του Γιώργου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 97, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2014
Εθνισμός ή υπερεθνική κοινότητα;
Εάν υποθέσουμε πως η εξέγερση είχε ανασταλεί ή αποτραπεί οριστικά, αυτή η αναστολή θα είχε τις ευεργετικές συνέπειες που υποθέτουν όσοι –όλο και περισσότεροι σήμερα– θεωρούν καταστροφική την κήρυξη της επανάστασης; Κατ’ αυτούς, η επανάσταση επέφερε ανυπολόγιστες καταστροφές στον ελληνισμό, ανθρώπινες, οικονομικές και πολιτικές, δεδομένου ότι απέκοψε τους Φαναριώτες από τους ηγετικούς κύκλους της αυτοκρατορίας, πυροδότησε την εμφάνιση και των λοιπών βαλκανικών εθνικισμών και επιτάχυνε τις προσπάθειες της τουρκικής άρχουσας τάξης να ανασυγκροτήσει και να μεταρρυθμίσει το οθωμανικό κράτος.
Στο παρελθόν, μια ανάλογη άποψη υποστήριζαν, κατ’ εξοχήν, κύκλοι του πατριαρχείου και των Φαναριωτών, γενικότερα οι οπαδοί του «ανατολικού κόμματος», που πίστευαν ότι στα πλαίσια της «υπερεθνικής» ή έστω προεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν δυνατόν οι Έλληνες να αποτελέσουν μία συγκυβερνώσα με τους Οθωμανούς δύναμη και έτσι να συγκροτηθεί μια «δυαδική αυτοκρατορία», κατά το ανάλογο της Αυστροουγγαρίας και εν τέλει οι Έλληνες να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται και να ηγεμονεύουν οικονομικά και πολιτισμικά σε όλο τον χώρο του Βυζαντίου. Στον αντίποδα ακριβώς βρίσκονταν οι οπαδοί του «ελλαδισμού», οι δυτικόστροφοι υποστηρικτές του έθνους-κράτους και η αριστερή διανόηση, που θεωρούσαν πως η Ελλάδα, λίγο πολύ, κατέχει ό,τι της αναλογεί, και ότι ένα έθνος-κράτος περιορισμένο στα όρια της αρχαίας Ελλάδας αποτελεί την πλέον πρόσφορη μορφή κρατικής υπόστασης για τον νεώτερο ελληνισμό. Αυτή η δεύτερη αντίληψη, στον αντίποδα της πρώτης, υποτιμούσε τη σημασία της Πόλης, ως πρωτεύουσας του ελληνισμού για δεκαπέντε αιώνες, καθώς και εκείνη του μικρασιατικού ελληνισμού.
Ωστόσο, σήμερα, στα πλαίσια της «παγκοσμιοποίησης» και της συγκρότησης υπερεθνικών ενοτήτων, διαπιστώνεται μια προσέγγιση των δύο κάποτε αντιτιθέμενων στρατηγικών. Οι άλλοτε οπαδοί του έθνους-κράτους προσχωρούν σε υπερεθνικές στρατηγικές και έτσι σχετικοποιούν, ή κάποτε αρνούνται ανοικτά, τη σημασία αυτού του κράτους και μιας εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, όπως εκείνης του ’21. Έρχονται εκ των υστέρων και, παραδόξως, να συναντήσουν εκείνους που, επιμένοντας προνομιακά στον χαμένο ελληνισμό, τις χαμένες πατρίδες, υποτιμούν τον υπαρκτό ελληνισμό του ελληνικού έθνους-κράτους και της Κύπρου. Η συνάντηση των δύο ρευμάτων στην υποτίμηση του υπαρκτού ελληνισμού, παρά τις διαφορετικές αφετηρίες και οπτικές τους, οδηγεί σε μια κοινή αμφισβήτηση της σημασίας και της εγκυρότητας της Επανάστασης του ’21.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι Έλληνες δεν ήταν ώριμοι για επανάσταση. Η «εθνική επανάσταση» αποτελούσε ιστορικό σφάλμα, διότι διέλυε έναν ενιαίο χώρο, και γι’ αυτό έπρεπε να ακολουθήσουν την τακτική της «ελληνο-τουρκικής συνεργασίας», η οποία θα επέτρεπε τη διατήρηση του ελληνισμού στην Πόλη και τη Μικρά Ασία, έστω και χωρίς πολιτική αυτονομία. Μέσα στο κλίμα της γενικευμένης απογοήτευσης των Ελλήνων, μοιάζουν να θέτουν πραγματικά ερωτήματα. Υποστηρίζουν πως, εάν η Ελλάδα δεν εγκαινίαζε τις εθνικές επαναστάσεις το 1821, δεν θα αναπτυσσόταν ο εθνικισμός στα Βαλκάνια και την Τουρκία και, επομένως, μια βυζαντινού τύπου κοινοπολιτεία θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει με σύγχρονη μορφή.
