από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
- Εξακολουθεί να έχει νόημα η «τέχνη» στην εποχή μας ή έχει πλέον οριστικά υποκατασταθεί από την εμπορική ή εμπορευματοποιημένη εικόνα;
Η τέχνη νομίζω ότι δεν έπαψε ούτε στην εποχή μας να έχει νόημα, έστω και αν σε μεγάλο ποσοστό είναι διαβρωμένη από την εμπορευματοποίησή της. Το ερώτημά σας μου φέρνει στο νου τον Σεφέρη, στον περίφημο μονόλογό του για την ποίηση, όπου, καθώς λέει, την τέχνη δεν την αποφεύγει κανείς, διότι κι αν ακόμη δεν πάει στην καλή τέχνη, θα πάει αναγκαστικά στην κακή – είτε στην αισθηματολογία του ταγκό είτε στην περιπέτεια της μέτριας ταινίας. Ελπίζω πως δεν αλλοιώνω τη σκέψη του. Θα έλεγα ωστόσο ότι η μοίρα κάθε τέχνης στις μέρες μας είναι διαφορετική, και εξαρτάται από τον τρόπο που αυτή προσφέρεται στην εμπορευματοποίησή της. Για παράδειγμα, η ποίηση στάθηκε τυχερή από αυτή την άποψη, γι’ αυτό και το πνευματικό εκτόπισμά της είναι υψηλότατο, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στον εικαστικό χώρο, στον οποίο, κατά τη γνώμη μου, τα τελευταία χρόνια παίζεται μια φαρσοκωμωδία με πρωταγωνιστές έναν ολόκληρο εσμό από επισήμως προβαλλόμενες, εκκωφαντικές γελοιότητες.
- Τι άποψη έχετε για τη λεγόμενη αντικατάσταση της ζωγραφικής από events, που προωθείται τα τελευταία χρόνια από συλλέκτες και μουσεία; Τι γνώμη έχετε για φαινόμενα όπως αυτό της Orlan;
Η ζωγραφική ήταν πάντοτε τόπος συνάντησης του φανερού με το αθέατο, γιατί ακινητοποιεί τον χρόνο και προσδίδει στη στιγμή διάσταση αιωνιότητας. Η αποκρυπτογράφηση των κωδίκων της, οι οποίοι διαρκώς αλλάζουν παράλληλα με τους κοινωνικούς όρους αναδείξεώς της, απαιτεί υψηλά αισθητικά κριτήρια, μακριά από μεθόδους μάρκετινγκ. Η δεσπόζουσα σήμερα μαζική κουλτούρα στον εικαστικό χώρο, περιθωριοποιώντας τη ζωγραφική, αναγνωρίζει ως έκφραση πρωτοποριακή οποιαδήποτε ιδιαζούσης μορφής ηλιθιότητα σκηνογραφικής επινοήσεως. Υπάρχει η αγχώδης και σπασμωδική ανάγκη για την παραγωγή ενός απαραιτήτως «νέου», «καινοφανούς» προϊόντος προς κατανάλωση, και αυτή η δυναστευτική επιταγή καταλήγει να αποδίδει στο «νέο» αυταξία, έστω και αν πρόκειται για κατασκευή εν κενώ. Το έργο παύει να θεωρείται ότι ανήκει σε κάποιο πολιτιστικό υπόβαθρο με το οποίο διατηρεί φανερούς ή κρυφούς δεσμούς με βάθος σημασιών και πολιτιστική ταυτότητα. Εδώ η όποια αξία του έργου δεν απορρέει από το περιεχόμενό του αλλά από τη μέθοδο της προβολής του η οποία, παρακάμπτοντας την καθαυτό σημασία του, επιστρατεύει γενικές ιδεολογικές αρχές και –μέσω ακροβατικών συλλογισμών και αυθαίρετων αξιολογικών ιεραρχήσεων– αναγορεύει σε έσχατο ρυθμιστή του έργου την πρόθεση του δημιουργού του. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη αισθητική, η οποία έχει καταφέρει να φιμώσει κάθε άλλη καλλιτεχνική έκφραση, ακόμα και της ζωγραφικής, που έχει τεθεί στο περιθώριο. Οι νοηματοδοτήσεις τύπου “events” και η χρήση άλλων μέσων προερχομένων κυρίως από την τεχνολογία –την «πεμπτουσία» της νεωτερικότητας– είναι οι δεσπόζουσες «αισθητικές» επιλογές. Η Orlan είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων αυτών.