Από το Άρδην τ. 92, Μάρτιος-Απρίλιος 2013
H δικιά μας η γενιά ήταν μια γενιά του μεταιχμίου, πριν την Μεταπολίτευση και μετά τον εμφύλιο, όπου ο Καραγκιόζης διατηρούσε ακόμη την λαϊκή του ομορφιά και αίγλη, ο δε κόσμος τον παρακολουθούσε γιατί ήταν ένα συμπλήρωμα μαζί με τους θερινούς κινηματογράφους. Τότε δεν ήταν αφύσικο στις εξοχές ή τα προάστια να παίζουν καραγκιοζοπαίχτες. Σχεδόν αφύσικο ήταν ο κινηματογράφος. Οι μάντρες τότε είχαν Καραγκιόζη και κινηματογράφο εξίσου, και τις δεκαετίες του ’60 και ’70, ο Καραγκιόζης ήταν ακόμη φυσικό και αποδεκτό θέαμα από όλους, όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών τάσεων και τάξεων και καταστάσεων. Από εκεί άρχισα και εγώ να ενδιαφέρομαι.
Σήμερα, βέβαια, είναι διαφορετικά τα πράγματα. Ο Καραγκιόζης κατά κανόνα θεωρείται παιδικό θέαμα.
Υπάρχει μια εξήγηση. Στη δεκαετία του ’60-’70 και ’70-’80 αλλάζει η κοινωνία. Από μετεμφυλιακή κοινωνία οδηγείται, μετά τη Δικτατορία, σε μια πιο «ήρεμη» πορεία. Έχουμε μια σειρά ανακατατάξεις, όπως η εισβολή της τηλεόρασης, τα Μ.Μ.Ε., οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα πικ-απ, τα ραδιόφωνα, οι συγκοινωνίες με τις μεγάλες κατασκευές δρόμων. Ο χρόνος για να πας από το ένα μέρος στο άλλο μικραίνει, η συχνότητα αυξάνει, ο τουρισμός αλλοιώνει. αλλάζουν τα μέσα, ο τρόπος ζωής και οι αξίες. Εννοώ, δεν παίρνεις ένα σαπούνι, παίρνεις Lux. Ο Καραγκιόζης υφίσταται τις παρενέργειες αυτών των κυμάτων, που τον αναδεύουν και πάνε να τον βυθίσουν. Μέσα σε αυτή την ιστορία, βρίσκεται ο Σπαθάρης, ως από μηχανής θεός για κάποιους και ως καταστροφέας για άλλους, που διασώζει το θέατρο σκιών υπό την μορφή ενός καλλιτεχνήματος για παιδικά πάρτυ. Ο καραγκιοζοπαίχτης, δηλαδή, γίνεται ένας διασκεδαστής, ένας ανιματέρ. Μέσα από αυτή τη λογική πρέπει να παίξει παιδικό θέατρο. Ο Σπαθάρης κατάφερε λοιπόν να διασώσει το θέατρο σκιών, αλλά χωρίς να παίζει ηρωικά έργα – δεν του άρεσαν τα ηρωικά, το έλεγε και ο ίδιος.
Υπάρχει, εδώ, και μια τρέλα με τους καραγκιοζοπαίχτες, ως καλλιτέχνες νεοέλληνες, όπως και με πολλούς άλλους καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Θέλουν να συνδέσουν το 2000 μ.Χ. με το 500 π.Χ. Και βάζουν χλαμύδα στον Καραγκιόζη, τον βάζουν να κυνηγάει το «χρυσόμαλλο τέρας», να είναι με τον Οδυσσέα μαζί, να είναι στην Τροία… Αυτό υπήρχε και στον Μεσοπόλεμο. Οι καραγκιοζοπαίχτες παίζανε, στα χωριά της Θήβας, τα αινίγματα της Σφίγγας. Αυτά τα έπαιζε και ο Μιχόπουλος και ο Κούζαρος, κανείς δεν ξέφυγε από αυτή τη λόξα. Υπήρχε μια μανία να φορεθεί στους Έλληνες χλαμύδα – εγώ πάντως θα προτιμούσα φουστανέλα (που όπως θα έλεγε και ο Τσαρούχης είναι μια χλαμύδα «εν ετέρα μορφή»). Ο Σπαθάρης έπαιζε αυτά τα έργα, έκανε και την Οδύσσεια, την έπαιξε στην τηλεόραση, ζηλεύανε κάποιοι καραγκιοζοπαίχτες, που παίξαν και αυτοί στην τηλεόραση (πιστεύω ότι ο Σπυρόπουλος και ο Μάνθος παίξανε πολύ καλύτερα στην τηλεόραση από τον Σπαθάρη), αλλά δεν αποδεικνύεται ότι ο Καραγκιόζης γίνεται κάτι άξιο λόγου αν φορέσει χλαμύδα. Ο Καραγκιόζης είναι από μόνος του άξιο λόγου θέαμα, ασχέτως αν, για να επιβιώσει στη μετεξέλιξη εκείνης της εποχής, έγινε πιο πολύ θέαμα για παιδιά.