Ωστόσο, αυτά τα επιχειρήματα είναι μάλλον ανιστόρητα:
Πρώτον, η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία στηριζόταν στην ύπαρξη μιας κοινής θρησκείας –της Ορθοδοξίας– και μιας κοινής γλώσσας, της ελληνικής, σε αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου υπήρχε εθνο-θρησκευτικό χάσμα μεταξύ της μουσουλμανο-οθωμανικής κυριαρχίας και των ραγιάδων, χωρίς να υπάρχει καν η ανάλογη γλωσσική κοινότητα. Οι Τούρκοι παρέμεναν κυρίαρχοι, διότι διέθεταν το μονοπώλιο της στρατιωτικής ισχύος, παρά την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων.
Δεύτερον, η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία είχε παύσει να υπάρχει μετά τον δέκατο ή ενδέκατο αιώνα, όταν αναπτύσσονται τα πρωτοεθνικά κράτη των Βουλγάρων, των Σέρβων, των Αρμενίων, και Έλληνες πλέον συγκροτούν πλειοψηφικά το ύστερο βυζαντινό κράτος. Γι’ αυτό και όλοι οι ιστορικοί μας, Παπαρρηγόπουλος, Άμαντος, Ζακυθηνός, Βακαλόπουλος, Σβορώνος, Δημαράς κ.ά., θεωρούν το 1204 ως αφετηρία για τη συγκρότηση του νεώτερου ελληνισμού1. Οι Ρωμιοί του 13ου, του 14ου και του 15ου αιώνα είναι Έλληνες, ενώ οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι και οι Αρμένιοι ορίζονται ήδη με το εθνικό τους όνομα.
Τρίτον: Είναι αλήθεια πως η οθωμανική κατάκτηση σχετικοποίησε εκ νέου τις εθνικές ταυτότητες των ορθόδοξων υπηκόων, με την υπαγωγή τους στο ορθόδοξο-ρουμ μιλέτ. Έτσι, για ένα διάστημα, μπόρεσε να δημιουργηθεί η αίσθηση πως η ελληνική γλώσσα θα ήταν δυνατό να μεταβληθεί στο εκπαιδευτικό όχημα όλων των βαλκανικών λαών και να ανασυγκροτηθεί η ρωμαίικη συνείδηση των πρωτοβυζαντινών και μεσοβυζαντινών χρόνων. Ωστόσο, στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο, διότι είχε αρχίσει να αφυπνίζεται η υπαρκτή εθνική συνείδηση, αρχικώς των Σέρβων και εν συνεχεία των Ρουμάνων και των Βουλγάρων. Ακόμα και μεταξύ των Βουλγάρων, των οποίων η εθνική συνείδηση έμοιαζε να υπνώττει, επανεμφανίζεται μια «βουλγαρικότητα», την οποία εξάλλου υποδαυλίζουν και οι καθολικοί της βόρειας Βουλγαρίας, διαδικασία που επισφραγίζεται και επιταχύνεται μετά την έκδοση της Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας (1762) του μοναχού Παΐσιου Χιλανδαρινού (Paysi, 1720-1773), που διεκδικεί την ιδιαιτερότητα της βουλγαρικής ταυτότητας.
