του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από το Άρδην τ. 129
Τι θα ήταν υπέροχες μέρες, κατά τα καταναλωτικά ήθη του σήμερα; Μέρες σε ένα παραδεισένιο ελληνικό ή εξωτικό νησί μάλλον, κατά το τουριστικό όραμα ευτυχίας που διαποτίζει τον κόσμο μας. Μακάριοι όσοι δεν παραμυθιάζονται με τέτοια παραδεισένια κι έχουν την έγνοια τους στον παράδεισο. Που μπορεί να είναι η ταπεινή κι όμως μέγιστη καθημερινότητα. Ή μάλλον η ταπεινή καρδιά που ειρηνεύει εν πάσι.
Κι ενώ ο ελληνικός κινηματογράφος βουτάει ολοένα και περισσότερο στα απόνερα μιας εξαρχειώτικης αναμπουμπούλας, κυρίαρχης και κυβερνητικής, φευ, στη σύγχρονη Ελλάδα, απολησμονώντας ησυχαστική, νηπτική ή, αν θέλετε, ποιητική και φιλοσοφική παράδοση αιώνων, έρχεται αίφνης ένας Γερμανός εξ Ιαπωνίας να μας τη θυμίσει. Ναι, ο Χιραγιάμα στις Υπέροχες μέρες, κατά Βιμ Βέντερς, θυμίζει τον παπουτσή της Αλεξάνδρειας, στον βίο του Αγίου Αντωνίου, όπως τα διηγείται ο Μέγας Αθανάσιος: Ο μέγας ασκητής, βλέποντας τις παγίδες του διαβόλου, ρωτάει τον Θεό, και ποιος μπορεί να σωθεί. Κι ο Θεός τον οδηγεί σ’ έναν παπουτσή στη μεγάπολη της Αλεξάνδρειας. Και ρωτά ο ασκητής τον παπουτσή, τι κάνει για να δικαιούται τον παράδεισο; Τίποτα, είναι η απάντηση. Απλώς ζει την κάθε μέρα του ταπεινά! Όντας ευτυχισμένος.
Στη σύγχρονη μεγάπολη του Τόκιο, σχεδόν με το ίδιο ήθος, ο Χιραγιάμα ξυπνάει κάθε μέρα αχάραγα και, απολαμβάνοντας έναν φτηνό καφέ στο πόδι, ακούγοντας τις αγαπημένες του ροκ μπαλάντες, ρίχνεται με κέφι στη δουλειά. Τι δουλειά; Καθαρίζει τις δημόσιες τουαλέτες. Με επιμέλεια τόση σαν να ’ταν το σπουδαιότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει. Στα διαλείμματα της δουλειάς, απολαμβάνει το πρόχειρο φαγητό του στο πάρκο, φωτογραφίζοντας τις ανταύγειες του φωτός ανάμεσα στα δέντρα. Με το τέλος της μέρας, θα απολαύσει τη σούπα του σ’ ένα εστιατοριάκι της γειτονιάς, θα πιει το αναψυκτικό του και θα επιστρέψει στο δωμάτιο-σπίτι του για να διαβάσει κάτι και να κοιμηθεί. Και αυτό κάθε μέρα. Μόνες ανατροπές, ο βοηθός του που φλερτάρει μια κοπέλα κι η ανιψιά του που θα καταφύγει στο ερημητήριό του λίγες μέρες, δραπετεύοντας από τη μάνα της.
Δεν λέω περισσότερα, αφού αρκετοί έχετε δει κιόλας την ταινία – όσοι δεν την είδατε ακόμα χάνετε. Ναι, μια ταινία όπου δεν συμβαίνει τίποτα από τα κοσμογονικά και δραματικά που μας έχουν συνηθίσει οι λεγόμενες ταινίες δράσης. Τίποτα! Κάθε μέρα τα ίδια. Κάθε μέρα το ίδιο αδιόρατο, ή κάποτε φανερό, χαμόγελο του Χιραγιάμα. Η ζωή είναι ένα συνεχόμενο κάθε μέρα. Κι ο Βέντερς, μαζί με τον ήρωά του, κλείνοντάς μας το μάτι, μας βάζει να δούμε ότι κι ο παράδεισος κι η ευτυχία ανθίζουν σ’ αυτό το καθεμέρα.
