Έφιππος Μέγας Αλέξανδρος, έργο του Θεόφιλου
Αν παραμείνουμε βυθισμένοι στην καθολική παρακμή δεν έχουμε κάμια ελπίδα ανάτασης
Του Γιώργου Καραμπελιά πρωτοδημοσιεύτηκε στο liberal.gr
Ο ελληνισμός βρίσκεται σε ένα ιστορικό ναδίρ. Πλέον δεν διαθέτει την οικονομική ηγεμονία στην περιοχή, μια ηγεμονία την οποία διατηρούσε μέχρι το 1922, δεν έχει κανέναν πληθυσμιακό δυναμισμό –ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται και το πληθυσμιακό ισοζύγιο, με τον διαχρονικό κακό μας δαίμονα, την Τουρκία, έχει ανατραπεί ριζικά–, δεν διαθέτει προφανώς και την απαραίτητη αμυντική δυνατότητα. Και πριν από όλα, δεν διαθέτει πλέον την αυτοπεποίθηση και την πίστη «στο πεπρωμένο», που στο παρελθόν κινητοποιούσε και εμψύχωνε τους Έλληνες που εμφανίζονται καταπτοημένοι, καταθλιπτικοί, χωρίς κέφι και κουράγιο για δημιουργία και μεγάλες εξορμήσεις.
Εάν παραμείνουμε βυθισμένοι σε αυτή την κατάσταση της καθολικής παρακμής, είναι προφανές πως δεν έχουμε καμία τύχη και δυνατότητα επιβίωσης πέρα από τον 21ο αιώνα, δεδομένης και της γεωπολιτικής μας θέσης, για την οποία τόσες φορές έχουμε μιλήσει. Κατά συνέπεια, είναι η ώρα της αφύπνισης, όπως συχνά υπογραμμίζουμε. Πώς όμως, και επί τη βάσει ποιών δεδομένων, μια τέτοια αφύπνιση θα μπορούσε να αποτελέσει μια ρεαλιστική λύση;
Ό,τι έχει απομείνει στον σύγχρονο ελληνισμό είναι κατ’ εξοχήν η μεγάλη του παράδοση. Μια παράδοση ανεπανάληπτη, που αρχίζει από την ελληνική αρχαιότητα, συνεχίζεται με τον χριστιανισμό –και όχι μόνο την ορθοδοξία– και φθάνει μέχρι τις μέρες μας, με το δημοτικό τραγούδι, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σεφέρη. Η Ελλάδα αποτελεί πλέον μια μικρή χώρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, αλλά διατηρεί ακόμα τα στοιχεία μιας μεγάλης πολιτισμικής παράδοσης, της πολιτισμικής υπερδύναμης που υπήρξε ο ελληνισμός.
Αυτή η ακόμα υπαρκτή παράδοση είναι το τελευταίο στοιχείο ισχύος, κυριολεκτικά πλανητικών διαστάσεων, που μας έχει απομείνει. Και δεν έχουμε άλλη λύση από την επένδυση σε αυτό το στοιχείο ακριβώς. Η επένδυση στην παιδεία και τον πολιτισμό, η ριζική «επιστροφή» στην παράδοση μας είναι το μόνο υπερόπλο που διαθέτουμε.
