Οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές εμπεδώνονται ως ένα ζωτικής σημασίας πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία, ενώ οι ροές απ’ την Τουρκία συνεχίζονται, με τις αρχές, με εκπληκτική ωμότητα, να περιμένουν την κακοκαιρία του χειμώνα για να τις ανασχέσει. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας της Kappa Research, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες αξιολογούν ως κρίσιμα ζητήματα της χώρας, κατά 57% το προσφυγικό, και κατά 51% τα εθνικά θέματα, με τα οικονομικά ζητήματα (ανάπτυξη, ανισότητες, διαπλοκή) να ακολουθούν. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις στα νησιά για το θέμα, με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις να τρομάζουν την κυβέρνηση που μετράει το πολιτικό κόστος των επιλογών της. Τα ίδια τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν την ανησυχία αυτή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών, 74.348 πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα της Ελλάδας το 2019, αριθμός ο οποίος είναι διπλάσιος σε σχέση με το 2018, μάλιστα σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία οι 59.457 πέρασαν στη χώρα μας δια μέσου θαλάσσης, φτάνοντας στα ήδη επιβαρυμένα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ανησυχητικές είναι και οι προβλέψεις για το 2020. Ο Μάνος Λογοθέτης, ειδικός γραμματέας πρώτης υποδοχής της ελληνικής κυβέρνησης, σε πρόσφατες δηλώσεις του στον γερμανικό τύπο, δήλωσε ότι «η Ελληνική κυβέρνηση προβλέπει ότι περίπου 100.000 αιτούντες άσυλο θα καταφθάσουν στα νησιά της από την Τουρκία μέσα στο 2020». Έχουμε μια κρίση διαρκείας, και όχι ένα έκτακτο φαινόμενο που τροφοδοτείται απ’ τις γεωπολιτικές αναταράξεις της περιοχής αλλά και τους σχεδιασμούς της Ευρώπης για μετατροπή της χώρας μας σε αποθήκη και φράχτη. Με αυτές τις συνθήκες, αναμένεται τα επόμενα χρόνια, με τις ροές να κινούνται στα περσινά επίπεδα, περίπου 60 με 70 χιλιάδες άνθρωποι να εγκλωβίζονται στη χώρα μας κάθε χρονιά, και να πέφτει στην Ελλάδα το βάρος της διαχείρισης αυτών των πληθυσμών, με απρόβλεπτες συνέπειες. Όλα αυτά χωρίς να υπολογίζονται τυχόν νέες καταστροφές ή πολεμικές συρράξεις, που θα τροφοδοτήσουν πλάι στις μεταναστευτικές ροές, και ένα νέο κύμα προσφύγων.

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ διαφαίνεται ο κίνδυνος, το μεταναστευτικό/προσφυγικό να μετατραπεί σε στρατηγικό ζήτημα για την εθνική κυριαρχία μας, με την πλευρά αυτή να τείνει να υπερβεί απ’ την άποψη του επείγοντος την ανθρωπιστική ή κοινωνική του πλευρά, που συνεχίζουν παρ’ όλα αυτά να είναι παρούσες. Αυτό δεν οφείλεται σε μια ξενοφοβική πολιτική της χώρας μας που επιλέγει το δρόμο της περιχαράκωσης, αλλά περισσότερο επιβάλλεται απ’ την γεωπολιτική πραγματικότητα της περιοχής μας. Η χρησιμοποίηση απ’ τον Ερντογάν των προσφυγικών ροών ως γεωπολιτικό όπλο γκριζαρίσματος του Αιγαίου και του Έβρου, ειδικά σε μια περίοδο που η Τουρκία ξεδιπλώνει το σύνολο της αναθεωρητικής της πολιτικής, απαιτεί μια άλλου τύπου αξιολόγηση των ζητημάτων. Παράλληλα η ευρωπαϊκή διάσταση της χώρας μας αμφισβητείται απ’ το ίδιο το ευρωπαϊκό κέντρο που έχει κατατάξει την χώρα μας έξω ακόμη κι από εκείνη την υποβαθμισμένη ευρωπαϊκή περιφέρεια, χρησιμοποιώντας, μετά τα μνημόνια και την επιτήρηση, τον εγκλωβισμό προσφύγων και μεταναστών. Αυτό σε μια περίοδο που τα αδιέξοδα της Ε.Ε., κάνουν ξανά επίκαιρες τις πολιτικές με κριτήριο το εθνικό συμφέρον που επανέρχεται ως κριτήριο των χωρών της Ευρώπης, τόσο από συντηρητικούς τύπου Ορμπάν, όσο και από προοδευτικούς τύπου Μακρόν.

