Οι μεγάλες αφηγήσεις, η Νέα Τάξη των διανοουμένων και ο Μετάνθρωπος
Εισαγωγικό σημείωμα από το αφιέρωμα του νέου Λόγιου Ερμή (τ. 19, β΄ εξάμηνο 2019) που κυκλοφορεί.
Ο κομμουνιστικός μεσσιανισμός υπήρξε η υπέρτατη και τελική μορφή των κάθε είδους κοινωνιοκεντρικών μεσσιανισμών – κυριολεκτική σύνοψη και κορωνίδα τους· ακριβώς διότι έθετε ως πρόταγμά του την πραγμάτωση, «εδώ και τώρα», της «Αρκαδίας», που οι παλαιοί πολιτισμοί αναζητούσαν είτε στον μύθο είτε στην υπέρτατη εξιδανίκευσή του, τη θρησκεία. Γι’ αυτό, όπως και οι μονοθεϊστικές θρησκείες πριν από αυτόν, ο μαρξισμός, ως η ιδεολογία του κομμουνισμού, θα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως «τέλος και υπέρβαση κάθε ιδεολογίας» και, κατά συνέπεια, κάθε αδιαφάνειας και κάθε θρησκευτικής αναπαράστασης. Ο Παράδεισος μπορεί να μεταβληθεί σε απτή καθημερινότητα και, για διακόσια χρόνια, από τη γαλλική Επανάσταση και τον Γράκχο Μπαμπέφ, μέχρι το τείχος του Βερολίνου και την πλατεία Τιεν Αν Μεν, εκείνο το τρομερό 1989, η κομμουνιστική εξαγγελία θα αποτελέσει το έσχατο και ανώτατο δημιούργημα της ανθρώπινης μεσσιανικής φαντασιακής θέσμισης. Γι’ αυτό και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και των επαναστατικών οραμάτων που εξέθρεψε η κομμουνιστική προσδοκία υπήρξε το τελειωτικό χτύπημα στον κάθε είδους ανθρωπικό μεσσιανισμό.
Μετά την τραγική κατάληξή της, θα ανοίξει η περίοδος «του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων», στο οποίο αναφέρονται ιδιαίτερα ο Οκτάβιο Πας και ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ σε δύο σημαντικά, από κάθε άποψη, κείμενα. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, τα κείμενά τους είχαν γραφτεί κατά τη δεκαετία του 1980, όταν η σχετική συζήτηση είχε λάβει ήδη μεγάλες διαστάσεις, με αφορμή τα αντι-ολοκληρωτικά κινήματα που είχαν αναπτυχθεί στις χώρες του τότε σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Χαρακτηριστική είναι η προσφυγή από τον Ρόρτυ προνομιακά στα σχετικά κείμενα του Μίλαν Κούντερα, που εξέφραζε κατ’ εξοχήν τους διαφωνούντες της ανατολικής Ευρώπης.
Πλέον, το ζητούμενο δεν θα είναι η αναζήτηση μιας μεσσιανικής ουτοπίας, ασύμβατης με τη φύση του ανθρώπου ή/και των καταναγκασμών των ανθρωπίνων συσσωματώσεων, αλλά η διέξοδος θα αναζητάται είτε στη μερικότητα των ταυτοτήτων ή των «κινημάτων» –στην οποία θα καταλήξει εν τέλει και η λεγόμενη «επανάσταση του 1968»– είτε στην αποδοχή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και, στην καλύτερη περίπτωση, τον εξανθρωπισμό της, μερικό ή καθολικό. Στην απαισιόδοξη πλευρά αυτής της θεωρητικής, φιλοσοφικής και πολιτικής απόρριψης των «μεγάλων αφηγήσεων», θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τον δικό μας Παναγιώτη Κονδύλη, για τον οποίο ο άνθρωπος ορέγεται εκ φύσεως την κυριαρχία, ενώ στην μάλλον αισιόδοξη και «έντιμη» πλευρά θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τον Ρίτσαρντ Ρόρτυ και κάποιους νεώτερους Αμερικανούς φιλοσόφους. Οι τελευταίοι, με αφετηρία την ορθή διαπίστωση για τον διφυή χαρακτήρα του ανθρώπου, ικανού για το καλύτερο και το χειρότερο, θα υποστηρίξουν την ανάγκη της ενίσχυσης των θετικών διαστάσεων και της συρρίκνωσης των αρνητικών. Στην ίδια κατεύθυνση, αλλά με μάλλον απολογητική διάθεση προς τον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό», θα συνταχθούν οι «αντι-ολοκληρωτιστές» στοχαστές της γαλλικής σχολής, όπως οι Αντρέ Γκλυκσμάν, Μπερνάρ Ανρί Λεβύ κ.ά.