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι οποιαδήποτε κριτική του φαινομένου θεωρείται ύποπτη και συντηρητική. Έτσι παρατηρούμε το παράδοξο φαινόμενο, η «νέα» ή «επαναστατική» αυτή τέχνη να χρηματοδοτείται αφειδώς, να προβάλλεται μέχρι σημείου κορεσμού και εντέλει να στεγάζεται και να γίνεται αποδεκτή, σε πλήρη αρμονία με το σύστημα. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η κολοσσιαία διαφορά της από την ιστορική πρωτοπορία. Πιστεύω ότι η καλλιτεχνική πρωτοπορία των αρχών του 20ού αιώνα, επιδιώκοντας την ταύτιση της τέχνης με τη ζωή, είχε χτυπήσει την αστική συνθήκη σε ό,τι αυτή εκπροσωπούσε, επιχειρώντας μια γενική αποδόμηση των αρχών της. Είχε δηλαδή μια κοινωνική αποστολή μέσω ενός οράματος. Ο μεταμοντερνισμός σήμερα, στα εμπορευματοποιημένα καλλιτεχνήματά του, μετέτρεψε το όνειρο της avant-garde σε μια τερατώδη καρικατούρα. Ο ανελέητος και συνεχιζόμενος σφετερισμός της πρωτοποριακής συνθήκης κατέστησε τη σύγχρονη τέχνη ένα κενό – ούτε καν παρωδία της άλλοτε πρωτοπορίας, γιατί η παρωδία προϋποθέτει ότι υπάρχει κάποια κρυφή βεβαιότητα την οποία καθιστά αντικείμενο της διακωμώδησης και του ειρωνικού σχολιασμού της, ενώ εδώ δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Πρόκειται για μια εκκωφαντική ασημαντότητα, για μια πλαστογραφία του μοντέρνου που αλλάζει διαρκώς ονόματα εν είδει ανανεώσεως για νεοαναλφάβητους, όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης, οι οποίοι επενδύουν σε αυτήν το κοινωνικό τους πρόσωπο. - Τι συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα; Ποια είναι η πολιτική των μουσείων, της πινακοθήκης και του κράτους;
Πιστεύω ότι στον τόπο μας έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια μια ραγδαία αλλά και άκριτη προσχώρηση όλων των εκφάνσεων της ζωής μας σε ξένα κυρίαρχα πρότυπα, χωρίς να εξαιρείται και η τέχνη – μορφή ελευθερίας και αντίστασης σε αλλοτριώσεις. Η αλλοτρίωση καθιστά ξένο αυτό που ήταν λίγο πριν οικείο˙ συντελεί στην απώλεια των στοιχείων της ιδιοπροσωπίας και υπάγει μέσω αλλότριων χώρων στην εξάρτηση και στην υποδούλωση. Παρ’ όλα αυτά, παρά τις καταφανώς αρνητικές όψεις του φαινομένου, ο μιμητισμός στον εικαστικό χώρο είναι απίστευτος. Συνεπικουρείται δε από ένα ελλιπούς πνευματικότητος δημοσιογραφικό κυρίως κατεστημένο, που μυθοποιεί συστηματικά συγκεκριμένα ξένα ή ντόπια ονόματα-πρότυπα. Εν απουσία μάλιστα οποιωνδήποτε κριτηρίων, η «μοντέρνα τέχνη» καταφέρνει, σε καθεστώς ανοχής ή αδιαφορίας, να διεισδύει «καλλιτεχνική αδεία» τόσο σε περιοχές γνώσεως εκ προοιμίου απρόσιτες –στο όνομα δήθεν της παραβατικότητός της και της βούλησης για κοινωνική κριτική– όσο και σε χώρους ιερούς με ανίερο τρόπο, ως πρόταση υπερβάσεως. Έτσι η επίσημη τέχνη σήμερα στον τόπο μας είναι μεταμοντέρνα, «επαναστατική» στην κοινωνική της κριτική και «ανατρεπτική» των συμβάσεων, φιλοσοφίζουσα ή ασχημονούσα. Η δεσπόζουσα αυτή αισθητική προωθείται από υψηλά κλιμάκια εμπόρων, συλλεκτών, διευθυντών μουσείων, «ειδημόνων» των υπουργείων Πολιτισμού αλλά και από πανεπιστήμια. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εξαιρέσω την Εθνική Πινακοθήκη, της οποίας η πολιτιστική κατεύθυνση είναι άριστη.