Πώς οι Έλληνες κάτοικοι του Ανατολικού Αιγαίου θα αντέξουν στα κύματα των Τούρκων τουριστών και επιχειρηματιών, που σταδιακά κατακλύζουν τα νησιά μας, εάν δεν έχουν μια ισχυρή πολιτισμική ταυτότητα; Εάν δεν είναι πεισμένοι πως όντως αποτελούν έναν ιδιαίτερο λαό, η επιβίωση και η συνέχεια του οποίου έχει σημασία για τον παγκόσμιο πολιτισμό;
Πώς οι νεώτεροι Έλληνες θα ανθέξουν στην πολιτισμική επίθεση της παγκοσμιοποίησης, αν θεωρούν τα αγγλικά «ανώτερα» από τη γλώσσα τους, αν θεωρούν τη δική τους παράδοση υποδεέστερη, και είναι έτοιμοι να την αντικαταστήσουν με τα άθλια greeklish του διαδικτύου; Και πώς θα μπορέσουν οι Έλληνες, που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, να διατηρήσουν την ταυτότητά τους εάν δεν έχουν συνείδησή της ιστορικής τους ιδιαιτερότητας;
Πώς θα μπορέσουν οι Κρητικοί να αντέξουν στα ρεύματα του εθνομηδενισμού και της τουριστικής λαίλαπας, που αλλοιώνουν την πατροπαράδοτη ελληνική τους συνείδηση, και η οποία έδωσε έναν Greco, ένα Αρκάδι και έναν Ελευθέριο Βενιζέλο, εάν δεν παραμένουν βαθείς γνώστες και κοινωνοί της παράδοσής τους;
Πώς θα μπορέσει η Ορθοδοξία, ως στοιχείο ταυτότητας του ελληνισμού, να αντιμετωπίσει τα δυτικά δόγματα, έναν κακώς εννοούμενο οικουμενισμό, ακόμα περισσότερο μια πανταχού παρούσα και κυρίαρχη απόρριψη της πνευματικότητας του ανθρώπου, αν οι Έλληνες –και κάποτε και η ίδια η Εκκλησία– δεν κατανοήσουν πως η Ορθοδοξία είναι η πνευματική συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας και πως, χωρίς την Ορθοδοξία δεν νοείται η νεώτερη ελληνική ταυτότητα – ακόμα και για όσους δεν διαθέτουν μεταφυσικές πίστεις και ανησυχίες;
Οι Έλληνες εφοπλιστές αποτελούν το τελευταίο οικονομικό υπόλειμμα του οικουμενικού ελληνισμού και της ελληνικής παράδοσης, που ήταν πάντα, από την αρχαιότητα, μια ναυτική παράδοση. Αν είχαν κρατήσει κάτι από την ιστορική συνείδηση των Κουντουριωταίων ή της Μπουμπουλίνας –που θυσίασαν όλο τον πλούτο τους για την Επανάσταση– και είχαν παρέμβει, στη διάρκεια της κρίσης και μάλιστα στις απαρχές της, με ένα ομολογιακό δάνειο, που θα μπορούσε να κινητοποιήσει και όλο τον απόδημο ελληνισμό, δεν θα είχαν διασώσει την ελληνική οικονομία από τα μνημόνια; Αναμφίβολα!
Αλλά πώς να συμβεί κάτι τέτοιο όταν η κουλτούρα τους απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ελληνική, ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνικού κράτους, από την αξέχαστη εποχή Σημίτη, είναι ο εθνομηδενισμός; Και όταν ακόμα και εκείνα τα πνευματικά καθιδρύματα που χρηματοδοτούν, όπως το Ίδρυμα Ωνάση ή το Ίδρυμα Νιάρχου, προωθούν αντίθετα την απομάκρυνση από την ελληνική παράδοση ;
Αν οι Έλληνες ξενοδόχοι είχαν συνείδηση της ταυτότητάς τους, του γένους τους, θα είχαν μεταβάλει τις επιχειρήσεις τους σε μηχανισμούς διάδοσης της ελληνικής κουλτούρας, του ελληνικού πολιτισμού και ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής! Χωρίς μάλιστα να χάνουν τίποτε από τα ευρώ που τόσο λατρεύουν!
Αν οι Έλληνες αρχαιολόγοι αγαπούσαν όλο τον ελληνισμό, στη διαχρονία του, δεν θα αντιπαρέθεταν την αρχαιότητα με το Βυζάντιο και δεν θα κυριαρχούνταν από μηδενιστές που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να θάψουν ακόμα και την Αμφίπολη.
