του Γιώργου Ρακκά, από το Άρδην τ. 93, Μάιος-Ιούλιος 2013
Α πό την πρώτη στιγμή της κρίσης, οι ιθύνοντες του ΣΥΡΙΖΑ διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους, πως η κρίση είναι πανευρωπαϊκή και πως η λύση θα προέλθει από τη συντονισμένη δράση της αριστεράς, μέσω μιας αναμέτρησης των «δυνάμεων της προόδου» με τις συντηρητικές νεοφιλελεύθερες δυνάμεις εντός της Ε.Ε.
Η φυσιογνωμία αυτού που ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ εννοεί ως ευρωπαϊκή αριστερά έχει σφραγιστεί κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες από ένα αδήριτο κοινωνιολογικό-πολιτικό γεγονός: Ότι είναι μια δύναμη ενσωματωμένη στο σύστημα, τουλάχιστον από το 1989 και μετά. Ενσωματωμένη σε ό,τι αφορά στην κοινωνική της απήχηση, στα βασικά κοινωνικά υποκείμενα, δηλαδή, που τη στηρίζουν, ενσωματωμένη ιδεολογικά, καθώς δεν βλέπει καμία σοβαρή εναλλακτική στον «υπαρκτό καπιταλισμό» και στην «υπαρκτή παγκοσμιοποίηση» και αγωνίζεται για τον εξανθρωπισμό τους, και ενσωματωμένη πολιτικά, διότι, εξαιτίας της κοινωνικής και ιδεολογικής τους υφής, ήδη έπαιξαν κατά το παρελθόν ενεργό ρόλο στην αναπαραγωγή του ίδιου του συστήματος: είτε στους ιδεολογικούς του μηχανισμούς, είτε συμμετέχοντας ενεργά στους μηχανισμούς συναίνεσης (π.χ. πρόνοια, ΜΚΟ) κ.ο.κ.
Η πτώση του 1989 δημιούργησε ένα τεράστιο οραματικό, ηθικό και αξιακό κενό. Μέσα σε αυτό εκκολάφθηκε μια νέα, ιδιότυπη αριστερής πολιτικής μετάλλαξη, η οποία χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από τον «υλισμό της συγκυρίας». Την αξιοποίηση της άρτιας πολιτικής τεχνικής, που κληροδότησε το μεγάλο σχολείο του λενινισμού, για την ανάλυση της πραγματικότητας και την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που αυτή παρέχει στην υπηρεσία των εκάστοτε περιστάσεων. Από το ήδη προβληματικό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», περάσαμε στην άρτια χρήση των μέσων για οποιονδήποτε σκοπό εξυπηρετεί τις βραχυπρόθεσμες κινήσεις στην πολιτική σκακιέρα, σ’ έναν διαρκή πόλεμο χαρακωμάτων, πάντα εντός του συστήματος, αφού δεν υπάρχει ριζική προοπτική.
Στον ιδιότυπο «καπιταλιστικό ρεαλισμό» της μετά το 1989 αριστεράς.
Αυτός ο ρεαλισμός, για παράδειγμα, απογείωσε τον Φαούστο Μπερτινόττι, ηγέτη της ιταλικής Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, μια μορφή που περιφερόταν στα παγκόσμια κοινωνικά φόρουμ των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας ως η ελπίδα της «κομμουνιστικής ανασύνθεσης» του 21ου αιώνα, από τις πορείες ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ, στην κυβέρνηση συνασπισμού της κεντροαριστεράς, κατά την περίοδο 2007-2009. Όπου και, υπό τη γενική θυμηδία της ιταλικής κοινής γνώμης, κατέληξε να υπερασπίζεται, ως πρόεδρος του ιταλικού κοινοβουλίου, τη… συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν!