Εντούτοις, ακόμα και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την εν τοις πράγμασι κατάρρευση του έσχατου κοινωνιο-κεντρικού μεσσιανισμού και του «τέλους των μεγάλων αφηγήσεων», στην Ελλάδα, η σχετική συζήτηση δεν έχει καν πραγματοποιηθεί, χάρις στην αβυσσαλέα καθυστέρηση των ελληνικών ελίτ, γεγονός που κάνει υποχρεωτική σε μας τη διεξαγωγή της σχετικής συζήτησης – έστω και μετά από τόσα χρόνια.
Συναφώς, εντυπωσιακή παραμένει η έλλειψη οποιασδήποτε συζήτησης για το ζήτημα των διανοουμένων –με την ευρύτερη έννοια του όρου– ως μιας κοινωνικής τάξης η οποία όχι μόνο διεκδίκησε την εξουσία, και εν μέρει κατόρθωσε να την καταλάβει στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και ενδυναμώθηκε αποφασιστικά και στον δυτικό κόσμο εξ αιτίας της ενίσχυσης της τεχνοδομής και των κάθε είδους μηχανισμών εκπαίδευσης, διαχείρισης και ελέγχου της οικονομίας και της κοινωνικής δομής. Αυτό το αναμφισβήτητο και καταγεγραμμένο πλέον από την κοινωνική επιστήμη και τη θεωρία γεγονός αποκρύβεται και συσκοτίζεται συστηματικά στην Ελλάδα, από αυτή την τάξη ακριβώς που θέλει να εμφανίζεται απλώς ως ένα μέρος των μισθωτών και των μεσαίων στρωμάτων, χωρίς ιδιαίτερη ταυτότητα, κοινωνικό ρόλο και επιδιώξεις. Εξάλλου, η Ελλάδα είναι ίσως η τελευταία χώρα του κόσμου –πάντως οπωσδήποτε της Ευρώπης– όπου η θεωρία του Γκράμσι για τους διανοούμενους ως απλά προσαρτήματα των βασικών κοινωνικών τάξεων, αστών και προλετάριων, παραμένει τόσο ισχυρή, διαδεδομένη και αδιαμφισβήτητη. Ίσως διότι η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα στην οποία, μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η ευρύτερη τάξη των «διανοουμένων», σε όλες τις εκφάνσεις της, πολιτική, ακαδημαϊκή, καλλιτεχνική, μηντιακή, συνδικαλιστική, μεταβλήθηκε σε ηγέτιδα τάξη, δίπλα και παράλληλα με την αστική· και όμως, μέχρι σήμερα, έχει κατορθώσει να παραμένει μία αόρατη μη τάξη στο θεωρητικό πεδίο· εξ ου και κυριολεκτικά η λυσσαλέα προσπάθεια απόκρυψης της ίδιας της ύπαρξής της.
Παρότι, λοιπόν, η σχετική συζήτηση έχει ήδη λάβει χώρα σε σχετικά ευρεία κλίμακα –κατ’ εξοχήν μετά την εμπειρία των σοσιαλιστικών χωρών και το κίνημα του Μάη του 68–, το σχετικό απόσπασμα-προδημοσίευση από το βιβλίο του Άλβιν Γκούλντνερ για τη νέα τάξη, γραμμένο πριν από 40 χρόνια, και το σχετικό κεφάλαιο για τον μαρξισμό ως την ιδεολογία της Νέας Τάξης από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Η θεμελιώδης παρέκκλιση, συνιστούν, δυστυχώς, μια θεωρητική καινοτομία για τα καθ’ ημάς!
*****
Έχουμε εισέλθει σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία ο άνθρωπος ως είδος βρίσκεται στο κατώφλι της αυθυπέρβασής του, με τη δημιουργία του μετανθρώπου, που πλησιάζει με τεράστια βήματα, σε αυτές τις αρχές του 21ου αιώνα, όπως υποδεικνύει το σχετικό κείμενο του Μισέλ Ονφρέ. Σε αυτά τα πλαίσια, λοιπόν, αποκτά ένα νέο νόημα και μια διαφορετική επικαιρότητα –που ίσως δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να φανταστεί– η θέση του Χάιντεγκερ πως ο διαφωτισμός και η τεχνολογία του οδηγούν στον θάνατο του Ανθρώπου. Κυριολεκτικώς. Ο άνθρωπος αποκτά, σταδιακώς και με επιταχυνόμενα βήματα, τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός νέου είδους, που θα αποτελέσει την τεχνολογική μετεξέλιξή του, σηματοδοτώντας το τέλος της φυσικής επιλογής, εισάγοντάς μας στην εποχή της τεχνητής επιλογής, που προανήγγελλε η ευγονική.