Κατά συνέπεια, η εμμονή σε μια τουρκοελληνική «συμμαχία», για τον από κοινού έλεγχο και εκμετάλλευση του βαλκανικού χώρου, θα κινδύνευε να οδηγήσει σε γενικευμένη αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους βαλκανικούς πληθυσμούς, μεταβάλλοντας τους Έλληνες σε τμήμα των δυνάμεων του καθεστώτος, με πιθανότατη συνέπεια την οριστική απώλεια της Μακεδονίας, τουλάχιστον. Εξάλλου, μια ανάλογη τακτική μετά την επανάσταση έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη Μακεδονία. Ενώ η Σερβία και, κυρίως, η Βουλγαρία προετοιμάζονταν για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανακινούσαν το Μακεδονικό, οι Έλληνες μεταπράτες, αρκούμενοι στα κέρδη τους από το εμπόριο της αυτοκρατορίας, συνέπρατταν με την Αγγλία στη λογική της «ακεραιότητας» της αυτοκρατορίας. Και μόνο οι εξεγέρσεις στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, ο Μακεδονικός Αγώνας και οι αλλεπάλληλες κρητικές επαναστάσεις, που θα οδηγήσουν στο Γουδί και τον Βενιζέλο, θα διασώσουν την ύστατη στιγμή τη Μακεδονία και θα οδηγήσουν στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Εξάλλου, έχουμε δίπλα μας και ένα ιστορικό ανάλογο, τους Ούγγρους στα πλαίσια της Αυστροουγγαρίας. Η αυστριακή, αρχικώς, Αυτοκρατορία των Αψβούργων, εξελίχθηκε σταδιακά σε διπλή αυτοκρατορία, Αυστριακών και Ούγγρων, η δε Ουγγαρία έμοιαζε να είναι η μεγάλη κερδισμένη, διότι είχε συμπεριλάβει στο ουγγρικό βασίλειο τους πληθυσμούς της Σλοβενίας, της Κροατίας, μέρος της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας κ.λπ., και είχε μία αίσθηση μεγάλης δύναμης δίπλα στους Αυστριακούς. Όταν όμως ήρθε η ώρα της κρίσης, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνον απογυμνώθηκε από τους σλαβικούς πληθυσμούς, αλλά και έχασε σημαντικές μειονότητες στην Τρανσυλβανία, τη Βοϊβοντίνα, κ.λπ.
* * *
Και όμως, είναι μάλλον βέβαιο πως, εάν το ελλαδικό κράτος και ο ελληνισμός συνολικά –παρά τις τεράστιες οπισθοδρομήσεις που προκάλεσαν οι εμφύλιοι πόλεμοι και η αποδοχή της προστασίας των μεγάλων δυνάμεων– συνέχιζαν μετά το 1830 να εμμένουν στην επιδίωξη της απελευθέρωσης, ακριβώς διότι είχαν προηγηθεί στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, διότι ο ελληνικός πληθυσμός ήταν πολλαπλάσιος του σερβικού και του βουλγαρικού, σε ανάλογο ύψος με τον τουρκικό, και διότι είχαν μια τεράστια οικονομική και πνευματική υπεροχή, θα κατόρθωναν να ολοκληρώσουν ικανοποιητικότερα το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης και τη «Μεγάλη Ιδέα». Αντίθετα, η εγκατάλειψη της απελευθερωτικής προσπάθειας για μεγάλα χρονικά διαστήματα και οι αυταπάτες για την εκ των ένδον άλωση της αυτοκρατορίας, μπορεί να εξασφάλιζαν σημαντικά κέρδη στο μεταπρατικό ελληνικό κεφάλαιο, αλλά απομάκρυναν τις πραγματικές δυνατότητες της απελευθέρωσης. Διότι τόσο η Τουρκία όσο και οι λοιπές βαλκανικές χώρες θα εκμεταλλευτούν αυτό το αριστοκρατικό και οικουμενιστικό κενό των Ελλήνων, για να προωθήσουν την κρατική εθνική τους συγκρότηση εις βάρος της, πρωτοπόρας αρχικώς, αλλά βραδυπορούσας εν συνεχεία, Ελλάδας.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την ψευδοοικουμενιστική υποστροφή του ελληνισμού και των ελίτ του, σε ένα μεγάλο μέρος του 19ου αι., θα διαδραματίσει και η επιρροή των μεγάλων δυτικών δυνάμεων, κατ’ εξοχήν των Εγγλέζων και δευτερευόντως των Γάλλων και των Γερμανών, που μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα θα συμφωνούν γύρω από το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και επειδή το ελληνικό μεταπρατικό και κοσμοπολίτικο κεφάλαιο ήταν στενά προσδεμένο σε αυτές τις δυνάμεις, αποτέλεσε μια ακόμα αιτία για την ενίσχυση των οθωμανιστικών αυταπατών.
