Αρχική » cineΡήξη: Paulina & Πικαδέρο

cineΡήξη: Paulina & Πικαδέρο

από Άρδην - Ρήξη

Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα 

Paulina

Η Παουλίνα, υποψήφια διδάκτωρ της Νομικής, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δικαστική της καριέρα, δίπλα στον πατέρα της, ανώτατο δικαστή, για να γίνει δασκάλα δικαίου και πολιτικών δικαιωμάτων σε μια απομακρυσμένη περιοχή, στα όρια του τροπικού δάσους, στην Παραγουάη. Η ταινία ξεκινάει με μια συζήτηση, όπου ο πατέρας επιχειρεί να αλλάξει την απόφασή της, που τη θεωρεί περισσότερο σαν ένα παιδικό πείσμα. Αλλά η Παουλίνα έχει πάρει την απόφασή της και επιμένει. Πάντα επιμένει, όπως την ακούμε να λέει στη συνέντευξη που δίνει σε μια έρευνα εκ των υστέρων, για τα όσα έχουν συμβεί. Γιατί η Παουλίνα θα πέσει θύμα βιασμού από τους νέους που επιχειρεί να διδάξει. Προσπαθώντας να τους μυήσει στις αρχές του δικαίου, θα πέσει θύμα μιας μεγάλης αδικίας από τους ίδιους τους μαθητές της. Η Παουλίνα, σε αντίθεση με τη δικανική λογική του πατέρα της, θα ζητήσει να μη διωχθεί ο βιαστής της. Και θα επιμείνει, ακόμα και όταν μάθει ότι εγκυμονεί το σπέρμα του. Η τελική της απόφαση να κρατήσει το παιδί και να παραμείνει στη θέση της ως δασκάλα, θα οδηγήσει σε κρίση τον πατέρα της και στην τελική σύγκρουση της ταινίας.
Η ταινία, ομολογώ, με κέρδισε μόλις στο τέλος της. Γιατί στην αρχή έλεγα πως την πάτησα, πηγαίνοντας να δω μια τετριμμένη ιστορία της όμορφης, δυναμικής, ας πούμε, ηρωικής ακτιβίστριας, η οποία έχοντας λυμένα όλα τα βιωτικά της προβλήματα, ως συνήθως, λίγο από ανία, λίγο από την υπερφίαλη διάθεση που έχουν πάντοτε οι καλοβαλμένοι, πάει να κάνει τον δάσκαλο στους φτωχούς, οι οποίοι οφείλουν να «μάθουν». Όμως όχι. Η Παουλίνα του Σαντιάγο Μίτρε δεν είναι τέτοιος τύπος, ούτε ο Μίτρε, έτσι τουλάχιστον φαίνεται εδώ, είναι ο συνήθης τύπος του σκηνοθέτη που αρπάζει την ευκαιρία της πολιτικής ορθότητας για να κάνει μια συγκινητική επιτυχία. Η ταινία δεν σε συγκινεί απλώς, σε κάνει να στεναχωρηθείς βαθειά, ξετυλίγοντας όχι ένα δράμα, αλλά το ανθρώπινο δράμα, όπου δεν ξεχωρίζει το θύμα από τον θύτη. Ας πούμε πως όλοι είναι τραγικά πρόσωπα σε αυτό το δράμα, που υποσκάπτει τη βάση του νομικού μας συστήματος. Το να πληρώσει ο