Και αυτό παρότι ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, όπως και άλλοι ομοϊδεάτες του, σαν τον Έζρα Πάουντ και τον Κνουτ Χάμσουν, ή ακόμα και τον πρώιμο Τ.Σ. Έλιοτ, λάθεψαν απελπιστικά ως προς τις πολιτικές επιλογές τους: Διότι, ενώ ορθώς είδαν τον μαρξισμό –ιδιαίτερα στη σοβιετική εκδοχή του– ως το απόγειο του διαφωτισμού, του οποίου η θεωρία μιας χωρίς τέλος προόδου οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο του ανθρώπινου Είναι, επέλεξαν ως εναλλακτική λύση τη Χάρυβδη του ναζισμού. Παρασυρμένοι από τη θεωρία του ριζώματος, εθνοτικού και ανθρωπικού, που διακινούσε ο εθνικοσοσιαλισμός, απέναντι στον «ανέστιο» σοβιετικό μαρξισμό, έκλεισαν τα μάτια μπρος στο γεγονός ότι αυτός αποτελούσε μια ακόμα χειρότερη εκδοχή του θανάτου του Ανθρώπου. Διότι, εάν ο μαρξισμός διακήρυσσε το τέλος της ανθρώπινης φύσης, καθώς και κάθε ριζώματος, και την έλευση ενός «αγγελικού» κόσμου, πλασμένου αποκλειστικά από την τεχνολογία και την ιστορία, ο εθνικοσοσιαλισμός, χρησιμοποιώντας την έννοια του ριζώματος αποκλειστικά για ένα έθνος και μόνο, ευαγγελιζόταν την έλευση του Αρίου υπερανθρώπου, που θα μεταβάλει όλους τους υπολοίπους σε υπανθρώπους· εν τέλει, σε μια υπερτεχνολογική, και καθόλου αντιτεχνολογική, εκδοχή του εθνοτικού ριζώματος. Διότι, στην πραγματικότητα, ο εθνικοσοσιαλισμός, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Λιονέλ Ρισάρ, δεν υπήρξε αντίπαλος του μοντερνισμού ούτε και «ρομαντικός», αλλά αποτέλεσε έναν τύπο αντιδραστικού μοντερνισμού με κύριο χαρακτηριστικό τη λατρεία της τεχνολογίας. Όμως, οι αρχικές ψευδο-ρομαντικές τάσεις του δεν παρέσυραν μόνο τον Χάιντεγκερ και τον Πάουντ, αλλά επέτρεψαν και στους οπαδούς του εργαλειακού διαφωτισμού να συκοφαντήσουν τον ρομαντισμό, ταυτίζοντας τον με τον εθνικοσοσιαλισμό. Έτσι, ακόμα και ρομαντικές εκδοχές του μαρξισμού, όπως εκείνες του Ερνστ Μπλοχ ή της Σχολής τα Φρανκφούρτης, κατακλύστηκαν κυριολεκτικά κάτω από τη μαρξιστικοφανή βουλγκάτα του μηχανοκεντρικού ντετερμινισμού.
Διότι όλες οι παραλλαγές του διαφωτισμού και του ιστορικο-κοινωνικού μεσσιανισμού κατέτειναν σε αυτή την απόληξη. Πριν οι μετανθρωπιστές φανταστούν έναν ολοκληρωτικά τεχνητό κόσμο –δημιούργημα ενός ανθρώπου που μεταλλάσσεται ο ίδιος γενετικά–, οι φιλόσοφοι και οι ιδεολογίες είχαν ήδη «σκοτώσει» τον άνθρωπο ως Φύση. Οι ιδεολογίες του διαφωτισμού, και κατ’ εξοχήν η μαρξιστική εκδοχή του, αφού πρώτα σκότωσαν τον Θεό και ανήγγειλαν το «Regnum Hominis», στη συνέχεια σκότωσαν φιλοσοφικά τον ίδιο τον Άνθρωπο, κηρύσσοντάς τον ως ένα απλό δημιούργημα της Ιστορίας, της Κοινωνίας και των παραγωγικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός, που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1960 και κυρίως μετά το 1968 –από τον στρουκτουραλιστικό μαρξισμό του Αλτουσέρ μέχρι τον μεταμοντερνιστικό σχετικισμό του Φουκώ–, έχοντας ρευστοποιήσει την έννοια του ανθρώπου, του φύλου, κάθε ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, και υιοθετώντας την έννοια του ανθρώπου ως κατασκευής, άνοιξαν, ενίοτε άθελά τους, τον δρόμο για τον μετα-άνθρωπο ως κατασκευή όχι πλέον ιστορικο-κοινωνική αλλά γενετικο-τεχνολογική.