Αν οι Έλληνες φιλόλογοι πονούσαν πραγματικά τη γλώσσα και τον λαό τους, θα είχαν μεταβάλει τις τάξεις των σχολείων τους σε «κρυφά σχολειά», όπου θα δίδασκαν και το πολυτονικό σύστημα γραφής και στοιχεία της καθαρεύουσας, ώστε να μπορούν οι νέες γενιές να διαβάζουν τουλάχιστον τον Παπαδιαμάντη!
Αν οι Έλληνες Πανεπιστημιακοί και οι «Αθάνατοι» της Ακαδημίας είχαν συνείδηση μιας υψηλής αποστολής, θα είχαν χτίσει, κυριολεκτικά με τα χέρια τους, μια μεγάλη σχολή Αριστοτελικών Σπουδών στα Στάγειρα, Πλατωνικών στην Ακαδημία Πλάτωνος, μια Ιατρική Ακαδημία στην Κω, μια Ορθόδοξη Ακαδημία διεθνούς εμβέλειας στη Θεσσαλονίκη, ένα διεθνές κέντρο Εταιρισμού στα Αμπελάκια.
Αν η Εκκλησία και οι ιεράρχες μας γνώριζαν τι πραγματικά εκπροσωπούν, θα είχαν εμφυσήσει στον κλήρο μας στο σύνολό του ένα πνεύμα αυταπάρνησης και προσφοράς, θα είχαν γεμίσει όλη τη χώρα με πνευματικά ιδρύματα, θα επέμεναν στην ουσία της παράδοσής μας και όχι στους χρυσοποίκιλτους τύπους και θα πρωτοστατούσαν σε όλες τις μεγάλες πνευματικές κινήσεις του γένους. Αν.. Αν… Αν…
Όλα αυτά, στην πραγματικότητα, είναι πλέον τα μόνα εφικτά, διότι δεν απαιτούν πολλά χρήματα και υπέρογκες επενδύσεις, απαιτούν απλώς (!) μια βαθειά και ριζική αλλαγή προσανατολισμού, απαιτούν μια μεγάλη πολιτιστική «επανάσταση». Μια πολιτιστική επανάσταση που θα προωθήσει την επένδυση στην παιδεία, στον πολιτισμό, στην έρευνα, στην αναβάθμιση της παράδοσης, τη σύνδεσή της με τον σύγχρονο κόσμο.
Πολλοί στις Ελλάδα, σήμερα, «θαυμάζουν» το Ισραήλ και το θεωρούν και ως προνομιακό εταίρο της Ελλάδας στο ταραγμένο γεωπολιτικό μας περιβάλλον. Ο υποφαινόμενος δεν συμπαθεί τη σιωνιστική πολιτική του εξανδραποδισμού των Παλαιστινίων, και πιστεύω εξάλλου πως, σε βάθος χρόνου, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι θα πρέπει να συμβιώσουν ειρηνικά ενώ δεν είμαι υπέρμαχος και των αποκλειστικών συμμαχιών. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως το Ισραήλ κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να κάνει αυτά που δεν κάναμε εμείς. Ανέστησε μια νεκρή γλώσσα, τα αρχαία εβραϊκά, και την επέβαλε εκ νέου! Ανέπτυξε μια σύγχρονη τεχνολογία, χρησιμοποιώντας την αγροτική παραγωγή και τους εξοπλισμούς, και σήμερα πρωτοπορεί, μαζί με τη Silicon Valley, στα ηλεκτρονικά, την πληροφορική, την αγροτική βιοτεχνολογία. Έχει μεταβάλει την παράδοση του σε αναπόσπαστο στοιχείο της δυτικής κουλτούρας, κ.λπ. κ.λπ. Βεβαίως στηρίχτηκε προνομιακά στη Δύση και τις ΗΠΑ, αλλά αυτό δεν θα αρκούσε εάν, εξαιτίας του ολοκαυτώματος, δεν ανέπτυσσε μια κουλτούρα επιβίωσης, με κάθε τίμημα, ακόμα και τον εξανδραποδισμό των γηγενών Παλαιστινίων. Μια κουλτούρα που θεωρεί τους Εβραίους τον περιούσιο λαό που πρέπει να διασωθεί με κάθε τίμημα.