Η καθοδική πορεία, η παρακμή του ελληνισμού από το 1922 και μετά, δεν μπορεί να αποδοθεί στην έκρηξη της επανάστασης, σε αντίθεση με τη γραμμή μιας ελληνοτουρκικής «διπλής αυτοκρατορίας», αλλά, αντίθετα, στο γεγονός ότι οι άρχουσες ελίτ του ελληνισμού επιδείκνυαν πάντα μια δομική αμφιθυμία απέναντι στη «μακρά ελληνική επανάσταση», που διήρκεσε μέχρι το 1922. Αυτό το γεγονός εξάντλησε τις δυνάμεις του ελληνισμού σε εμφύλιες αντιπαραθέσεις και μόνο οι λαϊκές τάξεις έμεναν σταθερές στους εθνικοαπελευθερωτικούς στόχους. Αυτή η αμφιθυμία και η σύγχυση άλλοτε οδηγούσε τις ελίτ του γένους σε συμμετοχή στα επαναστατικά κινήματα και άλλοτε στην υπονόμευσή τους.
Κατά παράδοξο τρόπο λοιπόν, η υπερεπέκταση της εμπορικής δραστηριότητας εις βάρος της παραγωγικής και μάλιστα για το σύνολο του οθωμανικού χώρου και των παροικιών, οι βυζαντινές επιβιώσεις για τον οικουμενικό ρόλο του Πατριαρχείου και η διασπορά των Ελλήνων στο σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξέτρεφαν, σε ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών ελίτ, την αυταπάτη μιας υπερεθνικής εξέλιξης στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτοί ήταν οι λόγοι που δεν μας επέτρεψαν να απελευθερώσουμε τους ελληνικούς τόπους στην ολότητά τους, και ιδιαίτερα την ιστορική μας πρωτεύουσα, την Πόλη, καθώς και τη Σμύρνη, και όχι το ότι εξερράγη η επανάσταση. Αντίθετα, αυτή διέσωσε εν τέλει ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού ιστορικού χώρου. Διαφορετικά, οι απώλειες θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερες και τραγικότερες.
Αυτό υπήρξε το δράμα της ελληνικής αναγέννησης επί δύο αιώνες ο βαθύτατος διχασμός ανάμεσα στις ακολουθητέες κατευθύνσεις, συνέπεια του διάσπαρτου χαρακτήρα του ελληνισμού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μερική και μόνο επιτυχία του εγχειρήματος της ελληνικής παλιγγενεσίας. Ο διχασμός στο γλωσσικό επίπεδο, στον προσανατολισμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ της στρατηγικής της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της συγκέντρωσης των Ελλήνων σε ένα ενιαίο κρατικό σύνολο και της τουρκοβυζαντινής σύνθεσης και συνακόλουθα η προσκόλληση σε διαφορετικές μεγάλες δυνάμεις, που θα σφραγίσουν και τη συνέχεια του εγχειρήματος του 1821 μέχρι το 1922, θα αποβούν εν τέλει μοιραία. Οι Έλληνες, που πρωτοπορούσαν έναντι των υπολοίπων βαλκανικών λαών και των Τούρκων, δεν θα κατορθώσουν να μεταβληθούν στον πόλο έλξης και ενοποίησης των Βαλκανίων, για τον οποίο ήταν προορισμένοι από τα πληθυσμιακά τους μεγέθη, την οικονομική και πολιτισμική τους υπεροχή σε μια αδιάκοπη εσωτερική διελκυστίνδα και σύγκρουση μεταξύ τους, γύρω από τον καλύτερο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν, θα κουτσουρέψουν εν τέλει τις ίδιες τις δυνάμεις του ελληνισμού. Η αντιπαράθεση μεταξύ του Ξάνθου και του Καποδίστρια θα επανεμφανιστεί σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι., ενώ η κεντρική γραμμή του νέου μορφώματος θα ήταν υποχρεωτικά η ενίσχυση του έθνους-κράτους ως του πυρήνα της εθνικής ολοκλήρωσης, οι μεγαλέμποροι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εν μέρει το Πατριαρχείο θα επενδύουν και πάλι στην ανάπτυξη του ελληνισμού στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στρατηγική που θα οδηγήσει με τον Ίωνα Δραγούμη ακόμα και στην πρόταση της ελληνο-τουρκικής ομοσπονδίας και στην αντιπαράθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.