Δεν νοείται κυρίαρχο κράτος που δεν ασκεί στοιχειώδη έλεγχο επί των συνόρων του. Η υποτέλεια που έχει κυριαρχήσει ως ρεαλισμός στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι μια αυτοκαταστροφική λογική

Υπάρχει και μια ακόμη κρίσιμη πλευρά, η Ελλάδα δεν έχει μόνο τους 80-100 χιλιάδες μετανάστες του τρέχοντος μεταναστευτικού κύματος. Η χώρα μας φιλοξενεί πάνω από 1 εκατομμύριο, ανθρώπους, μη Ελληνικής ιθαγένειας, περίπου το 10% του συνολικού της πληθυσμού. Όσο και να προπαγανδίζουν υπέρ της «ενσωμάτωσης», επικαλούμενοι και την εμπειρία των αλβανικής καταγωγής μεταναστών της δεκαετίας του 1990, η κοινωνική συνοχή σε μια χώρα με τέτοια σύνθεση δεν είναι εφικτή ειδικά σε περιόδους έντασης. Η κατάρρευση και των τριών μοντέλων «ενσωμάτωσης» που ακολούθησε η Ευρώπη (το αυτοκρατορικό της Αγγλίας, το ανεκτικό-πολυπολιτισμικό της Γαλλίας, και το βασιζόμενο στην οικονομική συμπερίληψη της Γερμανίας) αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Με δύο επιπλέον παραμέτρους, την οικονομική, κοινωνική, δημογραφική υποβάθμιση της χώρας μας τα τελευταία χρόνια που έχει περιορίσει τις όποιες αντοχές της, καθώς και την σύνθεση των μεταναστευτικών πληθυσμών, που είναι φορείς ενός διαφορετικού πολιτισμικού και κοσμοθεωρητικού πλαισίου που υπονομεύει την συνοχή, και αποδεικνύει πως η όποια σύγκριση με τους Βαλκάνιους και Ανατολικοευρωπαίους του 1990 είναι τουλάχιστον ατυχής.

ΑΝ ΕΤΣΙ ΕΧΟΥΝ τα πράγματα, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού-προσφυγικού μπορεί να γίνει μόνο αν συνδεθεί με τον αγώνα για εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Κόντρα στον «ανθρωπισμό» των ΜΚΟ και της «Μόριας», κόντρα στο ρεαλισμό της υποταγής στα σχέδια της Ε.Ε., κόντρα στις απάνθρωπες κραυγές των ρατσιστών που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση.

Μια ακόμη ειδική πλευρά, που συχνά χάνεται. Δεν νοείται κυρίαρχο κράτος που δεν ασκεί στοιχειώδη έλεγχο επί των συνόρων του. Η υποτέλεια που έχει κυριαρχήσει ως ρεαλισμός στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι μια αυτοκαταστροφική λογική. Στην αρχή, πιστοί στην ψευδαίσθηση ότι «τα ελληνικά σύνορα είναι και σύνορα της Ευρώπης», παραδώσαμε τον έλεγχο των θαλάσσιων συνόρων στη Frontex, και μετά την «συμφωνία» Ε.Ε.-Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, το αίτημα ο στρατός να φυλάει τα χερσαία σύνορα, ταυτίστηκε από προοδευτικοφανείς φωνές, με τους «φράχτες» του Σαμαρά, και με κραυγές για φαντάρους «κυνηγούς κεφαλών». Όλα αυτά συνεπικουρούμενα από ΜΜΕ και «ευαγή» ιδρύματα της Ευρώπης, που κατήγγειλαν την Ελλάδα για κλείσιμο των συνόρων στον Έβρο, την ίδια στιγμή που ειδικές δυνάμεις της Γερμανίας και της Ιταλίας έχουν σφραγίσει ερμητικά τα βόρεια σύνορα της χώρας μας και κάθε πιθανή δίοδο μέσω Βαλκανίων προς το ευρωπαϊκό κέντρο.

Και ερχόμαστε σήμερα, στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, που υπόσχεται να προσλάβει μερικούς χιλιάδες ανθρώπους, για να προσφέρουν υπηρεσίες σεκιούριτι και συνοριοφυλακής, στον Έβρο και τα νησιά. Έχουμε μια ακόμη παράδοση στοιχείων της κυριαρχίας, σε ένα ολοένα και πιο ρευστοποιημένο έδαφος. Για την Ελλάδα η φύλαξη των συνόρων, δεν ταυτίζεται με την πολιτική της Ευρώπης-Φρούριο, αφού η Ελλάδα θεωρείται εξωτερικό σύνορο της Ε.Ε. και της επιφυλάσσεται ο ρόλος της αποθήκης των μεταναστευτικών ροών. Αντιθέτως η συνοριακή φύλαξη είναι ένα στοιχειώδες εργαλείο αποτροπής, ένα στοιχείο επαναφοράς τους αισθήματος ασφάλειας στις παραμεθόριες περιοχές, ένα μέτρο επαναφοράς της κυριαρχίας απ’ τις ΜΚΟ και τους υπερκρατικούς φορείς, πίσω στον φυσικό της κάτοχο, δηλαδή το κράτος.