Ένα συμβολικό τοπίο ελπίδας και πίστης στο κέντρο της Αθήνας
Του Γιάννη Μιχαλακόπουλου
Αφήνοντας πίσω μας την κεντρική αγορά των Αθηνών, διερχόμαστε έξω από τη Βαρβάκειο Στοά, όπου παλιατζήδες μάς καλούν να ρίξουμε μια ματιά στην πραμάτεια τους. Στον δρόμο με τα μπαχαρικάδικα συναντώνται Ασιάτες έμποροι με διηπειρωτικούς ταξιδευτάδες οι οποίοι – εξοπλισμένοι με σύγχρονες φωτογραφικές μηχανές– απαθανατίζουν στιγμιότυπα από το «τουριστικό προϊόν» του ιστορικού κέντρου. Παρακάτω, πλησίον της πολύπαθης Πλατείας Θεάτρου, στην οδό Ευριπίδου 70, εντός ολίγων τετραγωνικών μέτρων ο χρόνος δείχνει… αναποφάσιστος. Πίσω από την αυλόπορτα ενός χαμηλού τοιχίου εμφανίζεται μια μικρή βυζαντινή εκκλησία. Είναι μονόκλιτη βασιλική, όπως αρκετές άλλες. Όμως, ανάμεσα στα αμήχανα κλαδιά μιας πρωτευουσιάνας «τρελής ροδιάς», στη στέγη του ναΐσκου, ξεπροβάλλει μια αρχαία κολώνα που καταλήγει σε περίτεχνο κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού. Επιτέλους, αρχίζει και μας αποκαλύπτεται μια από τις παλαιότερες εκκλησίες της Αθήνας: Ο Αγιάννης της Κολώνας…
Εισερχόμενοι στο εκκλησιδάκι, αντικρίζουμε ένα θέαμα πρωτόγνωρο. Διαπιστώνουμε ότι η στιβαρή κολώνα εδράζεται στο δάπεδο του Ιερού κοντά στο τέμπλο, διαπερνά την κεραμοσκεπή και εξέρχεται για περίπου δύο μέτρα πέραν αυτής. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στον επισκέπτη το γεγονός ότι στην παράπλευρη επιφάνεια του κίονα υπάρχουν πολύχρωμες κλωστές, στερεωμένες με κομματάκια από κερί. Παλιότερα, το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ πιο έντονο, δίνοντας τότε «χρώμα παράδοξον και φολιδωτήν περιένδυσιν» στην κολώνα. Η «ανορθολογική» –και εν πολλοίς άγνωστη– σχετική ιστορία ξεκινά αιώνες πριν, ενώ οι βαθύτερες ρίζες της χάνονται σε σιγοψιθυρισμένες διηγήσεις∙ μέσα σε ρούγες, μεϊντάνια και σοκάκια του Ριζόκαστρου και του Ροδακιού∙ κάπου εκεί στις αόρατες γειτονιές «των Παλαιών Αθηνών»… στο Γεράνι, στο Βρυσάκι και στη Γοργοεπήκοο…
Αναλυτικότερα, ο αξεπέραστος αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου μάς μεταφέρει την εξής παράδοση για τον Άι-Γιάννη τον Βαπτιστή: «Στα τελευταία του έστησε μια κολώνα και στο θεμέλιό της έδεσεν όλες τις αρρώστιες με μετάξια, λογιώ λογιώ χρώματα, και τα έχωσ’ εκεί βαθειά και από πάνω τους έβαλε την κολώνα και είπε: σαν θα πεθάνω, όποιος αρρωστήση να έρθη να δέση ένα μετάξι στην κολώνα τρεις κόμπους με ό,τι χρώμα έχει η αρρώστια του και να πη τρεις φορές: “Άϊ-Γιάννη μου, εγώ δένω την αρρώστια μου και η χάρη σου να την ελύση”, κ’ ευτύς θα γιατρεφτή». Η συγκεκριμένη (πιθανότατα προχριστιανικής προέλευσης) δοξασία μεταφέρθηκε ανά τις δεκαετίες από στόμα σε στόμα και από καρδιά σε καρδιά, φθάνοντας πεισματικά μέχρι τις λογοκρατούμενες ημέρες μας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι ανάλογες ιαματικές ιδιότητες αποδίδονταν πάντοτε στον συγκεκριμένο χώρο από τους κλασικούς ακόμα χρόνους, όπου