- Έχω την εντύπωση ότι πλέον δεν υπάρχουν συλλογικές προσπάθειες στο πεδίο της τέχνης, που να λαμβάνουν τα χαρακτηριστικά ομάδας, όπως υπήρχαν στο παρελθόν. Είναι αλήθεια αυτό και πώς εξηγείται;
Νομίζω ότι σήμερα απουσιάζουν από τον κόσμο μας το Νόημα και οι Σκοποί που άλλοτε εμψύχωναν τις πράξεις των ανθρώπων, όπως και οι ιδέες και τα οράματα που ένωναν συνεγείροντάς τους σε κοινές υπερβάσεις. Μέσα από την κόπωση των συμβόλων, εν απουσία οποιουδήποτε Μύθου και ηθικών κριτηρίων, οι άνθρωποι είναι πιο μόνοι από ποτέ «στη φοβερή ερημία του πλήθους», έτσι που η ύπαρξη ομάδων θα έβαζε όλους μας σε σκέψεις.
- Μήπως βρισκόμαστε σε μια στιγμή γενικευμένης κρίσης της δυτικής τέχνης,
χωρίς ακόμα να υπάρξει κάποια νέα απάντηση;
Η σημερινή κοινωνία υπόκειται σε μια σαρωτική και ιλιγγιώδη δυναμική ακατάσχετων αλλαγών οι οποίες, πριν προλάβουν να εδραιωθούν, προσχώνονται από άλλες νεότερες και διαβρώνουν συνεχώς ή και εξαφανίζουν ρυθμούς, νοήματα ζωής, κώδικες επικοινωνίας και ηθικές αξίες. Στο καθεστώς αυτό, εν μέσω πλήρους κυριαρχίας του εμπορευματικού ήθους, μεθοδεύονται μεταγγίσεις πολλαπλασιαζόμενων αναγκών ή ανακυκλούμενων ελλείψεων σε καταιγιστική πολλαπλότητα «νοημάτων» χωρίς νόημα, επιφέροντας την αποϊέρωση των πάντων. Αυτός ο κατά Τσόμσκι «αρπακτικός καπιταλισμός» περνά μέσα από τη διανοητική χειραγώγηση των μαζών και τον περιορισμό της δυνατότητάς τους για ανεξάρτητη σκέψη. Η δεσπόζουσα αυτή συνθήκη σήμερα έχει δημιουργήσει, καθώς νομίζω, πολιτιστικό κενό, αφού ακύρωσε την αυταξία του πνεύματος εντάσσοντάς το στον χώρο της χρησιμοθηρίας. Λυπάμαι για τη σχηματοποίηση ενός τόσο πολυσχιδούς προβλήματος, αλλά σε μια συζήτηση είσαι αναγκασμένος να απλοποιείς. Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι ο δυτικός επεκτατισμός, αφού ταυτίστηκε με την έννοια της προόδου, επεδίωξε τη ριζική αναδιάρθρωση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών αντικαθιστώντας τες με άλλα δικά του μορφώματα. Μέσα από τα ίδια πρότυπα λειτούργησε και ένα είδος αποικιοποίησης της πολιτιστικής ζωής επιδιώκοντας τη συντριβή κάθε «ιδιαίτερου», κάθε «διαφορετικού», κάθε «άλλου», που δεν εξομοιώνεται με το «διεθνές» πρότυπό του. Πρόκειται για πολιτικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς οι οποίοι, ενώ άλλοτε απέρρεαν από ένα γίγνεσθαι αντιθετικών ή άλλων βουλήσεων ή εξελικτικών ωσμώσεων, σήμερα υπόκεινται στη μονοκρατορία της δυτικής οικονομικής ισχύος, που ομογενοποιεί ανελέητα την πολυμορφία του κόσμου.
- Υπάρχουν στοιχεία στην ελληνική παράδοση που θα μπορούσαν να μπολιαστούν με σύγχρονα ρεύματα και να δώσουν κάποια πρόταση;
Φυσικά. Και κάτι τέτοιο όχι μόνο είναι εφικτό, αλλά κυρίως είναι και η μόνη οδός της «σωτηρίας» μας. Νομίζω δε ότι πάνω σε αυτό το θέμα θα ήταν πολύ χρήσιμο ένα ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού σας, στο οποίο ευχαρίστως θα συμμετείχα.
Ο Σωτήρης Σόρογκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Αποφοίτησε το 1961 από την ΑΣΚΤ με κρατική υποτροφία. Το 1981 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του «Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης» και της «Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση». Από το 1965 δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. και από το 1997 χρημάτισε τακτικός καθηγητής. Το 2004 βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Σήμερα, είναι ομ. καθηγητής του Ε.Μ.Π. και πρόεδρος του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Βελιγραδίου, στο Μουσείου Γουλανδρή στην Άνδρο, και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές πινακοθήκες, σε δήμους, κοινότητες, τράπεζες, οργανισμούς και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.