Οι παλιοί άνθρωποι ξέρανε το θέατρο σκιών με τα ηρωικά έργα, με διασκευές από ευρωπαϊκά λογοτεχνήματα ή από φυλλάδια και λαϊκά αναγνώσματα. Ο κόσμος δεν είχε την τηλεόραση – δεν ήταν η εικόνα το κύριο. Ήταν το τραγούδι, το πανηγύρι και τα λαϊκά αναγνώσματα. Μέσα από αυτά φτιαχνόντουσαν οι μύθοι και οι καραγκιοζοπαίχτες παίρνανε από όλα αυτά για να κάνουν τα έργα τους.
Άρα οι μύθοι έπαιζαν έναν κεντρικό ρόλο στην θεματολογία του Καραγκιόζη, γεγονός που δεν ισχύει σήμερα που επικρατεί η τηλεόραση.
Ίσως, η τηλεόραση αλέθει διαφορετικά τον μύθο, τον αναπλάθει και δημιουργεί κάτι άλλο. Ο μύθος μπορεί να έχει ποικιλία αλλά έχει μια σταθερότητα. Τα ακριτικά έπη, π.χ. ποικίλλουν από τόπο σε τόπο αλλά είναι σταθερές οι ιστορίες. Έτσι και οι ιστορία του λήσταρχου Νταβέλη, η ιστορία με τη Δούκισσα της Πλακεντίας, ο Μπότσαρης, ο Καραϊσκάκης κ.λπ. Οι ιστορίες είναι γνωστές περίπου – ποικίλλουν στις λεπτομέρειες, στο πως θα τα εκφράσει ένας καλλιτέχνης. Και ένας μέτριος καραγκιοζοπαίχτης μπορεί να παίξει καλά τον Μπότσαρη ή τον Καραϊσκάκη και όλα τα ηρωικά έργα και τις ληστρικές ιστορίες. Αυτοί οι μύθοι είναι σταθεροί και είναι απότοκοι ενός προφορικού λαϊκού πολιτισμού, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τον σύγχρονο πολιτισμό των Μ.Μ.Ε. και χαλάει, απορρυθμίζεται…
Αυτή η προφορική παράδοση, βέβαια, στηρίζεται στην ομαδική δημιουργία, όχι την ατομική.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι καραγκιοζοπαίχτες ήταν στο μεταίχμιο μιας εποχής όπου πλέον ο καλλιτέχνης έπαιρνε πόζα, αποκτούσε όνομα. Δεν ήταν σαν τους λαϊκούς ζωγράφους στις εκκλησιές, που δεν έβαζαν καν το όνομά τους. Είναι μια εποχή, τα τέλη του 19ου και οι αρχές του 20ου αιώνα, που οι καλλιτέχνες δίνουν το όνομά τους στα έργα τους, αλλά αναφέρονται σε μια κοινωνία στην οποία ακόμα η παράδοση ζει και παίζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρωταρχικό ρόλο. Μετά το ’60 η παράδοση παύει να παραδίδεται από τον ένα στον άλλο γιατί μπαίνουν άλλοι τρόποι πολιτισμού και καλλιτεχνικής έκφρασης και την παραμερίζουν. Και βέβαια υπάρχει και η λάθος αντίληψη ότι ο Καραγκιόζης είναι ένα λαογραφικό γεγονός, άρα ένα μη καλλιτεχνικό γεγονός.
Όμως, αν έχει αποκοπεί ο δεσμός του κοινού με την παράδοση, τότε ο καραγκιοζοπαίχτης δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του, ακόμη και αν θέλει.
