μπροστά στο μίσος του λαού. Αυτή ήταν στην πραγματικότητα, μέχρι την υπόθεση Dreyfus, η κυρίαρχη θέση του σοσιαλιστικού κινήματος (το 1893, ο Jules Guesde και ο Paul Lafargue έκαναν έκκληση στους εργάτες: «κυνηγήστε τους κλέφτες και από τα δεξιά και από τα αριστερά»). Ριζοσπαστική θέση η οποία εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο σήμερα, στο διάσημο σύνθημα των Podemos: «εμείς δεν είμαστε ούτε Αριστεροί ούτε Δεξιοί, είμαστε οι από τα κάτω ενάντια στους από τα πάνω». Ο λόγος που η Le pen κατάφερε τόσο εύκολα να μετατρέψει αυτό το παλιό σοσιαλιστικό μότο προς όφελός της -ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε και την αποφυγή των πιο ριζοσπαστικών συνεπειών- είναι ακριβώς επειδή η Αριστερά, μόλις μετασχηματίστηκε από την οικονομία της αγοράς, παραχώρησε απλόχερα το μονοπώλιο της καταγγελίας των ανθρωπολογικά και κοινωνικά καταστρεπτικών οικονομικών και πολιτιστικών επιδράσεων της δυναμικής της κεφαλαίου. Και αυτό χωρίς το Εθνικό Μέτωπο να χρειαστεί να παραιτηθεί και τόσο από τον μύθο της «μεγέθυνσης». Ενώ παράλληλα η Αριστερά καταγγέλλει, με τρόπο άβολο και αντιφατικό φυσικά, γιατί, η «εθνική ενότητα» με την «ταξική πάλη» δεν μπορούν να γιορτάζουν ταυτόχρονα. Όσον αφορά το ούτε Δεξιά, ούτε Αριστερά του Macron θα ήταν σκόπιμο να εισάγουμε την διαφορά μεταξύ του ούτε Δεξιά, ούτε Αριστερά, αλλά από τα πάνω, και του ούτε Δεξιά, ούτε Αριστερά, αλλά από τα κάτω. Έτσι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα. Στην πραγματικότητα -και έχετε απόλυτο δίκιο σε αυτό το σημείο- αυτό είναι το σημερινό αδιέξοδο!

Γιατί για εσάς αποτελεί πολιτική προτεραιότητα, για την καταπολέμηση του καπιταλισμού, να ξεπεραστεί το χάσμα μεταξύ Δεξιάς/Αριστεράς;

Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι. Από τη μια πλευρά ο διαχωρισμός Αριστερά/Δεξιά, όπως τον βλέπουμε σήμερα, μας οδηγεί πάντα να αντιτάξουμε έναν «Αριστερό λαό» απέναντι σε έναν «Δεξιό λαό» (εδώ, βρίσκεται το νόημα της πρόσφατης εισαγωγής των εκλογικών «Primary Results» από το σύστημα των ΗΠΑ). Στην πραγματικότητα, η μόνη πολιτικά γόνιμη διαχωριστική γραμμή είναι εκείνη που αντιθέτως θα καλούσε για ένωση των λαϊκών τάξεων εναντίον αυτής της φιλελεύθερης ολιγαρχίας η οποία δεν φαίνεται ότι έχει καμία διάθεση να σταματήσει το έργο της διάλυσης του συγκεκριμένου τρόπου ζωής στα «παγωμένα νερά του εγωιστικού λογισμού». Επιπλέον, το νόημα αυτής της διαίρεσης έχει σχεδόν αλλάξει πλήρως. Σήμερα δεν βρίσκονται πλέον σε αντίθεση, όπως τον 19ο αιώνα, από την μια οι υποστηρικτές της θείας τάξης με την αγιαστική της εκ γενετής ανισότητας και από την άλλη οι κληρονόμοι του Διαφωτισμού. Αντ’ αυτού η τωρινή διαίρεση οδηγεί σε δύο επισήμως αντιφατικά πεδία. Από τη μία πλευρά βρίσκονται εκείνοι που, με την παράδοση του Adam Smith και του Turgot, βλέπουν το πρώτο θεμέλιο της ατομικής ελευθερίας στη συνεχή επέκταση της αγοράς. Και από την άλλη πλευρά, όποιος πιστεύει ότι είναι μάλλον η αόριστη επέκταση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» το κύριο ζήτημα.