επιδημίες (με κύριο χαρακτηριστικό σύμπτωμα τους υψηλούς πυρετούς – «θέρμες») χτυπούσαν την Αθήνα του Περικλή, του Θεμιστοκλή και του Θουκυδίδη. Δεν είναι τυχαία η διαχρονική πεποίθηση του λαού της πρωτεύουσας ότι η εν λόγω κολώνα ανήκε σε ιερό της αρχαιότητας, αφιερωμένο στο θεό Ασκληπιό ή –κατ’ άλλους– στον Σκύθη ιατρό Τόξαρι, ο οποίος εθεωρείτο ότι είχε συνδράμει αποφασιστικά (και «θαυματουργικά») τους Αθηναίους στην αντιμετώπιση του τρομακτικού λοιμού κατά την πρώτη πενταετία του Πελοποννησιακού Πολέμου…
Ο αρχαιολόγος Κυριακός Πιττάκης (1798 – 1863) αναφέρει σχετικά: «Αφιερώνουν οι πάσχοντες εκ πυρετού κρόκην νήματος εις την στήλην του Αγίου Ιωάννου, ήτις επίκειται επί των ερειπίων του τεμένους του Τοξάριδος, ος ενομίζετο παρά τοις αρχαίοις ως θεραπεύων τους πυρετούς». Και ο Διονύσιος Σουρμελής, στο έργο του «Αττικά» (Αθήναι, 1854), συμπληρώνει: «Εις τον Τόξαριν έθυον οι Αθηναίοι, επικαλούμενοι υγείαν και ανάρρωσιν των νοσούντων ή πυρεταινόντων. Είναι θαύμα, ότι η πρόληψις αύτη διατηρείται μέχρι σήμερον παρά ταις γυναιξί, αίτινες ονομάσασαι τον Τόξαριν Άγιον Ιωάννην, περιδέουσιν εις τον σωζόμενον κίονα κλωστάς, επικαλούμεναι υπέρ των πυρετουμένων. Ο κίων ούτος, περί ον συρρέουσι τα γερόντια και αι προληπτικαί των γυναίων, είναι πλησίον του Νέου Θεάτρου».
Παράλληλα, «εις ανώνυμος περιηγητής των Αθηνών» του 1860, υιοθετώντας την εκδοχή περί Ασκληπιού, σημειώνει τα εξής: «Πλησίον του σημερινού Θεάτρου υψούται στήλη μονόλιθος μετά κιονοκράνου, εντετειχισμένη εις μικρόν εκκλησίδιον αγροτικόν. Η στήλη αύτη, ανήκουσα εις ναόν του Ασκληπιού, χρησιμεύει σήμερον ως θυσιαστήριον του εκκλησιδίου, όπου οι άνθρωποι του λαού έρχονται και δέονται υπέρ αναρρώσεως των οικείων των».
Επιπροσθέτως, υπογραμμίζεται ότι το τοπωνύμιο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου εμφανίζεται στην περιοχή ήδη από τον 5ο αιώνα μ.Χ. Ομοίως, στην περίφημη «Πολεοδομική» του Ιωάννη Τραυλού, ο «Αϊ Γιάννης της Κολώνας» απεικονίζεται σε χάρτη της περιόδου 565 – 1205 μ.Χ. μαζί με τους «Αγίους Αποστόλους στα Μάρμαρα».
Έτσι, ο συγκεκριμένος χριστιανικός ναΐσκος λειτουργεί με αυτή περίπου τη μορφή εδώ και 15 αιώνες. Γενικότερα, η ύπαρξή του ως τοποσήμου θρησκευτικού – λατρευτικού ενδιαφέροντος πηγαίνει άλλα 1.000 χρόνια πίσω, όταν το Κλεινόν Άστυ μαστιζόταν από επιδημίες. Βαδίζοντας βιωματικά στο μεταίχμιο ανάμεσα σε «αρχαιότητα» και «παλαιότητα», σκαλίζοντας τη στρωματογραφία της ιστορικής αλήθειας και της ανθρώπινης πίστης, διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική περίπτωση σημειολογίας…
Ο αρχαιοελληνικός κίονας, ακέραιος και στιβαρός εντός της Ιεράς Κόγχης στο μικρό και ταπεινό βυζαντινό παρεκκλήσι. Η απόληξη με το περίτεχνο κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού. Ένα συμβολικό σφιχταγκάλιασμα -αδιάσπαστο και αρραγές στο διάβα των αιώνων- ανάμεσα στην αρχαιοελληνική σοφία και στη χριστιανική διδασκαλία.