Εμείς, από την άλλη πλευρά, παρότι υπήρξαμε μια παγκόσμια οικουμενική δύναμη, γνωρίσαμε έναν σταδιακό εξανδραποδισμό στη διάρκεια πολλών αιώνων. Και παρ’ όλα αυτά όχι μόνο δεν αποκτήσαμε ένα ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης αλλά, αντίθετα, είμαστε διατεθειμένοι να σκορπίσουμε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, περιφρονώντας κυριολεκτικά τον εαυτό μας. Τι άλλο σημαίνει άραγε η κυριαρχία του μίσους ενάντια στο έθνος που κυριαρχεί σε ένα μεγάλο κομμάτι των ελίτ και της νεολαίας μας;
Άραγε, την ύστατη στιγμή, στηριζόμενοι σε αυτή την ασύγκριτη ιστορική παράδοση θα δειχτούμε ικανοί για τη «μεγάλη επιστροφή»; Είναι στο χέρι μας.
3 ΣΧΟΛΙΑ
Εἴπατε τῷ βασιλεῖ :
Χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά.
Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν,
οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγὰν λαλέουσαν.
Ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ …
Θέτε κι άλλη -ποιητική και γι’ αυτό οξυδερκή- διατύπωση των προοπτικών μας;
“Ως εδώ ήταν, ως εδώ,
φτάνει το παράξενο Ελλήνων καραβάνι,
φτάνει ως εδώ..”
Μα πιο εμπεριστατωμένη είναι η προφητεία του Δ. Σαββόπουλου
(ναι, του ίδιου αυτού κατοπινού θεράποντος της Γιάννας Αγγελοπούλου),
το όχι πολύ μακρινό 1988, στο “Κούρεμα” εκείνο, που το ενταφίασε η κριτική κι η αριστεράντζα,
όπου διαζωγραφεί με δύο καίριες πινελιές το μέλλον μας, μιλώντας σκληρά για τους “Κωλοέλληνες” :
“Μασκαρλίκια, ιδές!
Στο “Αλφα” της Αξίας,
της Αρχής της Μίας,
λουτροκαμπινές!”
Οπότε
“Τιμωρός καιρός.
Πέντ’ αιώνες δύσης
εθνικής θα ζήσης
από ‘δω και μπρός”.
“Αν οι Έλληνες φιλόλογοι πονούσαν πραγματικά τη γλώσσα και τον λαό τους, θα είχαν μεταβάλει τις τάξεις των σχολείων τους σε «κρυφά σχολειά», όπου θα δίδασκαν και το πολυτονικό σύστημα γραφής και στοιχεία της καθαρεύουσας, ώστε να μπορούν οι νέες γενιές να διαβάζουν τουλάχιστον τον Παπαδιαμάντη!”