Ναι, δεν έχω απάντηση σε αυτό, εξάλλου δεν μπορούμε να προδικάσουμε το μέλλον, αναλύοντας πολιτισμικά ή κοινωνιολογικά μια στροφή του χρόνου μιας κοινωνίας ή ενός έθνους ή μιας ομάδας. Το θέατρο σκιών είναι ένα ταπεινό στοιχείο μιας συνάντησης του λαϊκού, παραδοσιακού, του ρωμέικου τρόπου της Τουρκοκρατίας και της «ελεύθερης» Ελλάδας με τον ξένο πολιτισμό που εισέρχεται και μεταβάλλει, μεταρρυθμίζει μια κοινωνία. Και κάθε φορά γίνονται νέες συνθέσεις. Οι παλαιότεροι καλλιτέχνες είχαν συναίσθηση της ατομικής τους δημιουργίας αλλά είχαν και την συναίσθηση ότι εξέφραζαν το κοινό. Τώρα είναι περισσότερο ατομική η δημιουργία και λιγότερο δεσμευμένη με τις απαιτήσεις του κοινού. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Καραγκιόζης βρίσκεται πια πιο μακριά από αυτό που θα αποκαλούσαμε παραδοσιακό θέαμα. Και η παράδοση όμως μεταβάλλεται. Αν πας, π.χ., σε ένα πανηγύρι, δεν θα ακούσεις μόνο παλιά βαριά δημοτικά αλλά και πιο χορευτικά. Βλέπουμε την επιρροή του «ελληνάδικου» στον παραδοσιακό τρόπο πανηγυριώτικης χορευτικής έκφρασης. Όπως και με τα συνθεσάιζερ που παίζουνε και έχουνε αλλάξει την ορχήστρα. Αντίστοιχα και ο Καραγκιόζης δεν είχε παλιά μουσική από CD. Ο Ντίνος ο Θεοδωρόπουλος (o «Αμερικάνος») έφερε το γραμμόφωνο, μετά, το ’60 έγινε πικ-άπ, μετά κασετόφωνο, μετά σιντιέρα. Και τώρα η μουσική παίζει μέσω κινητού. Αντίθετα, ο Μόλλας είχε μεγάλη ορχήστρα εκεί που έπαιζε και τραγούδαγε συχνά ο Πέτρος ο Κυριακός. Όλα αυτά αλλάζουν αλλά το θέαμα του Καραγκιόζη συναρπάζει, έχει μια αμεσότητα και κάτι περίεργο. Αυτά τα έλεγε και ο Σπυρόπουλος, με τον δικό του τρόπο. Έλεγε, π.χ., «αν ήξερα αγγλικά και έπαιζα, θα τους είχα τρελάνει όλους». Πράγματι έχει δίκιο, με την έννοια πως αν τα ελληνικά είχαν την διάδοση της αγγλικής θα ήταν το σημερινό μίκυ-μάους, και μάλιστα πολύ καλύτερο. Και με άλλη σύνδεση. Π.χ., ο Καραγκιόζης έχει γυναίκα (άσχετο αν την κακομεταχειρίζεται) και παιδιά – ο Ντόναλντ Ντακ έχει ανίψια. Η Μίνι με τον Μίκυ δεν είναι παντρεμένοι. Τα πρότυπα του Γουόλτ Ντίσνεϋ είναι τελείως διαφορετικά. Και πάντα ο Καραγκιόζης έχει έναν μπάρμπα σοβαρό, λίγο εύπιστο και χαζό, τον μπαρμπα-Γιώργο, ο οποίος τον βοηθάει στις δύσκολες καταστάσεις. Έτσι, λοιπόν, μεταφέρεται το κοινωνικό σώμα στο θέατρο σκιών. Το κοινωνικό σώμα του 19ου, του 20ου αιώνα. Οι ρίζες του είναι στον 18ο.
Σήμερα, λοιπόν, που το κοινωνικό σώμα έχει αλλάξει, πως συνεχίζει ο Καραγκιόζης; Ως συντήρηση και φολκλόρ ή αλλάζει και αυτός;
Αυτό είναι μάλλον ένα ψεύτικο ερώτημα που ξεκινάει από μια λάθος «λαογραφία». Αν πάρουμε τη σωστή λαογραφική εκδοχή, ο λαός εκφράζεται πάντα με διάφορους τρόπους. Αν τώρα εκφράζεται, όπως λες, με τον Σεφερλή, ή με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, ή με τον Τζέφρυ που κάνει κανό, αυτό είναι μια έκφραση του λαού. Δεν έχει αξία να προβληματιστούμε με αυτό γιατί και ο λαός μεταμορφώνει την τέχνη αλλά και η τέχνη μεταμορφώνει τον λαό. Εφόσον πιστεύουμε πως η τέχνη είναι μια αυταξία, δεν έχει μόνο ανάγκη να υπακούει στη γραμμή της εποχής, αλλά θέλει να βοηθάει και την εποχή. Ένας αληθινός καλλιτέχνης, λοιπόν, μπορεί με τον δικό του τρόπο και την τέχνη του να αναμορφώσει και να βοηθήσει τους γύρω του, στο μέτρο του δυνατού.