Όμως από τη στιγμή που ο οικονομικός φιλελευθερισμός της σύγχρονης «Δεξιάς» πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με τον τρόπο του Hayek, δηλαδή ως το απόλυτο δικαίωμα «να παράγεις, να πουλάς και να αγοράζεις ό,τι μπορεί να παραχθεί ή να πωληθεί» (ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για ρολόι που συνδέεται στο ίντερνετ, μια δόση κοκαΐνης ή την μήτρα μιας παρένθετης μητέρας), είναι σαφές ότι κάποιος δεν πρόκειται ποτέ να σταθεί και να αναπτυχθεί δίχως, αργά ή γρήγορα, να ακουμπήσει στον πολιτιστικό φιλελευθερισμό της «Αριστεράς» (αποκρύπτοντας, σε αυτή την περίπτωση για καθαρά εκλογική χρήση, μια ορισμένη Δεξιά «συντηρητική» ρητορική). Με άλλα λόγια, ο Hayek θέτει υπό αμφισβήτηση τον Foucault και ο Foucault τον Hayek. Αρκεί να πούμε ότι θα έχουμε όλο και περισσότερο να κάνουμε -αν δεν αλλάξει κάτι- με αυτούς που ο Guy Debord ονόμαζε «ψεύτικους θεαματικούς αγώνες μεταξύ των αντίπαλων μορφών διαχωρισμένης εξουσίας». Αγώνες, των οποίων ο μόνος αληθινός νικητής -το Podemos αυτό το έχει καταλάβει πολύ καλά – μπορεί να είναι μόνο το Κεφάλαιο και η «αέναη κίνηση, του πάντα ανανεωμένου κέρδους» (Μαρξ).

Γιατί κοροϊδεύετε τους διανοούμενους αλά François Cusset, υποστηρικτές της υπόθεσης ότι ολόκληρη η κοινωνία κατευθύνεται προς τα δεξιά; Η υπόθεση αυτή σας φαίνεται αβάσιμη;

Η χρήση αυτής της μιντιατικής άποψης πάσχει από δύο βασικά ελαττώματα που της στερούν οποιοδήποτε νόημα. Πρώτον, μας καλεί να θεωρήσουμε την «Κοινωνία» ως ένα ομοιογενές μπλοκ. Αυτό οδηγεί στην απόκρυψη του διαζυγίου, που βρίσκεται σε εξέλιξη, ανάμεσα στoν εκσυγχρονιστικό λόγο των ελίτ του συστήματος -των οποίων το βλέμμα δείχνει στραμμένο ολοένα και περισσότερο προς την Silicon Valley- και την σταδιακά αυξανόμενη απόρριψη αυτού του συστήματος από τις λαϊκές τάξεις. Από την άλλη πλευρά, τείνει επίσης να ομογενοποιήσει την έννοια της «Δεξιάς». Στην πραγματικότητα, αυτή είναι, εξ ορισμού, πλουραλιστική. Η δεξιά μπορεί εξίσου εύκολα να οδηγήσει τόσο στη νομιμοποίηση της πλήρους ουμπεροποίησης (ubérisation) της ζωής, κατά την επιθυμία των φιλελεύθερων, όσο στη χρήση του ολοκληρωτικού κράτους, όπως στην περίπτωση του φασισμού. Αλλά ίσως, τελικά, η υπόθεση του «δεξιού προσανατολισμού», να αποσκοπεί στην εκ νέου ανακάλυψη των επονομαζόμενων «παραδοσιακών» αξιών -όπως η αίσθηση του ανήκειν, η ανάγκη για την κουλτούρα και την αίσθηση πληρότητας του παρελθόντος, που πάντα λειτουργούν ως φρένο, για τις λαϊκές τάξεις, κατά της ατομοποίησης του κόσμου, της οποίας ο καπιταλισμός είναι ο δομικός πρωταγωνιστής. Σε αυτή την περίπτωση αυτός δεν θα ήταν παρά ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους οι φιλελεύθερες ελίτ συνηθίζουν να στιγματίζουν αυτές τις «υποδεέστερες» τάξεις για «αναδίπλωση στον εαυτό τους» και τάση προς «παραδοσιοκρατία». Ωστόσο, ο G. Debord είχε ανταποκριθεί, εκ των προτέρων, σε αυτό το είδος κριτικής. «Όταν το να είσαι απολύτως μοντέρνος επιβληθεί με ειδικό νόμο και διακηρυχθεί από τον τύραννο, αυτό που θα φοβάται κάθε έντιμος σκλάβος, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι ότι μπορεί να κατηγορηθεί για παραδοσιοκρατία».

