Αρχική » Το Ιράν στο στόχαστρο ΗΠΑ-Ισραήλ

Το Ιράν στο στόχαστρο ΗΠΑ-Ισραήλ

από Άρδην - Ρήξη

Στη στάση της Ευρώπης η ελπίδα για διατήρηση της ειρήνης

Του Δημήτρη Παπαμιχαήλ από την Ρήξη φ. 144

Η απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που επισημοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο 12 Μαΐου, πυροδοτεί μία αλυσίδα αποφάσεων σε κορυφαίο διπλωματικό επίπεδο με πολύ αβέβαιη έκβαση. Μία ποιο στενή ματιά στο αντικείμενο αυτής της συμφωνίας και στη σημερινή συγκυρία των σχέσεων ΗΠΑ και Ισραήλ, θα διαφωτίσει καλύτερα τα διακυβεύματα της σημερινής αντιπαράθεσης με το Ιράν, που είναι και το σημείο ευθυγράμμισης των συμφερόντων αμφότερων.

Οι ΗΠΑ έχουν διακόψει τις επίσημες διπλωματικές σχέσεις με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν από το 1979, με αφορμή την επίθεση στην πρεσβεία τους στην Τεχεράνη κατά τη διάρκεια της επανάστασης που ανέτρεψε τον Σάχη και συγκρότησε το σημερινό πολίτευμα. Τη διακοπή των σχέσεων αυτών συνόδεψε και μία σειρά κυρώσεων που ψηφίστηκαν στο αμερικανικό Κογκρέσο εις βάρος της ιρανικής οικονομίας. Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, οι πράξεις αυτές είχαν ειδικότερα στόχο την αποτροπή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Η ισχυρότερη κοινοβουλευτική πράξη κυρώσεων υιοθετήθηκε το 1996 και έμεινε γνωστή με το ακρωνύμιο ISA (Iran Sanctions Act), ενώ στη συνέχεια ανανεώθηκε και διευρύνθηκε. Όπως είναι λογικό, η πράξη αυτή δεν αρκούνταν στο να επιβάλει κυρώσεις απ’ ευθείας σε ιρανικά συμφέροντα (τα οποία διατηρούσαν μηδαμινές σχέσεις με τις ΗΠΑ). Προέβλεπε κυρώσεις εις βάρος φυσικών και νομικών προσώπων που είχαν παρουσία στο αμερικανικό έδαφος και ταυτόχρονα διατηρούσαν σχέσεις με το Ιράν. Με άλλα λόγια, διέθεταν εξωεδαφικό χαρακτήρα, πράγμα που αποτελεί ακόμη σημαντικό στοιχείο διαφωνίας μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.
Η Ευρώπη από τη πλευρά της ακολούθησε μία αυστηρή πολιτική κυρώσεων μονάχα από τη δεκαετία του 2000, με αφορμή την επίσημη ανακοίνωση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν το 2002. Έπρεπε να φτάσει το 2012 για να επιβάλει εμπάργκο στην εισαγωγή πετρελαίου από την Ισλαμική Δημοκρατία. Τότε, οι εξαγωγές πετρελαίου της τελευταίας, όπως ήταν λογικό, στράφηκαν προς την Ανατολή (και ιδιαίτερα προς την Κίνα), αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να αποκαταστήσουν τα προ των κυρώσεων μεγέθη τους. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη χαμηλή τιμή του πετρελαίου, προκάλεσε μία κρίση στην ιρανική οικονομία που είχε καθοριστικό χαρακτήρα στις εκλογές του 2013. Η ήττα του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ και η άνοδος στο πρωθυπουργικό αξίωμα του Χασάν Ρουχανί, άνοιξε νέο κύκλο διαπραγματεύσεων με τις χώρες της Δύσης όσον αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα και κατέληξε στη συμφωνία του Ιουλίου του 2015.
Ωστόσο, τη θριαμβολογία της κυβέρνησης Ρουχανί δεν ακολούθησαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αυτό συνέβη όχι λόγω της έλλειψης βούλησης από την πλευρά ξένων –κυρίως ευρωπαϊκών– εταιρειών να επενδύσουν στην πολλά υποσχόμενη ιρανική οικονομία, αλλά λόγω της αδυναμίας τους να παρακάμψουν τις αμερικανικές κυρώσεις που βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ. Διότι η συμφωνία που επετεύχθη το 2015 αφορούσε αποκλειστικά τις κυρώσεις που είχαν σαν στόχο να αποτρέψουν το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Πολλά εδάφια του ISA διατήρησαν την ισχύ τουςκαι αυτό ήταν τροχοπέδη για όποιον επενδυτή είχε συμφέροντα επί αμερικανικού εδάφους και ήθελε ταυτόχρονα να επενδύσει στο Ιράν, δηλαδή για όλες τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες της Ευρώπης.