Αυτό που φαίνεται σήμερα στο θέατρο σκιών είναι η τάση να το απομονώνει η ίδια η κοινωνία, η οποία έχει άλλες αναζητήσεις, οι οποίες της επιβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε., τα οποία στην Ελλάδα είναι πολλά και ποικίλα, ως μη όφειλαν. Η κρίση βοηθάει στο να σωθεί ο Καραγκιόζης. Γιατί τα άπειρα περιοδικά, ποικίλης ύλης, κουτσομπολιού ή λάιφ-στάιλ και οι άπειρες εφημερίδες, κρατικοδίαιτες ή με άλλο τρόπο επιβιώνουσες χωρίς λόγο, μειώνονται. Τα κανάλια πιέζονται να κλείσουν. Οι επιχειρηματίες απολύουν δημοσιογράφους, ακόμα και στο ραδιόφωνο. Βλέπουμε μια κρίση στον τρόπο που τα Μ.Μ.Ε. επηρέαζαν τον κόσμο. Αυτό μπορεί να βοηθήσει τους καλλιτέχνες του θεάτρου σκιών, γιατί ο κόσμος, αυτή τη περίοδο, αναζητάει στοιχεία ταυτότητας, κάποια αποκούμπια. Οι μύθοι του Καραγκιόζη είναι πολύ καθαροί. Όχι με την έννοια του πουριτανισμού, αλλά είναι απλοί και γι’ αυτό κατανοητοί, προσβάσιμοι και αποδεκτοί. Ένας καλλιτέχνης μπορεί να τους χρησιμοποιήσει, να τους αποδώσει και να τους μεταδώσει. Ακόμα και κλεφταρματωλικά έργα μπορεί να παίξει, αρκεί να ξέρει πως θα τα δώσει στο κοινό του.
Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να φοβόμαστε ότι χάνεται ή δεν υπάρχει παράδοση. Αυτό που πρέπει να φοβόμαστε είναι το χάσιμο της τέχνης. Το να κάνεις, δηλαδή, Καραγκιόζη απλώς για εικοσάλεπτο συμπλήρωμα στη τηλεόραση ή σε ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Η τέχνη από μόνη της, αν έχει δει κανείς παραστάσεις σοβαρών καλλιτεχνών, είναι σπουδαία και δεν ξεπερνιέται. Είναι αθάνατη τέχνη. Αν ξέρεις να κάνεις αυτά τα πράγματα, έστω και λίγο, αν έχεις την μυρουδιά, τον αέρα, μπορείς να την διασώσεις την τέχνη. Αρκεί να έχεις το μεράκι. Και το μεράκι της τέχνης υπάρχει στα νέα παιδιά. Υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα, μέσα από το θέατρο σκιών, ακόμα και σήμερα, να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος, είτε μιλάμε για έναν «λαό» είτε για τις α ή β αυτοεκφραζόμενες ή ετεροπροσδιοριζόμενες κοινωνικές ομάδες. Το μέλλον του θεάτρου σκιών είναι απότοκο, απαυγάζει και αντικαθρεπτίζει τα κοινωνικά δρώμενα. Η κοινωνική κρίση οδηγεί σε καλλιτεχνικές κρίσεις αλλά και αντιδράσεις, και επαναπροσδιορισμούς, και νέες καλλιτεχνικές εκφράσεις.
Πιστεύω ότι ο Καραγκιόζης θα πρωτοστατήσει σε αυτή την κρίσιμη εποχή, γιατί είναι το γέλιο που σώζει. Και οι σωστοί καλλιτέχνες του θεάτρου σκιών μπορούν να δώσουν γέλιο, έστω και μέσα από την τραγικότητα της ζωής. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι ο Καραγκιόζης είναι τραγική φυσιογνωμία, όχι μόνο κωμική. Είναι κωμικοτραγική.
Να πούμε δυο λόγια για το τραγικό και το κωμικό στοιχείο στον Καραγκιόζη. Σίγουρα ο Καραγκιόζης δεν είναι ένας δυτικού τύπου υπερήρωας. Δεν μοιάζει περισσότερο με τους ήρωες της τραγωδίας, έστω και αν η κάθαρση έρχεται στο τέλος με το ξύλο του μπαρμπα-Γιώργου;
Ναι, ο Καραγκιόζης προφανώς δεν είναι Σπάιντερμαν. Είναι ένας που παθαίνει και μαθαίνει. Η τραγωδία στην Αρχαιότητα ήταν ένας τρόπος εκμάθησης, διδασκαλίας, γι’ αυτό λέγαν πως η τραγωδία «διδάσκεται» και πλήρωναν τους Αθηναίους, με τα θεωρικά, για να πάνε να διδαχθούν την τραγωδία. Το ίδιο στοιχείο μπορείς να δεις και στα βυζαντινά έργα, π.χ. «ο Χριστός πάσχων». Αντίστοιχα, τα στοιχεία του χορού υπάρχουν στους ψάλτες. Τέλος πάντων, ας μην συνδέσουμε την αρχαιότητα με την βυζαντινή λειτουργία, ας πούμε κάτι άλλο: Και στο Βυζάντιο υπάρχει το «παθώς και μαθώς». Υπάρχει δηλαδή το θείο πάθος απ’ το οποίο μαθαίνει ο λαός, η εκκλησία (μην ξεχνάμε ότι «εκκλησία» σημαίνει γενική συνέλευση). Υπ’ αυτή την έννοια ο Καραγκιόζης είναι ένας «παθώς», συνεχίζεται δηλαδή η ίδια διαδικασία, αλλά δεν μαθαίνει ποτέ. Έτσι, μετά το τραγικό έρχεται το κωμικό. Είναι ένας Βέγγος, που τα κάνει όλα λάθος. Ο Καραγκιόζης «παθαίνει», κάνει τη γκάφα, τρώει το ξύλο, αλλά θα την ξανακάνει. Εκεί περιμένει ο θεατής να γελάσει.