Είναι ο ίδιος ρεαλισμός που έκανε τον Γκρέγκορ Γκίζι του γερμανικού Λίνκε να αισθανθεί την ανάγκη να προβεί σε διαβεβαιώσεις προς τον Αμερικανό πρέσβη στη Γερμανία, όπως μας ενημερώνουν οι διαρροές του Ουίκιλικς, ότι οι θέσεις του κόμματός του για μια νέα συμμαχία ασφάλειας, που θα υποκαθιστούσε το ΝΑΤΟ και θα περιελάμβανε και τη Ρωσία, αποτελούν ένα τακτικό τέχνασμα ώστε να απομονωθούν οι ακραίες φωνές στο εσωτερικό των Λίνκε, οι οποίες ζητούν άμεση, μονομερή αποχώρηση της Γερμανίας από το ΝΑΤΟ.
Όμορφος κόσμος, αγγελικά πλασμένος – μοιάζει να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από την εποχή του «Αποστάτη Κάουτσκυ» και του Νόσκε. Διότι αυτός είναι σήμερα ο ρόλος της «ευρωπαϊκής αριστεράς», με την οποία αρέσκεται να συναγελάζεται ο Τσίπρας και οι διερμηνείς του στα ευρωπαϊκά του ταξίδια.
Διότι, στις σημερινές συνθήκες, είναι αδιανόητο να πιστεύει κανείς ότι η επίκληση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και μια πολιτική συμμαχιών με τις αντιπολιτευόμενες προοδευτικές δυνάμεις των ευρωπαϊκών μητροπόλεων θα οδηγούσε την Ελλάδα σε «καλύτερη συμφωνία». Ποιες είναι ακριβώς αυτές; Ο Φρανσουά Ολάντ, ή μήπως το… SPD, που συζητάει για μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό στη Γερμανία, και εν πάση περιπτώσει διαφωνεί μόνο με τον βαθμό και τη σκληρότητα των πολιτικών της Μέρκελ έναντι της Ελλάδας; Διότι, επί της ουσίας, στην αποικιακή φύση της γερμανικής πολιτικής, ταυτίζεται απολύτως (όπως και το αριστερότερό του, Λίνκε, για να μην έχουμε καμία αυταπάτη για τη γερμανική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση) και απόδειξη, διά του λόγου το αληθές, είναι πως αμφότερα τα κόμματα συμμετέχουν κανονικότατα στο γερμανικό πρόγραμμα υποστήριξης (διάβαζε λεηλασίας) της ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης, το οποίο συντονίζει από τη Θεσσαλονίκη ο διαβόητος Χανς Γιόακιμ Φούχτελ. Τούτο φρόντισε να το εξηγήσει η ίδια η αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ (με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα) κατά τη συνάντησή μαζί του, στο Βερολίνο, πριν από μερικούς μήνες.
Κι εδώ, όπως και γενικά, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει πρόβλημα ετεροχρονισμού. Αυτά που ισχυρίζεται περί ευρωπαϊκής αριστεράς είναι περσινά ξινά σταφύλια, καθώς η Ε.Ε. τείνει να μετασχηματίζεται σε οιονεί γερμανική Ευρώπη, με το εθνικό συμφέρον του Βερολίνου ν’ αποτελεί κινητήρια ενοποιητική δύναμη – έστω κι αν αυτό πολύ συχνά επιδιώκεται με υπερεθνικά μέσα, όπως για παράδειγμα το όραμα μιας Ομοσπονδιακής Ευρώπης που ευαγγελίζονται Γερμανοί κοσμοπολίτες, υπεράνω πάσης υποψίας, όπως είναι ο Γιόσκα Φίσερ.
Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, επομένως, νοούμενη με τους όρους που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι δηλαδή ως έμπρακτη αλληλεγγύη των χωρών του Νότου ενάντια στον Γερμανό επικυρίαρχο, αλλά ως αφηρημένη αξία ενός υπερεθνικού οργανισμού, είναι ένα κενό γράμμα. Πολύ χειρότερα, οι δυνάμεις που την ενσαρκώνουν είναι ενσωματωμένες και πολύ συχνά μπορεί κανείς να διακρίνει έναν «νεοϊμπεριαλισμό» με αριστερό προσωπείο, στο όψιμο ενδιαφέρον που εκδηλώνουν διάφοροι παράγοντές της, με χαρακτηριστικότερο, τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ.
Αυτό συνιστά το μεγαλύτερο αδιέξοδο της ευρωπαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία ο ίδιος έχει επενδύσει τόσα πολλά…