Πιστεύετε ότι η αριστερά έχει χάσει την ψυχή της εγκαταλείποντας τον ταξικό αγώνα υπέρ της υπεράσπισης των μειονοτήτων. Οι εν λόγω αγώνες σας μοιάζουν ανταγωνιστικοί; Πιστεύετε πραγματικά ότι κάποιοι αγώνες έχουν προτεραιότητα σε σχέση με άλλους;

Δεν πρόκειται για προτεραιότητες. Το πραγματικό ερώτημα είναι, πάνω απ’ όλα, η οικοδόμηση μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του αγώνα κατά του κεφαλαίου και της «προστασίας των μειονοτήτων». Όμως, καθώς η σύγχρονη Αριστερά έχει καταστεί ανίκανη να προτείνει και να αρθρώσει έναν τέτοιο λόγο, μπορεί απλώς να συνοδεύσει την ιστορική διαδικασία που οδηγεί, σύμφωνα με τη φόρμουλα του Wolfgang Streeck, στον «τερματισμό της δημοκρατικής διάστασης του καπιταλισμού με τη διαγραφή οποιασδήποτε οικονομικής διάστασης της δημοκρατίας». Γι’ αυτό στο βιβλίο μου δίνω τόσο μεγάλη σημασία στα πολιτικά μαθήματα, της υπέροχης ταινίας του Matthew Warchus με τίτλο Pride. Σε αυτή φαίνεται, στην πραγματικότητα πολύ ξεκάθαρα, ότι η καταπολέμηση της ομοφοβίας, για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, ποτέ δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο όταν καταφέρει να βρει τη θέση της στο πλαίσιο των λαϊκών αγώνων ενάντια στην καπιταλιστική κυριαρχία. Το αντίθετο, εν συντομία, της καθαρά φιλελεύθερης προσέγγισης της Christiane Taubira και των καλλιτεχνών της «cyoyens».

Όταν παραιτήθηκε από την υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές, ο Francois Hollande δήλωσε ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο προστατευτισμός», εξισώνοντάς τον έτσι με τον εθνικισμό. Πιστεύετε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι ευαίσθητοι σε μια τέτοια προειδοποίηση;

Το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται, αξιωματικά, στην αύξηση της παραγωγής των αγαθών, τα οποία προορίζονται κυρίως προς πώληση σε μια αγορά, όπου θεωρητικά ο ανταγωνισμός πρέπει να είναι «ελεύθερος και ανόθευτος.» Στο φιλελεύθερο όραμα, όλα τα «προστατευτικά» μέτρα μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την εκτεταμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Δεδομένου ότι έχει γίνει πιο δύσκολο σήμερα -λόγω του διάσημου «δεξιού προσανατολισμού της κοινωνίας»- να παρουσιαστεί αυτός ο ελεύθερος καπιταλιστικός ανταγωνισμός ως μια «αριστερή αξία» (ωστόσο, αυτό ακριβώς πρότεινε το 1985 ο Francois Hollande με το La gauche Bouge), σήμερα φαίνεται πολύ πιο προσοδοφόρο για μια φιλελεύθερη Αριστερά, να υποστηρίξει ότι οποιαδήποτε κριτική του παγκοσμιοποιημένου ελεύθερου εμπορίου, στην πραγματικότητα, εκπορεύεται από ένα «εθνικιστικό» ή «εκφασιστικό» πνεύμα. Εδώ βρίσκουμε, με άλλα λόγια, το παλιό σόφισμα που έγινε δημοφιλές χάρη στον Bernard Henry Lévy στο Idéologie française: Όταν η ακροδεξιά καταγγέλλει τον καπιταλισμό, αυτή είναι η απόδειξη ότι οποιαδήποτε κριτική του καπιταλισμού προέρχεται από την ακροδεξιά.

Αν και αρχικά συμμετείχαν κυρίως τα μεσαία στρώματα των μεγάλων πόλεων, το κίνημα Nuit Debout δεν θα μπορούσε να είναι ένα σημείο σύγκλισης με τις λαϊκές τάξεις;

Το πρόβλημα είναι ότι αυτό κίνημα, πράγματι πολύ ελπιδοφόρο στην αρχή, καταπνίγηκε σχεδόν αμέσως από τις πλέον αλλόκοτες καρικατούρες της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς του Παρισιού (θυμηθείτε τις περίφημες «μη-μικτές συναντήσεις»!). Και, ξαφνικά παρουσιάστηκε με την μεγαλύτερη δυνατή εύνοια από τα περισσότερα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πράγμα που ασφαλώς αποδείχθηκε ότι δεν είναι ο καλύτερος τρόπος ώστε να διευρυνθεί γρήγορα η κοινωνική βάση του κινήματος και επομένως να ανταποκριθεί στην ενθουσιώδη ηχώ της Γαλλίας των προαστίων!