Επομένως, ο Καραγκιόζης με τον δικό του τρόπο βοηθάει τους θεατές να διδαχθούν από τη δυστυχία και την ευτυχία, το καλό και το κακό της ζωής. Χωρίς όμως να είναι μανιχαϊστής. Δεν είναι άλλωστε προλετάριος ή λούμπεν προλετάριος, δεν έχει κοινωνική συνείδηση ο Καραγκιόζης. Ο Καραγκιόζης είναι Ρωμηός – πάει με αυτόν που θα κερδίσει. Γιατί θα φάει από αυτόν ψωμί. «Ήρθε ο Αντρέας, να φάει ο κόσμος κρέας». Ο γιός του τα ’κανε σαλάτα, ψηφίζουν όλοι Σύριζα. Ο Καραγκιόζης εκφράζει το πνεύμα του Ρωμηού του ύστερου Βυζαντίου και της Φραγκοκρατίας. Το ότι «έρχονται εδώ διάφοροι και μας τρώνε, μας ρημάζουν, τι να κάνουμε, εδώ να την βγάλουμε με ψωμί κι ελιά, χωρίς τον Κώτσο βασιλιά, και λίγη ντομάτα, και έχει ο Θεός, και μη χειρότερα, και πάλι από του πονηρού αμήν, και ό,τι μπορούμε»… Είναι, όπως γράφει ο μακαρίτης ο Χατζηφώτης, ο Πτωχοπρόδρομος. Αν διαβάσει κάποιος τα πτωχοπροδρομικά έπη του ύστερου Βυζαντίου, είναι ο ίδιος ο Καραγκιόζης. Τον κυνηγάει η γυναίκα του, δεν έχει τίποτε το τσουκάλι μέσα, είναι ανεπρόκοπος, άλλα της έταζε για να την πάρει, τα παιδιά τσιρίζουν, κλαίνε κ.λπ. Ο Χατζηφώτης έγραψε και ένα έργο, «ο Καραγκιόζης πτωχοπρόδρομος», το οποίο παρουσίασε ο Δημήτρης ο Μόλλας, ο γιός του μεγάλου καραγκιοζοπαίκτη Μόλλα, στη μπουάτ Τιπούκειτος, εκεί γύρω στο εβδομηντακάτι, όταν άρχισε και φαινόταν ότι άλλαζε το κλίμα πολιτισμικά και, έτσι ή αλλοιώς, θα οδηγούμασταν σε κάποια μεταπολίτευση. Ο πτωχοπροδρομισμός του Καραγκιόζη είναι ο πτωχοπροδρομισμός του Ρωμηού των χρόνων της Φραγκοκρατίας. Εκεί, όλα είναι στον αέρα. Έρχονται οι Καταλανοί, οι Ναβαρραίοι, οι Φλωρεντίνοι, οι Βερονέζοι, οι Φράγκοι, ένα τρελοκομείο. Ο Ρωμηός ζει κάτω απ’ αυτούς και, από φεουδαλικός υποτελής των Φράγκων, έγινε μετά ραγιάς των Τούρκων, όπως τα λέει πολύ ωραία και ο Τσιφόρος στο Εμείς και οι Φράγκοι, το οποίο και είναι ενδεδειγμένο για τη σημερινή εποχή.
Όταν, λοιπόν, έρχεται ο Καραγκιόζης από την Ανατολή, τον φέρνουν οι Έλληνες στα δικά τους μέτρα;
Δεν το ξέρουμε αν ήρθε από την Ανατολή ή ήταν ντόπιο προϊόν το οποίο οι Σελτζούκοι μεταμόρφωσαν. Οι Σελτζούκοι, επειδή δεν είχαν γνώσεις γραμματικές, ήταν πολεμιστές, διατήρησαν τα νομικά, διπλωματικά και καλλιτεχνικά επιτελεία των ντόπιων, οι οποίοι απλώς άλλαξαν διοικητές. Μπορούμε λοιπόν να σκεφτούμε πως, στην Προύσσα, που υποτίθεται πως γεννιέται ο Καραγκιόζης, έχουμε μια ιστορία λαϊκών και εγγράματων ομάδων, οι οποίες αναφέρονται στη νέα διοίκηση αλλά έχουν τα πολιτιστικά πρότυπα τα ρωμέικα.
Υπήρχε Καραγκιόζης και στην Περσία, την Αίγυπτο.