Συνεπώς, από τη στιγμή και πέρα που ο μεσσιανισμός έχει πάψει να είναι αποκλειστικά, ή πρωταρχικά, θρησκευτικός ή ιστορικο-κοινωνικός και μεταβάλλεται, ταχύτατα, σε τεχνολογικό και κυριολεκτικά «μετανθρωπικό», η αντίσταση του… ανθρώπινου είδους μετατοπίζεται στην πρόταξη του ρομαντισμού και την παράλληλη υπέρβαση του μεσσιανισμού, μετά από χιλιάδες χρόνια μεσσιανικών προσδοκιών.
Βέβαια, τα μεσσιανικά οράματα υπήρξαν και παραμένουν συνδεδεμένα με έναν ορισμένο τύπο ανθρώπινων κοινωνιών, για τις οποίες η μεσσιανική προσδοκία αποτελούσε το ισχυρότερο εργαλείο της κοινωνικής και τεχνολογικής εξέλιξης. Το όραμα της απελευθέρωσης, της «παρουσίας», συνιστούσε τη μόνη λύση απέναντι στην ακινησία και τον εγκλωβισμό στην αρχέγονη τάξη πραγμάτων και οι μεσσιανικές εκτινάξεις τη μόνη διέξοδο των σκλάβων απέναντι στις παγιωμένες εξουσίες. Γι’ αυτο, ακόμα και σήμερα, κάποιοι παραδοσιακοί μεσσιανισμοί θα συνεχίσουν να εμφανίζονται ως αποκλειστική διέξοδος σε λαούς και πολιτισμούς καταπιεσμένους και αλλοτριωμένους από την κοινωνική ανισότητα και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, στο Ισλάμ, την Ινδία, εν μέρει στη Λατινική Αμερική κ.λπ.
Πάντως, πλέον, το όποιο επαναστατικό δυναμικό του μεσσιανισμού τείνει να εξαντληθεί και να προσλάβει χαρακτηριστικά συντηρητικά και αντιδραστικά: μεσσιανισμός του τεχνολογικού μετανθρώπου ή του προτεσταντικού φονταμενταλισμού στην Αμερική, σιωνιστική εκτροπή του εβραϊκού προφητισμού, ουαχαμπιτισμός στη Σαουδική Αραβία, ισλαμικός φονταμενταλισμός στον μουσουλμανικό κόσμο και ινδουιστικός στην Ινδία, για να μην αναφερθούμε στο σχετικά πρόσφατο παράδειγμα του «Φωτεινού Μονοπατιού» στο Περού. Εξάλλου, από τη στιγμή και πέρα που κυρίαρχος, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο –αλλά όλο και περισσότερο στην Κίνα–, καθίσταται ο τεχνολογικός μεσσιανισμός του μετανθρώπου και της «τεχνητής νοημοσύνης», ο οποίος και εξαπλώνεται με την ιλιγγιώδη ψηφιακή ταχύτητα του διαδικτύου, οι παλιοί μεσσιανισμοί, θρησκευτικοί και ιστορικο-κοινωνικοί, μοιάζουν σαν παιδικά παιγνίδια μπροστά στο μεγάλο παιγνίδι του τέλους του ανθρώπου – κυριολεκτικώς.
