του Γιάννη Κιουρτσάκη, από το Άρδην τ. 92, Μάρτιος-Απρίλιος 2013
Οι παραδόσεις –όπως και κάθε τι ζωντανό– είναι φυσικό να εξελίσσονται, να πεθαίνουν, να μετασχηματίζονται. Και μου φαίνεται αντιφατικό όσο και ανεδαφικό, να γυρεύουμε την επιστροφή στις παλαιότερες παραδόσεις μας η, καθώς λέμε, στις «ρίζες μας» – για να θυμηθώ ένα γνωστό σύνθημα. Γιατί, ή αυτές οι περίφημες ρίζες είναι ζωντανές και μας θρέφουν, οπότε δεν υπάρχει ανάγκη να επιστρέψουμε σε κάτι με το οποίο είμαστε δεμένοι ή, αντίθετα, οι ρίζες αυτές είναι νεκρές, όποτε η επιστροφή σ’ αυτές δεν έχει νόημα, ούτε εξάλλου είναι δυνατή.
Από την άλλη όμως πλευρά, το γεγονός ότι ένα τόσο χιμαιρικό σύνθημα βρίσκει απήχηση στα χρόνια μας φανερώνει, θαρρώ, κάτι πολύ σημαντικό: το σύνδρομο αποστέρησης που γεννάει σε πάρα πολλούς ανθρώπους η ραγδαία πια αποσύνθεση των παραδοσιακών μορφών και πρώτα πρώτα των μορφών της προφορικής παράδοσης και του λαϊκού πολιτισμού– το αίσθημα ότι κάτι το ζωντανό, κάτι το πολύτιμο, κάτι το αναγκαίο χάνεται ξάφνου οριστικά, χωρίς καν να έχει προλάβει να γεράσει, χωρίς να πεθαίνει από φυσιολογικό θάνατο και, το κυριότερο, χωρίς να αντικαθίσταται ικανοποιητικά από κάτι άλλο. Γιατί, για να θυμηθώ τον δάσκαλο μου, τον Σεφέρη: «Το ζήτημα δεν είναι τόσο ποιά πράγματα τέλειωσαν […] αλλά με τι αντικαθιστούμε τα πράγματα που σβήνουν».
Κι εδώ βρίσκεται, πιστεύω, η κρίση της παράδοσης στους καιρούς μας – κρίση η οποία μπορεί ίσως να διατυπωθεί σε μια σειρά από παράδοξα που στρέφονται γύρω από το ίδιο κέντρο: από τη μια, η ανθρώπινη εμπειρία εξακολουθεί βέβαια να παραδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και από γενιά σε γενιά, και μάλιστα με τα πιο τέλεια και αποτελεσματικά μέσα επικοινωνίας, μετάδοσης της γνώσης και χειρισμού της πληροφορίας που είχε ποτέ στη διάθεσή της η οικουμένη. από την άλλη, αυτά τα μέσα δεν έχουν ωστόσο κατορθώσει ίσαμε τώρα να θεμελιώσουν παράδοση με την πλήρη σημασία της λέξης – αντίθετα, προάγουν τη λατρεία του εφήμερου, του αναλώσιμου και της μόδας, όπως το μαρτυρούν τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα τους: το άρθρο της εφημερίδας που πετιέται μόλις μισοδιαβαστεί, το τηλεοπτικό ρεπορτάζ που δεν θα ξαναδούμε ποτέ, η πληροφορία που τα χνάρια της σβήνουν πάνω σε μια μικρή οθόνη… Από τη μία, τα μέσα αυτά μας συνδέουν με όλους τους τόπους της γης και με όλους τους χρόνους της ιστορίας. Από την άλλη, δεν μας έχουν βοηθήσει και πολύ να αρθρώσουμε ευδιάκριτα κάποιο καινούργιο «εμείς» –τη συγκεκριμένη εκείνη συλλογική ταυτότητα που αποτελεί τον οντολογικό πυρήνα κάθε παράδοσης–, αντίθετα, καλλιεργούν την αυτάρκεια του εγώ, τον ατομικισμό, την απομόνωση του ιδιωτικού βίου. Από τη μια, το ραδιόφωνο και το μαγνητόφωνο, η τηλεόραση και το βίντεο, η πληροφορική και η τηλεματική μας επιτρέπουν να συλλέξουμε, να ταξινομήσουμε, να αποθηκεύσουμε όλες τις υπάρχουσες παραδόσεις. Από την άλλη φαίνεται πως αποσαθρώνουν αυτές τις παραδόσεις, αν σκεφτούμε ότι οι λαοί παράγουν ολοένα και λιγότερο τα δικά τους χειροτεχνήματα, τη δική τους ποίηση, τη δική τους ξεχωριστή παράδοση. Κι ενώ τ’ αυτιά μας και τα μάτια μας γεμίζουν από τα μηνύματα που μεταδίδουν καταιγιστικά και πληθωριστικά αυτά τα μέσα, δεν αποκλείεται να τραγουδάμε όλο και λιγότερο, να μιλάμε όλο και λιγότερο μεταξύ μας.