Ναι, στην Αίγυπτο, ακόμα και τώρα, λέγεται Χάραγκιοζ, αν και εμφανίζεται με άλλο τρόπο στο πανί, επομένως ο Καραγκιόζης, ως θέατρο σκιών ξέχωρο από τα ανατολίτικα θέατρα, είναι ένα κοινό προϊόν της εγγύς Ανατολής, της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης. Και επειδή δεν έχουμε στοιχεία για τον 11ο ή 12ο αιώνα, για τα λαϊκά θεάματα στο Βυζάντιο, δεν ξέρουμε αν είναι απότοκο των βυζαντινών χρόνων, αν και εγώ πιστεύω ότι εκεί έχει τη βάση του, και μετά «ντύθηκε τα τούρκικα».
Έχει μια δική του ομορφιά ο Καραγκιόζης, ασχέτως αν είναι Σελτζούκος ή Ρωμηός. Τον έβλεπε και ο Αλή Πασάς. Τότε βέβαια ο Καραγκιόζης δεν παιζόταν όπως σήμερα. Δεν είχε μακρύ χέρι αλλά ήταν «μακρυκαύλης» και οι παραστάσεις του ήταν παραστάσεις βωμολοχίας. Ήταν σκετσάκια του δεκάλεπτου ή του δεκαπεντάλεπτου.
Γενικά, όμως, το θέατρο σκιών, όπως μας παραδόθηκε απ’ τους παλαιότερους, μετεξελιγμένο και εξελληνισμένο (με ή χωρίς εισαγωγικά) έχει κάτι που δεν έχει το σημερινό θέατρο της σκηνής. Είναι αυτό που είχανε οι παλιοί θεατράνθρωποι των «μπουλουκιών», οι γενάρχες των σημερινών ηθοποιών. Είναι τα «νούτικα», αυτά δηλαδή που βγάζεις από το νου σου. Κάνανε περιοδεία στα χωριά οι ηθοποιοί και έπρεπε, από την ίδια τους την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, την ώρα της παράστασης, να εφεύρουν διάλογο. «–Γεια σου, τι κάνεις; –Δεν κάνω. –Γιατί δεν κάνεις; –Γιατί δεν με κάνανε. –Τι δεν σε κάνανε; –Υπουργό, να διατάζω, να διορίζω» κ.λπ. Αυτά σαν διάλλειμα, ή μέχρι να αλλάξουν οι άλλοι ηθοποιοί, ή να ετοιμαστούν στο παρασκήνιο κ.λπ. Αυτό το έχει ο καραγκιοζοπαίχτης. Οποιαδήποτε παράσταση του θεάτρου σκιών έχει άπειρους αυτοσχεδιασμούς, η μισή παράσταση είναι «νούτικα». Αυτό δεν το κάνουνε στο θέατρο. Το θέατρο που κάνουν είναι δυτικό: είναι γραμμένο και επομένως πρέπει να ακολουθείς τις οδηγίες. Όχι, όμως, τις οδηγίες μόνο του συγγραφέα, αλλά και του σκηνοθέτη. Επομένως, έχεις μπλέξει με πολλούς τροχονόμους.
Ενώ τροχονόμος στον Καραγκιόζη είναι το ίδιο το κοινό…
Ακριβώς. Τροχονόμος στον Καραγκιόζη είναι η ίδια η τέχνη. Το κοινό και ο καλλιτέχνης είναι η τέχνη. Αν ο καλλιτέχνης δεν καταλαβαίνει, μπορεί π.χ. να παίζει τον Μορφωνιό επί ένα τέταρτο και από κάτω να έχουν φύγει όλοι. Αν καταλαβαίνει, βλέπει π.χ. ότι η κουβέντα του Καραγκιόζη με τον Σταύρακα αρέσει, εκεί που θα την τελείωνε στα 5 λεπτά, την τελειώνει στα 10. Πρέπει να είναι καλός ο καλλιτέχνης και βέβαια να ανταποκρίνεται το κοινό. Αν το κοινό δεν ανταποκρίνεται, τότε τελειώνει η τέχνη.
Άρα μια παράσταση δεν μπορεί να σταθεί με ένα στατικό κοινό, θα πρέπει το ίδιο το κοινό να «συμμετάσχει» στο έργο. Αυτό σήμερα έχει ατονήσει.
Ναι, αυτό είναι σωστό, επειδή ο Καραγκιόζης δεν είναι τηλεόραση. Το θέατρο ή ο κινηματογράφος είναι εν πολλοίς μια τηλεόραση. Όταν κάποιος διαπαιδαγωγείται απ’ την τηλεόραση να παρακολουθεί κάτι ακίνητος και ουσιαστικά ανενεργός, πιστεύει ότι και ο Καραγκιόζης είναι μια οθόνη. Εξαρτάται και επαφίεται στον «πατριωτισμό» του καλλιτέχνη να κάνει τον θεατή να αυτενεργήσει και να συμμετάσχει, θετικά ή αρνητικά, με οποιοδήποτε τρόπο και με οποιοδήποτε όριο. Ο καλλιτέχνης θα πρέπει ο ίδιος να υποστηρίξει τον ρόλο του και να τον επεκτείνει, και να τον εμβαθύνει. Αυτό το βλέπουμε στον παιδικό Καραγκιόζη, που όταν έρχεται το φίδι ή το κουνούπι να πειράξει τον Καραγκιόζη, φωνάζουν τα παιδιά «έρχεται», «πίσω σου», κ.λπ.