Ωστόσο, το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων», κατά τις δεκαετίες του 1970-1990, παρότι θα επιτρέψει μια εκτεταμένη κριτική στον διαφωτισμό και θα τροφοδοτήσει σημαντικές θεωρητικές κατακτήσεις, θα αφήσει ταυτόχρονα τον πλανήτη χωρίς κάποιο καθολικό όραμα – και, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορούμε να αρκεστούμε στην υποκατάσταση των μεγάλων αφηγήσεων από την απλή καθημερινότητα… του μυθιστορήματος. Διότι αυτό το κενό νοήματος –απαραίτητο στον άνθρωπο που διαθέτει aspiring mind– θα έλθουν να καλύψουν υποκατάστατοι μεσσιανισμοί, όπως ο ισλαμικός ή, ακόμα χειρότερα, ένας πολύ πιο επικίνδυνος –γιατί έχει τη δυνατότητα μιας μερικής πραγμάτωσης– μεσσιανισμός, ο τεχνολογικός, το έσχατο avatar του εργαλειακού διαφωτισμού, ο οποίος καλπάζει, εκμεταλλευόμενος το τέλος των κοινωνιο-κεντρικών οραμάτων.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα αν είναι δυνατή η διατύπωση και πάλι μιας πρότασης καθολικής αλλά όχι μεσσιανικής – και ίσως τα υλικά της να βρίσκονται εδώ, μπροστά μας: Από τη μαρξιστική κριτική του κεφαλαίου μέχρι την οικολογία, την κριτική του εργαλειακού λόγου και των «μεγάλων αφηγήσεων», ο ανθρώπινος πολιτισμός, τους δύο ή τρεις τελευταίους αιώνες, έχει συσσωρεύσει έναν τεράστιο πλούτο, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στο παλαιότερο απόθεμά του, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τους προσωκρατικούς και τον Επίκουρο, την ανυπέρβλητη ανακάλυψη του χριστιανισμού, τον Λάο τσε, τον Αεροπαγίτη, τον Σαίξπηρ και τον Θεοτοκόπουλο.
Νέος Λόγιος Ερμής,
Νοέμβριος 2019
3 ΣΧΟΛΙΑ
Πολύ καλή τοποθέτηση , ποιος όμως τα υιοθετεί ???
Έχεις σημαία την υπέρβαση . Νούς ορά και νούς ακούει, όλα τ άλλα κωφά και τυφλά.
Η ελληνική εκδοχή του Χριστιανισμού (η Ορθοδοξία) είναι μεσσιανική μόνο σε ότι αφορά το επέκεινα. Δεν είναι ούτε κατ’ ελάχιστον μεσσιανική σε ότι αφορά αυτή τη ζωή. Σύμφωνα με αυτή τη θρησκεία, σε αυτή τη ζωή η προσωπική εξέλιξη του κάθε ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής του. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και δεν την παραβιάζει. Μπορεί να βοηθάει τον άνθρωπο να ακολουθήσει τον σωστό δρόμο, αλλά αν αυτός δεν θέλει σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ισχυρότερη δύναμη σε αυτή τη ζωή δεν είναι ο Θεός αλλά ο άνθρωπος. Ο Θεός (όπως και ο διάβολος) εισηγείται, αλλά ο άνθρωπος αποφασίζει και εκτελεί.
Σε ότι αφορά τα συλλογικά φαινόμενα, την εξέλιξη των κοινωνιών, των εθνών, την ιστορία κτλ. ισχύουν τα ανάλογα. Η ιστορία είναι το αποτέλεσμα των ελεύθερων επιλογών των ανθρώπων και των διάφορων συλλογικών συσσωματώσεών τους (τάξεις, έθνη κτλ). Τα πράγματα πάνε όπου οι άνθρωποι θέλουν, όχι όπου ο Θεός θέλει. Οι λογαριασμοί του καθενός θα κλείσουν στο επέκεινα, όχι σε αυτή τη ζωή. Η γνωστή φράση “όλα εδώ πληρώνονται” δεν είναι ορθόδοξη χριστιανική.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι σε ότι αφορά την εξέλιξη της ιστορίας οι προβλέψεις των προφητικών βιβλίων του ορθόδοξου χριστιανισμού είνα απαισιόδοξες. Π.χ. η Αποκάλυψη του Ιωάννη προβλέπει ότι όσο πλησιάζει το τέλος του κόσμου η ανομία των ανθρώπων θα αυξάνεται και στην εποχή του Αντίχριστού θα βρίσκεται στο μέγιστο βαθμό. Αυτή η αρνητική εξέλιξη είναι φυσικά το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής της πλειοψηφίας των ανθρώπων.
Κατά συνέπεια, ο ορθόδοξος χριστιανισμός είναι (σε ότι αφορά την παρούσα ζωή) 100% μη μεσσιανικός και μάλιστα απαισιόδοξος, με απαισιοδοξία όμως που δεν πηγάζει από κάποια αρνητική νομοτέλεια που ενυπάρχει στην ιστορική εξέλιξη, αλλά που είναι απλά το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής των ανθρώπων, που απλώς ο Θεός τυγχάνει να προγνωρίζει.