ένοχος, σε μια δικανική διαδικασία νενομισμένης εκδίκησης και σωφρονισμού, δεν είναι το ζητούμενο. Γιατί η Παουλίνα, εν τέλει, αρνείται να στριμωχτεί απλώς στη θέση του θύματος και αρνείται να δείξει τον βιαστή, παρ’ ό,τι η πράξη του προκαλεί αποτροπιασμό. Αναζητά, όπως η ίδια το λέει στον συντετριμμένο πατέρα της, όχι απλώς το δίκαιο, αλλά την αλήθεια. Την αλήθεια του εαυτού της; Την αλήθεια των ανθρώπων; Ή μήπως την αλήθεια της ζωής; Γιατί στο τέλος η παράδοξη, κατά τα ειωθότα, απόφασή της, τη θέτει με το μέρος αυτού του παράδοξου, απρόβλεπτου και θεϊκού δώρου που είναι η ζωή.
Λοιπόν, ο Αργεντίνος Μίτρε –ο οποίος δεν γνωρίζω αν κρατάει απ’ τη γενιά του πρώτου προέδρου της Αργεντινής Βαρθολομαίου Μίτρε (1821-1906), αγωνιστή της αργεντίνικης ανεξαρτησίας εκ Χειμάρας (Μητρόπουλος)– κατάφερε να κάνει την πιο απροσδόκητα ανατρεπτική ταινία. Η λύση που δίνει στο δράμα δεν είναι μια κάποια «ορθή» λύση. Η ηρωίδα συνεχίζει τον δρόμο της, που δεν ξέρουμε πού θα φτάσει. Έπειτα, γιατί η ηρωίδα του ξεφεύγει, όπως είπα, από τις γνωστές καλοβαλμένες συμβάσεις μιας ακτιβίστριας ΜΚΟ. Ως κινηματογραφιστής, επιπλέον, αποφεύγει τα αβαθή του μελοδράματος και διαλέγει έναν τρόπο κινηματογράφησης που σε ξεβολεύει. Επιμένει με τα καλοσχεδιασμένα πλάνα του στα πρόσωπα, κυρίως σε εκείνο της ηρωίδας, δευτερευόντως του πατέρα της, και η δράση κινείται συνήθως περιμετρικά, είτε εν γνώσει είτε ερήμην τους. Αφήνει, επίσης, για λίγο την οπτική της πρωταγωνίστριας, για να συμμεριστεί την οπτική των δραστών του βιασμού. Λιγάκι σαν την ίδια την ηρωίδα, που προσπαθεί να καταλάβει, να έρθει στη θέση τους πιθανόν.
Γύρω από τους πρωταγωνιστές, την Ντολόρες Φόνι, τον Όσκαρ Μαρτίνες και τον βραβευμένο Κριστιάν Σαλγκέρο, στον ρόλο του Κίρο, του βιαστή, περιέλαβε μη επαγγελματίες από την περιοχή όπου έγινε το γύρισμα. Κατάφερε έτσι όλος ο περίγυρος να είναι αυθεντικός, με πρόσωπα που έχουν από μόνα τους σμιλευτεί στα βάσανα, που η ηρωίδα επιχειρεί να απαλύνει. Ρεαλιστική φωτογραφία, του Γκουστάβο Μπιάτσι, και το ίδιο συμβαίνει με το μοντάζ των Λεάντρο Άστε, Ντελφίνα Καστανίνο και Τζοάνα Κόλιερ. Τη μουσική έχει γράψει ο Νικολάς Βαρτσαούσκι και στο σενάριο ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον Μαριάνο Λίνας.

