Του Μανώλη Εγγλέζου Δεληγιαννάκη Με το τουφέκι και τη λύρα
«… ο γιος μου αναγνώρισε το λάθος του και μετάνιωσε γι’ αυτό. Σας διαβεβαιώνω ότι δε θα επαναληφθεί…»
Με αυτά τα λόγια κλείνει η επιστολή συγνώμης του πατέρα του 16χρονου που κατέβασε την τουρκική σημαία από το σχολείο του χωριού του. Μια ενέργεια που, στις μέρες αυτές που νιώθομε ανήμποροι να αντιδράσομε στην επιθετικότητα της Τουρκίας, μας έστειλε ένα φως ελπίδας.
Η πράξη του 16χρονου ήταν πράξη που ταιριάζει σε λαό που έχει κατακτηθεί και ζει στη σκλαβιά. Πράξη που οφείλει να κάνει ανάμεσα σε πολλές άλλες πράξεις αντίστασης ένας ολόκληρος λαός που κρατά ψηλά τη σημαία της αξιοπρέπειας, της τιμής, που πιστεύει στα δίκαιά του, κι όχι ένα παιδί μόνο του. Ένας λαός που δεν έχει παραδοθεί στη μοίρα του, που τον καλεί το πρόσφατο και το παλιό του παρελθόν να κάμει το χρέος του.
Ο λαός μας στην Κύπρο και στην Ελλάδα δείχνει να έχει αποδεχτεί το ρόλο του ραγιά, 200 χρόνια μετά το 1821, 75 χρόνια μετά τον ενωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Σ’ αυτό συμβάλλουν πολλά: Οι πολιτικές και οι πολιτικοί της υποταγής, η διαρκής ταπείνωση, το βόλεμα σε μια καταναλωτική ευωχία, ο φόβος του πολέμου, η τρομοκράτηση της κοινωνίας από τα ΜΜΕ με στόχο την εμπέδωση των υποχωρήσεων «προκειμένου να ζήσουμε ειρηνικά», έχουν διαμορφώσει μια κοινωνία φοβική, που αρνείται να παλέψει. Παραδείγματα της ιστορίας της, από το Γλέζο μέχρι τον Παπαλεοντίου και τον Σολωμού μέχρι τους συνομήλικους του τωρινού ήρωα που κατέβαζαν σημαίες των Άγγλων το 1955, της είναι ξένα πια. Παραδείγματα γειτονικών λαών όπως στη Γάζα και το Κουρδιστάν, και πιο μακρινών, όπως στην Τσιάπας, παραδείγματα παλλαϊκής αντίστασης και αυτοθυσίας τους ξεβολεύουν από την αδράνεια της υποταγής, δεν τα ακούν, δεν τα θέλουν. Δε μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια την αντιστασιακή τους παράδοση και να τη συνεχίσουν. Finis Graeciae;
Θα ήταν λάθος να επικεντρωθούμε στον πατέρα και την επιστολή του, τη στιγμή που έπεσε πάνω στο γιο του ένα ολόκληρο σύστημα να τον κατασπαράξει. Τη σημαία κατέβασε ένας έφηβος απηχώντας τις κρυφές ελπίδες ενός λαού, και την επιστολή συγνώμης συνέγραψε ένα ολόκληρο σύστημα που ευαγγελίζεται την υποταγή και τον εξανδραποδισμό, που απειλήθηκε από αυτόν που αποκατέστησε στιγμιαία μια προσβολή στο χωριό του Αυξεντίου, τη στιγμή που η ΑΟΖ μας είναι διάτρητη από τα τουρκικά γεωτρύπανα και ο λαός μας τελεί υπό κατοχή, δυτική και τουρκική, στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Είναι το ίδιο σύστημα που πρόδωσε τη Μακεδονία, που παραδίδει τη Θράκη στους Τούρκους, που ανέχεται την αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης μέσω της μετανάστευσης. Είναι το ίδιο που δεν έχει σχέδιο για την εξωτερική πολιτική, που ενεργεί ως φερέφωνο των γεωπολιτικών του αφεντικών, που προετοιμάζει την κοινή γνώμη μέσα από την τρομολαγνεία για την αποδοχή της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο.
Όσοι βιαστούν να καταδικάσουν τον πατέρα που βρέθηκε στο κέντρο μιας ασφυκτικής πίεσης από δικούς και ξένους, ας κοιτάξουν στον καθρέφτη τους πρώτα. Κι ας αναλογιστούν ποια κάλυψη πρόσφερε η κοινωνία μας στον έφηβο συνεχιστή μιας αντιστασιακής παράδοσης. Ποια συμπαράσταση του επέδειξε.
Η πράξη του έφηβου που έκαμε το ελάχιστο αυτονόητο, τελικά είναι ακόμα πιο σημαντική απ’ ό,τι αρχικά φάνηκε. Γιατί είναι μια πράξη μοναχική, που δε βγήκε από την κοινωνία την ίδια και το αντιστασιακό της φρόνημα, δεν είχε παραδείγματα που ο ένας παρέσερνε τον άλλο σε πράξεις ηρωισμού, όπως στον Ενωτικό Αγώνα. Κι όμως την αποτόλμησε. Κι έφερε την πολιτική της υποταγής στα όριά της, την ξεσκέπασε και την ανάγκασε να στηρίξει ανοιχτά το δυνάστη.