Όταν πέρυσι βγήκε μια απόφαση της Ουνέσκο, που χαρακτήριζε τον Καραγκιόζη κομμάτι της τουρκικής πολιτιστικής κληρονομιάς, κυκλοφόρησαν ευρύτατα στο διαδίκτυο κάποια κείμενα που έλεγαν «επιτέλους τον ξεφορτωθήκαμε», και θεωρούσαν το θέατρο σκιών ένα τουρκικό κατάλοιπο που δεν έχει καμία σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό…
Θα κάνω εδώ μια τρίπλα: Αίσωπος στα αρχαία σημαίνει μαυρομάτης. Ο μαυρομάτης στα τούρκικα λέγεται καραγκιόζης. Ο Διογένης, πάλι, ζούσε σε ένα πιθάρι, σε μια παράγκα. Η παράδοση του κυνισμού, όχι όπως την ξέρουμε σήμερα από τους δυτικούς, αλλά ως τρόπος ζωής. Τα κωμικά αστεία του Αισώπου, που όμως είχανε σοφία μέσα τους. Αυτά όλα τα βρίσκουμε και στα βυζαντινά ποιήματα, π.χ. τον Πουλολόγο: Μαζεύονται όλα τα πουλιά σε έναν γάμο και εκεί τσακώνονται μεταξύ τους για το ποια θέση θα πάρει το καθένα στο τραπέζι. Είναι πολλά αυτά τα ποιήματα, όπως είναι και τα πτωχοπροδρομικά. Υπάρχει επομένως μια συνέχεια, όπως υπάρχει και συνέχεια στον κυνισμό: οι καυσοκαλυβίτες. Ο καυσοκαλυβιτισμός, δηλαδή η άρνηση του καταναλωτισμού. Ζούσε ένας ασκητής σε μια παράγκα –Καραγκιόζης δηλαδή, αφού και ο Καραγκιόζης ζει σε παράγκα– και έλεγε: «Θα την κάψω, τι τα θέλω τόσα πράγματα;». Και δεν είχε μέσα τίποτα. Ο καυσοκαλυβιτισμός είναι η απάντηση στο πρόβλημα του καταναλωτισμού. Εάν οι Έλληνες δεν είχαν το πρόβλημα του καταναλωτισμού, δεν θα είχαν τον φόβο της κρίσης. Ο Ταρκόφσκυ έκανε την «Θυσία», το τελευταίο του έργο, που κάνει μία κριτική του καταναλωτισμού. Στο τέλος ο ήρωας καίει το ωραίο του σπίτι, γιατί είδε στο όνειρό του πως μόνο έτσι θα μπορέσει να σώσει τον εγγονό του. Και τότε το ξύλο ανθίζει, το οποίο ο ίδιος ο Ταρκόφσκυ παραπέμπει σε μια ιστορία από το Γεροντικό, με τον Αββά Κολοβό. Ο νεοέλληνας σινεφίλ μεταφραστής του έργου, βέβαια, δεν γνωρίζει το γεγονός και μεταφράζει ο «Αββάς Κολώβ». Λοιπόν, κολοβός στο Βυζάντιο ήταν ο κοντός, έχει δηλαδή κάτι κοπεί, είναι κολοβομένος. Ο Κολοβός ήταν ασκητής στην Αίγυπτο, στην έρημο της Νιτρίας. Από την παράδοση αυτή των ασκητών της ερήμου έβγαλε ο Ταρκόφσκυ αυτή την ιστορία, αυτόν τον ύμνο εναντίον του καταναλωτισμού. Αυτό είναι και το πρόβλημα σήμερα στην Ελλάδα. Αν καίγαν όλοι τα σπίτια τους, μεταφορικά βέβαια, θα ήταν μια χαρά.
Βέβαια ο Καραγκιόζης μένει μεν σε παράγκα, αλλά είναι αδηφάγος και μονίμως ζητάει…
Ναι, καμία αντίρρηση. Άλλωστε, ο Καραγκιόζης μπορεί να γίνει και δικτάτορας. Ο πεινασμένος, όταν γίνει πλούσιος, γίνεται χειρότερος από τον πλούσιο, που λέει ο λόγος. Όλα αυτά, όμως, είναι ο ελληνισμός. Όταν ο Ολυμπιακός έγινε κυρίαρχος, δεν άφηνε κανέναν άλλο να πάρει τίποτα. Γιατί; Γιατί έτσι. Ενώ δικαιούνταν και οι άλλες ομάδες τίτλους. Μια δεκαετία τα είχε όλα ο μεγάλος και στους άλλους δεν έδινε ούτε τα κόκαλα. Αυτό οδήγησε στη διάλυση του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα. Παλιά ήταν αλλιώς το ποδόσφαιρο, όπως ήταν αλλιώς και ο Καραγκιόζης. Τώρα, ας πούμε, έχουνε χαλάσει όλα – έ και τι έγινε; Ό,τι χαλάει φτιάχνει, ό,τι χαλάει αποχαλάει. Ας μην το απολυτοποιούμε. Έτσι και ο Καραγκιόζης, δεν τα απολυτοποιεί. Σου λέει: «Εντάξει, χαμένος είμαι, και τι έγινε; Μην δεν ήμουνα και πριν;». Ελπίζει μέσα από την απελπισία του. Και ελπίζει δια της απελπισίας του. Αυτό δεν είναι μόνο η διαλεκτική της τρέλας, είναι και η διαλεκτική της Ορθοδοξίας. Ακόμα και της «Ορθο-λοξίας»! Έχει μυστικά τέτοια το θέατρο σκιών, για όποιον θέλει να τα δει.