Παρά τά θετικά πού ἐπισημαίνονται στό ἄρθρο, ὀφείλω νά ὑπογραμμίσω τήν μερικότητα τῆς ὀπτικῆς του: πῶς νά διδάξουν οἱ φιλόλογοι “καί τό πολυτονικό σύστημα γραφῆς καί στοιχεῖα τῆς καθαρεύουσας”, ὅταν τό μάθημα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν δέν ἐξετάζεται, ἐλέῳ ΣΥΡΙΖΑ, στό Γυμνάσιο, ἔτσι ὥστε νά ἔχῃ περιπέσει σέ πλήρη ἀνυποληψία! Πῶς, καί σέ ποιές ὧρες, νά φέρῃ ὁ δάσκαλος τά Ἑλληνόπουλα σέ ἐπαφή μέ τήν πάμπλουτη γραμματειακή μας παράδοση, ὅταν στήν διδασκαλία τῆς γλώσσας ἔχει ἐπικρατήσει τό καπιταλιστικώτατο δόγμα τοῦ “ἐπικοινωνιακοῦ” / “ἀποτελεσματικοῦ” λόγου; Ἐκεῖνο πού χρειάζεται εἶναι μιά ριζική κριτική τῶν ἰδεολογημάτων πού εἰσέδυσαν στήν ἑλληνική ἐκπαίδευση, μέ τίς εὐλογίες ἁπαξαπάντων, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, καί ὅλων τῶν ἀποχρώσεων τῆς ἀριστερᾶς, μηδ’ ὑμῶν -συμπαθᾶτε με- ἐξαιρουμένων. Διότι, τί ἐμποδίζει νά ἀρχίσετε τόν κλεφτοπόλεμο ἀπ᾿ ἔξω, ἐγγράφοντας στό πρόγραμμά σας τήν πρόθεση γιά παλινόρθωση τοῦ συστήματος τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, πού δέν θά γίνῃ βέβαια ἀπότομα, ἀλλά ἀφοῦ ἔχουν προηγηθῆ σταδιακές διευθετήσεις ὅπως ἡ ὑποχρεωτική ἐξέταση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στό Γυμνάσιο, τῆς ὀρθογραφίας συμπεριλαμβανομένης, ἡ ἐξέταση στίς πανελλαδικές βάσει ἄγνωστου, ὑπαγορευομένου κειμένου, ἡ ἵδρυση κλασικῶν γυμνασίων καί λυκείων, τῶν ὁποίων οἱ μαθητές θά εἰσάγωνται βάσει ἀπαιτητικῶν ἐξετάσεων, κ.λπ.;
Ἐπί πλέον, ἐδῶ πού ἔχουμε φθάσει, οἱ συνήθεις “προοδευτικές” κραυγές περί ἀναβάθμισης τῆς ὑλικοτεχνικῆς ὑποδομῆς τῆς παιδείας, περί ἱδρύσεως ποικίλων ἱδρυμάτων κ.λπ., ὄχι μόνο δέν βοηθοῦν ἀλλά συγκαλύπτουν τό μέγα ζητούμενο, πού εἶναι ἡ ἀλλαγή “παραδείγματος”, τρόπου μέ τόν ὁποῖο οἰκειωνόμαστε τήν παράδοσή μας. Καί ἐδῶ μποροῦμε νά κάνουμε θαύματα, γιατί συμβαίνει νά διαθέτουμε μιά γλῶσσα -μιλάω γιά τήν νέα ἑλληνική- πού πάμπολλα στοιχεῖα της παραπέμπουν σέ ἕνα παλαιότερο τῆς ἀττικῆς διαλέκτου πρωτοελληνικό γλωσσικό ὑπόστρωμα. Ὁ Λένιν ἔλεγε πώς χωρίς ἐπαναστατική θεωρία δέν ὑπάρχει ἐπαναστατικό κίνημα. Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί γιά τήν γλωσσική / πολιτισμική μας κληρονομιά: Χωρίς νέα γλωσσική / πολιτισμική θεωρία δέν πρόκειται νά ὑπάρξῃ ἡ πολιτισμική ἀναγέννηση πού ὁραματιζόμαστε.
Καί δέν μιλάω στόν βρόντο. Μιά τέτοια πολιτισμική ἀναγέννηση εἶναι ἐπιπροσθέτως σέ θέση νά προσφέρη “ψωμί” σέ χιλιάδες νέα παιδιά καί νά καταστήσῃ τήν Ἑλλάδα κέντρο παιδεύσεως τῆς Εὐρώπης, ἄν μή τοῦ κόσμου.