Με άλλα λόγια, η σημερινή κρίση βρίσκεται στο γεγονός ότι ο τεχνολογικός και μαζικός πολιτισμός ισοπεδώνει, αφανίζει η απονεκρώνει σχέσεις, μορφές και διαδικασίες τις οποίες δεν φαίνεται ικανός να αντικαταστήσει. ότι πλήττει καίρια την ίδια την ανθρώπινη παράδοση στο σύνολο της και πρώτα πρώτα την ομαδική ρίζα της – δηλαδή τον λαϊκό πολιτισμό: αυτήν τη ρίζα που όχι μόνο χρειάστηκε για να διαμορφωθεί αιώνες η και χιλιετίες, αλλά και δεν μπορεί πιθανότατα να αναπληρωθεί από τίποτε άλλο. Μια τέτοια, τουλάχιστον, υποψία μας αγγίζει, όταν διαπιστώνουμε πως η προφορική παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός υπήρξαν, ως την αυγή της βιομηχανικής εποχής, η πρωταρχική δεξαμενή της ευαισθησίας, του στοχασμού και της τέχνης μας –και εννοώ εδώ: της προσωπικής τέχνης–, με μια λέξη, ολόκληρου του πολιτισμού μας. Ας συλλογιστούμε απλώς πόσο αδιανόητοι θα ήταν ένας Όμηρος, ένας Δάντης, ένας Ραμπελαί, ένας Σαίξπηρ, ένας Γκαίτε, ένας Σολωμός, χωρίς αυτήν την αστείρευτη άλλοτε δεξαμενή.
Κι αν η υποψία μας είναι σωστή, τότε το ζήτημα της παράδοσης σήμερα δεν είναι πως να αποκαταστήσουμε το χαμένο κύρος των παραδεδομένων αξιών, αλλά πως να μην αποκοπούμε ανεπανόρθωτα από τη γόνιμη εκείνη γη του παρελθόντος που αντιπροσωπεύει την καλύτερη υπόσχεση για ένα πιο βιώσιμο μέλλον – σήμερα όπου συνειδητοποιούμε ότι η τυραννία του παρόντος, την οποία τόσο συστηματικά και επίμονα προωθεί ο πολιτισμός μας, απειλεί και το μέλλον και το ίδιο το παρόν, όταν αντίθετα το παρελθόν είναι γεμάτο από δυνατότητες, γεμάτο από σπέρματα νέων έργων, που ανήκει σε μας, τους ανθρώπους του παρόντος, να διαφυλάξουμε και να αναπτύξουμε η να αφήσουμε να καταστραφούν. Το ζήτημα, επομένως, είναι ακόμα πως να αποφύγουμε τον οικουμενικό εκείνο επαρχιωτισμό όχι μέσα στον χώρο, αλλά μέσα στον χρόνο, τον όποιο έβλεπε να επέρχεται μεταπολεμικά ο Έλιοτ και που έκανε, αλίμονο, τεράστιες προόδους στα τελευταία σαράντα χρόνια: αυτόν τον καινούργιο επαρχιωτισμό «για τον όποιο ο κόσμος είναι αποκλειστικά η ιδιοκτησία των ζωντανών, όπου οι νεκροί δεν έχουν το μερτικό τους» και που μας κάνει όλους, «όλους μαζί τους λαούς της γης… επαρχιώτες», οδηγώντας μας «σε μια κατάσταση αδιαφορίας» απέναντι στα πιο κρίσιμα προβλήματα του πολιτισμού.