Βλέπετε θετικά τον απολογισμό του Podemos καθώς το θεωρείτε «το μοναδικό ριζοσπαστικό ευρωπαϊκό κίνημα» που έχει κατανοήσει την επιτακτική ανάγκη να ξεπεραστούν οι παραδοσιακές διαιρέσεις. Γιατί δεν αναπτύχθηκε αυτό το μοντέλο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα οφείλεται στην αγκίστρωσή του προς τα αριστερά;

Η επιτυχία του Podemos οφείλεται κυρίως σε τρεις παράγοντες: την έκταση της ισπανικής οικονομικής κρίσης, την ύπαρξη μιας ομάδας διανοουμένων, του Pablo Iglesias ή του Juan Carlos Monedero, που τράφηκαν με τις αναγνώσεις του Gramsci και τις γνώσεις των επαναστατικών αγώνων της Λατινικής Αμερικής και την αντίστοιχη ικανότητα αυτών των διανοουμένων να συντονιστούν με τις λαϊκές τάξεις. Προφανώς, άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν ακόμη φθάσει εκεί. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, αρχικά ξεκίνησε με παραπλήσιες πολιτικές βάσεις, η αποτυχία του μπορεί να εξηγηθεί με τον θρίαμβο της γραμμής Τσίπρα γραμμή απέναντι στη γραμμή Βαρουφάκη. Με άλλα λόγια, η αποτυχία του σηματοδοτήθηκε από την ψευδαίσθηση ότι η ολιγαρχία των Βρυξελλών θα μπορούσε να εξυπηρετήσει άλλα συμφέροντα, πέρα από εκείνα των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών. Πραγματικά αυτό πάει να πει ότι στο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζαν ελάχιστα την Angela Merkel.

Πολλοί γράφουν ότι το φιλελεύθερο σύστημα «μπάζει από παντού» και ότι η εξαφάνισή του είναι «αναπόφευκτη». Βρισκόμαστε σε μια προ-επαναστατική κατάσταση; Ποια πολιτική εναλλακτική λύση θα μπορούσε να το αντικαταστήσει;

Η μετα-δημοκρατική πορεία του καπιταλισμού έχει ήδη αρχίσει να έρχεται αντιμέτωπη με τρεις σημαντικούς περιορισμούς. Έναν ηθικό γιατί καταστρέφει σταδιακά την ανθρωπολογική βάση όλης της ζωής. Έναν οικολογικό, δεδομένου ότι η επ’αόριστον μεγέθυνση είναι προφανώς αδύνατη σε ένα πεπερασμένο υλικό κόσμο. Και έναν συστημικό, γιατί με την είσοδό του στη σφαίρα του «πλασματικού κεφαλαίου» – όπως έδειξαν οι Lohoff και Trenkle στο έργο του με γαλλικό τίτλο «La grande dévalorisation»- ο καπιταλισμός οδηγείται στην τελική του φάση. Το σύγχρονο βασίλειο του πλασματικού κεφαλαίου και η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου -λόγω της ατελείωτης τεχνολογικής καινοτομίας- βασίζεται όλο και λιγότερο στην εργασία των ανθρώπων, αλλά περισσότερο σε μια πυραμίδα χρεών που δεν θα μπορέσουν να αποπληρωθούν ποτέ. Όμως τίποτε δεν μας εγγυάται ότι -σε αυτό το πεδίο με τα ερείπια που η Αριστερά έχει αφήσει πίσω της- ότι η περίοδος των καταστροφών θα έχει ένα αίσιο τέλος. Θα μπορούσε εξίσου εύκολα να οδηγήσει στην εμφάνιση ενός μετα-καπιταλιστικού κόσμου που θα θυμίζει, με πρωτοφανή τρόπο, κάτι από την ταινία «Μπραζίλ» του Τέρρυ Γκίλλιαμ με στοιχεία Mad Max. Αυτή άλλωστε ήταν  και η ζοφερή προειδοποίηση που έκανε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πριν από σχεδόν έναν αιώνα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