Οι ενστάσεις των Ευρωπαίων ηγετών δεν είχαν όμως κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 δεν παίζει ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο για την ιρανική οικονομία, καθώς οι ευρωπαϊκές επενδύσεις σε αυτήν ήταν ήδη όμηροι του ISA, ενώ, όσον αφορά τις εξαγωγές του, το Ιράν δεν εξαρτάται από την αμερικανική αγορά. Η σημασία της αμερικανικής απόσυρσης έχει να κάνει περισσότερο με το τι σηματοδοτεί όσον αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισραήλ και το Ιράν, και κατ’ επέκταση με τις ευρωπαϊκές χώρες. Δεν είναι τυχαίο ότι η απόφαση ανακοινώθηκε από τον Τραμπ μονάχα μερικές ημέρες μετά το σόου Νετανιάχου στις 30 Απριλίου, όπου ο πρωθυπουργός του Ισραήλ εμφάνισε «αποδείξεις» (που υποτίθεται ότι είχε καταφέρει να υποκλέψει η Μοσάντ), ότι το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν βρίσκεται σε εφαρμογή παρά τη συμφωνία, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με τις έντεκα αναφορές που εξέδωσε η Διεθνής Αρχή Πυρηνικής Ενέργειας σχετικά με τη συμμόρφωση του Ιράν με το ψήφισμα 2231 του ΟΗΕ (το οποίο ενσωματώνει τη συμφωνία του 2015).
Η αμερικανική κυβέρνηση, λίγους μήνες μετά την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, δικαιώνει και πάλι τις ισραηλινές θέσεις, χωρίς να φαίνεται να ενδιαφέρεται για τις επιπτώσεις μίας τέτοιας στάσης στην κλιμάκωση της βίας στην περιοχή. Μην ξεχνάμε ότι Ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει επανειλημμένα ότι η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στο Ιράν θα αντιμετωπιστεί με στρατιωτική επέμβαση του Ισραήλ. Η ισραηλινή κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει μία τέτοια επέμβαση δίχως τη συνέργεια ή έστω την ανοχή των συμμάχων της από την Εσπερία. Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι οι αμερικανικές αποφάσεις του τελευταίου διαστήματος καθιστούν ένα τέτοιο γεγονός πιο πιθανό.
Επιπλέον, δικαιώνουν τη θρησκευτική ηγεσία και τους συντηρητικούς της Ισλαμικής Δημοκρατίας, οι οποίοι, διά στόματος του ηγέτη του κράτους, Αγιατολάχ Αλή Χαμενεΐ, έχουν εκφράσει εξ αρχής και ανοικτά τις ενστάσεις τους για τη συμφωνία του 2015. Ουσιαστικά, η αποτυχία της συμφωνίας αυτής, σε συνδυασμό με τη φιλοπόλεμη στάση ΗΠΑ και Ισραήλ και την κλιμάκωση των συγκρούσεων μεταξύ ιρανικών και ισραηλινών δυνάμεων στον συριακό χώρο, δίνει σοβαρό κίνητρο στην ιρανική πλευρά για την επανεκκίνηση του στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος, μοναδικό ανάχωμα στην αμερικανική παρεμβατικότητα, όπως επιβεβαιώθηκε και με την πρόσφατη εμπειρία της Βόρειας Κορέας.
Ανασταλτικό παράγοντα στην κλιμάκωση της έντασης με το Ιράν αποτελούν τα έτερα μέρη της συμφωνίας, που δήλωσαν επανειλημμένα την αντίθεσή τους στην αμερικανική στάση – ενίοτε και με πρωτοφανή τρόπο για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, όπως έγινε με τη δήλωση του Γάλλου υπουργού Άμυνας Ζαν-Υβ Λε Ντριάν, που χαρακτήρισε «απαράδεκτα» τα εξωεδαφικά μέτρα που λαμβάνουν οι ΗΠΑ εναντίον ευρωπαϊκών εταιρειών. Υπερασπιζόμενες τα «χαμηλά» συμφέροντα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, οι ηγεσίες των ισχυρών κρατών της ΕΕ δεν δείχνουν διατεθειμένες να υποστηρίξουν μία εχθρική πολιτική έναντι του Ιράν, ακόμα και προς όφελος του εβραϊκού κράτους, με το οποίο διατηρούν προνομιακές σχέσεις. Η έκφραση αυτή της δυσαρέσκειας από τη πλευρά των Ευρωπαίων λειτουργεί αποθαρρυντικά στο διπλωματικό πεδίο για τα όποια αμερικανοϊσραηλινά σχέδια πολέμου.
Η αποτρόπαιη αντιμετώπιση των διαδηλώσεων Παλαιστινίων την περασμένη εβδομάδα απομονώνει ακόμη περισσότερο τη θέση Ισραήλ και ΗΠΑ στην Ευρώπη. Προφανώς όμως δεν είναι βέβαιο εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα συνεχίσουν για πολύ να υποστηρίζουν συμφιλιωτικές θέσεις προς το Ιράν, ειδικά εάν η ιρανική κυβέρνηση σκληρύνει και αυτή τη στάση της. Πάντως αυτή τη στιγμή φαίνεται πολύ δύσκολο οι Ευρωπαίοι να υιοθετήσουν μία επιθετική πολιτική έναντι της Τεχεράνης. Ας ευχηθούμε Ελλάδα και Κύπρος να μην αποτελέσουν το μοναδικό αποκούμπι των ηγεσιών Τραμπ και Νετανυάχου στην Ευρώπη, τη στιγμή που οι ενέργειες των τελευταίων έχουν απολέσει κάθε ηθικό και πολιτικό έρεισμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