Το κατέβασμα της σημαίας από τον έφηβο, τη στιγμή που συνομήλικοί του περνούν το χρόνο τους μ’ ένα κινητό στο χέρι αποχαυνωμένοι, εξέθεσε ανοιχτά τον τύπο, την πολιτική ηγεσία, την κοινωνία της καταναλωτικής αφασίας και της εθελοτυφλίας. Όλοι αυτοί αποκατέστησαν τη διασαλευθείσα τάξη. Επέστρεψαν τη σημαία για να ξανατοποθετηθεί στην κατεχόμενη Λύση. Επέστρεψαν τη φωτογραφία του Ντενκτάς να κοσμεί τις αίθουσες του σχολείου. Δήλωσαν υποταγή και ελπίζουν στο έλεος του δυνάστη. Η κατοχή επιβεβαιώθηκε, η οικογένεια του δράστη ταπεινώθηκε, δε θα ξανατολμήσει κανείς να προκαλέσει.
Επιστρέφοντας τη σημαία αναγνωρίζομε ότι αυτή νομίμως βρίσκεται εκεί, τη στιγμή που εμείς δε ζητήσαμε την επιστροφή των εδαφών μας, των ζωών που χάθηκαν, τα κόκκαλα των νεκρών μας. Ο κυρίαρχος μας ταπεινώνει κι εμείς βρισκόμαστε με το κεφάλι σκυφτό, αποδεχόμενοι διαρκείς προσβολές.
Όμως, το όλο περιστατικό πρέπει να το δούμε σα μιαν αρχή κι όχι σαν ένα τέλος. Πρέπει να καταλάβομε τις αδυναμίες μας, αρχίζοντας από αυτούς που εμείς επιτρέπομε να μας κυβερνούν, από το εσωτερικό μας δηλαδή μέτωπο. Κι αυτούς θα πρέπει να τους στείλουμε σπίτια τους, ενώ παράλληλα θα διαμορφώνομε απαντήσεις στο πώς θα αντισταθούμε. Γιατί η βούλησή μας να μην επιτρέψομε την εξαφάνισή μας, πρέπει να λάβει σάρκα και οστά μέσα από μια πολιτική διαφορετική κι αυτό σημαίνει ότι κι εμείς οι ίδιοι θα πρέπει ν’ αλλάξομε.
Μια πολιτική αντίστασης θα πρέπει να αξιοποιήσει το δυναμικό του λαού μας, την επινοητικότητά του, τη δυνατότητά του να κάνει αντάρτικο όταν βρίσκεται σε πιο αδύναμη θέση. Θα πρέπει να αντιμετωπίσει κομβικά επάλληλα ζητήματα όπως το δημογραφικό και την παραγωγική ανασυγκρότηση συγχρόνως με την απόκρουση της τουρκικής απειλής, που χρησιμοποιεί και το μεταναστευτικό. Δηλαδή θα πρέπει να κάνει τα αδύνατα δυνατά;
Στη σημερινή νοοτροπία της υποταγής και του προσωπικού βολέματος, αυτό φαντάζει πράγματι ακατόρθωτο. Όμως, στη μεγάλη διαδρομή μας στην ιστορία, τέτοιες καταστάσεις θα φαίνονταν πολύ εύκολες σ’ ένα λαό που είχε επιλέξει να μην υπολογίζει τις θυσίες προκειμένου να κρατήσει την ταυτότητά του. Εκείνοι που μας έφεραν ως εδώ έχουν να μας παρουσιάσουν μια μεγάλη σειρά από ήρωες και μάρτυρες. Κάποτε θα πρέπει κι εμείς να τους κοιτάξομε στα μάτια, και να βγάλομε τους δικούς μας άντρες που δε δειλιούν, αντί να αναφερόμαστε στους παλιούς με την ευκαιρία κάποιας επετείου και αμέσως μετά να επιστρέφομε στην υποταγμένη μας ζωή.
3 ΣΧΟΛΙΑ
“Μολών Λαβέ” απάντησε στον Εγγλέζο κατακτητή που τον καλούσε να παραδώσει τα όπλα, ο συγχωριανός του 16χρονου Λυσιώτη, ο Γρηγόρης Αυξεντίου.
“Αν τολμάς”, φώναξε στον Εγγλέζο κατακτητή ο Γρηγόρης, “αν τολμάς, έλα να τα πάρεις”.
Και αντιστάθηκε, πάλεψε με πολλούς, με κάθε Εγγλέζο κατακτητή και στο τέλος έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα. Δεν παρέδωσε τα όπλα. Πόσο μάλλον να δείξει μεταμέλεια.
(δεν αναφέρομαι στον πατέρα, που σίγουρα βρέθηκε κάτω από πολύ μεγάλη πίεση).
” Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
πτερωθείς κ’ επνίγη
θαλασσωμένος.
Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος. –
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον.”
Λοιπόν ο πατέρας αναγκάζεται και “μιλάει” για “λογαριαμό του γιου”. Πιέσεις απίστευτες υπάρχουν (η πίεση των ενδοτικών ΔΗΣΑΚΕΛικών θα ήταν σαν τα στραγάλια: τις μασάς για πλάκα). Το παιδί όμως δεν στοχοποιήθηκε απλά, είναι ΣΤΟΧΟΣ. Ε, πατέρας είναι δεν θέλει να έχει κάποιο “ατύχημα” το παιδί του. Σάμπως δε γνωρίζει κανείς την εκδικητικότητα των μηχανισμών της γείτονος; Τι έγινε στην Αγλαντζιά το Μάρτη του 1994; Σάμπως δε γνωρίζει κανείς την ανύπαρκτη άμυνα κατά αυτών των μηχανισμών; Αν μπορούσαν θα έβαζαν και το χεράκι τους για το μικρό “εθνικιστή”. Με τους από κάτω τι γίνεται. Εκεί είναι η καρδιά του προβλήματος.