του Κώστα Λιολιούση, από το Άρδην τ. 105, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2016
Τέσσερα και τέσσερα γίνονται οχτώ (Κύπρος)
Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνονται οκτώ
τεσσέρα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.
Στο δρόμον που πααίνασιν
μα επεινάσασιν
κι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν
Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην
επάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.
Ερίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί
τζι’ έπεσεν η μοίρα πα στό μιτσήν παιδίν
Δέστε με αδέρφκια μου τζι’ εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτσιν να φκάλω το νερόν.
Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτσιν τον κατεβάσασιν.
Eφκάρτε με αδέρφκια μου γιατ’ ήβρα το νερόν
έν’ κότσινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.
Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον φκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.
Οπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδαν μου
να τρώτε και να πίνετε εις την υγείαν μου
Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν εν θα τον ξαναδεί.
Η ανάλυση του νοήματος αυτού του Κυπριακού τραγουδιού θα ήταν δουλειά του Σάββα Παύλου. Εγώ το μόνο που καταλάβαινα όλα αυτά τα χρόνια που το άκουγα, ήταν πως υποκρύπτονταν μια ιστορία, ένα ιστορικό επεισόδιο. Αυτό αποκαλύφτηκε όταν έπεσε στα χέρια μου η Ηπειρώτικη παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού:
Τα τέσσερα τα πέντε τα εννεάδερφα (Ήπειρος)
Τα τέσσερα τα πέντε τα εννεάδερφα
Τα δεκαοχτώ ξαδέρφια τα λιγόημερα
Τους έρθ’ ένα θερμάνι πο το βασιλιά
Να παν να πολεμήσουν την Αλαϊμπεριά.
Σελώνουν τ’ αλογά τους τρεμ’η θάλασσα
Μπινεύουν τ’ αλογά τους σειέτ’ η μαυρογής
Παίρουν και τα σπαθιά τους τρέμουν τα βουνά
Και την ευχή γυρεύουν πο τη μάνα τους
-Δος την ευχή σου μάνα να πηγαίνουμε
-Με την ευχή μου μάτια σύρτε στο καλό
Εννιά δέρφια να πάτε και οχτώ νάρθετε
Σαράντα μέρες κάνουν δίχως το ψωμί
Κι άλλες σαρανταπέντε δίχως το νερό
Και τους επήρ’ η δίψα και τα κάματα
Βρίσκουν ένα πηγάδι ρημαδοπήγαδο
Σαράντα οργιές του πλάτου και εκατό βαθύ
Κι εκεί τριχιές δεν είχαν να βγάλουνε νερό
Και κόβουν τους τσαμπάδες κι έκαναν τριχιές
-Ροβόλα Κωνσταντάκη, βγάλε μας νερό
-Δε ροβολάω αδέρφια γιατί σκιάζομαι
Να ρίξουμε τον κλήρο και αν μου πέσει πάω.
Λαχνίζουν, ξελαχνίζουν ποιος να βγάλ’ νερό
Πέφτει του έρμου Κώστα, του μικρότερου
Τον παίρνουν και τον δένουν και τον απολάν
Σπάη ως τη μέση ν’ εφοβήθηκε
Σπάει ως τον πάτο, λειανοσείστηκε
Τραβάτε με αδέρφια και ξαδέρφια μου
Εδώ νερό δεν είναι, είναι κόκκαλα
-Και μεις τραβάμε Κώστα, συ δεν φαίνεσαι
-Βάλτε και τ’ άλογό μου να τραβάει κι αυτό,
-Κι αυτό τραβάει Κώστα, συ δε φαίνεσαι,
-Βάλτε και τ’ άρματά μου να τραβάν κι αυτά,
-Κι αυτά τραβάνε Κώστα, συ δεν φαίνεσαι,
Εσύ Κώστα δε βγαίνεις, τι να κάμομε;
-Κατσήτε να πεθάνω κι απέ φύγετε.
Το ιστορικό συμβάν, στο οποίο αναφέρονται και τα δυό τραγούδια, περιγράφει στο βιβλίο του «Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία» ο εξαίρετος Παραμυθιώτης λαογράφος Σπύρος Μουσελίμης. Πρόκειται για τη τραγική μοίρα των σπαχήδων (τιμαριούχων, γαιοκτημόνων) της Ηπείρου που στον Τουρκοπερσικό πόλεμο του 1635 διέθεσαν στο Σουλτάνο ένα χριστιανικό στρατό 12.000 ανδρών. Διηγείται ο Σπύρος Μουσελίμης:
«Ο μακαρίτης πεζογράφος Χρ. Χρηστοβασίλης, λίγα χρόνια πριν το θάνατό του, μου ’λεγε πώς κάποτε τον επισκέφτηκε στα Γιάννινα ένας Σουηδός συγγραφέας και του είπε πως είδε ιστορημένο σε βιβλίο Ανατολίτη συγγραφέα, πως οι Ηπειρώτες σπαχήδες, όλοι τους αδερφοξάδερφα, γιατί σαν ευγενείς παντρευόντουσαν μόνο μεταξύ τους, που έτρεξαν σε βοήθεια των Τούρκων εναντίον των Περσών, όλοι τους δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους επειδή στον πόλεμο φάνηκαν τόσο γενναίοι που χωρίς αυτούς οι Τούρκοι ήταν νικημένοι και χαμένοι. Κανένας τους δεν γλύτωσε για να φέρει πίσω στους δικούς τους το μήνυμα της εξόντωσής τους από τους ίδιους τους Τούρκους. Έκαναν την απιστία αυτή οι Τούρκοι από φόβο μήπως οι σπαχήδες επιτεθούν αργότερα εναντίον τους και τους διαλύσουν. Μάλιστα, για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους, συμβουλεύτηκαν και το κοράνι και βρήκαν -είπαν- γραμμένο πως οι άπιστοι, ακόμη και αν ευεργετήσουν και σώσουν το δοβλέτι, σαν άπιστοι όμως που είναι πρέπει να εξοντώνονται».
Οι σπαχήδες της Ηπείρου για να κρατήσουν τις περιουσίες τους αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν. Από αυτούς προέρχονται οι αγάδες όλης της Ηπείρου.
Θα ήταν σίγουρα απόλαυση ένας σχολιασμός και μια ανάλυση από τον Σάββα Παύλου των δύο αυτών παραλλαγών, σε Κύπρο και Ήπειρο, πάνω στο ίδιο ιστορικό επεισόδιο. Απόλαυση και για μας και για τον ίδιο. Συγνώμη Σάββα, δεν σε πρόλαβα, γιατί δεν πίστευα πως ένας τέτοιος Άνθρωπος σαν και σένα θα έφευγε τόσο γρήγορα από κοντά μας.