Ανία; Καθόλου. Πλήξη; Ούτε λόγος. Η ταινία λειτουργεί σαν γιατρικό που σιγά σιγά επιδρά εις υγείαν και ρώσιν. Η χλαπαταγή του σύγχρονου κόσμου περνάει γύρω από τον Χιραγιάμα σαν μουσική χαλάρωσης: «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος / να ’ν’ ήρεμος να ’ναι άκακος…». Τα λένε κι οι δικοί μας, μας τα ’παν κι άλλοι: «πρέπει να αγαπήσουμε την ασημαντότητα, πρέπει να μάθουμε να την αγαπάμε», αλλά ποιος ακούει μέσα στην καταναλωτική παραζάλη;
Ο Βέντερς επιστρέφει, θα έλεγε κανείς, σε μια δεύτερη και τρίτη καριέρα, αν υπολογίσουμε και την περιδιάβασή του στην Αμερική, σοφότερος. Κρατάει πάντα, βέβαια, τη ροκ-εν-ρολ σκευή του, που τον βοηθά να υπερκεράσει την αυστηρή ή τη συννεφιασμένη γερμανική του προπαίδεια, και εδώ προσθέτει την ιαπωνική εγκαρτέρηση, πάντα όμως, πιστεύω, ως Δυτικός. Κοντύτερα, δηλαδή, στην ιστορία του αγίου Αντωνίου που σας είπα στην αρχή. Αλλά ας είναι. Κατάφερε να βρεθεί και πάλι, πολλά χρόνια μετά την Αλίκη στις πόλεις (1974) και τα Φτερά του έρωτα (1987), στην αιχμή της κινηματογραφικής δημιουργίας και να μας συγκινήσει, κινούμενος κοντύτερα στην αμερικάνικη αμεριμνησία του Παρίσι, Τέξας (1984). Αν και αυτή η ησυχαστική αναζήτηση διατρέχει σχεδόν όλες τις ταινίες του. Στην Ιαπωνία βρήκε ίσως χειροπιαστή την έκφραση αυτής του της πρόθεσης. Ίσως γι’ αυτό οι Υπέροχες μέρες, ενώ είναι αρκετά διαφορετική, μοιάζει να ταιριάζει καλά με τα πρώην μεγάλα του έργα.
O Κότζι Γιακούσο, που υποδύεται τον Χιραγιάμα, είναι από τους πολύ γνωστούς και καλούς ηθοποιούς της χώρας του και φαίνεται πως ταίριαξε εδώ με τον Βέντερς, ώστε να γίνεται αληθινά βεντερικός. Κρατάει όλη την ταινία πάνω του, χωρίς ερμηνευτικές ευκολίες, με έναν υποκριτικό μινιμαλισμό, αν σημαίνουν κάτι αυτές οι λέξεις. Έχει, θα έλεγε κανείς, κάνει δικό του τον τρόπο του ήρωα, του Χιραγιάμα, απολαμβάνοντας το παίξιμό του, όπως ο ήρωας απολαμβάνει την εργασία του. Ο Γιακούσο μαθήτευσε άλλωστε στον τρόπο που οι πραγματικοί καθαριστές τουαλετών δουλεύουν στο Τόκιο. Μάλιστα, η ταινία ξεκίνησε ως πρόταση στον Βέντερς για διαφημιστικό της δημόσιας εταιρείας που διαχειρίζεται τα αποχωρητήρια της ιαπωνικής πρωτεύουσας! Περιττό να πω, ότι εκτός των άλλων, βλέποντας την ταινία αναρωτιόμουν: Αλήθεια, πόσες δημόσιες τουαλέτες υπάρχουν στην Αθήνα; Καμία; Μία; Κι αν υπάρχει κάποια, ας μη θυμηθώ καλύτερα σε τι κατάσταση βρίσκεται. Το αξιοθαύμαστο στο Τόκιο είναι όχι μόνο ότι υπάρχουν (πάνω από μια ντουζίνα βλέπουμε στην ταινία) πάμπολλες, όχι μόνο ότι λάμπουν (αν πάρουμε τη δράση του Χιραγιάμα τοις μετρητοίς), αλλά και ότι η καθεμία έχει το δικό της αρχιτεκτονικό στυλ!
Μαζί με τον Γιακούσο εμφανίζονται οι Τόκιο Εμότο (Τακάσι, ο νεαρός βοηθός του Χιραγιάμα) και η Αρίσα Νακάνο (υποδύεται την ανιψιά του Νίκο) που κάνει ένα ταιριαστό δίδυμο με τον Γιακούσο, στον ρόλο ενός κοριτσιού που το σκάει από το σπίτι του, σε άλλο μήκος κύματος από τον γερο-Χιραγιάμα. Ο Βέντερς έφερε στην Ιαπωνία το γερμανικό του συνεργείο, τον Φραντς Λούστιγκ στη φωτογραφία και τον Τόνι Φροσχάμερ στο μοντάζ, που έχουν ξανασυνεργαστεί μαζί του. Ενδιαφέρον έχει τέλος, η μουσική μπάντα του φιλμ, με «Άνιμαλς», «Βέλβετ Αντεργκράουντ», «Πάτι Σμιθ», «Λου Ριντ», «Βαν Μόρισον», μαζί με ιαπωνικές διασκευές κλασικών τραγουδιών των σίξτις. Δεν πρόκειται για μουσική υπόκρουση, αλλά για ενεργό συμμετοχή των τραγουδιών στη δραματουργία, καθώς απεικονίζουν τα αισθήματα του ήρωα, σε διαφορετικές στιγμές.