Για να διατυπώσω πιο καθαρά τη σκέψη μου: το πρώτο και κύριο ζήτημα της παράδοσης σήμερα δεν είναι ασφαλώς το πως θα συντηρήσουμε ορισμένα πολύτιμα αντικείμενα και έργα, ορισμένες αξιοσύστατες πρακτικές και συνήθειες, αλλά κάτι διαφορετικό: πως θα μείνουν ζωντανές και αμόλυντες στους καιρούς μας ορισμένες βασικές πηγές που εξασφάλιζαν ως τα χρόνια μας τη φυσιολογική ανανέωση και την απέραντη εσωτερική ποικιλομορφία της ευαισθησίας, της καλλιέργειας και του πολιτισμού μας, κοντολογίς της ίδιας μας της ανθρωπιάς. ακριβώς όπως ορισμένες φυσικές πηγές εξασφαλίζουν την ανανέωση και την ποικιλομορφία της ζωής μας: αναλογία η οποία έχει επίσης κάτι να μας διδάξει. Γιατί, είτε μιλάμε σήμερα για την οικολογική καταστροφή, είτε για την υποχώρηση των εθνικών και των τοπικών ιδιομορφιών, είτε για τον μαρασμό η και την εξαφάνιση συγκεκριμένων γλωσσικών ιδιωμάτων, είτε πιο γενικά για τον εκφυλισμό της παράδοσης, το πρόβλημα είναι, κατά βάθος, το ίδιο: πως θα λειτουργήσουν, πως θα αναζωογονηθούν, πως θα προχωρήσουν από εδώ κι εμπρός η φύση και η τέχνη μας, η γλώσσα μας και η ζωή μας, όταν οι πηγές αυτών των αγαθών κινδυνεύουν να στερέψουν η όταν η ποικιλία τους υποχωρεί εις όφελος μιας επικίνδυνης ομοιομορφίας. Αυτό είναι ένα από τα σπουδαιότερα προβλήματα του καιρού μας, και είναι εξαιρετικά δισεπίλυτο, καθώς η κρίση που το γέννα δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία.
Αν όμως το πρόβλημα είναι σήμερα οξύ σε οικουμενική κλίμακα, τίθεται από πολλές απόψεις οξύτερα σε τόπους όπως ο δικός μας, όπου η προφορική παράδοση αποτελεί όχι μόνο τον πυρήνα του εθνικού μας πολιτισμού –αυτό ισχύει για κάθε εθνικό πολιτισμό– αλλά, πιστεύω, και το κυριότερο μέρος του. Γιατί αυτή η παράδοση είναι το ισχυρότερο νήμα της ελληνικής συνέχειας, από τα αρχαία χρόνια ίσαμε σήμερα. Αυτή χρειάστηκε να γίνει, μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες που διαμόρφωσαν τον νέο Ελληνισμό –εννοώ πριν απ’ όλα την Τουρκοκρατία–, ο κεντρικός αγωγός της έκφρασης και της επικοινωνίας του ελληνικού κόσμου. Αυτή, τέλος, υπήρξε επί αιώνες και ως σχετικά πρόσφατα η πιο αποδοτική καλλιέργεια και η πιο ουσιώδης παιδεία της πλειοψηφίας του λαού μας, όπως θα το μαρτυρούσε μια προσεχτική καταγραφή του νεοελληνικού βίου στις αρχές ακόμα του 20ου αιώνα.
Αναδημοσίευση από το ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2003, σσ. 38-45).