Αν το θέατρο σκιών, όπως το ξέρουμε εδώ στην Ελλάδα, και είναι διαμορφωμένο από το 1900 περίπου, βρισκότανε σε καλύτερη θέση, αυτό θα οφειλότανε όχι στο κράτος, ούτε σε φωτισμένους καλλιτέχνες, αλλά μόνο στο ότι θα έπρεπε να αλλάξει νοοτροπία ο νεοέλληνας. Να πει, δηλαδή, ότι δεν έχουμε μόνο την Ακρόπολη, αλλά έχουμε και χιλιάδες βυζαντινά ξωκλήσια που είναι αριστουργήματα και έχουμε και μια λαϊκή τέχνη που καλό είναι να την υποστηρίξουμε. Όχι όμως να την υποστηρίξουμε μοιράζοντας χρήματα, όπως μοίραζε επιδοτήσεις η μακαρίτισσα η Μελίνα στους θεατράνθρωπους για να ανοίξουν ένα θέατρο, και στο τέλος να έρθει η οικονομική κρίση, να μην μπορεί να δώσει το κράτος και να κλείσουν τα θέατρα, αλλά να βοηθήσει να υπάρχουν σταθερές σκηνές, όπου να παίζει ο κάθε ένας, χωρίς αυτό το χάος της υπερφορολόγησης κ.λπ.
Η αλήθεια είναι ότι το θέατρο σκιών πιο πολύ επηρεάζεται από την οικονομική κρίση, παρά από την κρατική βοήθεια ή αδιαφορία. Η αδιαφορία ίσως είναι και κάπου καλή. Γιατί, στην Ελλάδα, όταν λέμε ότι το κράτος ενδιαφέρεται, εννοούμε ότι κάποιοι θέλουν να δώσουν βοήθεια σε κάποιους άλλους και να αφήσουν τους υπόλοιπους στο πουθενά. Αυτό δεν είναι κρατική βοήθεια, είναι ρουσφέτι. Επίσης, αν ένας τρελαμένος, πολιτισμικά σπουδαίος, θέλει να βοηθήσει, πάλι θα βοηθήσει αυτό που έχει το μυαλό του, άρα θα διαλέξει αυτούς που είναι κοντά σε αυτά που σκέφτεται. Ούτε αυτό είναι βοήθεια. Χρειάζεται άλλου τύπου πρόταση για το θέατρο σκιών. Αν το θέατρο σκιών το είχανε οι Αυστριακοί, ή οι Ιταλοί, θα το βοηθάγανε πολύ περισσότερο και μάλιστα χωρίς προκαταλήψεις.
Εν κατακλείδι, δυο λόγια για τον Καραγκιόζη και τον καραγκιοζοπαίχτη.
Από πολλές πλευρές, ο καραγκιοζοπαίχτης είναι ένας αφανής ήρωας. Που κανείς ποτέ δεν σκέφτεται να του στήσει άγαλμα. Σου λέει: «Τι είναι αυτοί; Καραγκιόζηδες». Αλλά μόνο που το λένε, αυτοί που το λένε, δείχνουν ποιος είναι ο αληθινός καραγκιόζης. Αν και ο Καραγκιόζης έχει και τον φίλο του τον Χατζηαβάτη, και πολλούς άλλους, επομένως είναι μικρό το κακό να είσαι καραγκιόζης. Δυστυχώς, το να σε βρίζουν «καραγκιόζη» δείχνει την ποιότητα του νεοελληνισμού. Και δείχνει και την κακότητα που υπάρχει. Και σε αυτό το σημείο, οι καραγκιοζοπαίχτες πρέπει να δράσουν δημιουργικά, να δείξουν ότι δεν είναι έτσι. Πρέπει να έχουν το μεράκι της αυτοβελτίωσης. Δυστυχώς, όπως είπαμε και πριν, το κοινό είναι πιο πολύ άμαθο και δεν μπορεί να βοηθήσει τους καλλιτέχνες, όπως παλιότερα.