 

Πικαδέρο

Διάλειμμα στο θερινό σινεμά του παλαιού αθηναϊκού αστικού κέντρου:
Φωνή ώριμου άνδρα: Καλά, πώς ενεπνεύστης να έρθουμε σε αυτή την ταινία;
Άλλη ανδρική φωνή: Οι κριτικοί γράφουν ότι είναι δραματική κομεντί.
Γυναικεία φωνή παρόμοιας ηλικίας: Δραματική είναι σίγουρα.
Η φωνή του πρώτου άνδρα: Εάν σε ρωτούσα, ποια είναι η καλύτερη ταινία που έχεις δει στη ζωή σου, τι θα απαντούσες;
Η φωνή του δεύτερου άνδρα: Βέρτιγκο. Ο δεσμώτης του ιλίγγου.
Από τους διαλόγους της ταινίας, λίγο νωρίτερα:
Γκοργκ: Ποιος είναι ο αγαπημένος σου σκηνοθέτης;
Άνε: Μμ… ο Σκορτσέζε και ο Κιούμπρικ. Εμένα, δεν ξέρω γιατί, μου έρχεται στο νου ταινία του Λάνθιμου. Οι ήρωες ζουν ακόμα με τους γονείς τους στα τριάντα –αλήθεια ποιος είπε ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα; Οι ομοιότητες με τον Λάνθιμο σταματούν εδώ. Η κριτική που διάβασα πριν μπω στο σινεμά, έλεγε πως θα δω ταινία «της σχολής Καουρισμάκι». Ομολογώ πως βαριέμαι λίγο. Στον Καουρισμάκι δεν μου συμβαίνει αυτό.
Ο Γκοργκ, εργάτης σε μια βιομηχανία που κατασκευάζει εργαλεία, συναντά ένα βράδυ την Άνε. Όπως λέει στον φίλο του Ινιάκι, θα βγουν μαζί. Βρισκόμαστε στον σταθμό του τραίνου Γκελτόκια, στα προάστια του Σαν Σεμπαστιάν, της πρωτεύουσας των Βάσκων. Δεν συμβαίνει τίποτα ασυνήθιστο στην Γκελτόκια. Η ζωή έχει την κανονικότητα επιφάνειας ακύμαντης λίμνης. Ο Γκοργκ, λοιπόν, και η Άνε αναζητούν ένα πικαδέρο, που στη γλώσσα τους θα πει το μέρος που συνευρίσκονται οι εραστές, όταν δεν διαθέτουν χώρο. Αυτό που αναζητούν, βέβαια, είναι ένα χώρο για να ζήσουν μαζί. Τα σπίτια τους, με γονείς, παππού κ.λπ., είναι πολύ στενά και πυκνοκατοικημένα. Εν τέλει, ο έρωτάς τους μένει άστεγος. Πλατωνικός προσώρας. Ο Γκοργκ ζητά μια απλή ζωή, όπως ο πατέρας του και ο παππούς του. Θέλει να πιάσει μόνιμη δουλειά στο εργοστάσιο, να παίζει ράγκμπι, να έχει ένα σπίτι, μια γυναίκα, δύο παιδιά. Η Άνε θέλει να γίνει δασκάλα, αλλά στην Γκελτόκια περιθώρια για δουλειά δεν υπάρχουν. Μαθαίνει αγγλικά, για να γίνει μεταφράστρια. Φεύγει στο Εδιμβούργο. Ο Ινιάκι, ο φίλος του Γκοργκ που έχει αυτοκίνητο, μαθαίνει γερμανικά. Φεύγει στο Βερολίνο. Ξέρω, σας θυμίζει πολλά η ιστορία. Με τη διαφορά ότι η ακύμαντη χώρα των Βάσκων –ή των Σκώτων μπορεί, μιας και ο σκηνοθέτης είναι Σκώτος– δεν είναι η ανεμόεσσα και φουρτουνιασμένη χώρα των ομοίως τρικυμισμένων και ανεμοπαρμένων Ελλήνων.
Έχω μπερδευτεί. Ανάμεσα στον Σκορτσέζε, τον Κιούμπρικ και τον Χίτσκοκ, ο Μπεν Σάροκ –αυτός είναι ο σκηνοθέτης– θα μπορούσε να χαθεί στη δραματουργική ανυπαρξία ενός χασμουρητού. Δεν ξέρω πώς όμως, στο τέλος καταφέρνει να σε κρατήσει σε ένα όριο συγκίνησης. Είναι η σιωπηλή τρυφερότητα των ανθρώπων; Είναι η απροσποίητη φιλία; Είναι ο έρωτας που, όσο δυσκολεύεται να ολοκληρωθεί, τόσο βαθαίνει; Το σίγουρο είναι ότι ο Σάροκ τα καταφέρνει έτσι ώστε να μας βάλει μουσαφιραίους στο σπίτι αυτών των ανθρώπων. Με ένα σινεμά απλό, χωρίς τερτίπια, με πλάνα που πλησιάζουν να είναι νεκρή φύση, αλλά που τα κατοικούν πρόσωπα αληθινά, πιθανόν γνώριμά μας. Όχι δεν μοιάζει του Καουρισμάκι. Ευτυχώς. Νέοι ηθοποιοί, με ταλέντο στους λεπτούς τόνους υποκριτικής που επιβάλλει η ταινία, ο Γιοσέμπα Ουσαμπιάγκα και η Μπάρμπαρα Γκενάγκα γεμίζουν τα τοπία αυτής της ασάλευτης ζωής. Ο Λάντερ Οτάολα, που παίζει τον Ινιάκι, επίσης. Η ατμοσφαιρική μουσική είναι του νέου Ιάπωνα Άντζι Μουραμάτσου, η φωτογραφία του Νικ Κουκ και το μοντάζ της(;) Κάρελ Ντόλακ, όλοι τους νέοι συνεργάτες του Σάροκ, που έχει γράψει επίσης το σενάριο.
Όταν τελείωσε η ταινία, η παρέα των μεσηλίκων πίσω μου, της γενιάς των γονιών του Γκοργκ, δεν σχολίασαν. Ίσως η ταινία τους θύμισε τελικά κάτι δικό μας. Μου φάνηκε ότι επέστρεψαν σε μια παρόμοια ρουτίνα, σε μια καθημερινότητα χωρίς δράματα –πάρεξ μιαν αδιόρατη μελαγχολία κάποτε– σε εκείνο δηλαδή που ονομάζουμε, στην κοινή των ανθρώπων γλώσσα, «ζωή».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